Συνθήκη Βουκουρεστίου, παραχώρηση Μοναστηρίου και Μελένικου, 28 Ιουλίου 1913
Φωτογραφία των αντιπροσωπειών στη διάσκεψη ειρήνης.
Το Μελένικο απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό (λόχο εθελοντών) στις 30 Ιουνίου του 1913, προελαύνοντας για την Κρέσνα. Οι κάτοικοι παραδόθηκαν σε ξέφρενο πανηγύρι, ανοίγοντας τα περίφημα κρασιά τους για τον ελληνικό στρατό.
Η απόφαση του Συνεδρίου του Βουκουρεστίου που επιδίκαζε το Μελένικο και το Πετρίτσι στη Βουλγαρία, ελήφθη στις 28 Ιουλίου του 1913. Οι Μελενίκιοι έμαθαν την απόφαση την επομένη και αποφάσισαν με γενική συνέλευση των κατοίκων, στις 30 Ιουλίου του 1913, να ακολουθήσουν τον ελληνικό στρατό και να εγκαταλείψουν για πάντα την πατρίδα τους. Το ίδιο αποφάσισαν και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών, του Πετριτσίου και του Σταρτσόβου. Αντιπρόσωποι των κατοίκων επισκέφτηκαν το στρατηγείο του ελληνικού στρατού στο Λιβούνοβο, όπου βρισκόταν και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η αναχώρηση των κατοίκων θα διευκολυνόταν από το Γενικό Στρατηγείο του ελληνικού στρατού στο Λιβούνοβο, το οποίο διέταξε όλα τα μεταγωγικά του στρατού να βοηθήσουν τους κατοίκους, για να μεταφέρουν ό,τι χρειαζόταν από την κινητή τους περιουσία.
Ο Σαντάνσκι μαθαίνοντας την αναχώρηση των Μελενικίων, αποφάσισε να επιτεθεί, με 500 χωρικούς από τα γύρω χωριά, στην πόλη για να μπορέσει να λεηλατήσει τα σπίτια πριν τα εγκαταλείψουν οι κάτοικοί τους. Έτσι πολιόρκησε για τρεις μέρες το Μελένικο, το οποίο υπεράσπιζε ένας μόνο λόχος ελληνικού στρατού. Το Γενικό Στρατηγείο στο Λιβούνοβο, ειδοποιημένο για το γεγονός, έστειλε στο Μελένικο ένα τάγμα ευζώνων και ανάγκασε τους Βουλγάρους, μετά από φονικές μάχες να λύσουν την πολιορκία της πόλης και να επιτρέψουν στους κατοίκους να αναχωρήσουν με τα υπάρχοντά τους στην Ελλάδα.
Οι βλαχόφωνοι Έλληνες του Μοναστηρίου ήταν βαθύτατα πληγωμένοι αφενός με την πολιτική του Βενιζέλου, που αποδέχτηκε το αίτημα της Ρουμάνικης κυβέρνησης να ανοίξουν σχολεία και εκκλησίες και να συσταθεί επισκοπή για τους κουτσόβλαχους, αφετέρου ο χειρισμός του θέματος αποτέλεσε λανθασμένη διπλωματική ενέργεια, διότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες ουδέποτε ζήτησαν να αποσπασθούν από την Ελληνική παιδεία και την Ορθοδοξία ως γνήσιοι Έλληνες που ήταν63. Η κατάσταση των Μοναστηριωτών κουτσόβλαχων χειροτέρεψε ,όταν στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίστηκε ο Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος ως άλλος Εφιάλτης της αρχαιότητας, συνεργάστηκε με τον αρχηγό της Ρουμάνικης Προπαγάνδας στο Μοναστήρι τον Λαζαριστή Faverial που είχε ως συνεργό του τον αντεθνικό Θεόδωρο Μαυραγάνη. Ο Απόστολος Μαργαρίτης προσπάθησε να δαμάσει το φρόνημα των βλαχόφωνων Ελλήνων συνεργαζόμενος με το καθολικό κίνημα, με τον βουλγαρικό επεκτατισμό και την Αλβανική κίνηση για να δημιουργήσει ανθελληνικό κλίμα στον αλβανικό πληθυσμό της Πελαγονίας και να διεγείρει τις εθνικές απαιτήσεις. Έτσι καλλιεργήθηκε ένα αλβανορουμανικό ρεύμα τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων64. Οι Μοναστηριώτες τόσο πολύ μίσησαν τον Απόστολο Μαργαρίτη που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που έβγαινε από το Αυστριακό Προξενείο της πόλης τους. Για το επεισόδιο συνελήφθησαν ως ύποπτοι ο Νικόλαος Χατζηπέτρου ή Γιάκας, ο Θεόδωρος Μόδης, ο Γεώργιος Δήμιτσας και ο Κωνσταντίνος Χατζηανδρέου, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω αμφιβολιών6 Οι Λαζαριστές πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στους ρουμανίζοντες με
