Ο Νίκος Τσάρας με τους άνδρες του αποβιβάζεται στην Κατερίνη και φτάνει μέσω Μπέλες στο Νέο Πετρίτσι, στο Σιδηρόκαστρο και τα Σέρρας. 23 Ιουλίου 1806
Ο Νίκος Τσάρας με τους άνδρες του αποβιβάζεται στην Κατερίνη και φτάνει μέσω Μπέλες στο Νέο Πετρίτσι, στο Σιδηρόκαστρο και τα Σέρρας. 23 Ιουλίου 1806
Ο Νίκος Τσάρας (1774 - Ιούλιος 1807), από το Γιαννωτά του Ολύμπου,, περισσότερο γνωστός ως Νικοτσάρας, ήταν ένας από τους σημαντικότερους και ηρωικότερους αρματολούς του Ολύμπου. Παιδί του ήταν ο Παναγιώτης Τσάρας.
Από επιστολή του προς τον Κων. Μπαλάρα διαφαίνεται ότι η θέλησή του για την απελευθέρωση του έθνους περνάει από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο.
Έτσι τον Νοέμβριο του 1806 πέρασε από Ύδρα, και Σπέτσες, Άργος, Ναύπλιο, και πήρε από τον Λάζαρο Κουντουριώτη χαρτιά πολίτη Επτανήσων και βρήκε στη Ζάκυνθο (και Κεφαλονιά, Αργοστόλι, Σάμη) Ρώσους για βοήθεια (οι οποίοι είχαν μόλις κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία).
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, σε ηλικία 18 ετών, ο Νικοτσάρας κατέφυγε με τον αδερφό του Κώστα στη φιλική προς την οικογένειά του φατρία των Λαζαίων. Με τη βοήθεια των Λαζαίων, ο Νικοτσάρας έγινε αρχηγός του αρματολικιού στο Βλαχολίβαδο
Έδρασε κυρίως στην Μακεδονία και στη Βουλγαρία (προέλασε από την Χαλκιδική ως τη Ρήλα
της Βουλγαρίας). Έδρασε τόσο στην στεριά όσο και στη θάλασσα. Τραυματίστηκε θανάσιμα κοντά στο Λιτόχωρο τον Ιούλιο 1807, πέθανε στο καράβι του και θάφτηκε στη Σκιάθο.
Στις 23 Ιουλίου 1806, ο αρματολός Νικοτσάρας, από το Βλαχολείβαδο του Ολύμπου, με 500 επίλεκτους άνδρες αποβιβάζεται στην Κατερίνη και φτάνει μέσω της οροσειράς Μπέλες στο Νέο Πετρίτσι και στη συνέχεια στο Σιδηρόκαστρο (Το Σιδηρόκαστρο το 1806). Από εκεί καταλήγει στις Σέρρες, όπου πολιορκείται από 4.000 Τούρκους και Αλβανούς υπό τον Ισμαήλ Μπέη των Σερρών.
Ο Νικοτσάρας, μαζί με τους άνδρες του, έκαψαν το χάνι και κατευθύνθηκαν προς το Μενοίκιον όρος. Από εκεί, κατέλαβαν τη Ζίχνη. Δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες εκστράτευσαν εναντίον τους, αλλά ο Νικοτσάρας αντέδρασε με έναν αντιπερισπασμό, εξορμώντας προς τις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού. Εκεί, ήλπιζε να συναντήσει τον Ρωσικό στόλο και τον ναύαρχο Σινιάβιν, όμως οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Νικοτσάρας με 250 άνδρες επιχείρησε να περάσει τη γέφυρα του ποταμού Αγγίτη, η οποία φρουρούνταν από χιλιάδες Οθωμανούς στρατιώτες. Με μια ηρωική προσπάθεια, έσπασε τις αλυσίδες της γέφυρας με το σπαθί του και κατάφερε να περάσει. Με τους εναπομείναντες 150 άνδρες του, έφτασε στο Πράβι (Ελευθερούπολη), κατέβηκε στον κόλπο του Ορφανού και κατέληξε στη Χαλκιδική.
Το όνομά του δόθηκε σε χωριό της Δράμας,, το πρών Εσκή Κιόι
Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν δημοτικὴ ποίηση, οἱ «κλέφτες» εἶχαν σταδιακὰ γίνει ἕνας ἡρωϊκὸς θρύλος στὴν συνείδηση τῶν καταπιεσμένων λαῶν. Σημειωτέον ὅτι τὸ φαινόμενο δὲν ὑπῆρξε μόνον στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Παρόμοιες ὁμάδες συναντᾶμε σὲ ὁλόκληρη τὴν Βαλκανικὴ χερσόνησο.Ἕνας τέτοιος περιβόητος «κλέφτης» καὶ «ἀρματωλὸς» ἦταν καὶ ὁ Νίκος Τσάρας
ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ.
Ὁ Νικοτσάρας πολεμᾷ μὲ τρία βιλαέτια, Τὴν Ζίχναν καὶ τὸν Χάντακαν, τὸ ἔρημον τὸ Πράβι.
Τρεῖς ῾μέραις κάμνει πόλεμον, τρεῖς ἡμέραις καὶ τρεῖς νύχταις· Χιόν᾽ ἔτρωγαν, χιόν᾽ ἐπιναν, καὶ τὴν φωτιὰν βαστοῦσαν. Τὰ παλληκάρια φώναξε 'ς ταῖς τέσσεραις ὁ Νίκος·
«᾿Ακούστε, παλληκάρια μου, ὀλίγα κι' ἀνδρειωμένα,
» Σίδηρον βάλτε ἐς τὴν καρδιὰν, καὶ χάλκωμα ἐς τὰ στήθη.
» Αὔριον πόλεμον κακὸν ἔχομεν μὲ τοὺς Τούρκους·
» Αὔριον νὰ πατήσωμεν, νὰ πάρωμεν τὸ Πράβι!»
Τὸν δρόμον πῆραν σύνταχα, κ᾿ ἔφθασαν 'ς το γεφύρι Ὁ Νίκος μὲ τὸ δαμασκὶ τὸν ἅλυσσόν του κόφτει·
Φεύγουν οἱ Τοῦρκοι σὰν τραγιὰ, πίσω τὸ Πράβ᾽ ἀφίνουν.
Τραγούδι από το Chants populaire de la Grèce moderne, Volume 1 του 1824
Απόσπασμα από το ''Ιστορικό Ημερολόγιο Σερρών'', σελ. 187: