Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, 12 Ιουλίου

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Τουρκία, 25 Ιουλίου 1924 – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του. Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Βιογραφία
Παιδική ηλικία
Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλογίας-Ευλαμπίας Εζνεπίδη. 
Είχε άλλα εννιά αδέρφια: την Αικατερίνη, τη Σωτηρία, τη Ζωή, τη Μαρία, τον Ραφαήλ, την Αμαλία, τον Χαράλαμπο που είχαν γεννηθεί στα Φάρασα, ενώ η Χριστίνα και ο Λουκάς γεννήθηκαν στην Κόνιτσα όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Παΐσιου από το 1927. 
Σε ηλικία πέντε ετών με τους γονείς του


Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1986. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Η Κολυμβήθρα που βαπτίστηκε ο Άγιος Παΐσιος από τον Άγιο Αρσένιο

Πρόσφυγας κατά την ανταλλαγή πληθυσμών
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».

Εφηβικά χρόνια και στρατιωτική θητεία
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στον στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. 
Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος τη θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1948 ο Αρσένιος υπηρέτησε στον στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας τη θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Τα πρώτα χρόνια του μοναστικού βίου
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από τον στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίω
Ο Άγιος μετά την Κουρά του

ν της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.

Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί, στις 27 Μαρτίου 1954, τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί, αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους αδελφούς του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.


Λίγο αργότερα, αναχώρησε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Στις 3 Μαρτίου 1957 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β', ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.
Ο Άγιος στην Ιερά Μονή Στομίου

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του.
Εργαζόμενος ως ξυλουργός στην συντήρηση των εικόνων του Σινά

Στο Όρος Σινά
To 1962 πήγε στο Όρος Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. 
Στην Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως

Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, μέχρι τον θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. 

Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ τον Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι' αυτόν.
Παριστάμενος σε κουρά μοναχής

Ασθένεια και νοσηλεία στη Θεσσαλονίκη
Το καλοκαίρι του 1965 ο Άγιος Παΐσιος γνωρίσθηκε με τον συμπατριώτη του Μικρασιάτη Γέροντα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου. Ο πατήρ Πολύκαρπος ενεργοποίησε τα πνευματικά του παιδιά, γιατρούς και νοσοκόμες, ώστε να εξετασθεί ο Άγιος Παΐσιος και να ακολουθήσει κατάλληλη περίθαλψη λόγω των προβλημάτων υγείας που εμφάνισε. 
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός – π.Νήφων Βατοπαιδινός (ως λαϊκός) -Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης – Μητροπολίτης Λεμεσού κ.κ.Αθανάσιος

Οι ιατροί συνέστησαν χειρουργική επέμβαση λόγω εκτεταμένης βρογχεκτασίας αριστερού πνεύμονος. Όμως ο άγιος παρακάλεσε τον π. Πολύκαρπο να μην προχωρήσουν οι διαδικασίες για να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Αργότερα ο άγιος Παΐσιος επανήλθε στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει εκ νέου τον π. Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, και να πραγματοποιηθεί η επέμβαση. 
Έξω από το ερημητήριό του

Αυτή τη φορά ο άγιος έδωσε τη σειρά του σε ένα άρρωστο παιδί το οποίο νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" διότι είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέ­φερε. Έτσι η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.
Ο άγιος Παΐσιος εισήχθη μετέπειτα στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης και υποβλήθηκε σε εγχείρηση μερικής αφαίρεσης πνεύμονα. Στο Νοσοκομείο χρειάσθηκε να παραμείνει περισσότερο από δύο μήνες. Καθώς οι τομές ήταν εκτεταμένες, ο γιατρός υπέδειξε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Με μέριμνα του π. Πολυκάρπου βρέθηκε οικία στην πόλη όπου φιλοξενήθηκε ο άγιος, μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος.
Ο Άγιος Παΐσιος, όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος για λόγους υγείας φιλοξενούνταν στο Ησυχαστήριο της Μονής Σουρωτής και εκεί συναντούσε τον πατέρα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, ο οποίος ήταν Πνευματικός του Ησυχαστηρίου, και συζητούσαν ανταλλάσσοντας πνευματικές εμπειρίες. 
Ο Άγιος με προσκυνητές

Ο Άγιος με προσκυνητές


Η συμβολή του Αγίου στον πνευματικό καταρτισμό των μοναζουσών ήταν πολύτιμη και έτσι ο πατήρ Πολύκαρπος έφτιαξε ένα κελλάκι στο βουνό, για να μένει ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος όταν επισκεπτόταν το Ησυχαστήριο.
Στο Άγιον Όρος (Κατουνάκια, Σταυρονικήτα, Παναγούδα)
Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. 
Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. 
1978. Στην Σουρωτή με γνωστό του νέο από την Αυστραλία


Το 1979 αποχώρησε από τη σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. 
Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. 
Στην αυλή της Παναγούδας (5-6-1983)

Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Έτος 1992. Το τελευταίο Πάσχα του Αγίου με τους πατέρες

Νέα προβλήματα υγείας
Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. 

Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του.
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς τον Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Απροσδόκητα μπροστά στον φωτογραφικό φακό

Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.


Το τέλος της ζωής του
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Θεολογία
Η θεολογία του Γέροντα π. Παϊσίου, συνοψιζόταν σε δυο λέξειςː αγάπη και ταπείνωση,  προτείνοντας το παράδειγμα του Θεανθρώπου Χριστού. Δίδασκε την πίστη στον Τριαδικό Θεό, την τιμή στη Θεοτόκο Μαρία και τους Αγίους, και το σεβασμό στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας.

Προσεύχονταν μυστικά (Ματθ. 6,5-6) καθημερινά νυχθημερόν στον Χριστό και την Παναγία πολλές ώρες, για όλο τον κόσμο, τους ανθρώπους, ολόκληρη τη φυσική δημιουργία, υπέρ της Ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, προτιμώντας κάποιες φορές να προσεύχεται για τους απόντες από το να ανοίγει την πόρτα της καλύβας του σε παρόντες επισκέπτες, ενώ απέφευγε κάθε εντυπωσιασμό (Ματθ. 4, 5-10).

Όταν για ποιμαντικούς λόγους χρησιμοποιούσε το προορατικό πνευματικό χάρισμα που του είχε χαρίσει ο Θεός, αποκαλύπτοντας κάτι για να βοηθήσει κάποιον, του ζητούσε να μην το πει σε άλλους, (Λουκά 8, 52) γιατί κάθε συμβουλευτικός του λόγος ταίριαζε εξατομικευμένα στο πρόσωπο που είχε μπροστά του. Κάποιοι, δεν το τηρούσαν, κι αυτό τον στενοχωρούσε. Λυπόταν όταν πληροφορούνταν ότι ορισμένοι παρέμεναν στην αποκάλυψη μιας σκέψης τους, ή ενός προτέρου γεγονότος από τη ζωή τους, χωρίς να προχωρήσουν στο σκοπό (Ιω 5, 1-14) που είχε η αποκάλυψη, δηλαδή στην ταπείνωση, τη μετάνοια  και την αλλαγή τρόπου ζωής. Συχνά έλεγε σε επισκέπτες που του ανέφεραν προφορικά ή γραπτά, λόγια, που υποτίθεται ότι είχε πει σε άλλους: "εγώ παιδί μου αυτό δεν το έχω πει, πώς τα βγάζουν αυτά".

Μιλούσε εναντίον της θρησκοληψίας και της αναζήτησης θαυμάτων, (Ιω 20,29) ενώ δίδασκε την αδιάλειπτη προσευχή , την εν ταπεινώσει μίμηση της ζωής των αγίων και όχι απλά την επίκλησή τους προς το θεαθήναι. Συνιστούσε την ενεργό συμμετοχή στο σώμα της εκκλησίας με αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, προσωπική πνευματική άσκηση  και σεβασμό στο Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας, χωρίς επιδίωξη συμφερόντων, δύναμης ή επιρροής. Συνιστούσε να υπάρχει θάρρος ομολογίας της πίστης με διάκριση και σύνεση  στις πράξεις και συμπεριφορές των πιστών, ώστε να μην δίνονται αφορμές για ευτελισμό (Α’ Κορ. 1, 17) της διδασκαλίας του Χριστού και της Εκκλησίας. Έλεγε συχνά στους επισκέπτες του προσκυνητές, ότι "το μεγαλύτερο θαύμα είναι η ταπείνωση (Λουκ. 18, 10-14) σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού (Φιλιπ. 2,7) και η μετάνοια" (Ματθ. 4, 17).