τη συνεργασία της αυστριακής πολιτικής στα Βαλκάνια66. Η ρουμανική προπαγάνδα δεν βρήκε καμία ανταπόκριση από τον βλάχικο πληθυσμό σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και Θεσσαλία. Όλες τους οι προσπάθειες και βτα σχέδιά τους ματαιώθηκαν. Ο δε αρνησίπατρης Θεόδωρος Μαυραγάνης παριστάνοντας τον πατριώτη μπαινόβγαινε στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου αλλά και στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα. Τις πληροφορίες του, τις πουλούσε στους ενδιαφερόμενους εχθρούς του Έθνους και πρόδιδε τους συμπατριώτες του που ήταν επίλεκτα στελέχη της πόλης του Μοναστηρίου, όπωςο Γυμνασιάρχης Ν. Παλιεράκης, ο καθηγητής Χαράλαμπος Καρμίρης και άλλοι, που οδηγούνταν στις φυλακές με τρομερές συκοφαντίες. Ο προδότης Απ. Μαργαρίτης ο οποίος στάθηκε η αιτία να ταλαιπωρηθούν και να εκδιωχθούν αξιοπρεπέστατοι Έλληνες Μοναστηριωτες, πέθανε την ώρα που έπινε τον καφέ του κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Τα σχέδια της ανθελληνικής κίνησης του Ρουμανικού κράτους που είχε και τη σύμφωνο γνώμη της Ρωσίας να αυτονομηθούν οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας Βαλκανικής και να υποταχθούν στις ρουμανικές αξιώσεις, δεν υλοποιήθηκαν, διότι το φρόνημα και η συνείδηση των βλαχόφωνων Ελλήνων ήταν σταθερά προσκολλημένη στον Ελληνισμό, όπως τόνισε ο Αυστριακός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη: «Η ρουμανική εκστρατεία απέβη άκαρπη, αφού τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά και ασήμαντα»
Συνθήκη Βουκουρεστίου
Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) είναι η συνθήκη ειρήνης που συνομολογήθηκε στις 28 Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 στο Βουκουρέστι, εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη αυτή δόθηκε τέλος στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο ακριβώς μετά την ήττα της Βουλγαρίας.
Προηγηθέντα
Η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη με τα κέρδη της στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και ιδιαίτερα με τα κέρδη της Ελλάδας και της Σερβίας στη Μακεδονία, εξαπέλυσε επίθεση στους πρώην συμμάχους της, τον Ιούνιο του 1913. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν, και οι στρατοί της Ελλάδας και της Σερβίας εισέβαλαν σε Βουλγαρικό έδαφος. Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί προωθήθηκαν στην Ανατολική Θράκη και ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ η Ρουμανία χρησιμοποίησε την ευκαιρία να εισβάλει στη Βουλγαρία από το Βορρά και προέλασε αντιμετωπίζοντας ελάχιστη αντίσταση μέχρι τη βουλγαρική πρωτεύουσα, Σόφια. Απομονωμένη και περιβαλλόμενη από ένα πιο ισχυρό συνασπισμό των αντιπάλων, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια εκεχειρία και να αρχίσει τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, Βουκουρέστι.
Όλες οι σημαντικές ρυθμίσεις και οι συμβάσεις παραχώρησης που αφορούν τη διόρθωση των διαφωνιών οι διεθνείς οριακές γραμμές είχαν τελειοποιηθεί σε μια σειρά από συνεδριάσεις της επιτροπής, που είχε συσταθεί σε ξεχωριστά πρωτόκολλα, και επικυρώθηκε επισήμως και από τις μεταγενέστερες ενέργειες της γενικής συνέλευσης των αντιπροσώπων. Παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είχαν επίσης συμμετάσχει στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, δεν εκπροσωπούνται σε αυτή τη συνθήκη. Αντ' αυτού, οι διμερείς συνθήκες αργότερα συνάφθηκαν με τη Βουλγαρία (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης) και την Ελλάδα (Συνθήκη των Αθηνών).
