Βουλγαρική συμμορία, με τη συνδρομή εξαρχικών πυρπολούν την Μονή Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στο Παλαιόκαστρο, 6 Ιουλίου 1902
Το Μοναστήρι του Σταυρού στο Παλαιοκατρο χτύστικε το 1879 και λειτούργησε πρώτη φορά το 1880. Στην Οθωμανική περίοδο ήταν γνωστή ως Μονή της Κούλας (Κούλα=Πύργος) ή Κιούλας από το ομώνυμο χωριό (σήμερα Παλαιόκαστρο) Σήμερα λειτουργεί ως εξωκκλήσι και τιμάται επ’ ονόματι της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Στα δυτικά της εκκλησίας υπάρχουν οι τάφοι της οικογενείας των κτιτόρων.
Στις 6 Ιουλίου 1902, ημέρα Τετάρτη, βουλγαρική συμμορία, με τη συνδρομή εξαρχικών χωρικών, πυρπόλησε με πετρέλαιο τη μονή του Αγίου Προδρόμου στο Παλαιόκαστρο. Αυτό το γεγονός αποτελεί μία από τις πολλές επιθέσεις και πράξεις βίας που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στα Βαλκάνια, εν μέσω των εθνοτικών συγκρούσεων και της αναταραχής που χαρακτήριζαν την περιοχή κατά την ύστερη οθωμανική εποχή.
Η μονή υπήρξε αντικείμενο έριδος μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών στην περίοδο 1902-1907.
Το 1904, σύμφωνα με τον Έλληνα Πρόξενο Ι. Στουρνάρα, 3 με 4 χιλιάδες Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον προαύλιο χώρο της Μητρόπολης και στους γύρω δρόμους. Επικεφαλής της πορείας ήταν ο πρωτοσύγκελος Λεόντιος. Υπό τα έκπληκτα βλέμματα των Οθωμανών, το πλήθος κατευθύνθηκε προς το Διοικητήριο της πόλης, όπου απαίτησαν και παρέλαβαν από τον Μουτεσαρίφη το κλειδί της ιεράς μονής του Τιμίου Σταυρού (Αγίου Προδρόμου Παλαιοκάστρου). Η μονή είχε κλείσει λόγω της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Στη συνέχεια, πλήθη Σερραίων, είτε πεζοί είτε με κάρα, κατευθύνθηκαν προς τη Μονή, η οποία βρίσκεται περίπου 10 λεπτά έξω από το χωριό Κούλα, στο σημερινό Παλαιόκαστρο. Εκεί τελέσθηκε η λειτουργία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Οι συγκεντρωμένοι έψαλαν ομαδικά και με συμβολικό τρόπο τον ύμνο «Σώσον Κύριε τον Λαό σου».
Το 1907 ένοπλο βουλγαρικό σώμα κατέστρεψε το συγκρότημα και μόνο το καθολικό διέφυγε την καταστροφή.