Mιλούσε με λόγια απλά, με αγάπη, και βαθιά κατανόηση του άλλου, κοιτάζοντας στα μάτια τον συνομιλητή του, με βλέμμα φωτεινό, ειρηνικό και πρόσχαρο, προσφέροντάς του λουκουμάκι και δροσερό νερό, στο λιτό "καθιστικό" από κούτσουρα κυπαρισσιού, έξω από το φτωχικό κελί του στην "Παναγούδα"  στις Καρυές Αγίου Όρους, το οποίο ανακαινίστηκε μετά την κοίμησή του.

Συγγραφικό έργο
Ο Γέροντας Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται:

Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1975)
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης, 1809-1886 (1986)
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα (1993)
Επιστολές (1994)

Αγιοκατάταξη
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αποφάσισε την κατάταξη του μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις 2 Νοεμβρίου 2017, ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ανακηρύχθηκε προστάτης του όπλου των Διαβιβάσεων στον Ελληνικό Στρατό. Ο πρώτος στην Ελλάδα ενοριακός ναός που είναι αφιερωμένος στον Άγιο είναι εκείνος που βρίσκεται στη Νέα Έφεσο Πιερίας και στην Κύπρο ο Ιερός Ναός Αγίων Παϊσίου Αγιορείτου και Αρσενίου Καππαδόκου στην Εκάλη της Λεμεσού.

Προστάτης της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας
Τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Άγιος Παΐσιος ανακηρύχθηκε Προστάτης της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στο πλαίσιο της 12ης Κληρικολαϊκής Συνέλεύσης της Αρχιεπισκοπής.

Υστεροφημία
Ήδη πριν από τον θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960. Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής.

Η θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του, για να προσκυνήσουν το μνήμα στο οποίο αναπαύεται. 
Ο απέριττος τάφος του Αγίου στην Ι.Μ. Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής

Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα, (συγκεκριμένα της Βορείου Ηπείρου) και τη διάλυση της Τουρκίας καθώς και της Βόρειας Μακεδονίας. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε στα ρωσικά.

Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Αγίου Παϊσίου από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα, και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά με τον Άγιο Παΐσιο.

Το 2022 προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel η ιστορική, βιογραφική σειρά με τον τίτλο «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Χαρακτηριστικό της υπήρξε η τεράστια υποδοχή από το τηλεοπτικό κοινό, το πρώτο επεισόδιο της οποίας παρακολούθησαν 1.597.820 τηλεθεατές, ενώ το υψηλότερο ποσοστό που σημειώθηκε σε επιμέρους κατηγορία κοινού άγγιξε το 40,6%. Στο δεύτερο επεισόδιο η απήχηση της σειράς αυξήθηκε σε 1.610.519 τηλεθεατές. Παρόμοια επιτυχία είχε και στην Κύπρο. όπου η σειρά μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha Κύπρου, το πρώτο επεισόδιο της οποίας ξεπέρασε το 30% τηλεθέασης στο γενικό σύνολο, σημειώνοντας ποσοστό μέχρι και 30,6%.

Περιστατικά από τη ζωή του οσίου γέροντος Παϊσίου περί της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου
Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ (σελ. 86-97).
Κοινοβιάτης Εσφιγμενίτης
Από την πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος του είχε μείνει η πείρα και η γνώση. Σκέφθηκε λοιπόν με διάκριση να πάει για ένα διάστημα σε κοινόβιο, να βγάλει τα πνευματικά φτερά. Σκεφτόταν να πάει στην Κωνσταμονίτου να δοκιμάσει, γιατί είχε ακούσει ότι είναι ησυχαστικό και ασκητικό Μοναστήρι. Επειδή όμως είχε φουρτούνα από εκείνη την πλευρά, ήρθε από την βόρεια -το θεώρησε οικονομία Θεού- και πήγε στο Μοναστήρι του Εσφιγμένου (τότε δεν είχε γίνει ακόμη ζηλωτικό). Έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Καλλίνικο, έβαλε μετάνοια και άρχισε την δοκιμή.
Το Μοναστήρι είχε καλή τάξη και αγωνιστές πατέρες. Εκτός από τις πολύωρες ακολουθίες ήταν και τα κοπιαστικά διακονήματα και ο κανόνας στο κελλί. Έλεγε ο Γέροντας: «Για να βγάλεις μια Σαρακοστή στου Εσφιγμένου τότε, ήταν πραγματικός Γολγοθάς. Μόνο με ένα πιάτο νερόβραστο φαγητό το εικοσιτετράωρο. Ήταν το πιο αυστηρό Κοινόβιο. Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών όλοι οι πατέρες έμεναν σχεδόν όλη την ημέρα μέσα στην Εκκλησία».
Διηγήθηκε αργότερα: «Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, βοηθήθηκα πολύ από έναν πατέρα. Δεν μιλούσε καθόλου. Αισθανόταν την ανάγκη της συνομιλίας με τον Χριστό. Δεν του έκανε η καρδιά να μιλήσει με τους ανθρώπους. Μόνο που τον έβλεπες, έφθανε. Με βοήθησε πιο πολύ από τα Συναξάρια. Για κάποιο πταίσιμο δεν κοινωνούσε τρία χρόνια, ενώ το πταίσιμο δεν ήταν ούτε για κανόνα είκοσι ημερών. Ενώ δεν μιλάνε οι μοναχοί, όταν έχουν τέτοια κατάσταση, ακόμη και οι κοσμικοί που τους βλέπουν αλλοιώνονται. Αυτό είναι το κήρυγμα των μοναχών».
Στο Μοναστήρι μεταξύ των εναρέτων πατέρων ήταν και κάποιος άλλος ευλαβής αγωνιστής, τον οποίον εθαύμαζε. Ο Αρσένιος χωρίς φθόνο και ζήλεια προσευχόταν στον Θεό και παρακαλούσε, ο καλός αδελφός να μοιάσει τον Άγιο που φέρει το όνομά του και ο ίδιος να έρθει στην πνευματική κατάσταση αυτού του ενάρετου μοναχού. Έβλεπε τον εαυτό του κατώτερο από όλους.
Δοκιμή και διακονήματα
Ο νέος δόκιμος προχωρούσε με χαρά στους κόπους της κοινοβιακής ζωής. Στην αρχή τον τοποθέτησαν βοηθό στην τράπεζα και στο μαγκιπείο (φούρνο). Το ζύμωμα ήταν πολύ κουραστικό. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλη σκάφη αρκετή ποσότητα αλεύρου. Το χέρι έπρεπε να κατεβαίνει μέχρι κάτω, για να κόβει την ζύμη.
Αργότερα τον τοποθέτησαν στο ξυλουργείο, γιατί ήξερε την τέχνη του ξυλουργού. Όλη την ημέρα νηστικός πλάνιζε καστανιές με την μεγάλη χειροπλάνη. Ήταν για κάθε έργο επιτήδειος, ικανότατος και ταχύτατος. Ακόμη και τα σαμάρια των ζώων του Μοναστηριού τα έκανε «σαν έπιπλα».
Ο Αρσένιος από φιλότιμο ζήτησε ευλογία, όταν έχουν πολλούς επισκέπτες, να βοηθά και στο Αρχονταρίκι.
Ήταν επίσης υπεύθυνος για δυο παρεκκλήσια έξω από το Μοναστήρι. Κάθε ημέρα άναβε τα καντήλια, τα περιεποιείτο και φρόντιζε να γίνεται κάπου-κάπου θεία Λειτουργία.

Αγώνες αρχαρίου
Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες προσπαθούσε να τους μιμηθεί. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άυπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι' αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνει ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τα 'κανα με υπερηφάνεια. "Αν δεν μπορώ", έλεγα, "να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου"».
Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψει ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.
Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύει λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γέρο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα».
Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλει στα παρεκκλήσια.
«Με τηγάνισε η αγάπη των δικών μου»
Σαν να μην έφθανε η άσκηση και ο κόπος των διακονημάτων είχε και τον διάβολο που τον στενοχωρούσε με διαφόρους λογισμούς. Βρήκε το ευαίσθητο σημείο, την μεγάλη αγάπη προς τους συγγενείς του. Έλεγε αργότερα: «Στην αρχή με τηγάνισε ο διάβολος με την ενθύμηση των δικών μου. Πότε μου έφερνε την ενθύμηση της μητέρας μου, πότε των άλλων συγγενών. Άλλοτε μου τους έδειχνε στον ύπνο αρρώστους και άλλοτε πεθαμένους. Ο διακονητής με έβλεπε στενοχωρημένο και με ρωτούσε τι έχω. Πήγαινα και εξομολογούμουν στον Ηγούμενο και ειρήνευα. Είναι οδυνηρό στην αρχή να βγει ο μοναχός από την μικρή του οικογένεια και να μπει στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, του Θεού».
Δαιμονικές εμφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψει την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνομιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίσει και να τον εμποδίσει από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.
Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν, ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Να 'ρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Με βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχομαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνει ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενεί στεφάνια στον μοναχό».
«Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς;» τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός. «Βρε, πειρασμός! (διάβολος)· Καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;» απαντούσε. Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι' ανθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβει το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: “Εσύ στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε”, είπα: “Αρκεί η ρασοευχή”». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθεί με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.
Βλέπει τον Αμνό να σπαρταρά
«Βοηθούσα και στην Εκκλησία» διηγήθηκε ο Γέροντας, «ως εκκλησιαστικός στις αγρυπνίες. Μια φορά ήμουν μέσα στο Ιερό και παρακολουθούσα τον ιερέα που έκανε την προσκομιδή. Μου συνέβη τότε ένα γεγονός. Στο "θύεται ο Αμνός του Θεού", είδα τον Αμνό πάνω στο άγιο Δισκάριο να σπαρταρά σαν αρνί που το σφάζουν. Πού να τολμήσω άλλη φορά να πλησιάσω! Γι' αυτό, το μυστήριο αρχίζει από πριν και ας λένε μερικοί...» (ότι αρχίζει αργότερα).
Νηπτικός εργάτης
Από την περίοδο αυτή άρχισε να κρατά σημειώσεις από όσα διάβαζε. Ό,τι τον βοηθούσε στον αγώνα του, το αντέγραφε σε ένα τετράδιο και προσπαθούσε να το κάνει πράξη. Ο εσωτερικός του αφανής αγώνας ήταν: Λίγη πρακτική μελέτη στα ασκητικά συγγράμματα, πολλή προσοχή, αδιάλειπτη προσευχή και επίμονη προσπάθεια για την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της θείας χάριτος.
Αλλά και στην εργασία του, τόσο στο διακόνημά του, όσο και στις παγκοινιές, προσπαθούσε να μην διακόπτει την προσευχή. Εργαζόταν γρήγορα και σιωπηλά. Ο γερο-Γεράσιμος ο Κουτλουμουσιανός, παλαιός συγκοινοβιάτης του διηγήθηκε: «Εμείς όταν δουλεύαμε στις παγκοινιές, μιλούσαμε, γελούσαμε, αυτός τίποτε. Δούλευε απόμερα και απέφευγε την πολυλογία και την κατάκριση. Ήταν πολύ προσεκτικός καλόγηρος».
Κάποτε έστειλε το Μοναστήρι πατέρες μεταξύ των οποίων και τον π. Αβέρκιο έξω από τα σύνορα του Αγίου Όρους, για να φυτέψουν λεύκες σε ένα κτήμα. Πιο πέρα υπήρχε δρόμος και περνούσαν διάφοροι κοσμικοί. Ο π. Αβέρκιος επέβαλε στον λογισμό και στα μάτια του να μη δει κανέναν και πράγματι κατόρθωσε παρόμοιο άθλο με τον αββά Ισίδωρο της Σκήτεως, που πήγε στην Αλεξάνδρεια και δεν είδε κανέναν, παρά μόνο τον Πατριάρχη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά για να βλέπει μόνον καλά παραδείγματα προχωρημένων πατέρων και να ωφελείται.