Αντιπροσωπείες στη διάσκεψη ειρήνης. Ελευθέριος Βενιζέλος. Titu Maiorescu; Nikola Pašić (κάθεται στο κέντρο). Dimitar Tonchev; Constantin Dissescu; Νικόλαος Πολίτης; Alexandru Marghiloman; Ντανίλο Καλαφάτοβιτς; Constantin Coandă;
Διαπραγματεύσεις και πιέσεις
Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης για τη συνομολόγηση της συνθήκης αυτής διεξάχθηκαν στο Βουκουρέστι σ΄ έναν αγώνα προσδιορισμού των νέων συνόρων και ειδικότερα των Σερβο-Βουλγαρικών και των Ελληνο-Βουλγαρικών (στη Θράκη). Πριν όμως από τη σύγκληση της διάσκεψης αυτής είχαν προηγηθεί οι ακόλουθες πολιτικές, διπλωματικές και άλλες στρατιωτικές ενέργειες:
Στις 26 Απριλίου (1913) ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος ενημερώνει εγγράφως τον Στογιάν Δάνεφ περί μη ύπαρξης σχετικής συμφωνίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδος δηλώνοντάς του πως γενικά οι Έλληνες επιθυμούν να καταστήσουν την υπό κυριαρχία τους Θεσσαλονίκη ελεύθερο λιμένα και επιπρόσθετα πως αν επιχειρηθεί χωριστή συμφωνία με τη Βουλγαρία οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να παύσουν να ενδιαφέρονται για τις Σερβο-Βουλγαρικές διαφορές που αφορούσαν το Μοναστήρι κ.ά. (Σημειώνεται πως την πρόταση αυτή του Βενιζέλου επικαλέσθηκε αργότερα ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσωφ σε γαλλόφωνο βιβλίο που εξέδωσε προκειμένου ν΄ αποδείξη ότι η Ελλάδα τότε, στο Βουκουρέστι, δεν απαιτούσε κάνενα ζωτικό συμφέρον στη διανομή της Μακεδονίας).
Παράλληλα όμως ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Γκέσωφ επιζητούσε πρώτα να επιλυθεί, με τη βοήθεια της ομόθρησκης Ρωσίας, η Σερβο-Βουλγαρική διαφορά προκειμένου στη συνέχεια να μείνη μόνο εκείνη με την Ελλάδα (κατά τις επιστολές Γκέσωφ - Σαζόνωφ).
Την ίδια περίοδο η Αυστροουγγαρία συμβουλεύει τη Βουλγαρία να λάβει υπ` όψιν της την κατάσταση όπως εξελίχθηκε και να προβεί σε θυσίες προκειμένου να φθάσει σε συμφωνία με τη Ρουμανία.
Στο μεταξύ στις 19/30 Μαΐου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη Λονδίνου (1913) σύμφωνα με την οποία όλα τα εδάφη δυτικά της "γραμμής Αίνου - Μηδείας", εκτός Αλβανίας, παραχωρούνται στους νικητές, καθώς και κάποια εδάφη της Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δυστροπώντας όμως οι Βούλγαροι να εκκενώσουν εδάφη που παραχωρούνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο Σουλτάνος διέταξε τον Ισμέτ πασά με τουρκικές δυνάμεις να εισβάλλει στα συγκεκριμένα κατεχόμενα υπό τη Βουλγαρία εδάφη και να ανακαταλάβει αυτά. Ο Ισμέτ πασάς όμως, προήλασε και πέραν της γραμμής Αίνου - Μηδείας καταλαμβάνοντας και την Αδριανούπολη.
Όταν όμως έγινε γνωστό ότι τούρκοι αιχμάλωτοι και μουσουλμανικοί πληθυσμοί σφαγιάζονταν σε αντίποινα από τους Βουλγάρους ο Σουλτάνος απείλησε έναρξη νέου πολέμου. (Σημειώνεται πως αντ΄ αυτού και μετά τη παρούσα συνθήκη ακολούθησαν η διμερής Βουλγαροτουρκική Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1913), και η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Αθηνών (1913)).
Εκπρόσωποι των χωρών
Οι πληρεξούσιοι εκπρόσωποι επί των διαπραγματεύσεων και οι υπογράψαντες τη συμφωνία ειρήνης, (κατ΄ αλφαβητική σειρά χώρας), ήταν:
Βουλγαρίας: Οι Ντίμιταρ Τόντσεφ - Υπουργός οικονομίας, Ιβάν Φίτσεφ - Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, Συμεών Ράντεφ - Διπλωμάτης και δημοσιογράφος, ο συνταγματάρχης Στάντσοφ, ο Τέοχαρ Παπάζοφ, διοικητικός δικαστής, Πέταρ Νέτζκοφ, διπλωμάτης, Ιορδάνης Ιβάνοφ, Ατανάς Ιστσίρκοφ και ο Ιβάν Στρογκόφ.
Ελλάδος: Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Δημήτριος Πανάς, ο Νικόλαος Πολίτης και οι συνταγματάρχες Κ. Πάλλης και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος.
Μαυροβουνίου: Ο στρατηγός Σιρδάρ Γιάνκο Βούκοτιτς - Πρωθυπουργός, και ο Γιοβάν Ματάνοβιτς - Διπλωμάτης
Ρουμανίας: Ο Τίτος Μαγιορέσκου - Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Αλεξάντροτ Μαργκιλομάν - Οικονομία, ο Πάρτε Ιονέσκου - Ο υπουργός Εσωτερικών, ο Κονσταντίν Ντισέσκου - Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο στρατηγός Κονσταντίν Κοαντά και ο αντισυνταγματάρχη Κριστέσκου
Σερβίας: Ο Νικόλα Πάσιτς - Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Μιχαΐλο Ρίστιτς, ο Μίροσλαβ Σπαλαΐκοβιτς - Πρέσβης στη Σόφια και ο αντισυνταγματάρχης Μιλάνο Νέντιτς
Οι Μεγάλες Δυνάμεις
Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Βαλκανικών Βασιλείων στο Βουκουρέστι και ειδικότερα επί των ελληνικών αιτημάτων ήταν η ακόλουθη:
Τόσο πρώτη η Γερμανία όσο και η Γαλλία υποστήριξαν θερμά τις ελληνικές θέσεις και μάλιστα σε βαθμό που η δεύτερη εκ του γεγονότος αυτού να περιέλθει σε διπλωματική ψυχρότητα με τη σύμμαχό της Ρωσία.
Η Ρωσία αντίθετα υποστήριξε θερμά όλα τα αιτήματα της Βουλγαρίας, όπως τη παραχώρηση της Καβάλας κ.ά.
Αλλά και η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης τη Βουλγαρία, συγκεκριμένα ο υπουργός εξωτερικών της, κόμης Μπέτερχολντ, εξέφρασε την αδικία σε βάρος της Βουλγαρίας που επειχειρούνταν με τη διαρρύθμιση των συνόρων της με την Ελλάδα και Σερβία προβάλλοντας λόγους τόσο εθνολογικούς όσο και οικονομικούς.
Τέλος η Αγγλία και η Ιταλία δεν εναντιώθηκαν αλλά ούτε και υποστήριξαν τα ελληνικά αιτήματα και ιδιαίτερα για τη παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία. Αξίζει όμως ν΄ αναφερθεί η διπλωματική στάση της Αγγλίας όπως δηλώθηκε από τον πρέσβη της στον Ρουμάνο πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών Μαγιορέσκου που είχε ως εξής:
Οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση της Συνδιάσκεψης αυτής του Βουκουρεστίου, η αγγλική Κυβέρνηση επιφυλάσσει στον εαυτόν της το δικαίωμα της αναθεώρησής της, προς υπεράσπιση των βρεταννικών συμφερόντων.
Επειδή στη θέση αυτή δεν συνέπραξαν το ίδιο και οι πρέσβεις της Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, αναγκάσθηκε ο άγγλος πρέσβης να σπεύσει και ν΄αποσύρει έγκαιρα τη παράπάνω δήλωσή του ανακοινώνοντας σχετικά στον Μαγιορέσκου.
Η Συνθήκη
Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία), δια της οποίας εκτός του ότι ορίσθηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες Χώρες, ταυτόχρονα απετράπη και η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψης της Αδριανούπολης, καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο. Πρόσθετα όμως για την Ελλάδα, με τη συνθήκη αυτή άρχισε και να οριστικοποιείται και η ποθητή λύση ενός μεγάλου επίσης ζητήματος του Κρητικού που ακόμα χρονοτριβούσε(¹).
Αν και η συνθήκη αυτή δεν συμπεριέλαβε διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό συνόρων μεταξύ των νικητριών Χωρών εν τούτοις οι κύριες συνέπειες εξ αυτής της ήταν:
Κέρδος της Σερβίας σε έδαφος
Το ανατολικό σύνορο της Σερβίας συντάχθηκε από τη σύνοδο κορυφής της Παταρίκα, στα παλιά σύνορα, και ακολούθησε την καμπή μεταξύ των ποταμών Βαρδάρη και Στρυμόνα ποτάμια στην ελληνική-βουλγαρική όριο, εκτός από ότι η άνω κοιλάδα του Στρούμιτσα παρέμεινε στην κατοχή της Βουλγαρίας.
Στο έδαφος που προσάρτησε τότε η Σερβία, ήταν ένα μεγάλο μέρος της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, το οποίο δεν βρέχεται από θάλασσα. Το έδαφος που κερδήθηκε συγχωνεύθηκε με τον κεντρικό Βαρδάρη, συμπεριλάμβανε τις πόλεις Σκόπια, Κουμάνοβο, Οχρίδα, Άστιβος (σύγχρονη Στιπ), Βελεσά (σύγχρονη Βέλες), Γευγελή, Κότσανη, Κρούσοβο, Περλεπές (σύγχρονη Πρίλεπ) και Μοναστήρι (σύγχρονη Μπίτολα), μεγάλο μέρος της λίμνης Μεγάλη Πρέσπα και η μισή σχεδόν έκταση της λίμνης Οχρίδα (η άλλη μισή παραχωρήθηκε στο τότε νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας), τα οποία όλα αυτά σήμερα ανήκουν στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία. Με τη διάταξη αυτή, η Σερβία αύξησε την επικράτειά της από 48.300 σε 87.780 τ.χλμ. και ο πληθυσμός αυξήθηκε περισσότερο από 1,5 εκατ. κατοίκους.[1]
Κέρδος της Ελλάδας σε έδαφος
Η συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία συντάχθηκε από την κορυφή του Μπέλλες στο στόμα του Νέστου, σχετικά με το Αιγαίο. Αυτή η σημαντική εδαφική παραχώρηση, την οποία η Βουλγαρία αμφισβήτησε σημαντικά, σε συμμόρφωση με τις οδηγίες που έλαβε στις σημειώσεις τις οποίες η Ρωσική Αυτοκρατορία και Αυστροουγγαρία παρουσίασαν στο συνέδριο, αύξησε την περιοχή της Ελλάδας από 64.790 σε 108.610 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της έγινε από 2.660.000 σε 4.363.000.[2]
Στο έδαφος που προσάρτησε η Ελλάδα, συμπεριλαμβάνονται μεγάλα τμήματα:
της Ηπείρου, με σημαντικές πόλεις τα Ιωάννινα, την Πάργα και την Πρέβεζα, ο κάμπος της Άρτας (η Άρτα ήταν ήδη τότε Ελληνικό έδαφος, από το 1881, και είχε προσαρτηθεί μαζί με την Θεσσαλία στο Ελληνικό κράτος), περιλαμβάνοντας ακόμα και την περιοχή της σημερινής Θεσπρωτίας, με τους Φιλιάτες, την Παραμυθιά, και την Ηγουμενίτσα (ή οποία τότε ακόμα ήταν χωριό). Η Βόρεια Ήπειρος, που αρχικά περιλαμβανόταν να προσαρτηθεί και αυτή στην Ελλάδα, τελικά δόθηκε στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.