Αιματηρή υπακοή
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, του 'χαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθει την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο από μια βδομάδα. Εγώ, με την χάρη του Θεού, έμεινα δυόμισι χρόνια. Τι τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά και όταν μου ‘λεγε να κάνω κάτι, το όποιο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε: "Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δυο λέξεις θα λες, "ευλόγησον" και "να ‘ναι ευλογημένο". Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα· αυτός ήταν και στην σύναξη και αν ήθελε, μπορούσε να ομολογήσει την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό). Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε: "Τι κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις".
Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυο μήνες στο νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: "Γρήγορα να 'ρθης κάτω, δεν έχεις τίποτε". Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε. Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθεί ο γέρο-Ι. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι' αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά: "Γιατί δεν ήρθες;".
Δεν έκανα κανένα λογισμό για τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μου 'χε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός. Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω την δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα "θ' αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες", κ.ά., αλλά αυτοί δεν έφευγαν. "Θα περιμένουμε", έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο».
Ο άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π. Αβέρκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ι., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλός Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώσει λίγο, του έδινε να τρώει καρύδια με μέλι. Εκεί ο π. Αβέρκιος στενοχωριόταν που ήταν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να βοηθήσει «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος τού είπε: «Εάν κάνεις κομποσχοίνι, αυτό αξίζει περισσότερο. Ο Θεός θα δώσει δύναμη στους πατέρες και θα στείλει και ευλογίες στο Μοναστήρι». Έτσι με φιλότιμο κοπίαζε προσευχόμενος για όλους τους αδελφούς.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχει ένα μπρίκι στο κελλί του να πίνει κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθει. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν. Αφού με δυσκολία εξοικονόμησε και έκανε μια-δυο φορές ζεστό στο κελλί του, υστέρα τον πείραξε ο λογισμός του. Πέταξε το μπρίκι, που ήταν ένα κονσερβοκούτι, από το παράθυρο στην θάλασσα και ανέθεσε την υγεία και ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.
Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνει ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθεί τελείως οι μπαταρίες (δηλ. εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μια νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνει από πάνω και να με περιλούζει ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρη. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθεί πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια, μέχρι που αργότερα στο Σινά έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».
Αναχώρηση για ησυχία
Όταν ο π. Αβέρκιος προσήλθε στο Μοναστήρι, παρακάλεσε τον Ηγούμενο να μείνει για ένα χρονικό διάστημα και έπειτα να του δώσει ευλογία για την ησυχία και αυτός το δέχθηκε. Ωφελήθηκε βέβαια πολύ από όλους τους πατέρες και έβαλε καλό θεμέλιο σε εκείνο το πολύαθλο κοινόβιο, αλλά και ο πόθος του για την ησυχαστική ζωή γινόταν εντονότερος. Όταν προσευχόταν, ο νους του ηρπάζετο σε θεωρία. Η καρδιά του ήταν πυρωμένη «τοις άνθραξι τοις ερημικοίς» και αισθανόταν το κάλεσμα της ερήμου.
Έλαβε ευλογία να αναχωρήσει από την Μονή για λόγους ησυχίας. Άφησε στο Μοναστήρι κόπους και διακονία, αίματα και ιδρώτες και εξήλθε με την ελπίδα στον Θεό και στην Παναγία, για να τον οδηγήσουν «εν γη ερήμω».
Πρώτα πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Πορταϊτίσσης στην Ιβήρων. Αλλοιώθηκε η μορφή της Παναγίας! Έγινε πολύ γλυκειά! Από αυτό πληροφορήθηκε ότι είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού η αναχώρησή του.

Ο όσιος γέρων Παΐσιος και οι εξωεκκλησιαστικοί παλαιοημερολογίτες
Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ (σελ. 691-696).
Ένα θέμα που απασχόλησε τον Γέροντα Παΐσιο, ήταν το θέμα του ημερολογίου. Πονούσε για το χωρισμό και προσευχόταν. Λυπόταν για τις παρατάξεις των παλαιοημερολογιτών που είναι ξεκομμένες σαν τα κλήματα από την Άμπελο, και δεν έχουν κοινωνία με τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικές τέτοιες ενορίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ενώθηκαν καθ' υπόδειξή του με την Εκκλησία, κρατώντας το παλαιό ημερολόγιο.
Έλεγε, λοιπόν ο Γέροντας: «Καλό ήταν να μην υπήρχε αυτή η εορτολογική διαφορά, αλλά δεν είναι θέμα πίστεως». Στις ενστάσεις ότι το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας, απαντούσε: «Το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας και το παλιό ειδωλολάτρης», εννοώντας τον Ιούλιο Καίσαρα. Για να φανεί καλύτερα η τοποθέτηση του Γέροντα στο θέμα του ημερολογίου, παρατίθεται στη συνέχεια μια σχετική μαρτυρία:
Ορθόδοξος Έλληνας με την οικογένειά του ζούσε χρόνια στην Αμερική. Είχε όμως σοβαρό πρόβλημα. Ο ίδιος ήταν ζηλωτής (παλαιοημερολογίτης), ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του ήταν με το νέο ημερολόγιο. «Δεν μπορούσαμε να γιορτάσουμε μια γιορτή σαν οικογένεια μαζί», έλεγε. «Αυτοί είχαν Χριστούγεννα, εγώ του Αγίου Σπυρίδωνος. Εγώ Χριστούγεννα, αυτοί του Αϊ-Γιαννιού. Και αυτό ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο ήταν το να ξέρεις, όπως μας δίδασκαν, ότι οι νεοημερολογίτες είναι αιρετικοί και θα κολασθούν. Μικρό πράγμα είναι να ακούς συνέχεια ότι η γυναίκα σου και τα παιδιά σου πρόδωσαν την πίστη τους, πήγαν με τον Πάπα, τα μυστήριά τους δεν έχουν χάρη, κ.ά.π. Ώρες συζητούσαμε με τη γυναίκα μου, αλλά άκρη δε βρίσκαμε. 

Για να πω την αλήθεια, κάτι δε μου άρεσε και στους παλαιοημερολογίτες. Ιδίως όταν έρχονταν κάποιοι δεσποτάδες και μας μιλούσαν. Δεν μιλούσαν με αγάπη και με πόνο για τους «πλανεμένους» (όπως τους θεωρούσαν) νεοημερολογίτες. Αλλά θαρρείς πως είχαν ένα μίσος και χαίρονταν, όταν έλεγαν ότι θα κολασθούν. Ήταν πολύ φανατικοί. Όταν τελείωνε η ομιλία τους, ένιωθα μέσα μου μια ταραχή. Έχανα την ειρήνη μου. Όμως, ούτε σκέψη να φύγω από την «παράδοσή μας». Πήγαινα να σκάσω. Σίγουρα θα πάθαινα κάτι από τη στενοχώρια. 

Σ' ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα, είπα τον προβληματισμό μου στον ξάδερφό μου Γιάννη. Εκείνος μου μίλησε για κάποιον γέροντα Παΐσιο. Αποφασίσαμε να πάμε στο Άγιον Όρος, για να τον συναντήσω. Φθάσαμε στην «Παναγούδα». Ο Γέροντας μάς κέρασε με γελαστό πρόσωπο και με έβαλε να καθήσω δίπλα του. Τα είχα χαμένα. Ένιωθα, όπως μου συμπεριφερόταν, σαν να με γνώριζε από καιρό, σα να ήξερε τα πάντα για μένα. «Πώς τα πας με τ' αυτοκίνητα εκεί στην Αμερική;» Ήταν η πρώτη κουβέντα του. Σάστισα. Ξέχασα να αναφέρω πως η δουλειά μου ήταν στους χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων και φυσικά όλο με αυτοκίνητα ασχολούμουν.
«Καλά τα πάω», ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω, κοιτώντας σαν χαμένος το Γέροντα. «Πόσες Εκκλησίες έχετε εκεί που μένεις»; «Τέσσερις», απάντησα και δεύτερο κύμα έκπληξης με κατέλαβε. «Με το παλιό ή με το νέο»; Ήρθε ο τρίτος κεραυνός, που όμως, αντί να μεγαλώσει τη σαστιμάρα μου, κάπως με εξοικείωσε, με ...προσγείωσε, θα έλεγα, με το χάρισμα του Γέροντα. «Δυο με το παλιό και δυο με το νέο», του αποκρίθηκα. «Εσύ πού πας»; «Εγώ με το παλιό και η γυναίκα μου με το νέο», απάντησα. «Κοίτα. Να πας κι εσύ εκεί που πηγαίνει και η γυναίκα σου», μου είπε με μια αυθεντικότητα, και ετοιμαζόταν να μου δώσει εξηγήσεις. Αλλά για μένα το θέμα είχε τελειώσει. Δεν χρειαζόμουν εξηγήσεις και επιχειρήματα. Κάτι το ανεξήγητο συνέβη μέσα μου, κάτι το θεϊκό. Ένα βάρος έφυγε και τινάχτηκε μακριά μου. Όλα τα επιχειρήματα και όλες οι απειλές και οι αφορισμοί για τους νεοημερολογίτες, που χρόνια άκουγα, εξανεμίστηκαν. Ένιωθα τη χάρη του Θεού, που μέσω του Αγίου του δρούσε επάνω μου και με πλημμύριζε με μια ειρήνη που χρόνια αναζητούσα. Η κατάσταση που ζούσα θα εκδηλώθηκε στο πρόσωπό του...
Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι αυτό μάλλον έκανε τον Γέροντα να σταματήσει για λίγο. Αλλά έπειτα συνέχισε με μερικές εξηγήσεις. Ίσως για να τις λέω σε άλλους. Ίσως και για να τις χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου σε καιρό πειρασμού, όταν θα περνούσε εκείνη η ουράνια κατάσταση.