της Μακεδονίας, με σημαντικές πόλεις την Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, οι οποίες είναι σήμερα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα Λιμάνια της της Ελλάδας, και άλλες μεγάλες και ιστορικές πόλεις όπως τις Σέρρες, την Βέροια, την Φλώρινα, την Κοζάνη, την Δράμα, την Νάουσα, την Κατερίνη, το Κιλκίς, την Καστοριά, τα Γρεβενά, τα Γιαννιτσά και την Έδεσσα, ενώ επιπλέον μέσα σε αυτή την περιοχή ήταν επίσης και η χερσόνησος της Χαλκιδικής, με τις παρακείμενες χερσονήσους της (Κασσάνδρα, Σιθωνία και Άγιο Όρος ή Χερσόνησος του Άθω), το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης Μικρή Πρέσπα και ένα μικρό μέρος της λίμνης Μεγάλη Πρέσπα, ο Μύτικας το ψηλότερο σημείο του Ολύμπου, καθώς και το νησί της Θάσου. Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μεταφέρθηκαν προς τα ανατολικά μέχρι πέρα από την Καβάλα, περιορίζοντας έτσι τα παράλια της Βουλγαρίας στο Αιγαίο σε αμελητέο ύψος 110 χλμ., με μόνο το Δεδέαγατς (σύγχρονη Αλεξανδρούπολη) ως επίνειο.
Επιπλέον, και η Κρήτη μαζί με τις παρακείμενες νησίδες της σε Αιγαίο και Λιβυκό Πέλαγος, ενσωματώθηκε οριστικά στην Ελλάδα και επίσημα στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, και η Ελλάδα απέκτησε και άλλες σημαντικές πόλεις-λιμάνια, όπως τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο Κρήτης), τα Χανιά, το Ρέθυμνο, την Σητεία και την Ιεράπετρα, ενώ με τα χρόνια αναπτύχθηκε και πληθυσμιακά και ο Άγιος Νικόλαος Λασιθίου.[3]
Κέρδος της Βουλγαρίας σε έδαφος
Το μερίδιο της Βουλγαρίας από τα λάφυρα, αν και μειώθηκε σημαντικά, δεν ήταν εντελώς αμελητέο. Υπήρξαν καθαρά κέρδη της:
Σε ένα τμήμα της Μακεδονίας, την Μακεδονία του Πιρίν (ή Βουλγαρική Μακεδονία, σύγχρονη Επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ), με σημαντικές πόλεις την Άνω Τζουμαγιά (σύγχρονη Μπλαγκόεβγκραντ), το Άνω Νευροκόπι (σύγχρονη Γκότσε Ντέλτσεφ), το Πετρίτσι και το Μελένικο, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Στρώμνιτσα (σύγχρονη Στρούμιτσα - η οποία σήμερα ανήκει στην Βόρεια Μακεδονία).
Δυτική Θράκη, με σημαντικές πόλεις την Κομοτηνή (τότε ακόμα ονομάζονταν Γκιουμουλτζίνα), την Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδεαγάτς), (ενώ δεν περιλαμβάνονταν το Διδυμότειχο), την Λίμνη Βιστωνίδα, και 110 χλμ. παράλια του Αιγαίου (από τις ακτές νότια της Ξάνθης μέχρι το Δέλτα του Ποταμού Έβρου), ήταν περίπου 25.030 τ.χλμ., και ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 129.490. Τα Εδάφη αυτά ανήκουν σήμερα στην Ελλάδα.
Επιπλέον, η Βουλγαρία συμφώνησε να καταργήσει όλα τα υπάρχοντα φρούρια και δεσμεύθηκε από μόνο της να μην ξανακατασκευαστούν στο μέλλον φρούρια μεταξύ των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων ή οπουδήποτε σε από το έδαφος μεταξύ των δύο πόλεων, ή μέσα σε μια ακτίνα 20 χιλιομέτρων γύρω από το Μπάλτσικ.
Κέρδος της Ρουμανίας σε έδαφος
Η Βουλγαρία παραχώρησε στη Ρουμανία τη Νότια Δοβρουτσά, που βρίσκεται βόρεια της γραμμής που εκτείνεται από το Δούναβη, ακριβώς πάνω απ' το Tutrakan στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, νότια της Νότιας Δοβρουτσάς έχει επιφάνεια περίπου 6.960 τ. χλμ., με πληθυσμό 286.000, και περιλαμβάνει το φρούριο της Σιλίστρα και οι πόλεις της Τουτρακάν στον Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα.
Εκτίμηση
Σύμφωνα με τους Anderson and Hershey, η σοβαρή επιδείνωση των όρων που επιβάλλονται για τη Βουλγαρία αντιπαρέβαλε τις φιλοδοξίες της κυβέρνησής του κατά την έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου: το έδαφος τελικά που κέρδισε ήταν σχετικά περιορισμένο; Η Βουλγαρία απέτυχε να κερδίσει τη Μακεδονία, η οποία ήταν το μήλον της έριδος του κατά τον πόλεμο και ιδιαίτερα οι περιοχές της Οχρίδας και της Μπίτολα, το οποίο ήταν και το κύριο αίτημα. Με μόνο μια μικρή διέξοδο στο Αιγαίο γύρω από τη μικρή λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, η Βουλγαρία έπρεπε να εγκαταλείψει το σχέδιο της ηγεμονίας των Βαλκανίων.
Σύμφωνα με τους Anderson and Hershey, η νικήτρια και θριαμβεύτρια μετά την εξαγορά της Θεσσαλονίκης και την περισσότερη από τη Μακεδονία μέχρι και το λιμάνι της Καβάλας, η Ελλάδα είχε ακόμη εκκρεμή ζητήματα.[3] Η Ιταλία ήταν σε αντίθεση με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Βόρεια Ήπειρο και καθώς επίσης έλεγχε τα ελληνο-κατοικούμενα Δωδεκάνησα. Επιπλέον, το status quo των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, το οποίο η Ελλάδα το είχε λάβει από τους Οθωμανούς, παρέμεινε απροσδιόριστο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1914, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν την ελληνική κυριαρχία πάνω τους. Οι εντάσεις με τους Οθωμανούς παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, ωστόσο, για την αντιμετώπιση των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολής, που οδήγησε σε μια κρίση και έναν ναυτικό αγώνα το καλοκαίρι του 1914, που σταμάτησε μόνο με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος του πολέμου, η Ελλάδα είχε ακόμη αξιώσεις στα εδάφη εκτός των συνόρων της, που κατά εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν περίπου 3 εκατομμύρια Έλληνες.
Σημειώσεις
(¹) Υπόψη ότι η Κρήτη σύμφωνα με τη Συνθήκη Λονδίνου (1913) είχε παραχωρηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε όλους τους νικητές του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με τη συνθήκη Βουκουρεστίου η Βουλγαρία παραιτήθηκε και από κάθε αξίωση επί της Κρήτης.
(²) Η Σερβία είχε ήδη αναγνωρίσει τα σύνορα μεταξύ Σερβίας - Ελλάδας από ειδική σερβο-ελληνική επιτροπή με βάση ίδίου Πρακτικού που υπογράφηκε στο Βελιγράδι στις 3 Αυγούστου του 1913, από τους Πρωθυπουργούς Ε. Βενιζέλο και Πάσιτς. Επίσης τα αποκλειστικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της Κρήτης, σύμφωνα με το παραπάνω Πρακτικό της ειδικής επιτροπής έλαβε ξεκάθαρη θέση με τη διατύπωση: "...άμα τη αποδοχή της καθορισθείσης οροθετικής γραμμής η Σερβία παραιτείται εκ πάσης επί της νήσου Κρήτης αξιώσεως". Η δε οριοθετηκή γραμμή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πρωθυπουργών με χειρόγραφη επιστολή, (που βρίσκεται σήμερα στα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών), δια της οποίας ορίζονταν τα μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας σύνορα από τις θέσεις που κατείχαν αντίστοιχα τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα στη Μακεδονία.
(³) Η συνολική έκταση της Ελλάδας κατά την υπογραφή της Συνθήκης Βουκουρεστίου (1913) από 63.211 τ.χλμ. έφθασε μαζί με τις νήσους του Αιγαίου τα 120.308 τ.χλμ., οι δε κάτοικοι του Βασιλείου της Ελλάδος από 2.631.952 αυξήθηκαν σε 4.718.221.
Παρατηρήσεις
Από το κείμενο της Συνθήκης αυτής, άξια παρατήρησης, είναι τ΄ ακόλουθα σημεία:
Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) δεν περιελάμβανε άρθρα που να κανονίζουν το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, (Λήμνου, Χίου, Σάμου κ.λπ.), που κατέχονταν ήδη "De facto" μόνο από την Ελλάδα, χωρίς όμως και να μεριμνήσει περί αυτού άλλη συνθήκη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Συνέπεια αυτού ήταν οι Τούρκοι εθνικιστές να μην αποδέχονται την ένωση των νήσων αυτών με την Ελλάδα.
Η Ρουμανία κατάφερε με διακανονισμό να λύσει το Κουτσοβλαχικό ζήτημα της Μακεδονίας σύμφωνα με τις απόψεις της, κατά τις οποίες οι τρεις άλλες σύμμαχες Χώρες δέχθηκαν να παραχωρήσουν τόσο εκκλησιαστική όσο και σχολική αυτονομία στους εντός των συνόρων τους Κουυτσοβλάχους και να επιτρέψουν σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής Αρχιεπισκοπής με δικαίωμα επιχορήγησης αυτών από τη ρουμανική κυβέρνηση υπό την επίβλεψη της κάθε επιμέρους κυβέρνησης Χώρας.
Γεγονός πάντως ήταν πως με τη Συνθήκη αυτή επισφραγίστηκε η δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας ή Ελλάδας του Νέστου όπως ονομάστηκε τότε, από Ελλάδα του Σπερχειού (παλαιότερα), αγκαλιάζοντας ένα μεγάλο ποσοστό αλυτρώτου Ελληνισμού.
Η σταθερότητα της Ελλάδας τόσο στη συνθήκη του Βουκουρεστίου όσο και προς τη σύμμαχο Σερβία διαφάνηκε ιδιαίτερα όταν ένα χρόνο μετά, σε σερβική δημοσιογραφική ερώτηση προς τον Ε. Βενιζέλο, (Οκτώβριος 1914), κατά πόσο η Σερβία μπορεί να υπολογίζει στην Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης εκ μέρους της Αυστροουγγαρίας ή της Βουλγαρίας, εκείνος απάντησε: «Εν πάση περιπτώσει η Ελλάς δεν θα ευρεθή εις το εχθρικόν προς την Σερβίαν στρατόπεδον, εάν ο πόλεμος γενικευθεί». Σε άλλη επίσης ερώτηση περί πιθανής πρόκλησης εκ μέρους της Γερμανίας να επιτεθεί στη Σερβία προσκαλώντας και την Ελλάδα με υπόσχεση μεγάλων εδαφικών παραχωρήσεων, ο Βενιζέλος απάντησε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρά δια να διαπράξη τόσον μεγάλην αναισχυντίαν».
Παραπομπές
Anderson and Hershey, p. 439
Anderson and Hershey, pp. 439-440
Anderson and Hershey, p. 440
Πηγές
"Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος" τ.2ος σ.31 - Γ. Ασπρέα - Αθήναι 1945
"Οι Βαλκανικοί Γείτονές μας" σ.100 - Αλ. Κύρου - Αθήναι 1962
"Ιστορία της Σερβίας 1800-1918" σ.374, 398. - Δ. Τζώρτζεβιτς - Θεσσαλονίκη 1970
"Η Μακεδονία του Αιγαίου και οι Γιουγκοσλάβοι" σ.404, 414 και 646. - Δ. Ζαγκλή - Αθήναι 1975
"Διεθνείς Συνθήκες" σ.222-227. - Χαραλ. Γ. Νικολάου - Αθήνα 1996
Katrin Boeckh: Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μικρά κράτη πολιτικής και εθνικής αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια. Oldenbourg, Μόναχο 1996, ISBN 3-486-56173-1, Σ 59F.
Συμεών Radev, Traian Radev: Konferentsiiata V Bukuresht μπορώ Bukureshtkiiat Mir ΟΤ 1913 (DT.. Η διάσκεψη στο Βουκουρέστι και η ειρήνη του Βουκουρεστίου το 1913 ). Tinapres, Σόφια, 1992, ISBN 978-954-8309-01-1.
Frank Marby Anderson· Amos Shartle Hershey (1918). «The Treaty of Bucharest, August 10, 1913». Handbook for the Diplomatic History of Europe, Asia, and Africa 1870-1914. Washington, DC: National Board for Historical Service, Government Printing Office.
Karl Adam: Βρετανικό δίλημμα Βαλκανίων. Η βρετανική βαλκανική πολιτική της βοσνιακής κρίσης μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους 1908-1913, Verlag Δρ Κόβατς, Αμβούργο 2009, ISBN 978-3-8300-4741-4.
Katrin Boeckh: Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μικρά κράτη πολιτικής και εθνικής αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια. Oldenbourg Verlag, Μόναχο 1996, ISBN 3-486-56173-1.
Richard C. Hall: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913. Προοίμιο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Routledge, London 2000, ISBN 0-415-22946-4.
Βιβλιογραφία