«Και εμείς βέβαια εδώ στο Άγιον Όρος με το παλιό πάμε. Αλλά είναι άλλη περίπτωση. Είμαστε ενωμένοι με την Εκκλησία, με όλα τα Πατριαρχεία, και μ' αυτά που έχουν το νέο ημερολόγιο και μ' αυτά που έχουν το παλιό ημερολόγιο. Αναγνωρίζουμε τα μυστήριά τους και αυτοί τα δικά μας. Οι ιερείς τους συλλειτουργούν με τους ιερείς μας. Ενώ αυτοί οι καημένοι (δηλ. οι παλαιοημερολογίτες) ξεκόπηκαν. Οι περισσότεροι και ευλάβεια έχουν και ακρίβεια και αγωνιστικότητα και ζήλο Θεού. Μόνο που είναι αδιάκριτος, «ου κατ' επίγνωσιν». Άλλοι από απλότητα, άλλοι από αμάθεια, άλλοι από εγωισμό, παρασύρθηκαν. Θεώρησαν τις 13 μέρες θέμα δογματικό και όλους εμάς πλανεμένους και έφυγαν από την Εκκλησία. Δεν έχουν κοινωνία ούτε με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που πάνε με το νέο, αλλά ούτε και με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που πάνε με το παλιό, γιατί δήθεν μολύνθηκαν από την επικοινωνία με τους νεοημερολογίτες. Και όχι μόνον αυτό. Και αυτοί οι λίγοι που έμειναν, έγιναν, δεν ξέρω και εγώ, πόσα κομμάτια. Και όλο και κομματιάζονται και αλληλοαναθεματίζονται και αλληλοαφορίζονται και αλληλοκαθαιρούνται. Δεν ξέρεις πόσο έχω πονέσει και πόσο έχω προσευχηθεί γι' αυτό το θέμα. Χρειάζεται να τους αγαπάμε και να τους πονάμε και όχι να τους κατακρίνουμε, και πιο πολύ να προσευχόμαστε γι' αυτούς να τους φωτίσει ο Θεός, και αν τύχει καμιά φορά και μας ζητήσει κανείς με καλή διάθεση βοήθεια, να λέμε καμμιά κουβέντα».
Πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια από την κοίμηση του Γέροντα. Ο κ. Χ. ήλθε στην «Παναγούδα» να ευχαριστήσει τον Γέροντα, γιατί έκτοτε βρήκε την πνευματική, αλλά και την οικογενειακή του σωτηρία και με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε τα ανωτέρω.
Με την αγάπη, την προσευχή και την διάκρισή του, γνώριζε πότε να μιλά, πώς να ενεργεί και να βοηθά αθόρυβα τη μητέρα Εκκλησία, αποφεύγοντας τα άκρα και θεραπεύοντας πληγές που ταλαιπωρούν το σώμα της Εκκλησίας και σκανδαλίζουν τους πιστούς.

[Φωτογραφία του τότε μοναχού Παϊσίου στο μονοπάτι εμπρός από το εσφιγμενίτικο κονάκι των Καρυών]

[Φωτογραφία του ίδιου περίπου σημείου σήμερα]

[Φωτογραφία του μοναχού οσίου Παϊσίου μεταξύ του Καθηγουμένου Χριστοδούλου της Μονής Κουτλουμουσίου και του τότε γέροντα τού σιμωνοπετρίτικου κελλίου Ευαγγελισμού Καρυών και μετέπειτα Καθηγουμένου της Μονής Εσφιγμένου, μακαριστού αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου]

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος