Το Δεμίρ Ισσάρ στο περιοδικό Παρνασσός, 1878

Το Δεμίρ Ισσάρ στο περιοδικό Παρνασσός, 1878
Αθηνά : Ηρόδοτος, 1878

Tο περιοδικό Παρνασσός αναφέρει τα παρακάτω:

Υπομνηματικές Σημειώσεις 
περί Δεμίρ Ισσάρ

Τέσσερις ώρες βορειοδυτικά των Σερρών, και μία και μισή μακριά από την αριστερή στερεά όχθη του Στρυμόνα (από το σημείο Δερβέντ-Χάν, βορειοδυτικό κλείθρο της πεδιάδας των Σερρών) βρίσκεται η κωμόπολη Δεμίρ Ισσάρ. Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές μιας ομαλής χαράδρας, προς την πεδιάδα κάπως βαθύτερης και ευρείας, που σταδιακά υψώνεται και καταλήγει σε λόφους. Στα αριστερά του ανηφορίζοντα, οι λόφοι είναι ομαλοί και αμπελόφυτοι, εκτείνονται βορειοδυτικά μέχρι μια μικρή απόσταση από την κωμόπολη και συνεχίζονται βορειοδυτικά και βόρεια με το βουνό που κατεβαίνει από το Βορρά. Στα δεξιά όμως, είναι βραχώδεις και απότομοι, συνδεόμενοι άμεσα με το επικείμενο βουνό, του οποίου η σειρά από το βορειοδυτικό προς το βορειοανατολικό περιζώνει την πεδιάδα των Σερρών.

Την χαράδρα στα αριστερά, προς το βόρειο στόμιο αυτής, οριοθετεί ένας πετρώδης λόφος, εύκολα προσβάσιμος από παντού, που μόλις υψώνεται περίπου 50 πόδια πάνω από το βάθος της χαράδρας, από τον οποίο αρχίζει η σειρά των αμπελόφυτων βορειοδυτικών λόφων. Στα δεξιά, αρχικά βρίσκεται ένας μικρός, εντελώς πετρώδης όγκος, εκτεινόμενος κατά το βόρειο ήμισυ της χαράδρας, μόλις προεξέχων από το έδαφος προς την πόλη, ενώ από την αντίθετη πλευρά σχηματίζει ύψος από 30 έως 60 πόδια, κατερχόμενος σχεδόν κάθετα σε στενό βάραθρο. Έπειτα, ακολουθεί άλλος, επίσης πετρώδης όγκος, αλλά ψηλότερος, με ύψος 250-300 πόδια, του οποίου η κορυφή είναι επίπεδη και αποτελεί τη συνέχεια των ανατολικών λόφων που σχηματίζουν τους πρόποδες του χαμηλού βουνού που βρίσκεται από πάνω.

Ανάμεσα στον χαμηλότερο πετρώδη όγκο και αυτόν τον υψηλό, ο οποίος είναι σε πολλά σημεία σχεδόν απρόσιτος και σε άλλα εντελώς απροσπέλαστος, διέρχεται ένα μικρό ποτάμι (τσάι τουρκιστί), το οποίο διαιρεί την κωμόπολη σε δύο σχεδόν ίσα μέρη, έχοντας σχήμα ισοσκελούς τριγώνου (αυτή την όψη έχει κάποιος όταν την παρατηρεί από την κορυφή του αριστερού λόφου). Το ποτάμι ρέει από βορρά, πηγάζοντας πέντε ώρες μακριά από το Δεμίρ Ισσάρ, και περνάει μέσα από φαράγγια και λάκκους από τις πηγές του μέχρι το τέλος της χαράδρας του Δεμίρ Ισσάρ, βγαίνοντας μετά στην ανοιχτή πεδιάδα, την οποία ωφελεί με το πότισμα πολλών εκτάσεών της, αλλά μερικές φορές προκαλεί ζημιές κατά τις πλημμύρες του. Στη συνέχεια, εκβάλλει στον Στρυμόνα, νότια της Τζιουμαγιάς, στην οποία προσφέρει σχεδόν το μόνο πόσιμο νερό της. Ο λάκκος που διασχίζει το ποτάμι, μία ώρα βόρεια του Δεμίρ Ισσάρ, έχει σε όλο του το μήκος, και στις δύο πλευρές, ωραίους οπωρώνες και πολλούς συκομοριώνες.

Σε απόσταση 12 ωρών από το Δεμίρ Ισσάρ, το ποτάμι διακόπτεται από έναν γήινο όγκο, κάτω από τον οποίο περνά μέσα από μια υπόγεια δίοδο. Αυτός ο γήινος όγκος ονομάζεται στα τουρκικά «γέρ-κιοπρού», δηλαδή γήινη γέφυρα. Στο βόρειο στόμιο είναι κάπως πετρώδης και κατεβαίνει κάθετα σε ύψος περίπου 30 ποδιών, ενώ στο νότιο μέρος, όπου βρίσκεται η διέξοδος του ποταμιού, είναι κάπως κοίλος με πολλούς μικρούς σταλακτίτες, κατοικίες νυχτερίδων και περιστέρια. Αυτή η υπόγεια δίοδος μερικές φορές φράζεται από ξύλα και κορμούς δέντρων που συγκεντρώνονται στο πολύ στενό βόρειο στόμιο λόγω της ροής του νερού. Όταν αυτό συμβαίνει, το ποτάμι φουσκώνει επικίνδυνα από πάνω, αλλά στη συνέχεια απελευθερώνεται η πίεση, και το νερό εκχέεται με δύναμη, προκαλώντας ενίοτε επικίνδυνες πλημμύρες. Κατά μήκος της κοίτης του ποταμιού, εντός και λίγο έξω από την κωμόπολη, υπάρχουν πολλοί μύλοι και υδρόμυλοι.

Λίγα βήματα δεξιά από αυτή τη γήινη γέφυρα, κάτω από τη ρίζα ενός υψηλού, απότομου, βραχώδους λόφου, που ονομάζεται στα τουρκικά Εσκί Ισσάρ (παλαιόκαστρο), αναβλύζει από ανάμεσα σε πέτρες αρκετό νερό, το οποίο ποτέ δεν παγώνει, είναι σχετικά ζεστό σε σχέση με το ψυχρό ποτάμι που παγώνει τον χειμώνα, γλυκό στη γεύση και περιέχει μικρά ψάρια. Αυτό το νερό κινεί πέντε μύλους λίγα βήματα κάτω από την πηγή του, όπου χύνεται στο ποτάμι που ρέει λίγο πιο πέρα στην κοίτη. Αυτό το νερό και η περιοχή όπου πηγάζει ονομάζεται «ζεστό νερό».

Το δεξιό τμήμα της κωμόπολης βρίσκεται κάτω από τη ρίζα του λόφου Ισσάρ, δηλαδή νοτιοανατολικά του αριστερού, από τον οποίο χωρίζεται από το ποτάμι. Εκατέρωθεν του ποταμιού εκτείνονται ωραίοι κήποι λαχανικών, άφθονων φρούτων και συκομοριών, καλύπτοντας μια έκταση 3-4 στρεμμάτων και ένα μήκος μίας ώρας νοτιοδυτικά. Κάτω από τη ρίζα του λόφου Ισσάρ σχηματίζεται μικρή χαράδρα, την οποία διασχίζει ένας χείμαρρος, που ονομάζεται «Μαϊμούδα», και σε αυτόν υπάρχουν πολλοί κήποι που παράγουν ονομαστά ρόδια.

Η κωμόπολη, η οποία περιλαμβάνει περίπου 700 οικογένειες, κατοικείται από Έλληνες (μεταξύ αυτών και λίγοι Βούλγαροι που έχουν μετοικήσει από τα γύρω χωριά, είναι γεωργοί και κηπουροί και έχουν εξελληνιστεί κατά το ήμισυ), Τούρκους, Κιρκάσιους και Γύφτους. Οι Τούρκοι είναι οι πιο πολυάριθμοι, αριθμώντας περίπου 300 οικογένειες. Οι Έλληνες (συμπεριλαμβανομένων των εξελληνισμένων Βουλγάρων) ανέρχονται σε 200 οικογένειες, οι Κιρκάσιοι σε 50, και οι Γύφτοι (Χριστιανοί και Μωαμεθανοί) σε 150. Οι Τούρκοι και οι Γύφτοι είναι οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής, ενώ οι Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) εγκαταστάθηκαν πριν από 10 χρόνια. Οι Έλληνες, πριν από 40 χρόνια, ανέρχονταν μόλις σε 60 οικογένειες, ενώ πριν από 60 ή 70 χρόνια ήταν πολύ λίγοι, μόλις 5-10 οικογένειες. Οι Τούρκοι τότε ήταν πολύ περισσότεροι, τουλάχιστον διπλάσιοι από τον σημερινό αριθμό, αλλά υπέστησαν μεγάλες απώλειες. ήδη από την πανώλη, δηλαδή τη μεγάλη επιδημία που έπληξε την περιοχή, όπως ακούω από τους ηλικιωμένους, ξέσπασε το 1816 και διήρκεσε μέχρι το 1820 ή 1822. Επίσης, όταν ξαναχτύπησε το 1836, εξόντωσε περίπου 1.000 Τούρκους, ενώ μόλις 5 ή 6 Χριστιανούς. Τότε ολόκληρη η συνοικία των Μαύρων (Αράπηδων) εξοντώθηκε εντελώς. Οι γέροντες, κυρίως οι γιαγιάδες, λένε τότε ξεσηκώθηκαν τα άπιστα σκυλιά (οι Μωαμεθανοί). Οι Έλληνες αυξήθηκαν κυρίως μετά από αυτή την επιδημία του 1836, η οποία έφερε μεγάλη καταστροφή στους Τούρκους που δεν είχαν προφυλαχθεί. Η αύξηση αυτή προήλθε από αποίκους από το ελληνικότατο Μελένικο (8 ώρες βόρεια) ή από οικογένειες, αν και λίγες, ή από γυναίκες που παντρεύτηκαν τους Έλληνες του Δεμίρ Ισσάρ που είχαν συγκεντρωθεί από άλλα μέρη (και από βουλγαρικά χωριά) για εμπόριο και άλλες βιοποριστικές εργασίες.

Ο γυναικείος αυτός αποικισμός από το Μελένικο ήταν πολύ συνηθισμένος στο Δεμίρ Ισσάρ, όπως και σε άλλα χωριά και κωμοπόλεις κοντά στο Μελένικο. Και σήμερα ακόμα το Μελένικο φημίζεται για τις όμορφες γυναίκες του, οι οποίες συνεχίζουν να αναζητούνται από άλλα μέρη. Από αυτόν τον αποικισμό, μπορεί κανείς να πει ότι το Δεμίρ Ισσάρ στις αρχές αυτού του αιώνα ήταν σχεδόν αποκλειστικά τουρκικό. Λίγο αργότερα άρχισε να εμφανίζεται κάποια ελληνική ζωή, και μόλις πριν από 30 χρόνια ο ελληνισμός ενισχύθηκε αρκετά ώστε να αποτελέσει μια αυτόνομη ελληνική κοινότητα, η οποία σχεδόν εξ ολοκλήρου διαχωρίστηκε από τον τουρκικό οικισμό. Σήμερα, μπορεί να θεωρηθεί δίκαια ως κεντρικό σημείο του ελληνισμού σε αυτήν την περιοχή της Μακεδονίας.

Πριν από εκείνη την παλαιότερη τουρκική εποχή, μπορεί κανείς σχεδόν με βεβαιότητα να υποθέσει ότι η κωμόπολη αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είναι σήμερα, εκτεινόμενη και εκεί που σήμερα υπάρχουν αμπελώνες, και ήταν ελληνική. Πράγματι, λίγο πιο πέρα από τη βόρεια έξοδο της χαράδρας, σε μια μεγάλη έκταση, πριν από λίγα χρόνια μπορούσε κανείς να δει τα θεμέλια πολλών σπιτιών, σωρούς από θραύσματα κεραμιδιών, τα οποία όλα καθαρίστηκαν από την επιφάνεια του εδάφους και στη θέση τους φυτεύτηκαν αμπέλια. Μια καθαρή παράδοση λέει ότι «εκεί υπήρχε χριστιανική γειτονιά».

Στον ίδιο αυτό χώρο, που τώρα ονομάζεται στα τουρκικά «Λαγούμ-μπαΐρ», και πριν από πενήντα χρόνια, όπως λένε οι γέροντες, ήταν δασώδης, υψώνεται στην αριστερή όχθη του ποταμιού ένας λοφίσκος σε σχήμα τύμβου, ονομαζόμενος «Άγιος Ηλίας», όπου τώρα βρίσκεται το νεκροταφείο των Γύφτων, και λίγο πιο κάτω ένας μικρός ναός, τώρα ερειπωμένος, της Παναγίας, γύρω από τον οποίο ήταν το νεκροταφείο των Χριστιανών. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος τουρκικού νεκροταφείου, που βέβαια θα είχε σωθεί αν υπήρχε ποτέ, ούτε κάτι άλλο που να θυμίζει Τούρκους. Μόνο ο Άγιος Ηλίας, ένας ναός, προφανώς ελληνικός, βρίσκεται σε περίοπτη θέση, δηλαδή στην κορυφή του λοφίσκου. Για τον Βουλγαρισμό δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι, γιατί όλοι οι γύρω Βουλγαρόφωνοι είναι μόνο γεωργοί, χωρίς να έχουν κάποια πόλη ή κωμόπολη, και συνεπώς δεν είχαν λόγο να αναζητήσουν κάτι στο Δεμίρ Ισσάρ, όπου υπήρχαν μεγάλα σπίτια, όπως μαρτυρούν τα ερείπια.

Ο φιλέρευνος, εύλογα παρακινούμενος από αυτό, θα αναρωτηθεί τι ήταν η σημερινή κωμόπολη, η οποία βρίσκεται σε στρατηγική τοποθεσία, πριν από εκείνη την εποχή, αν και για τους περισσότερους, πριν την κατάκτηση από τους Τούρκους, ήταν ένα χωριό κατοικημένο, ίσως ακόμα και πόλη. Αυτό προκύπτει και από τα πολλά ερείπια παλαιού φρουρίου που διασώζονται. Από το σημερινό της όνομα δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει κάτι για την ελληνική της αρχαιότητα, καθώς αυτό είναι καθαρά τουρκικό: Δεμίρ Ισσάρ (Δεμίρ, όπως προφέρεται, σημαίνει σίδερο, και μισσάρ βράχο, δηλαδή ένα βουνό ή φρούριο, όταν αυτό βρίσκεται σε ακρόπολη ή βράχο), ίσως σημαίνει σιδερένιο κλειδί (δηλαδή έναν στρατηγικά σημαντικό βράχο). Δεν μου φαίνεται πιθανό να ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ποταμού που μεταφέρει άμμο με σίδηρο, τουλάχιστον όχι αρχικά. Πιο πιθανό είναι το όνομα να δόθηκε λόγω της ιδιότητας του συγκεκριμένου βράχου, που είναι από σίδηρο, δηλαδή δυσπρόσιτος. Σε αυτό ενισχύομαι από το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά χωριά με παρόμοια ονόματα στην τουρκική επικράτεια, όπως το ᾿Αβρὲς Ισσὰρ και το ᾿Αχ Ισσὰρ.

Δεν γνωρίζω κάποιο αρχαίο χωριό που να βρισκόταν στην ίδια θέση, αν και αυτό μου φαίνεται πολύ πιθανό, όχι μόνο επειδή στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας των Σερρών, κοντά στη Σίρει ή τις Σέρρες, θα έπρεπε να υπάρχει ένα χωριό σε τόσο στρατηγική τοποθεσία και εύφορο πεδίο, που να κατοικείται από Έλληνες, αφού μάλιστα πολύ βορειότερα, στο Πετριτσί, υπήρχε η Πέτρα, μια ελληνική πόλη. Αλλά και επειδή εντός της περιφέρειας του Δεμίρ Ισσάρ, κοντά στην όχθη του ποταμού, στα ερείπια που έχουν ήδη παρασυρθεί από τα ρεύματά του, βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια ένα καλά δουλεμένο άγαλμα γυναίκας, το οποίο ο Τούρκος που το βρήκε πούλησε στον Σλάβο απόστολο Στέφανο Βέρκοβιτς στις Σέρρες. Επιπλέον, βρέθηκε και μια επιγραφή που πρόσφατα βρέθηκε στη σημερινή Κιρκασιακή συνοικία, μια ελληνική επιτύμβια επιγραφή, η οποία λέει τα εξής:

ΣΕΛΗΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΩ ΤΩ ΙΔΙΩ ΑΝΔΡΙ ΚΑΙ ΤΟΡΚΟΣ ΚΑΙ ΕΙCIΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΩ ΔΙΟΝΥCIO ΤΥΩ ΠΑΤΡΙ ΕΑΥΤΩΝ ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ

Δίπλα από τον λίθο που φέρει την επιγραφή αυτή, βρέθηκε και μια μαρμάρινη πλάκα, πιθανώς κάλυμμα τάφου, με την επιγραφή:

ΣΙΜΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Από τα παραπάνω, κανείς δεν μπορεί να υποθέσει με βεβαιότητα την ύπαρξη κάποιου ελληνικού οικισμού. Σημειωτέον ότι σε άλλη περιοχή, 45 λεπτά βορειοδυτικά του Δεμίρ Ισσάρ, κοντά στο βουλγαρικό χωριό Πούλιοβο, βρέθηκε τυχαία επιτύμβια ελληνική (επί Ρωμαίων) επιγραφή, την οποία δεν έχω πρόχειρη να αντιγράψω. Η περιοχή αυτή, που σήμερα καλλιεργείται, ονομάζεται στα βουλγαρικά "Graditsa", που σημαίνει μικρός οικισμός.

Από τα διασωζόμενα στην ευρεία και επίπεδη κορυφή του βουνού Ισσάριου, που χωρίζει απότομα τη χαράδρα, ισχυρά και μακριά ερείπια φρουρίου, μπορεί κανείς με ασφάλεια να υποθέσει την ύπαρξη εκεί, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, κάποιου οικισμού ή τουλάχιστον φρουρίου. Στην κορυφή αυτή, εκτός από άλλα θεμέλια κατεστραμμένων τειχών και περιβόλων, υπάρχει και το ερείπιο ενός ισχυρού και ψηλού πύργου, σχεδόν στο πιο απότομο σημείο του βράχου. Σε ένα από τα τείχη του πύργου αυτού θυμάμαι ότι κάποτε είδα (και άλλοι το επιβεβαιώνουν) τα εξής τρία γράμματα, το ένα μετά το άλλο, σχηματισμένα με κόκκινα τούβλα: Μ.Π.Χ΄. Αυτά σώζονται και σήμερα.

Επίσης, στα δυτικά του βράχου, λίγο πιο πάνω από το έδαφος, πάνω από τους κήπους με τις ροδιές, υπάρχει μέσα στον βράχο ένας χριστιανικός ναός, λαξευμένος στον βράχο, στον οποίο ανεβαίνει κανείς μόνο με πρόσθετη σκάλα. Η είσοδος του ναού είναι μικρή και στα δύο πλάγια της εισόδου σώζονται, αν και φθαρμένες από το χρόνο και τις πέτρες, εικόνες αγίων, οι οποίες σώζονται και στο εσωτερικό του, μέσα στο θολωτό σχήμα που έχει λαξευτεί στον βράχο, αν και αρκετά φθαρμένες. Ο ναός αυτός, απλός στο σχέδιο, καθώς αποτελείται μόνο από ένα μικρό κοίλωμα, είναι βεβαίως Βυζαντινής εποχής και μπορεί να μαρτυρήσει επίσης την ύπαρξη χριστιανικού οικισμού κάτω από τον βράχο, αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό.

Εκτός από αυτά τα ερείπια, εκτός από τα παρηγορητικά λείψανα της αρχαιότητάς του και τις αναμνήσεις που γεννιούνται από αυτά, το Δεμίρ Ισσάρ σήμερα δεν φέρει τίποτα άλλο από εκείνη την εποχή. Είναι, όπως προείπα, μια εντελώς νέα πόλη, η οποία όμως στη νέα της ύπαρξη δεν φαίνεται να στερείται κάποιας σημασίας. Σήμερα περιλαμβάνει μια ελληνική κοινότητα (η οποία τώρα εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα εξελληνισμού της), η οποία, αν και μικρή, πάντοτε δείχνει ενεργητικότητα και ζήλο για την ανάπτυξη και την ελληνική μόρφωση των μελών της. Αυτή η ιδιαιτερότητά της την κάνει ελπιδοφόρα για το μέλλον της. Όντας διοικητικό κέντρο (καϊμακαμλίκι) μιας ευρείας περιοχής, χρησιμεύει και ως αποθήκη εμπορική και βιομηχανική, και ως αγορά της περιοχής, αν και σε αυτό το θέμα υπολείπεται σημαντικά άλλου κέντρου στην ίδια περιοχή, της Τζιουμαγιάς. Για αυτούς τους δύο λόγους, η σημασία του τόπου αυτού αναδεικνύεται λόγω της ιδιαίτερης αξίας του, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι αποτελεί ένα από τα δύο κέντρα, μαζί με την Τζιουμαγιά, που βρίσκονται στο βορειότερο άκρο της πλούσιας και εκτεταμένης πεδιάδας των Σερρών. Το μέρος αυτό ίσως ήταν ένα από τα τελευταία οχυρά, αν όχι το τελευταίο, της αναμφισβήτητης ελληνικής κυριαρχίας σε αυτήν τη μεγάλη εμπορική και γόνιμη περιοχή του Στρυμόνα. Γι' αυτόν τον λόγο, όχι μόνο δεν πρέπει να περιφρονηθεί, αλλά αντιθέτως να τύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερης προσοχής. Αυτή η προσοχή, όπως είναι κατανοητό, πρέπει να προσαρμοστεί βάσει της εκτίμησης και γνώσης της φύσης και κατάστασης των κατοίκων, της φύσης του τόπου, καθώς και των δυνατοτήτων και αναγκών που προκύπτουν. Ας αναφερθούν λοιπόν μερικά σχετικά στοιχεία.

Από τους κατοίκους της κωμόπολης, οι Τούρκοι, όπως όλοι οι ομοεθνείς τους, είναι δεσποτικοί, υπερήφανοι, με μεγάλο μίσος προς τους χριστιανούς, εντελώς αμόρφωτοι και αγράμματοι, εκτός από λίγους γραμματείς στο διοικητήριο και τους μορφωμένους μολάδες (ιεροδιδασκάλους), οι οποίοι είναι αρκετοί. Είναι ακόμα βάρβαροι και άγριοι, χωρίς καν την παραμικρή ευπρέπεια στους τρόπους τους, την οποία μπορεί κανείς να βρει στους Τούρκους των πόλεων. Ακόμα και εκείνοι, όμως, καλύπτουν κάπως το βαθιά ριζωμένο βάρβαρο και μισοχριστιανικό ήθος τους, το οποίο είναι αδύνατο να εξαλειφθεί από οποιονδήποτε Τούρκο, ανεξαρτήτως τάξης ή επιπέδου ανάπτυξης. Οι Τούρκοι κατοικούν κυρίως στον λεγόμενο Κάτω Μαχαλά (στη δεξιά πλευρά) της κωμόπολης, που εκτείνεται νότια προς την ομαλή πεδιάδα και τους πρώτους λαμπρούς κήπους της, και βορειοανατολικά κάτω από τη μεσημβρινή ρίζα του Ισσαρίου, μέσα σε ένα λάκκο, όπου βρίσκονται οι ονομαστοί κήποι με τις ροδιές. Ολόκληρη αυτή η συνοικία, που αναπτύσσεται κυρίως έξω από τη χαράδρα, έχει πολύ καθαρότερο και πιο δροσερό αέρα που πνέει ελεύθερα, καθώς και άφθονα και καλύτερα νερά σε σχέση με τη χριστιανική συνοικία. Ένα υδραγωγείο, που φέρνει νερό από απόσταση τεσσάρων ωρών, αρχικά μέσω καναλιού και στη συνέχεια μέσω πήλινων σωλήνων (κιούγκα στα τουρκικά), φέρεται πως κατασκευάστηκε από έναν σουλτάνο Μουράτ (αν και δεν είναι γνωστός ποιος Μουράτ) κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι πριν από το Τανζιμάτιο (πριν από 37 χρόνια), ένας φόρος 3-4 χιλιάδων γροσίων από κάποιο χωριό της επαρχίας Δεμέρ Ισσάρ, Λέσσηνιτσα, ήταν καθορισμένος για τη συντήρηση αυτού του υδραγωγείου.

Κάποιες τουρκικές οικογένειες, περίπου 25 στον αριθμό, ζουν και στην ελληνική συνοικία, η οποία, όπως και σε όλες τις τουρκικές πόλεις, ονομάζεται "αβαρόσιο" (η πόλη). Αυτές οι οικογένειες κατοικούν στο νότιο άκρο της ελληνικής συνοικίας, εν μέρει αναμεμειγμένες με τους χριστιανούς. Οι Τούρκοι έχουν πέντε τζαμιά, εκ των οποίων το ένα βρίσκεται ανάμεσα στις τουρκικές οικίες της ελληνικής συνοικίας, και αυτά έχουν μιναρέδες, μιναρές δε, αν και ερειπωμένος, διασώζεται σε έναν μικρό ακάλυπτο χώρο μέσα στην ελληνική συνοικία, αποτελώντας υπόλειμμα μιας προηγούμενης παρουσίας Τούρκων στην περιοχή, χωρίς όμως να χρησιμεύει πλέον ως τόπος λατρείας. Ένα ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι αντί του τουρκικού αστεριού και της ημισελήνου, βλέπει κανείς στην κορυφή του μιναρέ που βρίσκεται στο άκρο της ελληνικής συνοικίας έναν μικρό σταυρό ανάμεσα στα κέρατα της ημισελήνου, προς τον οποίο οι Τούρκοι, για κάποιο άγνωστο λόγο, προσποιούνται ότι δεν δίνουν σημασία.

Οι Τούρκοι έχουν επίσης δύο αναβρυτήρια (συντριβάνια), και πέντε Μεδρεσέδες (ιερατικά σχολεία) με 30-40 μαθητές (σοφτάδες), που παλαιότερα έφταναν τους 150. Αυτοί οι μαθητές λαμβάνουν από την κυβέρνηση ένα πολύ μικρό σιτηρέσιο, μία οκά ψωμιού την ημέρα. Τα έσοδα των Μεδρεσέδων όμως τα καρπώνονται οι δάσκαλοί τους (οι χοτζάδες). Υπάρχουν δύο σχολεία για τα παιδιά των Τούρκων, όπου διδάσκουν χοτζάδες αγράμματοι και αμαθείς, μόνο ανάγνωση από το ίδιο αλφαβητάριο για χρόνια, χωρίς να διδάσκουν γραφή, που είναι γνωστό ότι είναι πολύ δύσκολη για τους Τούρκους. Τα κορίτσια αρχικά φοιτούν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του χότζα (μεχτέπι), αλλά στη συνέχεια διαχωρίζονται και διδάσκονται λίγη ανάγνωση από μια δασκάλα, η οποία τις βοηθά κυρίως να αποστηθίσουν τη μουσουλμανική προσευχή, χωρίς όμως να την κατανοούν.

Οι Τούρκοι αυτής της περιοχής είναι είτε γεωργοί, απλοί εργάτες, μικροέμποροι, ή κτηματίες, κατέχοντας τους περισσότερους οπωρώνες, τους οποίους φροντίζουν μόνοι τους, καθώς και τους περισσότερους μύλους, που όλοι τους ενοικιάζουν. Υπάρχουν και εύποροι μπέηδες που ζουν από τα έσοδα των κτημάτων τους, και τέλος βυρσοδέψες (ταμπάκηδες), που αποτελούν μια μεγάλη και πλούσια συντεχνία, η οποία περιλαμβάνει και τους πιο άγριους Τούρκους. Η βυρσοδεψία τους είναι πολύ επικερδής, καθώς τα προϊόντα της καταναλώνονται μέχρι την Άνω Τζιουμαγιά (Βουλγαρία), το Ιστίπιο, τη Στρουμνίτσα και το Ραντοβίτσι, και ασκείται μόνο από Τούρκους με επιμέλεια.

Τα εργαστήρια τους βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο της κωμόπολης, κοντά στη στερεή πέτρινη γέφυρα, που ενώνει τις δύο συνοικίες. Από εκεί, κατεβαίνει κανείς από την ελληνική συνοικία αμέσως στην κεντρική αγορά της κωμόπολης, όπου βρίσκονται όλα τα εργαστήρια Τούρκων και Χριστιανών, τελείως χωρισμένα από τα σπίτια. Την τέχνη τους αυτή δεν τη διδάσκουν σε κανέναν χριστιανό, αλλά και ποιος θα τολμούσε να πλησιάσει; Λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει ο ποταμός, αυτή η τέχνη θα μπορούσε να είναι πηγή πλούτου και ευημερίας για την ελληνική κοινότητα, αν αναπτυσσόταν κάποιο είδος ανταγωνισμού από Έλληνες. Δυστυχώς όμως, το πνεύμα του ανταγωνισμού και της άμιλλας δεν ήταν δυνατό να κυριαρχήσει μέχρι τώρα στον λαό μας, που στερείται ελεύθερης ενέργειας και, λόγω της αμάθειας, αδυνατεί να καινοτομήσει σημαντικά όσοι πρέπει να δώσουν προσοχή και να κατευθύνουν την κίνηση πρέπει να είναι άλλοι, γενναιότεροι και τολμηρότεροι, που έχουν ασκήσει τα φρονήματα και το πνεύμα τους με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα. Αυτοί θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως οδηγοί για τον λαό. Αν και τέτοιες προσωπικότητες είναι σπάνιες, το ζήτημα δεν πρέπει να παύσει να υφίσταται, γιατί το αναγεννητικό πνεύμα της μόρφωσής μας πρέπει να διαχυθεί με όλα τα ζωογόνα στοιχεία του για να προχωρήσει η κοινωνία μας σε σημαντική πρόοδο. Αλλά γι' αυτά θα ειπωθούν λίγες λέξεις παρακάτω.

Οι κάτοικοι της κωμόπολης πρέπει να υποθέσουν ότι με την αριθμητική τους υπεροχή και τους τυραννικούς τρόπους τους, επηρεάζουν αρκετά την ελληνική κοινότητα, εμποδίζοντας την ελεύθερη ανάπτυξή της στον εθνικό φροντισμό του λαού, ο οποίος, αναγκασμένος να δείχνει πάντα σημάδια δουλικής υποταγής στους δυνάστες του, και αναγκαζόμενος να κρύβει επιμελώς ακόμα και την ελάχιστη εκδήλωση ελευθερίας που έχει, λησμονεί εν μέρει τη δική του φύση και προσαρμόζεται βαθμιαία, χωρίς βεβαίως να το θέλει ή να το κατανοεί, στον άχρηστο τύραννό του. Σημειώνεται ότι ο τουρκισμός της κωμόπολης δημιουργεί κάποια εμπόδια στην οργανική ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά την υλική πρόοδο της (όπως την εννοώ στις γραπτές μου), και επηρεάζει κάπως αρνητικά την καθαρότητα των ελληνικών τρόπων της. Οι κουρείς και οι πεταλωτές των αλόγων είναι επίσης αποκλειστικά Τούρκοι.

Μετά τους Τούρκους, οι Κιρκάσιοι ή Τσερκέζοι, που έχουν παρόμοια ήθη και θρησκεία, πρέπει να αναφερθούν. Η τουρκική κυβέρνηση, πριν από δώδεκα χρόνια, δέχτηκε πολλούς από αυτούς στο κράτος της, αφού είχαν εκδιωχθεί από τη ρωσική επικράτεια, και τους διέθεσε σε διάφορες επαρχίες με την υποχρέωση να εγκαταστήσουν τους νέους κατοίκους της άτυχης αυτής χώρας, οι Μουσουλμάνοι. Στο Δεμίρ Ισσάρ ήρθαν περίπου 500, οι οποίοι μετά από λίγες ημέρες διαμοιράστηκαν στις γύρω κώμες, παίρνοντας δωρεάν κατοικίες και γη για καλλιέργεια. Οι περισσότεροι τότε πέθαναν από ασθένειες, αλλά αργότερα η κυβέρνηση, επιβάλλοντας νέο φόρο για το σκοπό αυτό, τους έχτισε σπίτια στο Δεμίρ Ισσάρ, στο κάτω μέρος του αριστερού λόφου της χαράδρας, και εκεί εγκαταστάθηκαν γύρω στις 50 οικογένειες. Είναι φιλόπονοι και δραστήριοι, εντελώς διαφορετικοί από τους Τούρκους, ασχολούνται όλοι με τη γεωργία, καλλιεργώντας τις καλύτερες γαίες γύρω από την κωμόπολη, που πριν προορίζονταν για βοσκή ζώων στις κώμες, τις οποίες η τουρκική κυβέρνηση τους έδωσε. Σχεδόν όλοι είναι ευκατάστατοι, έχουν πλουτίσει από τη γεωργία και τις κλοπές, που ως τέχνη συνήθως επιδίδονται με μεγάλη τόλμη και ελευθερία, διότι οι ραγιάδες μπορούν να δικαστούν δίκαια αν είναι Μουσουλμάνοι; Οι άνδρες είναι εύσωμοι, σχεδόν πάντα φορούν σιδερένια ρούχα, είναι έμπειροι ιππείς. Οι γυναίκες τους, που τώρα μόνο από τις Τουρκάλες έχουν μάθει να κρύβουν τα πρόσωπά τους κάτω από το φερετζέ και το γιασμακί, είναι όμορφες, λευκές, με μεγάλα μάτια και επιμελούνται με δεξιοτεχνία και φιλοπονία τη δουλειά στο σπίτι, δηλαδή την υφαντική, τη ραπτική και την σανδαλοποιία. Τα ελαφριά σανδάλια των ανδρών τους κατασκευάζονται μόνο από αυτές, που αγοράζουν μόνο την υπόλοιπη δουλειά.

Οι άνδρες είναι επίσης οπλοποιοί και αμαξοποιοί, και οι άμαξες που κατασκευάζουν είναι πολύ καλύτερα φτιαγμένες από τις των Βουλγάρων χωρικών. Όλοι είναι αγράμματοι, μόνο από την πρόσφατη στενή ανάμειξη με τους Τούρκους έχουν μάθει να εκτελούν τα καθήκοντα του Μουσουλμάνου. Τα παιδιά τους, όμως, έχουν αρχίσει να πηγαίνουν στα τουρκικά σχολεία. Μιλούν τη γλώσσα των Κιρκάσιων, ενώ οι άνδρες μόνο μαθαίνουν να μιλούν και τουρκικά, αλλά όχι καθαρά, πολύ χειρότερα από όσο συνήθως οι Ευρωπαίοι μαθαίνουν τη δική τους γλώσσα. Λόγω της ισότητας που έχουν με τους Τούρκους, της βαρβαρότητάς τους και της κλοπής, την οποία μικροί και μεγάλοι ασκούν ελεύθερα, οι νεαροί κάτοικοι της κωμόπολης είναι ιδιαίτερα ενοχλητικοί και για τους Έλληνες κατοίκους της αλλά και για τους Βουλγάρους των γύρω χωριών.

Οι Τσιγγάνοι ή Γύφτοι που συναντώνται σε πολλές περιοχές της Τουρκίας βρίσκονται και στο Δεμίρ Ισσάρ. Εδώ οι μεν είναι Μωαμεθανοί, όταν οι Γύφτοι έχουν θρησκεία, οι δε Χριστιανοί. Οι πρώτοι κατοικούν αναμεμιγμένοι με τους Τούρκους, εξυπηρετώντας τους είτε ασχολούμενοι με σιδηρουργία είτε δουλεύοντας στα τσιφλίκια ως αλωνιστές κ.λπ., είτε ως χαλάτσηδες. Οι δεύτεροι κατοικούν λίγο πιο πάνω από τη συνοικία των Ελλήνων, αποτελώντας μια εντελώς ξεχωριστή συνοικία, σχεδόν όλοι τους μυλωθροί ή σιδηρουργοί. Οι πρώτοι έχουν μιμηθεί αρκετά τα ήθη των Τούρκων, αλλά οι γυναίκες τους δεν κρύβονται. Ενώ δεν τους μιμούνται, είναι όπως οι γνήσιοι Γύφτοι, όμοιοι με τους Χριστιανούς ομοεθνείς τους, αλλά οι γυναίκες τους σχεδόν πάντα είναι άσεμνα διεφθαρμένες. Στη μορφή δεν είναι άσχημοι, αλλά είναι μελαχροινοί, άνδρες και γυναίκες. Μιλούν κυρίως τη γλώσσα των Γύφτων (που λέγονται "Γιούφτοι", κάτι σαν το γαλλικό "Gypses"). Σημειώνονται εδώ μερικές λέξεις της: μαρό ψωμί, μασγιὸ ψάρι, πανί νερό, μόλ κρασί, τατὸ ζεστό, σιντρό κρύο, μπακογιό κολλούρα, ναναι ὄχι, ἀκατκάσε ἐδῶ, σόσκε τί κάνεις; έλα καρὶ ἡ έλα κανά ἔλα ἐδώ, σκομπορλιὰν τόσους παράδες, ἀτζιπ πάντς παρὰ ἀπὸ πέντε παράδες, vásche σήκου, νακαμό δὲν θέλω, γαν τελάρα γαϊδούρα, πὲρ περιπάτει, ναναι ὀβολὸς δὲν ἔχω παρᾶν (οὐδ᾽ ὀβαλόν), πικάστης ἥμιου, ἀσὲ κοράσιον, μπαλό χοίρος, τσοκάὶ σκύλος, λαγγό χωλός.

Αριθμούν έτσι: 1 - ἐν, 2 - ντοὺς, 3 - τοὶν, 4 - στὰρ, 5 - πάντς, 6 - chèφ, 7 - ἐφτὰ, 8 - ὀχτώ, 9 - ἐν τὰ, 10 - dische, 20 - bische. Οι Έλληνες τους λένε Γύφτους, οι Τούρκοι Τσεγγενέ (δεν μοιάζει με το ινδικό Tsandala). Οι Έλληνες λένε τους ομοεθνείς τους που ασχολούνται με τη γανωτική σκηνίδα Τσιγγατάριδες, ενώ οι Βούλγαροι τους λένε guptin'. Οι Τούρκοι, όμως, τους αποκαλούν και Kuptis, Kuptian (το ίδιο με το Κόπτης, Γύφτος).

Αλλά αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι αποκαλούν τον εαυτό τους Ρώμ! Είναι δειλοί, δειλότατοι, ταπεινοί δούλοι και πολύ υποκλινόμενοι (λέμε «φοβάται σαν το Γύφτο»). Τρέμουν και οδύρονται και αν χάσουν κάτι ή δεν μπορούν να το πάρουν (λέμε αυτός είναι Γύφτος, με υπερβολική φειδώ). Δεν είναι δόλιοι, είναι πολύ περισσότερο επιμελείς και ευχάριστοι από τους Βουλγάρους, ήμεροι και ευάγωγοι. Οι Χριστιανοί από αυτούς συχνά πηγαίνουν στην εκκλησία, οι Τουρκόγυφτοι δεν πάνε στο τζαμί. Εκτελούν τα τυπικά καθήκοντα του Χριστιανού. Οι γυναίκες τους με ευλάβεια και φόβο τηρούν τις τρεις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ζουν οικογενειακή ζωή, με την οποία αποδεικνύονται χρηστοί.

Μέχρι τώρα γράμματα δεν έμαθαν ποτέ. Από κάποιον όμως άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό δημοτικό σχολείο. Σχετίζονται πολύ με τους Έλληνες, αλλά στέλνουν τα κορίτσια τους ως υπηρέτριες και στα τουρκικά χαρέμια. Θεωρούνται εντελώς ως τα πιο ακάθαρτα μέλη της κοινωνίας, χωρίς όμως να μισούνται. Κανείς δεν υπάρχει που να ενδιαφέρεται για την βελτίωση της κατάστασής τους. Είναι εντελώς αβλαβείς και ζουν ειρηνικά με όλους.

Το κύριο μέρος του οικισμού του Δεμίρ Ισσάρ, το οποίο διανοητικά υπερτερεί του πληθυσμιακά κυρίαρχου τουρκικού και αποτελεί το πιο ενεργητικό και ζωτικό κομμάτι της κοινωνίας, είναι το Ελληνικό. Όπως παντού το ελληνικό στοιχείο, και σε αυτή την κωμόπολη διακρίνεται ουσιαστικά από τα άλλα σε όλες τις σχέσεις της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής, βαθμιαία απομακρυνόμενο από τον περιβάλλοντα βαρβαρισμό με την προσπάθεια για το καλό και τη γενναιότητα, με στόχο να φτάσει σε μια καλύτερη πνευματική κατάσταση. Αυτή η φιλοτιμία παρατηρείται ιδιαίτερα ενδόμυχα σε όλη τη γενιά των Ελλήνων, από την οποία και την κληρονόμησαν. Διότι, όπως είπαμε, οι Δεμίρ Ισσαρηνοί Έλληνες προέρχονται σχεδόν όλοι από τους πιο ελληνικούς Μελενίκους, των οποίων η ευφυΐα, η λεπτότητα στους τρόπους, η ζωντάνια και ενεργητικότητα, η φιλομάθεια και η φιλοτιμία είναι γνωστά. Ο Μελενίκος ήταν άλλοτε το μόνο ελληνικό και σημαντικό κέντρο της κοιλάδας του Στρυμόνα, οι Σέρρες τότε ήταν άσημες, ενώ οι Μελενίκιοι, των οποίων η καθαρότητα του ελληνισμού είναι προφανής, διακρίνονταν ως ευαίσθητοι και προοδευτικοί. ευπαίδευτοι, καλά ανατρεφόμενοι, μεγάλοι έμποροι, φιλομαθείς και φιλότιμοι. Οι γυναίκες των Μελενίκιων, που είναι οι μητέρες των σημερινών Δεμίρ Ισσαρηνών Ελλήνων, πάντα διακρίνονται για την ομορφιά τους, την ελληνική φυσιογνωμία τους, τη λαλιά τους, την οξύνοιά τους, τους ιδιαίτερα περιποιητικούς τρόπους τους και το φιλότεχνο και φιλεργατικό πνεύμα τους, το οποίο δημιουργεί μια όμορφη και αξιόλογη αρμονία με την πνευματική τους ευρυμάθεια. Στους Δεμίρ Ισσαρηνούς δεν μπορεί βέβαια κανείς να δει πλήρη ομοιότητα με τους Μελενίκιους, γιατί η φύση του τόπου είναι τελείως διαφορετική, όπως και η επιμειξία, και οι ασχολίες τους είναι σε πολλά σημεία διαφορετικές.

Η ελληνική γλώσσα στο Δεμίρ Ισσάρ έχει κάποιες ομοιότητες με την προφορά των Μελενίκιων, η οποία είναι πιο μαλακή, και αγαπά ιδιαίτερα τα υποκοριστικά με κατάληξη "-πουλο" (π.χ. ξυλόπουλο, ψωμόπουλο, γατόπουλο, αμπελόπουλο· το "μπ" προφέρεται ως μόνο "μ", χωρίς να ακούγεται το "γι"). Διαφέρει, ωστόσο, από τη Σερραϊκή διάλεκτο, με την οποία μοιράζεται πολλές τουρκικές λέξεις λόγω της συχνής επιμειξίας με τους Τούρκους, αν και δεν έχει τη χαρακτηριστική προφορά του "σ" ως "sch" όπως στη Σερραϊκή.

Είναι περίεργο ότι στη διάλεκτο των Μελενίκιων χρησιμοποιούνται λίγες βουλγαρικές λέξεις, και ακόμα λιγότερες στο Δεμίρ Ισσάρ. Αυτές οι λέξεις αφαιρούνται αμέσως και στις δύο κωμοπόλεις όταν η ομιλία γίνεται πιο καθαρή, και φαίνεται ότι προστέθηκαν μόνο λόγω της συχνής εμπορικής συναναστροφής με τους Βούλγαρους, όχι από επιμειξία με το βουλγαρικό έθνος. Έτσι, ο ξυλοκόπος στο Μελένικο, που είναι πάντα Βούλγαρος χωρικός, δεν είναι παράξενο αν ονομάζεται με το βουλγαρικό όνομα "δαρβάρης", και το σκάψιμο των αμπελώνων "πράschισμα", γιατί κυρίως Βούλγαροι είναι αυτοί που εργάζονται σε αυτό.

Γενικά, όμως, στο Δεμίρ Ισσάρ σπάνια χρησιμοποιούνται βουλγαρικές λέξεις, αν και συχνά ακούγονται τουρκικές λέξεις και ολόκληρες φράσεις, όπως το χαρακτηριστικό "εζάνουμ-ψυχή μου!" (αυτό και στο Μελένικο και στις Σέρρες). Παρ' όλα αυτά, η γλώσσα είναι καθαρά ελληνική, η οποία μάλιστα σταδιακά καθαρίζεται, καθώς τα γράμματα γίνονται κτήμα περισσότερων ανθρώπων. Στα παιδιά παρατηρείται κάποια φιλοτιμία σε αυτό, αφού το τρυφερό "μάνα!" αντικαταστάθηκε από το πιο κοινό "μητέρα", μόνο και μόνο επειδή θεωρήθηκε ευγενές ελληνικό, ενώ το άλλο θεωρήθηκε χυδαίο.

Όσον αφορά τη γλωσσική ομοιότητα, οι Δεμίρ Ισσαρηνοί δεν διαφέρουν πολύ από τους Μελενίκιους και στα υπόλοιπα. Είναι ζωηροί, όπως εκείνοι· ευφυείς, ενεργητικοί, χωρίς όμως να συμμετέχουν καθόλου στην πανουργία που είναι αρκετά συνηθισμένη στους Μελενίκιους, που τους έκανε τέτοιους η λιτότητα των πόρων τους λόγω της ξηρής και φτωχής γης τους και η αφέλεια των Βουλγάρων, με τους οποίους κάνουν τις συναλλαγές τους. Είναι πιο αξιοπρεπείς από εκείνους, επειδή...

Οι ασχολίες τους γίνονται σε μεγαλύτερο κύκλο λόγω της συχνής επαφής τους με τις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη. Η γη τους είναι πλούσια και μεγαλοπρεπής, ωστόσο είναι λιγότερο λεπτοί στους τρόπους και λιγότερο οξύνους. Λείπει, λόγω της διαφοράς του κλίματος, το τόσο ανθισμένο πρόσωπο που είναι χαρακτηριστικό των Μελενίκιων. Οι γυναίκες, όμως, διατηρούν πάντα τα χαρακτηριστικά τους, ιδιαίτερα τη φιλοτεχνία και τη φιλεργία, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλουν το μετριόφρον και περιορισμένο πνεύμα που φαίνεται συνήθως στους Μελενίκιους με τα μικρούτσικα και καλούτσικα και τα "ψωμόπουλο" και "φαγόπουλο". Είναι ακούραστες οικοδέσποινες, στοργικές μητέρες, χρηστές σύζυγοι, αν και αμαθείς και με πολύ περιορισμένο κύκλο γνώσεων· θεοσεβείς, αλλά όχι πολύ δεισιδαίμονες.

Οι άνδρες ασχολούνται με ποικίλες εργασίες· είναι μικροέμποροι, πραγματευτές, μεταπράτες, κτηματίες, κηπουροί και λίγοι γεωργοί (οι τελευταίοι είναι κυρίως οι Βούλγαροι κάτοικοι που ζουν στα άκρα της τουρκικής συνοικίας του κάτω μαχαλά). Είναι τραπεζίτες, οι οποίοι έχουν πάντα καλό κέρδος, αφού οι φόροι ολόκληρης της επαρχίας εισπράττονται στο κυβερνητικό ταμείο του Δεμίρ Ισσάρ, αφού πρώτα τα διάφορα νομίσματα που συγκεντρώνονται από τους εισπράκτορες ανταλλάσσονται στο πιο συμφέρον γι' αυτούς νόμισμα από τους τραπεζίτες. Υπάρχουν διάφοροι τεχνίτες, όπως παπουτσήδες και ράφτες, οι οποίοι όμως είναι λίγοι και πολύ φτωχοί, γιατί οι πρώτοι ξέρουν να φτιάχνουν μόνο μερικά άθλια παπούτσια, που η νεολαία πια δεν φοράει, και δεν ήταν ποτέ δυνατόν να σκεφτούν να βελτιώσουν την τέχνη τους. Οι δεύτεροι, γιατί τα γυναικεία φορέματα οι γυναίκες έμαθαν πια να τα κόβουν και να τα ράβουν μόνες τους, ενώ οι περισσότεροι άνδρες που φορούν παντελόνια, τα ζητούν πλέον από τους φραγκοράφτες των Σερρών ή στο πανηγύρι των Σερρών.

Γενικά, με θλίψη παρατηρεί κανείς, όχι μόνο στο Δεμίρ Ισσάρ, αλλά και στις Σέρρες, και φυσικά και αλλού, ότι η ευημερία που υπήρχε κάποτε από τις χειροτεχνίες στους κατοίκους έχει σχεδόν εξαφανιστεί σήμερα. Τα άλλοτε εύπορα επαγγέλματα των ραφτών, των υφαντών, των αλατζατζήδων, των βαφέων, και των μπογιατζήδων έχουν σχεδόν εξαλειφθεί. Μόνο φτωχά και σχεδόν αόρατα λείψανα αυτών σώζονται εδώ κι εκεί. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που η φτώχεια έχει εξαπλωθεί στην εποχή μας, αφού ολόκληρες τάξεις της κοινωνίας έχουν στερηθεί την εργασία τους και δεν μπορούν να βρουν άλλη. Οι υπόλοιπες, παύοντας να διακοσμούνται με τα λιτά και όμορφα προϊόντα της εγχώριας τέχνης, ξοδεύουν τα χρήματά τους πολύ πιο αλόγιστα στα προϊόντα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την ευτεχνία των φράγκων. Η στασιμότητα του εμπορίου, η μικρή και φθηνή εξαγωγή των προϊόντων της χώρας μας και η τελευταία σχετική αφορία των ετών δεν είναι παρά μία μόνο αιτία, η υλική καχεξία του τόπου, τουλάχιστον για τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, δεν είναι η μοναδική αιτία και ίσως όχι η μεγαλύτερη. Όταν κανένα προϊόν δεν παράγεται εδώ, ή αν παράγεται, αυτό γίνεται είτε ατελώς είτε με τέχνη μεν, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουν συνηθίσει να το εκτιμούν, οι παλιές τέχνες, οι οποίες παρείχαν την ενδυμασία στον κάτοικο, λιτή και άφθαρτη (ο αλατζάς είναι τέτοιος, αν μου συγχωρηθεί η υπερβολή), έχουν εκλείψει τώρα, και τα λίγα χρήματα που προέρχονται από το εμπόριο και τα προϊόντα του τόπου δαπανώνται στον ευρωπαϊκό ιματισμό, ο οποίος είναι ακριβός και φθείρεται εύκολα. Καμία βελτίωση της εγχώριας τέχνης, σύμφωνα με την πρόοδο της εποχής, δεν υπάρχει καν στη σκέψη, οπότε πώς είναι δυνατόν να προσδοκά κανείς την υλική ευημερία των κατοίκων, και μπορώ να πω και την πνευματική, διότι δεν είναι ανάγκη να λεχθεί ότι η υλική καχεξία επηρεάζει σημαντικά την πνευματική πρόοδο.

Όμως το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό και, όπως ανέφερα παραπάνω, όταν μιλάμε για την αναγέννηση του τόπου μας και τον πολιτισμό της χώρας μας, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η έλλειψη εγχώριας τέχνης και βιομηχανίας και οποιασδήποτε ζωντάνιας σε αυτήν, η μικρή εξαγωγή και η πολυτελής εισαγωγή δεν μπορούν να υποστηρίξουν τον πολιτισμό του τόπου, όσο κι αν λέμε ότι η πνευματική ανάπτυξη προχωράει. Δεν ξέρω, πραγματικά, τι θα πει ο απαιτητικός Ευρωπαίος για τον πολιτισμό μας, όταν μας δει να υστερούμε σε αυτή την πτυχή της προόδου σε σχέση με τους βάρβαρους Βούλγαρους, οι οποίοι ασκούν τόσο επιτυχημένα την εγχώρια τέχνη τους.

Από ό,τι είπα, καταλαβαίνω ότι με γενικότητες και απλούς λόγους δεν επιτυγχάνεται ο στόχος, και ότι πρέπει να γίνει ειδική μελέτη από αυτούς που μπορούν, εστιάζοντας σε ορισμένα σημεία, στα οποία πρέπει να δοθεί άμεση προσοχή. Αυτά τα σημεία είναι, κατά την άποψή μου, σημαντικά και νομίζω ότι σε κάποια από αυτά μπορεί γρήγορα να γίνει ησυχία. Εδώ θα πω ότι ένας τέτοιος σαφής και αυτόνομος στόχος επιδιώκεται με σταθερή εργασία και αρχικό σχέδιο, με βαθμιαία πραγμάτωση από τη Φιλελεήμονα Αδελφότητα στις Σέρρες. Ωστόσο, για αυτήν, θα πρέπει να λεχθούν περισσότερα αλλού. Επανέρχομαι στο θέμα μου.

Στο Δεμίρ Ισσάρ δεν συναντά κανείς σήμερα υλική καχεξία όπως αυτή που παρατηρείται παντού τώρα στη δική μας χώρα. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μια κοινότητα που διαθέτει υλικούς πόρους τόσο ώστε να διατηρούνται οι κάτοικοι στη θέση τους. Πριν από κάποια χρόνια, βεβαίως, ήταν σε καλύτερη κατάσταση, και με πόθο θυμάμαι την τότε ευθυμία των ανθρώπων, τις διασκεδάσεις τους, την ξέγνοιαστη ζωή τους, αλλά η κατάσταση εκείνη, που ήταν κοινή εκείνη την εποχή σε όλες τις δικές μας κοινότητες, έχει πλέον παρέλθει, καθώς ούτε ο Κριμαϊκός ούτε ο Αμερικανικός πόλεμος μπορούσαν να συνεχιστούν προς όφελός μας για πάντα. Η επιθυμία να επανέλθει μια τέτοια περίσταση ώστε να ευημερήσει η χώρα που έχει χάσει αρκετά από την παλιά της ευημερία, είναι μια ανόητη ευχή. Αντί για αυτή, οι σωστά σκεπτόμενοι πρέπει να ευχηθούν να στραφούμε σε ένα νέο δρόμο για την ανάπτυξη του τόπου μας, όπως ανέφερα παραπάνω.

Η ηθική κατάσταση της ελληνικής κοινότητας μπορώ να πω ότι είναι αρκετά καλή. Η οικογένεια είναι πάντα σωστή και η ανατροφή που δίνεται στα παιδιά, όσο μπορεί να θεωρηθεί μέσα στην αμάθεια των ανθρώπων, είναι καλή, με τον γονιό να φροντίζει να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο. Όταν η οικογένεια είναι τέτοια, φυσικά και από την κοινωνία στο σύνολό της μπορεί κανείς να είναι ευχαριστημένος. Ωστόσο, ανέφερα παραπάνω ότι ως προς την καθαρότητα των ελληνικών τρόπων, η τουρκική αχρειότητα και τυραννία έχει κάποια επιβλαβή επίδραση, το οποίο δεν το αναφέρω ως κάτι πολύ σημαντικό, αλλά μάλλον ως άξιο σημείωσης, δείχνοντας πόσο μπορεί να μας βλάψει η προσέγγιση με τους Τούρκους. Για παράδειγμα, η τουρκική μουσική είναι η μόνη που ηχεί ευχάριστα στα αυτιά των Ελλήνων κατοίκων, και τα τουρκικά τραγούδια, τα οποία σημειωτέον ότι είναι πάντα ανήθικα, γίνονται αποδεκτά. Αυτό πιστεύω ότι παρατηρείται παντού όπου οι Τούρκοι είναι περισσότεροι. Η κατάχρηση του ρακιού έχει μεταδοθεί και σε κάποιους Έλληνες, ευτυχώς όχι σε πολλούς.

Παρακαλώ, μην πει κανείς ότι αναφέρομαι σε πολλά και ασήμαντα πράγματα. Σε μια τόσο μικρή κοινότητα, στην οποία όμως πρέπει να ριζώσει ο καθαρός Ελληνισμός, νομίζω ότι πρέπει να δίνουμε προσοχή και στα πιο μικρά, γιατί μόνο από την ενίσχυση και την ανάπτυξη κάποιων μικρών στοιχείων μπορούμε να ελπίζουμε να σχηματιστεί ένα υγιές σώμα. Διαφορετικά, δεν πρέπει να αποβλέπουμε σε τίποτα, αν ζητάμε μόνο τα μεγάλα, γιατί αυτά λείπουν εντελώς.

Ο χαρακτήρας της κοινωνίας αυτής, για την οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, ευτυχώς παρατηρείται ότι είναι αρκετά προοδευτικός και εθνικός. Οι άνθρωποι είναι δεκτικοί, εύκολα ενθουσιάζονται για το καλό του τόπου τους, αισθάνονται την ανάγκη των γραμμάτων και όταν κάποιος τους καθοδηγεί, κάνουν ό,τι μπορούν για τη βελτίωσή τους. Δεν είναι ράθυμοι, αντίθετα είναι ενεργητικοί, με εξαίρεση μόνο αυτούς της κατώτερης τάξης, που δεν είναι τόσο ενεργητικοί. Κάποιοι, οι πιο εύποροι, έχουν λάβει και κάποια παιδεία, γι' αυτό και κατανοούν περισσότερα και είναι πιο φιλόμουσοι, και συμμετέχουν στα κοινά τους, τα οποία διαχειρίζονται πάντα με τιμιότητα, αν και χωρίς μεγάλη τάξη. Οι περισσότεροι δείχνουν έναν πιο απλό ενθουσιασμό για την πρόοδο της πατρίδας τους και συμμετέχουν στις κοινές τους φροντίδες με ζωηρό τρόπο.

Οπότε, γενικά μπορεί κανείς να εμπιστευτεί με σιγουριά ότι ο χαρακτήρας αυτός, αναπτυσσόμενος και ενδυναμούμενος, θα φέρει από μόνος του πρόοδο στην κοινωνία. Αυτή η φιλοτιμία και η ενεργητικότητα των κατοίκων ενίσχυσε αρκετά την ελληνική κοινότητα, ώστε αυτή, αν και λιγότερη σε αριθμό, να υπερισχύσει της τουρκικής, μεγάλο μέρος της οποίας σιγά σιγά εκδιώχθηκε (για να χρησιμοποιήσω την μητρική μου λέξη) και αποκαταστάθηκε σε αυτή την περιοχή που ήταν παλιότερα των Τούρκων (η περιοχή βαρές, που τώρα είναι έδρα της Ελληνικής κοινότητας). Η περιοχή που ήταν καθαρά τουρκική κωμόπολη μετατράπηκε σε ελληνική, που πλέον μπορεί σημαντικά να χρησιμοποιηθεί υπέρ του Ελληνισμού εδώ.

Μετά από αυτά, φυσικά, κανείς θα περίμενε την παράλληλη πρόοδο και στην εκπαίδευση της κοινωνίας μέσω των σχολείων. Αυτό είναι αληθές και σε αυτό θα προχωρήσω.

Το 1832 χτίστηκε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, ευρύχωρο, στην αυλή της εκκλησίας, η οποία με άδεια του τότε ηγεμόνα του Δεμίρ Ισσάρ χτίστηκε το 1813 πάνω σε παλαιότερα ερείπια, και κατά το σχέδιο και το μέγεθος παραμένει ίδια όπως ήταν τότε. Η εκκλησία είχε αρκετά έσοδα (2-3 χιλιάδες γρόσια, κατά την τότε αξία των χρημάτων, ετησίως) για να χτιστεί το σχολείο. Ωστόσο, η δαπάνη ήταν μεγαλύτερη από αυτή που κάλυπταν τα έσοδα, και η πρόσθετη δαπάνη καλύφθηκε από τους επιτρόπους της κοινότητας, οι οποίοι λίγο αργότερα πληρώθηκαν από τα έσοδα της εκκλησίας. Πρώτος δάσκαλος ήταν ένας Μελενίκιος, με ετήσιο μισθό 600-1000 γρόσια. Το σχολείο περιλάμβανε 40-50 μαθητές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι, έως 18 ετών. Διδάσκονταν τα κοινά γράμματα, όπως το Ψαλτήριον και άλλα. Μετά από τέσσερα χρόνια διδασκαλίας του, δίδαξε άλλος δάσκαλος από το Τερλίζι για πέντε χρόνια τα ίδια γράμματα. Παρόμοια κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1861, όταν ένας νέος από το Δεμίρ Ισσάρ, που είχε μάθει την αλληλοδιδακτική μέθοδο στις Σέρρες, την εισήγαγε στο σχολείο του Δεμίρ Ισσάρ και δίδαξε για τρία χρόνια. Μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ένας άλλος νέος από το Δεμίρ Ισσάρ, που είναι ακόμα δάσκαλος στο σχολείο, ο κ. Δανιήλ Δ. Τάκος. Και οι δύο τελευταίοι ήταν απόφοιτοι της ελληνικής σχολής του Δεμίρ Ισσάρ. Παράλληλα με το αλληλοδιδακτικό σχολείο, ιδρύθηκε το 1844 και ένα ελληνικό σχολείο. Πρώτος δάσκαλος ήταν επίσης ένας Μελενίκιος, που δίδαξε για τρία χρόνια, περιλαμβάνοντας περίπου 15 μαθητές. Μετά από αυτόν, δίδαξε ένας άλλος Μελενίκιος για τρία χρόνια. Μετά από αυτόν ήρθε ένας Ηπειρώτης από το Ζαγόρι, και ακολούθησαν διαδοχικά πέντε Ζαγορίσιοι Ηπειρώτες, με τον τελευταίο να είναι ο νυν δάσκαλος κ. Ιωάννης Δ. Ζήκος. Ανάμεσά τους υπηρέτησε και ένας από το Δεμίρ Ισσάρ μέχρι να συμφωνηθεί άλλος δάσκαλος, και στη συνέχεια για ολόκληρο το έτος. Το ελληνικό σχολείο επί των δύο Ηπειρωτών διδασκάλων, του κ. Αναστασίου Γ. Κώτσιου, υπό τον οποίο και ο γράφων διδάχθηκε, και του Μιχαήλ Δ. Γρατσίου, αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής υπό τη διεύθυνση του Αναστασίου Σακελλαρίου, βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Τότε, οι άνθρωποι ήταν πιο εύποροι, και υπό την καθοδήγησή τους εκπαιδεύτηκε όλη η σημερινή φιλότιμη και φιλόμουση νεολαία του Δεμίρ Ισσάρ. Οι μαθητές ήταν από 25 έως 30.

Και τα δύο σχολεία σήμερα περιλαμβάνουν το μεν δημοτικό γύρω στους 70 μαθητές, ενώ το ελληνικό 19, και βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Το δημοτικό ή στοιχειώδες σχολείο, μετά την Πρώτη Σύνοδο των διδασκάλων που πραγματοποιήθηκε στις Σέρρες τον Οκτώβριο του 1873, στην οποία καθορίστηκαν νέες ιδέες για την οργάνωση των σχολείων και το σύστημα της δημοτικής εκπαίδευσης, οργανώθηκε σύμφωνα με τις βάσεις που τέθηκαν τότε για τη μεταρρύθμιση των σχολείων, υπό την επιμέλεια του νοήμονος νέου και ζωηρού πατριώτη, κ. Δανιήλ Τάκου. Έκτοτε, το σχολείο προχωράει πάντοτε σύμφωνα με την ίδια χαραγμένη οδό και βρίσκεται σε πολύ ικανοποιητική κατάσταση.

Το ελληνικό σχολείο επίσης αναδιοργανώθηκε σύμφωνα με τις βάσεις του παιδαγωγικού συστήματος υπό τον κ. Ζήκο, έναν νέο εύστροφο, αξιόλογο και εργατικό, και βρίσκεται επίσης σε καλή κατάσταση. Οι μαθητές και των δύο σχολείων δείχνουν ζωηρότητα και θερμό ζήλο για την ανάπτυξή τους. Τα πατριωτικά άσματα, τα οποία εισήχθησαν από το διδασκαλείο των Σερρών, τους ενθουσιάζουν και ενισχύουν το εθνικό τους φρόνημα, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη προσοχή. Αυτή η εκπαίδευση των παιδιών μεταδίδει ζωντάνια και στην υπόλοιπη κοινωνία, η οποία θερμαίνεται από τον νεανικό ζήλο των μαθητών και με κάποια ιδιαίτερη αγάπη προσβλέπει στη νέα γενιά.

Με μεγαλύτερη αγάπη και εκτίμηση μιλούν οι άνθρωποι και για τους διδασκάλους, οι οποίοι πλέον δεν έχουν την παλιά αντίληψη ότι οι δάσκαλοι δεν πρέπει να λαμβάνουν μέρος στον πολιτικό κύκλο της κοινωνίας. Αντίθετα, άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ο δάσκαλος, ιδίως σε τέτοιες κοινότητες όπου λείπουν εντελώς οι λόγιοι και οι κάπως πιο μορφωμένοι, πρέπει να έχει πολύ ενεργό ρόλο στην συνολική κίνηση της κοινωνίας, η οποία έχει άμεση ανάγκη από οδηγούς και συμβούλους. Ειδικά στη νέα κατεύθυνση της κοινωνικής ζωής, που τείνει προς κάποιες προοδευτικές καινοτομίες, ο δάσκαλος δεν μπορεί παρά να είναι το κέντρο σχεδόν κάθε δραστηριότητας, ο οποίος με τις ομιλίες και τις προτροπές του μπορεί να συγκεντρώσει τα πιο ζωντανά στοιχεία του τόπου για ένα κοινό έργο.

Εδώ, ο άμβωνας της εκκλησίας και το βήμα του σχολείου είναι δύο κατάλληλα μέσα για τη διαφώτιση και την ενίσχυση του λαού.

Στα σχολεία αυτά φοιτούν μαζί με τα αγόρια και τα κορίτσια, φέτος 30, διότι δεν υπάρχει ιδιαίτερο παρθεναγωγείο και ποτέ δεν υπήρξε κάποια σκέψη για την ίδρυση ενός τέτοιου μέχρι τώρα. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει κάποια μέριμνα για αυτό το ζήτημα και πιστεύω ότι σύντομα θα ληφθούν οι απαραίτητες ενέργειες.

Και τα δύο σχολεία συντηρούνται από το κοινοτικό ταμείο. Αν και η Κοινότητα δεν έχει κάποιο σταθερό οργανισμό ούτε όσον αφορά την πρόνοια για τα κοινά, ούτε για την περιουσία της, γίνονται ωστόσο κοινές συνελεύσεις για αυτά τα ζητήματα και εκλέγονται αρχές κάθε χρόνο για την επιμέλεια των κοινών υποθέσεων, ενώ υπάρχει και κοινό ταμείο. Επειδή υπάρχει μόνο μία εκκλησία, η οποία βρίσκεται μέσα στην ελληνική συνοικία, τα έξοδά της είναι λίγα, αλλά τα έσοδά της επαρκή. Κάθε χρόνο, απομένουν τρεις χιλιάδες γρόσια από το παγκάρι, αφού καλυφθούν τα έξοδα για τη λειτουργία και τη διακόσμηση του ναού. Παλιότερα όμως, αποταμιευόταν μεγαλύτερο ποσό, το οποίο, αφού πληρωνόταν ο χαμηλός μισθός των πρώτων διδασκάλων, τα υπόλοιπα ποσά, μαζί με εκείνα από τα ενοίκια των εργαστηρίων, ιδιοκτησία της εκκλησίας, κατατίθεντο χωριστά και τοκίζονταν. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κοινή περιουσία για τη συντήρηση των σχολείων, η οποία αυξήθηκε βαθμιαία μέσω των τόκων σε τέτοιο βαθμό ώστε να συντηρούνται οι δάσκαλοι του ελληνικού και του δημοτικού σχολείου.

Τώρα, από τους τόκους αυτής της περιουσίας πληρώνονται αυτοί οι δύο, και από το περίσσευμα του παγκαριού ο βοηθός του δασκάλου του δημοτικού σχολείου, ο οποίος είναι και ψάλτης ταυτόχρονα. Φέτος, οι ετήσιοι μισθοί είναι οι εξής: ο δάσκαλος του ελληνικού σχολείου λαμβάνει 65 λίρες, ο διευθυντής του δημοτικού 40 λίρες, και ο βοηθός του 30 λίρες. Η περιουσία αυτή είναι δανεισμένη σε πολλούς από τους πολίτες και σύμφωνα με τα βιβλία του ταμείου ανέρχεται σε 300 χιλιάδες γρόσια! Από αυτά, θα έπρεπε να συγκεντρώνονται τόκοι τουλάχιστον 40 χιλιάδων γροσίων, σύμφωνα με τον συνηθισμένο τόκο. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν συμβαίνει, διότι πολλά από τα κεφάλαια είναι χαμένα, καθώς οι οφειλέτες πτώχευσαν ή πέθαναν. Συγκεντρώνονται όμως τόκοι γύρω στις 15 χιλιάδες. Έτσι, μπορεί κάποιος να πει ότι τα τοκοφόρα κεφάλαια είναι μόνο περίπου 120 χιλιάδες. Τι συμβαίνει με τα υπόλοιπα; Κάποια από αυτά είναι εντελώς χαμένα, ενώ άλλα δεν έχουν εισπραχθεί, αν και δεν είναι χαμένα, είτε λόγω της δυστυχίας των ανθρώπων, είτε επειδή παραμελήθηκε η είσπραξή τους και λόγω άλλων αταξιών συσσωρεύτηκαν τόκοι (πενταπλάσιοι των κεφαλαίων), με αποτέλεσμα η αποπληρωμή τους να είναι πλέον αδύνατη. Ακόμα και από τα υπόλοιπα τοκοφόρα κεφάλαια, πολλά είναι δύσκολο να εισπραχθούν λόγω της δυστυχίας, και όχι λόγω κακής πίστης των οφειλετών.

Παρόλη όμως αυτή την αταξία στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, οι πόροι της κοινότητας δεν είναι λίγοι. Θα μπορούσε να γίνει ακριβής εκκαθάριση των λογαριασμών και κατάταξη των χρήματων πρέπει να παραδοθούν με ασφάλεια στην κοινότητα, ώστε να επανέλθει μια σημαντική περιουσία που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Σκέφτηκα πολλές φορές να παρουσιαστεί ένα οργανωτικό σχέδιο για το ταμείο, και πιστεύω ότι σύντομα αυτό θα πραγματοποιηθεί. Τότε, η κοινότητα θα έχει ένα ισχυρό μέσο για να προοδεύσει σε πολλά ζητήματα.

Το υπάρχον κοινοτικό ταμείο διαχειρίζεται κάθε χρόνο ο Έφορος του κοινού, ο οποίος εκλέγεται σε γενική συνέλευση. Μετά το τέλος της θητείας του, παραδίδει λογαριασμό ξανά σε γενική συνέλευση. Κάθε χρόνο εκλέγεται επίσης επίτροπος της εκκλησίας, διαχειριστής του παγκαριού και κοσμήτωρ της εκκλησίας. Οι συνελεύσεις πραγματοποιούνται στο οίκημα του αρχιερατικού επιτρόπου (το Δεμίρ Ίσσαρ είναι μία από τις τρεις επαρχίες του Μητροπολίτη Μελενίκου), ο οποίος προεδρεύει και τις συγκαλεί. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας οργανωτικός κανονισμός για αυτές τις συνελεύσεις και παρόμοια ζητήματα. Δεν υπάρχει καμία άλλη αρχή, ούτε είναι περιζήτητες αυτές οι θέσεις. Αυτές οι συνελεύσεις συνήθως συγκαλούνται όταν υπάρχει κάποια διχόνοια στην κοινότητα, κάτι που, όπως είναι γνωστό, δεν είναι σπάνιο στις ελληνικές κοινότητες.

Εκτός από αυτόν τον κοινοτικό οργανισμό, που, αν και χωρίς κάποιο σύνταγμα, εξυπηρετεί την πρόοδο της κοινωνίας, υπάρχει και ένας άλλος οργανισμός, η Φιλοπροοδευτική Αδελφότητα, που δημιουργήθηκε με τον ίδιο σκοπό. Τον Ιανουάριο του 1874 ιδρύθηκε η Φιλοπρόοδος Αδελφότητα με τον διπλό σκοπό να προωθηθεί και να προστατευτεί η εκπαίδευση του λαού στο Δεμίρ Ίσσαρ, και, αν είναι δυνατόν, και στα γύρω χωριά, και δεύτερον, να ληφθεί κάποια μέριμνα για τους φτωχούς κρατούμενους στις φυλακές. Πάντα θυμάμαι με χαρά και ευχάριστες εντυπώσεις πώς τότε οι άνθρωποι, με κάποια δραστήρια ενέργεια και ενθουσιώδη προτροπή, αποδέχονταν τη νέα αυτή ιδέα, πώς πρόθυμα δέχονταν να προσφέρουν το μικρό τους ποσό στη κοινή εισφορά.

Λιγότερο όμως με ενδιαφέρει αυτό, και περισσότερο η ζωηρότητα και η φρεσκάδα των ανθρώπων όταν άκουγαν την αναπτυσσόμενη με τον πιο πρακτικό και κατάλληλο τρόπο την ιδέα ότι όλοι είμαστε αδέλφια και ισότιμα παιδιά της πατρίδας, ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει ότι ακόμα και η μικρότερη συνεισφορά του για την πατρίδα είναι σημαντική, ότι ο καθένας πρέπει να έχει υπόψη του ότι μπορεί να συμβάλει στην πατρίδα του με το μυαλό του, με την εμπειρία του, με τον λόγο του, ή ακόμα και μόνο με την ειλικρινή αίσθηση και την καθαρή του καρδιά, ότι ο καθένας έχει καθήκοντα προς την πατρίδα και κάποιο δικαίωμα στην άσκησή τους. Φαινόταν ότι ένα ζωογόνο πνεύμα γεννιόταν στον λαό από αυτά τα λόγια, και κάποια ζωηρή τάση για κοινή συνεργασία. Ο κύριος σκοπός για τη σύσταση της Αδελφότητας θεωρήθηκε, και ήταν αρχικά αρκετά σημαντικός, η όσο το δυνατόν πιο πρακτική εκπαίδευση του λαού, κάθε άνθρωπος πρέπει να αγαπά θερμά την ελεύθερη ανάπτυξή του και τη δράση του. Ο καθένας πρέπει να σέβεται τη θέση του άλλου και να μην κάνει κατάχρηση της δικής του θέσης. Δεν πρέπει ποτέ να αποφεύγει να συνεισφέρει, έστω και κάτι μικρό ή ελάχιστο, είτε με λόγια είτε με έργα, για την πρόοδο της πατρίδας του. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών γρήγορα έγιναν εμφανή. Ενώ δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στην κοινή φροντίδα, μέσω του τακτικού οργανισμού της Αδελφότητας έγινε αισθητή η ανάγκη για κάτι παρόμοιο και σε άλλους τομείς. Ταυτόχρονα, άρχισαν να συγκεντρώνονται κάποια χρηματικά κεφάλαια από συνδρομές και δωρεές για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό της Αδελφότητας. Έτσι προχώρησε η εργασία κατά το πρώτο έτος, και στο μέλλον θα προχωρήσει πιο σκοπιμότερα και οριστικότερα, καθώς κατά το τρέχον έτος, λόγω κάποιας ανωμαλίας στη διοίκηση, έγιναν λιγότερα από όσα έπρεπε.

Στο μέλλον, η σκέψη ήταν ότι η Αδελφότητα θα ωφελήσει την κοινότητα αν ιδρύσει ένα νηπιαγωγείο, και αν αυτό, όπως ελπίζω, πραγματοποιηθεί, σίγουρα θα επιτευχθεί ένας πολύ καλός και θετικός στόχος. Η παραπάνω κάπως λεπτομερής έκθεση της κατάστασης της κωμόπολης Δεμίρ Ίσσαρ πιστεύω ότι δίνει τις κύριες αφορμές για την όσο το δυνατόν πιο ακριβή γνώση αυτής, η οποία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, αν, όπως ανέφερα, δεν θεωρούμε περιττό να φροντίσουμε και να ενισχύσουμε κάθε αγαθό στοιχείο εθνικής σημασίας που βρίσκεται εκεί.

Ενώ αυτή η ελληνική κοινότητα μας δείχνει κάποια ζωή και αυτόνομη δράση και τείνει προς έναν προοδευτικό δρόμο μέσω της καλλιέργειας του πνεύματος και της σταδιακής εθνικής της διαμόρφωσης, από την άλλη πλευρά, σε μια άλλη εκδοχή της κοινωνικής μας προόδου, φαίνεται να έχει κάποια αξία λόγω της φύσης της, για την οποία δεν πρέπει να περιμένουμε κάτι εξαιρετικό, αλλά μόνο χρήσιμο, καθώς και λόγω της περιοχής που κατοικεί. Σημείωσα ότι είναι απόλυτα απαραίτητο να συμβαδίζει η πρόοδος του πνεύματος με την πρόοδο του σώματος, δηλαδή η πρόοδος της κοινότητας στο σχολείο της τοπικής τέχνης και βιομηχανίας, χωρίς την οποία, από μια άποψη του πολιτισμού μας, θα παρουσιάζουμε μόνο μια σκοτεινή σκιά και θα διατηρούμε πάντα την υλική μας αδυναμία, η οποία, όπως δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, ουσιαστικά επηρεάζει και την πνευματική μας πρόοδο. Το Δεμίρ Ίσσαρ έχει κάποια φυσικά πλεονεκτήματα, μέσω των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό η υλική του ευημερία, και με αυτήν μπορεί να ελπίζει κανείς σε πολλά πράγματα στο μέλλον, τα οποία όμως δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούν τώρα.

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή και να γίνουν πρακτικές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση; Για παράδειγμα, πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της κωμόπολης, αν και η κατώτερη τάξη, που τώρα πεινά, στραφεί προς έναν ανταγωνισμό, στον οποίο σίγουρα θα νικήσει, όπως η βυρσοδεψία των Τούρκων, που μπορεί να θρέψει 50 οικογένειες, τότε η κατάστασή της θα βελτιωθεί. Αν, επίσης, χτιζόταν ένας μόνο κλίβανος για την κατασκευή σιδήρου από την άφθονη σιδηρούχα άμμο του ποταμού – όπως οι Βούλγαροι έχουν τώρα ατελέστατους κλιβάνους ανωτέρως του Δεμίρ Ίσσάρ – και αν κατασκευαζόταν ένα μόνο χωνευτήριο, πόσος πλούτος θα εισέρρεε στην κοινότητα εκείνη;

Το ποτάμι έχει άφθονο νερό. Δεν θα ήταν δυνατό να κινηθούν απλές μηχανές για το κτύπημα τοπικών υφασμάτων, όπως κινούνται τώρα οι αλευρόμυλοι, οι οποίοι έχουν κατασκευαστεί χωρίς την παραμικρή τέχνη; Επίσης, θα προωθούσε την ευημερία της κοινωνίας, αν οι όμορφοι, χρωματιστοί και ποικιλμένοι μάλλινοι τάπητες, που κατασκευάζονται από τις γυναίκες με τους συνήθεις αργαλειούς, γίνονταν πιο γνωστοί και εκτιμούνταν περισσότερο, γιατί είναι άξιοι εκτίμησης. Μήπως δεν είναι εύκολο να κινηθεί η κατασκευή κοινών υφασμάτων, τα οποία οι Βούλγαροι έχουν τόσο μεγάλη ικανότητα να κατασκευάζουν;

Όμως, πώς μπορεί να γίνει αυτή η ενέργεια ή μάλλον πώς να ξεκινήσει; Δεν εννοώ ότι είναι δυνατόν να απαντήσω αμέσως σε αυτά τα ερωτήματα και να δώσω λύση για όλα, ούτε ότι, ακόμα και αν γίνει αμέσως, η υλοποίηση θα ακολουθήσει γρήγορα. Σημείωσα όμως τα παραπάνω για δύο λόγους. Πρώτον, για να συμπληρώσω μια ακριβή εικόνα της κατάστασης και της σημασίας της κωμόπολης αυτής από κάθε άποψη προόδου, και δεύτερον, γιατί πιστεύω ότι αν δοθεί κάποια προσοχή από έξω για την ενίσχυση και ενθάρρυνση της εσωτερικής ενεργητικότητας, μπορεί να γίνει κάτι και από αυτή την άποψη.

Αν, για παράδειγμα, σταλεί μια κατάλληλη νηπιαγωγός από την Αθήνα, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος του μισθού θα πληρώνει η κοινότητα, δεν αμφιβάλλω ότι θα δοθεί ιδιαίτερη ζωντάνια στη γυναικεία χειροτεχνία, που είναι αρκετά προσοδοφόρα. Μετά από αυτό, δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι θα ακολουθήσει και άλλη προοδευτική ενέργεια. Αλλά τότε θα τεθεί μια αρχή, η οποία σίγουρα θα αποτελέσει το θεμέλιο κάποιας οικοδόμησης. Ας γίνει λοιπόν αυτό πρώτα, και τότε θα είμαστε σε θέση να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον.

Ίσως αύριο να είναι καλύτερα.

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΚΑΙ ΤΙΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΠΕΡΙ ΔΕΜΙΡ ΙΣΣΑΡΙΟΥ
Τέσσαρας ὥρας ΒΔ τῶν Σερρῶν, μίαν δὲ καὶ ἡμίσειαν μακρὰν τῆς ἀρετ στερᾶς ὄχθης τοῦ Στρυμόνος (ἐκ τοῦ σημείου Δερβέντ-Χάν, βορειοδυτικού κλείθρου τῆς πεδιάδος τῶν Σερρῶν) κεῖται ἡ κωμόπολις Δεμίρ Ισσάρ. Εἶνε ἐκτισμένη ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ὁμαλῆς χαράδρας, πρὸς μὲν τὴν πει διάδα βαθυτέρας κάπως καὶ εὐρείας, βαθμηδόν δὲ ἀνυψουμένης, καὶ κατα- ληγούσης ἐπὶ λόφων, ἐξ ἀριστερῶν μὲν τῷ ἀναβαίνοντι ὁμαλῶν καὶ ἀμπελο φύτων, ἐκτεινομένων ΒΔ μέχρι συντόμου ἀποστάσεως ἀπὸ τῆς κωμοπόλεως καὶ συνεχομένων ΒΔ καὶ Β μετὰ τοῦ ἐκ Βορρά κατερχομένου ὄρους, ἐκ δε ξιῶν δὲ βραχωδῶν ἀποτόμων καὶ ἀμέσως συνεχομένων μετὰ τοῦ ἐπικειμένου όρους, οὗ ἡ σειρὰ ἀπὸ τοῦ ΒΔ πρὸς τὸ ΒΑ περιζώνει τὴν πεδιάδα τῶν Σερ ρῶν. Τὴν χαράδραν ἐν ἀριστερᾷ μὲν – τῷ ἀναβαίνοντι πρὸς τὸ βόρειον στό- μιον αὐτῆς-χαρακώνει λόφος πετρώδης, πάντοθεν εὐπρόσιτος, μόλις ὑψού μενος 50 περίπου πόδας ὑπὲρ τὸ βάθος τῆς χαράδρας, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἄρτ χεται ἡ σειρὰ τῶν ἀμπελοφύτων βορειοδυτικῶν λόφων· ἐν δεξιᾷ δὲ κατ᾿ ἀρι χὰς μὲν μικρός τις πετρώδης ὅλως όγκος, ἐκτεινόμενος καθ' ὅλον τὸ βόρειον ἥμισυ τῆς χαράδρας, πρὸς τὴν πόλιν μόλις ἐξέχων τοῦ ἐδάφους, ἐκ τοῦ ἀνα τιθέτου όμως μέρους σχηματίζων ὕψος ἀπό 30-60 ποδῶν καὶ κατερχό- μενος καθέτως σχεδὸν εἰς στενὸν βάραθρον –, ἔπειτα δὲ ἕτερος ὁμοίως πε- τρώδης ὄγκος ὑψηλὸς ὅμως μέχρι 250-300 ποδῶν, ἡ κορυφὴ τοῦ ὁποίου εἶνε ἐπίπεδος καὶ ἀποτελεῖ τὴν συνέχειαν τῶν ἀνατολικῶν λόφων τῶν τοὺς πρόποδας τοῦ ὑπερκειμένου χαμηλοῦ ὄρους σχηματιζόντων. Μεταξὺ τοῦ χαι μηλοτέρου πετρώδους όγκου καὶ τούτου τοῦ ὑψηλοῦ καὶ πολλαχοῦ μὲν σχε δὲν ἀπροσίτου, ἐνιαχοῦ δὲ ὅλως ἀπροσβάτου διέρχεται μικρὸν ποτάμιον (τσάι τουρκιστί), διαιροῦν τὴν κωμόπολιν εἰς δύο ἴσα σχεδόν μέρη, εν χοντα σχήμα ἰσοσκελοῦς τριγώνου (τὴν θέαν ταύτην λαμβάνει τις ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ ἀριστεροῦ λόφου). Ῥέει δὲ τὸ ποτάμιον ἀπὸ βορρά, 5 ὥρας μας κρὰν τοῦ Δεμίρ Ἰσαὰρ πηγάζον καὶ διερχόμενον ἀπὸ τῶν πηγῶν του μέ- χρι τοῦ τέλους τῆς τοῦ Δεμίρ Ἱσσὰρ χαράδρας μόνον φάραγγας ἢ λάκκους, ἐξέρχεται ἔπειτα εἰς τὴν ἀνοικτὴν πεδιάδα, ἣν ὠφελεῖ μὲν διότι ποτίζει πολλὰς γαίας της, βλάπτει ὅμως ἐνίοτε οὐκ ὀλίγον κατὰ τὰς πλημμύρας του, καὶ ἔπειτα ἐκβάλλει εἰς τὸν Στρυμόνα, μεσημβρινῶς τῆς Τζιουμαγιᾶς, εἰς ἣν καὶ δίδει τὸ μόνον σχεδόν πόσιμον ὕδωρ της. Ο λάκκος ὃν διέρχεται τὸ ποτάμιον, μίαν ὥραν βορείως τοῦ Δεμίρ Ἰσσὰρ, καθ' ὅλον τοῦτο τὸ μήκος ἐκατέρωθεν ἔχει ὡραίους κήπους οπωροφόρους, πολλοὺς δὲ καὶ συκομοριῶνας
εἰς ἀπόστασιν δὲ 12 ὥρας ἀπὸ τοῦ Δεμίρ ἱτσὰρ διακόπτεται ὑπὸ γηΐνου ὄγκου, ὑπὸ τὸν ὁποῖον δι' ἀρανοῦς ὑπογείου διόδου διέρχεται τὸ ποτάμιον. Ὁ γήϊνος οὗτος όγκος καλεῖται μὲ τὸ τουρκικόν ὄνομα γέρ-κιοπρὺ ἤτοι γηΐνη γέφυρα, καὶ πρὸς μὲν τὸ βόρειον στόμιον εἶνε πετρώδης κάπως καὶ καθέτως κατερχόμενος εἰς ὕψος 30 περίπου ποδῶν, πρὸς δὲ τὸ νότιον, ἔνθα ἀποτελεῖ- ται ἡ διέξοδος τοῦ ποταμίου, εἶνε μέχρι τινὸς κοίλος μὲ πληθύν μικρῶν στα- λακτιτῶν, κατοικημάτων νυκτερίδων καὶ πλήθους περιστερῶν. Ἡ ἀφανὴς αὕτη ὑπόγειος δίοδος συμβαίνει ἐνίοτε νὰ κλείσῃ ἐκ τῶν σωρευομένων ὑπὸ τοῦ ῥεύματος εἰς τὸ λίαν στενόν, ὡς φαίνεται, βόρειον στόμα της ξύλων καὶ μεγάλων κορμῶν δένδρων καὶ τότε ἄνωθεν ὀγκοῦται φοβερὰ τὸ ποτάμιοντ ἀφ' ἑκυτῆς ὅμως ἐκφράσσεται ἡ κλειομένη ἀπὴ, καὶ τότε μετὰ δυνάμεως διεκχεόμενον τὸ ῥεῦμα γίνεται πρόξενον ἐνίοτε κινδυνωδῶν πλημμυρῶν. Καθ' ὅλον τὸ μήκος τῆς κοίτης τοῦ ποταμίου, ἐντὸς καὶ ὀλίγον ἔξω τῆς κωμοπό- λεως, ὑπάρχουσι πολλοί μύλοι καὶ ὑδρόμυλοι. Βήματα δέ τινα ὀλίγον δεξιά τῆς γκένης ταύτης γεφύρας, ὑπὸ τὴν ρίζαν ὑψηλοτάτου βραχώδους ἀποτόμου λόφου ἐσκὶ ἰσσὰρ (παλαιόκαστρον) τουρκιστί λεγομένου (κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀναφερθέντα δεξιόν βουνώδη λόφον, ἱσσὰρ λεγόμενον), ἐξέρχεται ἀνὰ μέσον πετρῶν ὕδωρ ἱκανόν, οὐδέποτε πηγνύμενον, ζεστὸν σχετικῶς πρὸς τὸ ψυχρό- τερον καὶ τὸν χειμῶνα πηγνύμενον ποτάμιον, γλυφὸν τὴν γεῦσιν, περιέχον έχθος μικροὺς, δι' οὗ κινοῦνται 5 μύλοι ὀλίγα βήματα κατωτέρω τῆς πηγής του, ἔνθα καὶ χύνεται εἰς τὸ ὀλίγον περαιτέρω εἰς τὸ βάθος τοῦ λάκκου ῥέον πο τάμιον. Τὸ ὕδωρ τοῦτο καὶ τὸ μέρος ἔνθα πηγάζει λέγεται ζεστό νερό. Το δεξιόν τρίγωνον τῆς κωμοπόλεως κεῖται ὑπὸ τὴν Μ ρίζαν τοῦ ἱσσὰρ, ἐπο μένως ΜΑ τοῦ ἀριστεροῦ, ἀφ' οὗ χωρίζεται διὰ τοῦ ποταμίου, ἐκατέρωθεν τοῦ ὁποίου ἐκτείνονται εἰς πλάτος 3-4 στρεμμάτων καὶ εἰς μῆκος μιᾶς ὥρας ΜΔ κῆποι ὡραῖοι λαχάνων, ὀπωρῶν λίαν ἀφθόνων καὶ συκομορεῶν, Ὑπὸ τὴν ρίζαν δὲ τοῦ βουνώδους λόφου ἐσσὰρ σχηματίζεται μικρός λάκτ κος, ὃν διέρχεται χείμαρρος, μαϊμούδα λεγόμενος, καὶ ἐν τῷ ὁποίῳ εἶνε κῇ- ποι πολλοί, φέροντες ὀνομαστὰ ῥόϊδα.
Ἡ κωμόπολις περιλαμβάνουσα 700 περίπου οἰκογενείας, κατοικεῖται ὑπὸ Ἑλλήνων (ἐν οἷς καὶ ὀλίγιστοι Βούλγαροι ἐκ τῶν πέριξ χωρίων μετοικήσαν- τες, γεωργοὶ καὶ κηπουροὶ ὄντες, ἐξελληνισθέντες κατὰ τὸ ἥμισυ), Τούρκων, Κιρκασίων καὶ Γύφτων. Οἱ Τοῦρκοι εἶνε πολυπληθέστεροι, συμποσούμενοι εἰς 300 περίπου οἰκογενείας· οἱ Ἕλληνες (συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἐξελ- ληνιζομένων Βουλγάρων) εἰς 200· οἱ Κιρκάσιοι εἰς 50 καὶ οἱ Γύφτοι (Χρι- στιανοί καὶ Μωαμεθανοί) εἰς 150. Οἱ Τοῦρκοι κάτοικοι εἶνε οἱ παλαιότατοι, ὡς καὶ οἱ Γύφτοι· οἱ Κιρκάσιοι (Τσερκέζιδες) συνῳκίσθησαν πρὸ 10 ἐτῶν. Οἱ δὲ Ἕλληνες πρὸ 40 ἐτῶν συνεποτοῦντο μόλις εἰς 60 οἰκογενείας· πρὸ 60 δὲ ἢ 70 ἐτῶν εἰς ὀλιγίστας, 5-10. Οἱ Τοῦρκοι τότε ἦσαν πολύ πολυπλη θέστεροι, διπλάσιοι τουλάχιστον τῶν νῶν, φθοράν παθόντες μεγάλην ἐνωρὶς
ἤδη ὑπὸ τοῦ θανατικοῦ, πανώλους δηλονότι, ἥτις ὡς ἀκούω παρὰ γερόντων εἰπβκλοῦσα τῷ 1816 διήρκεσε μέχρι τοῦ 1820 7 1822· ὡσαύτως δ' ἐπελ θοῦσα τῷ 1836 ἐξωλόθρευσε περὶ τοὺς 1000 Τούρκους, μόλις δὲ 5 ἢ 6 Χριστιανούς ! Τότε καὶ ὁλόκληρος συνοικία Μαύρων (᾿Αράπιδων) ἐξωλοθρεύθη μέχρι ἑνός. Τότε, λέγουσιν οἱ γέροντες, μάλιστα αἱ γραῖαι, ξεκοιτίσθηκαν τα ἄπιστα σκυλιὰ (οἱ Μωαμεθανοί). Οἱ Ἕλληνες ἐπληθύνθησαν κυρίως ἀπὸ τοῦ τελευταίου, τῷ 1836, θανατικοῦ, τοῦ μέγαν ἐπενεγκόντος εἰς τοὺς μὴ προφυλαττομένους Τούρκους όλεθρον, δι' ἀποίκων ἐκ τοῦ ἑλληνικωτάτου Μετ λενίκου (Β. 8 ὥρας) ἢ οἰκογενειῶν, τούτων ὅμως ὀλίγων, ἢ μόνον γυναικῶν ὑπανδρευομένων τοὺς πλεονάσαντας ἄλλαχόθεν (καὶ ἐκ Βουλγαρικών χων ρίων) συνελθόντας δι' ἐμπόριον καὶ διαφόρους βιοποριστικὰς ἐργασίας ἄνδρας τοῦ Δεμίρ Ἰσσάρ. Ο Μελενίκιος οὗτος γυναικεῖος ἀποικισμός ἦτο πολὺ συν νήθεις καὶ ἐν Δεμίρ Ἱσσὰρ καὶ κατὰ τὰ λοιπὰ χωρία καὶ κωμοπόλεις, ἐγγὺς πως τοῦ Μελενίκου κειμένας· καὶ τώρα δὲ ὁ Μελένικος ὡς καλλιγύναιξ φημί ζεται καὶ αἱ γυναῖκες αὐτοῦ ἐξακολουθοῦσι διὰ τοῦτο νὰ ζητῶνται ἀλλαχόθεν. Ἐκ τούτων ἡ κωμόπολις Δεμίρ Ἰσσὰρ δύναταί τις νὰ εἴπῃ ὅτι κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἑκατονταετηρίδος ταύτης ἦτο σχεδόν καθαρῶς τουρκικής ὀλίγῳ ὕστερον ἤρξατο λαμβάνων ζωήν τινα ὁ ἀφανὴς καὶ ἀσήμαντος ἑλληνισμός της, μόλις δὲ πρὸ 30 ἐτῶν ἐνισχύθη οὗτος ἀρκούντως, ὥστε ν' ἀποτελέσῃ κοινότητα αὐτοτελῆ ἑλληνικὴν καὶ κατὰ τὴν συνοικίαν ἐντελῶς σχεδόν χων ριζομένην τοῦ τουρκικοῦ οἰκισμοῦ, νῦν δὲ δυναμένην δικαίως νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐπίκαιρον κέντρον τοῦ ἐν τῷ μέρει τούτῳ τῆς Μακεδονίας Ελληνισμού. Πρὸ τῆς ἀρχαιοτέρας ὅμως ἐκείνης τουρκικῆς ἐποχῆς της βεβαίως σχεδόν δύν ναται νὰ εἰκάσῃ τις ὅτι ἡ κωμόπολις αὕτη ἦτο πολὺ μεγαλειτέρα ἢ νῦν, ἐκτεινομένη καὶ ἐκεῖ, ὅπου σήμερον ἐφ' ἱκανῆς ἐκτάσεως εἶνε ἀμπελῶνες, καὶ δὴ ἑλληνική. Τῷ ὄντι ὀλίγῳ περαιτέρω τῆς βορείου ἐξόδου τῆς χαρά δρας, εἰς ἱκανὴν ἔκτασιν πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τις τὰ ἔχνη θε μελίων οἰκιῶν πολλῶν, σωρούς συντετριμμένων κεράμων, ἀφ᾿ ὧν πάντων ἐκαθαρίσθη νῦν τὸ ἔδαφος, κατ' ἐπιφάνειαν τουλάχιστον, καὶ ἐν αὐτῷ ἐφυ τεύθησαν ἄμπελοι" παράδοσις δέ τις καθαρὰ λέγει ὅτι «έκεῖ ἦτο χριστια νικός μαχαλάς». Ἐν τῷ αὐτῷ χώρῳ νῦν λαγούμ-μπαΐρ τουρκιστί λεγομένῳ καὶ πρὸ μιᾶς πεντηκονταετίας κατὰ τοὺς λόγους τῶν γερόντων συνδένδρῳ, ὑψοῦται ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς τῷ ἀναβαίνοντι ὄχθης τοῦ ποταμίου λοφίσκος τυμ- βοειδής, καλούμενος "Αγιος Ἠλίας, ἐφ᾿ οὐ νῦν, τὸ νεκροταφεῖον τῶν Γύφτων, καὶ ὀλίγῳ κατωτέρω ναὸς μικρὸς, ἐρείπιον νῦν, τῆς Παναγίας, περὶ ὃν νεκρο ταφεῖον τῶν Χριστιανῶν. Οὐδὲν ἔχνος τουρκικού νεκροταφείου, ὁποῖον βεβαίως θὰ ἐσώζετο, ἐὰν ὑπῆρχε ποτε, οὐδ᾽ ἄλλο τι ἐνθυμίζον Τούρκους· μόνον δὲ ῞Αγιος Ηλίας, ναὸς βέβαια καὶ οὗτος κατὰ τὸν ἑλληνικὸν τρόπον ἐπὶ και ταλλήλου χώρου, ἐπὶ κορυφῆς δηλονότι λοφίσκου. Περί Βουλγαρισμού τινος δὲν εἶνε ἀνάγκη ν' ἀναφέρωμεν, διότι ὅλοι οἱ πέριξ Βουλγαρόφωνοι εἶνε μόν
νον γεωργοί, ἄνευ πόλεώς τινος ἢ κωμοπόλεως, καὶ τοιοῦτοι ἑπομένως δὲν εἶχόν τι νὰ ζητήσωσιν ἐν Δεμίρ Ισσὰρ, ἐν οἴκοις μεγάλοις, ὁποίους προϋπάρ ξαντας ἐδείκνυον τὰ ἐρείπια,
Ὁ φιλάρχαιος εὐλόγως ἐκ τούτου ορμώμενος θὰ ἐρωτήσῃ τί ἆρά γε ἦτο ἡ νῦν κωμόπολις, ἥτις καὶ ἐν στρατιωτικῶς ἐπικαίρῳ τινὶ χώρῳ κεῖται, καὶ πρὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἂν καὶ κατὰ τοὺς πλειοτέρους, τοὺς πρὸ τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων κατακτήσεως χρόνους, ἦτο χωρίον κατῳκημένον, πόλις τις κτλ., ὡς μάλιστα παρακινεῖταί τις νὰ ὑποθέσῃ ἐκ τῶν σωζομένων πολλῶν ἐρειπίων παλαιού φρουρίου. Ἐκ τοῦ νῶν ὀνόματός της δὲν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ τι περὶ τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητός της τοῦτο εἶνε καθαρῶς τουρ κικὸν, Δεμίρ Ἰσσὰρ (Δεμίρ, ὡς προφέρεται, ὡς δὲ γράφεται τουρκιστί τεμούρ =σίδηρος, καὶ μισσὰρ βράχος, οἱονεὶ βουνώδης λόφος ἢ καὶ φρούριον, ὅτε τοῦτο εἶνε ἐπὶ ἀκροπόλεως, βράχου), ἴσως σημαίνον σιδηρῶν κλεῖδα (ἄτε ἐπίκαιρον βράχον). Δέν μοι φαίνεται πιθανὸν νὰ ὠνομάσθη οὕτω διὰ τὸ σιδήρου ἄμμον σύρον ποτάμιον, τουλάχιστον τὸ πρῶτον πιθανώτερον, διότι φυσικώτερον ναυ μίζω νὰ ἐδόθη τὸ ὄνομα ἐκ τῆς ἰδιότητος αὐτοῦ τοῦ ἐσσαρίου, ὅπερ τῷ ὄντι εἶνε σιδηροῦν, δυσάλωτον δηλονότι· εἰς τοῦτο μάλιστα ἐνισχύομαι ἐκ τοῦ ὅτι πολλὰ ὁμοίως ὀνομασθέντα χωρία ἐν τῇ τουρκικῇ ἐπικρατείᾳ ὑπάρχουσι π. χ. ᾿Αβρὲς Ἰσσὰρ, "Αχ Ἰσσὰρ κλ. Δὲν γνωρίζω δὲ ἀρχατόν τι χωρίον περὶ τὴν αὐτὴν θέσιν κείμενον, εἰ καὶ ἄλλως τοῦτο μοὶ φαίνεται πολύ πιθανόν, οὐ μόνον διότι εἰς τὸ ΒΑ ἄκρον τῆς πεδιάδος τῶν Σερρῶν, παρὰ τῇ Σίρει ἢ ταῖς Σέρραις, ἔπρεπε νὰ εἶνε εἰς τόσον ἐπίκαιρον εἰσβολὴν καὶ εὔφορον πεδίου χωρίον τι οἰκούμενον, ἑλληνικὸν, ἀφοῦ μάλιστα πολύ βορειότερον ἐν Πετριτ τσίῳ ἦν ἡ Πέτρα, ἑλληνικὸν πόλισμα, ἀλλὰ καὶ διότι ἐντὸς αὐτῆς τῆς τοῦ Δεμίρ Ισσὰρ περιφερείας παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμίου, ΜΔ ἐν ἐρειπίοις παρασυρθεῖσιν ἤδη ὑπὸ τῶν ῥευμάτων του, ἀνευρέθη πρό τινων ἐτῶν καλῶς εἰργασμένον ἄγαλμα γυναικός, ὅπερ ὑπὸ τοῦ εὑρόντος Τούρκου ἐπωλήθη τῷ ἐν Σέρραις Σλαύῳ ἀποστόλῳ Στεφάνῳ Βέρκοβιτς, πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἐπι- γραφή, ἥτις πρὸ ὀλίγου εὑρέθη ἐν τῇ νῦν Κιρκασιακῇ συνοικία, ἑλληνικὴ ἐπι· πύμβιος, ἡ ἑξῆς:
ΣΕΛΗΝΗ ΑΛΕΞΑΝ
ΔΡΩ ΤΩ ΙΔΙΩ ΑΝΔ
ΡΙ ΚΑΙ ΤΟΡΚΟΣ ΚΑΙ ΕΙCI
ΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΩ ΔΙΟΝΥ
CIO ΤΥΩ ΠΑΤΡΙ ΕΑΥΤΩ
Ν ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ
παρὰ δὲ τῷ λίθῳ τῷ φέροντι τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην εὑρέθη καὶ πλάξ μαρο μάρου, πιθανῶς σκέπασμα τάρου, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν
ΣΙΜΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ἐξ ὧν βεβαίως δὲν δύναταί τις ἢ ἑλληνικοῦ πολίσματος προϋπαρξιν νὰ ὑπο θέσῃ. Σημειωτέον δὲ ὅτι καὶ ἐν ἄλλῳ χώρῳ, 3/4 τῆς ὥρας ΒΔ τοῦ Δεμέρ Ἱσσὰρ παρὰ τῷ Βουλγαρικῷ χωρίῳ Πούλιοβο, εὑρέθη κατὰ τύχην ἐπι- τύμβιος ἑλληνικὴ (ἐπὶ Ῥωμαίων) ἐπιγραφή, ἣν δὲν ἔχω πρόχειρον νὰ μετα- γράψω, καὶ ὁ χῶρος οὗτος, γεωργούμενος νῦν, Βουλγαριστὶ καλεῖται Graditsa, ὁ ἐ. πολίχνιον. Ἐκ δὲ τῶν σωζομένων ἐπὶ τῆς εὐρείας καὶ ἐπιπέδου κορυ- φῆς τοῦ ἀνατολικῶς χαρακοῦντος τὴν χαράδραν ἀποτόμου βουνώδους λόφου τοῦ Ἱσσαρίου, μακρῶν καὶ ἰσχυρῶν ἐρειπίων φρουρίου δύναται ὡσαύτως νὰ εἰκάσῃ τις ἀσφαλῶς καὶ περὶ τῆς κατὰ τοὺς Βυζαντιακούς χρόνους ὑπάρξεως αὐτόθι πολίσματός τινος ἢ τουλάχιστον φρουρίου. Ἐπὶ τῆς κορυφής ταύτης πλὴν ἄλλων θεμελίων ἐρειπιωμένων τειχών, περιβόλων, εἶνε καὶ ἐρείπιον πύργου δυνατοῦ καὶ ὑψηλοῦ ἀκριβῶς σχεδὸν ἐπί τινος τοῦ βράχου κατὰ τὸ ἀποτομώτατον αὐτοῦ μέρος, ἐπὶ ἑνὸς ἐκ τῶν τειχῶν τοῦ ὁποίου ἐνθυ μοῦμαι ὅτι εἶδον ἄλλοτε (ταὐτὸ δὲ καὶ ἄλλοι μὲ βεβαιοῦσι) τὰ ἑξῆς τρία γράμματα, τὸ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, σημειούμενα διὰ πλίνθων ἐρυθρῶν ἐπι- τετειχισμένων : Μ. Π.Χ΄ σώζονται δὲ καὶ σήμερον ταῦτα. Πρὸς δὲ τούτῳ κάλλιστα σώζεται πρὸς τὸ δυτικὸν τοῦ βράχου ὀλίγον ὑψηλὰ ἐκ τοῦ ἐδά ρους, ἄνωθεν τῶν κήπων τῶν ῥοϊδιῶν, ἐν τῷ βράχῳ λελατομημένος ναὸς χρι στιανικὸς, πρὸς ἂν ἀναβαίνει τις μόνον διὰ κλίμακος προστιθεμένης, καὶ εἰσι έρχεται διὰ μικρᾶς εἰσόδου, ἑκατέρωθεν τῆς ὁποίας σώζονται εἰ καὶ ἐφθαρ μέναι ὑπὸ τοῦ χρόνου, μᾶλλον δ᾽ ὑπὸ λιθοβολημάτων, εἰκόνες ἁγίων, ὁποῖαι καὶ ἐντὸς αὐτοῦ, εἰς σχήμα θολωτόν λελατομημένου, σώζονται ἐπὶ τῶν του χωμάτων του πολλαὶ ἐφθαρμέναι. Ὁ ναὸς οὗτος, ἁπλοῦς κατὰ τὸ σχέδιον, διότι σύγκειται ἐξ ἑνὸς μόνον μικροῦ κοιλώματος, εἶνε βεβαίως Βυζαντιακής ἐποχῆς καὶ δύναται νὰ μαρτυρήσῃ ὡσαύτως ὅτι ὑπῆρξε ὑπὸ τὴν βίζαν τοῦ βράχου του χριστιανικὸς οἰκισμὸς, ἀλλὰ τίποτε περισσότερον παρὰ τοῦτο καὶ μόνον.
Πλὴν τῶν ἐρειπίων ὅμως τούτων, πλὴν τῶν παρηγόρων λειψάνων τῆς ἀρχαιοτάτης αὐτοῦ ἐποχῆς καὶ τῶν ἐξ αὐτῶν ἀναμνήσεων, τίποτε πλειό τερον δὲν φέρει σήμερον τὸ Δεμίρ Ἱσσὰρ ἐξ ἐκείνης. Εἶνε ὅλως διόλου, ὡς προείπον, νέον πόλισμα, τὸ ὁποῖον ὅμως ἐν τῇ νέᾳ αὐτοῦ ὑπάρξει δὲν φαί- νεται στερούμενον σημαντικότητός τινος. Σήμερον περιλαμβάνει κοινότητα ἑλληνικὴν (καὶ ἔν τινι μέρει ἐξελληνιζομένην νῦν), ἥτις εἰ καὶ μικρὰ, ἀλλ᾽ ὅμως ἀνέκαθεν καὶ μέχρι τοῦδε δεικνύει ἐνεργητικότητα καὶ ζηλόν τινα ὅλως αὐθύπαρκτον πρὸς ἀνάπτυξιν καὶ μόρφωσιν ἑλληνικὴν τῶν μελῶν της, καὶ ἥτις δι' αὐτὸ τοῦτο τὸ πλεονέκτημά της εὔελπι προδεικνύει καὶ τὸ μέλο λον της. Οὖσα δὲ κέντρον διοικητικὸν (καϊμακαμλῆκι) εὐρείας περιφερείας χρησιμεύει καὶ ὡς ἀποθήκη τις ἐμπορικὴ καὶ βιομηχανικὴ καὶ ἀγορὰ αὐτῆς, εἰ καὶ ὡς πρὸς τοῦτο σημαντικῶς ὑστερεῖ ἑτέρου κέντρου ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ, τῆς Τζιουμαγιᾶς. Διὰ τοὺς δύο τούτους λόγους ἡ σπουδαιότης αὐτῆς δεί
κνυται λόγου ἀξία, ὅταν βέβαια λάβῃ τις ὑπ' ὄψιν ὅτι καὶ ἐν τοιοῦτο μια πρὸν κέντρον, κείμενον μόνον μεθ' ἑνὸς ἄλλου, τῆς Τζιουμαγιᾶς, ἐν τῷ ἐν σχάτῳ ἄκρῳ τῆς πλουσιωτάτης καὶ εὐρυτάτης τῶν Σερρῶν πεδιάδος καὶ ἀποτελέσαν ἴσως κατὰ τὸ μέρος τοῦτο ἐν τῶν ἐσχάτων πυργωμάτων, ἂν μὴ αὐτὸ τὸ ἔσχατον, τῆς ἀδιαφιλονεικήτου ἑλληνικῆς κτήσεως ἐν τῇ με- γάλῃ ταύτῃ ἐμπορικῇ καὶ εὐφορωτάτῃ χώρᾳ τοῦ Στρυμόνος, οὐ μόνον νὰ πε- ριφρονηθῇ δὲν πρέπει, ἀλλὰ τουναντίον νὰ τύχῃ ὅσον ἔνεστι πλείονος προ- σοχῆς. Αύτη δ' ἐννοεῖται πρέπει νὰ ῥυθμισθῇ διὰ τοῦ κανόνος, ἂν θὰ δώσῃ ἡμῖν ἡ ἐκτίμησις καὶ γνῶσις τῆς φύσεως καὶ καταστάσεως τῶν κατοίκων, τῆς φύσεως τοῦ τόπου, τῶν δυνατῶν καὶ ἀναγκαίων νὰ γείνωσι. Περὶ τούτου δ᾽ ἂς ῥηθῶσιν ὀλίγα τινά.
Ἐκ τῶν τετραγενῶν κατοίκων τῆς κωμοπόλεως οἱ Τοῦρκοι εἶνε ὡς πάντες οἱ ὁμόφυλοί των δεσποτικοί, ὑπερήφανοι, σφόδρα τοὺς χριστιανοὺς μισοῦντες, ἀμαθέστατοι, ἀγράμματοι πλὴν ὀλίγων, τῶν κιατάπιδων (γραμματέων ἐν τῷ διοικητηρίῳ) καὶ τῶν μολάδων (τῶν «διαβασμένων»), οἵτινες εἶνε πολλοί, βάρβαροι ἀκόμη καὶ ἄγριοι, μὴ κατέχοντες καὶ τῆς ἐλαφρᾶς τουλά χιστον ἐκείνης εὐπρεπείας τῶν τρόπων, ἥτις φαίνεται παρὰ τοῖς Τούρκοις τῶν πόλεων, ήτις ὅμως καὶ παρ' ἐκείνοις ἐπικαλύπτει μόνον κάπως τὸ ἔσω οἰκοῦν καὶ ἐμπεφυτευμένων βάρβαρον μισοχριστιανικόν καὶ ἄγριον τοῦ ἤθους των, τὸ ὁποῖον ἀδύνατον εἶνε νὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ παντὸς Τούρκου οἰασδήποτε τάξεως καὶ ἀναπτύξεως. Κατοικοῦσι κυρίως μὲν τὸν λεγόμενον εκάτω μαχαλάνə (ἐν τῷ δεξιῷ τριγώνῳ) τῆς κωμοπόλεως, ὅστις ἐκτείνεται νοτίως μὲν πρὸς τὴν ὁμαλὴν πεδιάδα καὶ τοὺς πρώτους λαμπρούς κήπους της, ΒΑ δὲ ὑπὸ τὴν μεσημβρινὴν ρίζαν τοῦ ἰσσαρίου ἐντὸς λάκκου, ὅστις, ὡς εἴπομεν, ἔχει κήπους ὀνομαστῶν ῥοϊδιῶν. Ὁλόκληρος ἡ συνοικία αὕτη ἀναπτυσσομένη κατὰ τὸ πλεῖστον ἔξω τῆς χαράδρας, ἔχει πολὺ καθαρώτερον τὸν ἀέρα καὶ δροσε- ρώτερον καὶ ἐλευθέρως πνέοντα, καὶ ὕδατα δὲ ἔχει ἀφθονώτερα καὶ καλλί τερα τῆς χριστιανικῆς συνοικίας· υδραγωγεῖον δὲ τι αὐτῆς, φέρον τὸ ὕδωρ ἐξ ἀποστάσεως 4 ὡρῶν κατ' ἀρχὰς μὲν μόνον δι' αὐλακίου, ἔπειτα δὲ ὀλίγον ἀνωτέρω τῆς συνοικίας διὰ σωλήνων πηλίνων (κιούγα τουρκιστί), οἱ Τοῦρ και βεβαιοῦσι ὅτι Σουλτάνος τις Μουράτ (ἀλλὰ δὲν λέγουσι, διότι δὲν δύν νανται νὰ γνωρίζωσι, τις Μουράτης) διερχόμενος, ἀπὸ ἐκστρατείας πιθανῶς, ᾠκοδόμησε· τοῦτο μάλιστα βεβαιοῦται ἐκ τοῦ ὅτι πρὸ τοῦ τανζιματίου (πρὸ 37 ἐτῶν) φόρος τις, 3-4 χιλ. γροσίων, χωρίου τινὸς τῆς ἐπαρχίας Δε- μὲρ Ἱσσὰρ, Λέσσηνιτσας, ἦτο προσδιωρισμένος τὴν διατήρησιν τοῦ ὑδραγω γείου τούτου. Τοῦρκοι ὅμως τινὲς, περὶ τὰς 25 οἰκογενείας, κατοικοῦσι καὶ ἐν τῇ ἐλληνικῇ συνοικίᾳ (ἥτις καλεῖται ὡς παντοῦ ἐν ταῖς Τουρκικαῖς πόλεσι αβαρόσιο»-ἄστυ, οὕτως εἰπεῖν) πρὸς τὸ νότιον ἄκρον αὐτῆς, ἐν μέρει ἀνα- μεμιγμένοι μετὰ τῶν χριστιανῶν. Ἔχουσι 5 τζαμία, τὸ ἐν μεταξὺ τῶν ἐν τῇ ἐλληνικῇ συνοικία τουρκικῶν οἰκιῶν, τούτων δὲ τὰ ὁ ἔχουσι μιναρέδες· εἰς
δὲ μιναρὲς ἐρειπιωμένος σώζεται ἐν μικρῷ τινι ἀδεσπότῳ ὑπαίθρῳ ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς συνοικίας, λείψανον τῆς καὶ ἐν αὐτῷ προϋπάρξεως, ὄχι πολὺ πρὸ πολλοῦ, Τούρκων μόνον, χωρὶς ὅμως νὰ χρησιμεύῃ νῦν ὡς ἱερὸν αὐτῶν. Πε- ρίεργον εἶνε ὅτι ἀντὶ τοῦ τουρκικοῦ ἀστέρος καὶ τῆς ἡμισελήνου βλέπει τις ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἐν τῷ ἄκρῳ τῆς ἑλληνικῆς συνοικίας ἐν χρήσει μιναρέ σταυρὸν μικρὸν μεταξὺ τῶν κεράτων τῆς ἡμισελήνου, πρὸς ὃν ἐννοεῖται οἱ Τοῦρ κοι, δὲν ἠξεύρω διὰ ποίαν παράδοσιν, προσποιοῦνται ὅτι δὲν προσέχουσι. Έχου σιν ὡσκύτως δύο ἀναβρυτήρια (achadριβάν»), Μεδρεσέδες, δηλ. ἱερατικά σχο- λεῖα 5, μὲ 30-40 μαθητὰς («σοφτάδες»), οἵτινες ἄλλοτε ἔφθανον τοὺς 150° οἱ σοφτάδες δ' οὗτοι λαμβάνουσι σιτηρέσιον ἐκ τοῦ ταμείου τῆς κυβερνήσεως εὐτελέστατον, μίαν ὀκῶν ἄρτου καθ' ἡμέραν· τὰ εἰσοδήματα ὅμως τῶν Μεάρε- σέδων καρποῦνται οἱ διδάσκαλοι αὐτῶν (οἱ «χοτζάδες»). Σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας αὐτῶν ὑπάρχουσι δύο, ἐν οἷς διδάσκουσι χοτζάδες ἀγράμματοι καὶ ἀν μαθέστατοι μόνον ἀνάγνωσιν ἐκ τοῦ ἀλφαβηταρίου, ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν τὸ αὐτὸ βιβλίον μεταχειριζόμενοι, χωρὶς νὰ διδάσκωτι καὶ τὴν γραφὴν, ἥτις παρὰ Τούρ κοις, ὡς γνωστὸν, εἶνε δυσκολωτάτη. Τὰ κοράσια κατ᾿ ἀρχὰς φοιτῶσι μετὰ τῶν ἀῤῥένων εἰς τοῦ χότζα τὸ μεχτέτι (σχολεῖον), ἔπειτα ὅμως ἀποχωρίζονται αὐτῶν καὶ διδάσκονται μικράν τινα ἀνάγνωσιν παρὰ διδασκαλίσσῃ, ἥτις τὰ ὠφελεῖ μόνον ἵνα ἀποστηθίσωσι τὴν τοῦ Μωαμεθανοῦ προσευχὴν, χωρίς ἐν νοεῖται καὶ νὰ τὴν ἐννοῶσι. Εἶνε δὲ ἐκ τῶν Τούρκων τούτων οἱ μὲν γεωργοί, οἰδὲ ἁπλοῖ ἐργάται, οἱ δὲ μεταπράται, οἱ δὲ κτηματίαι, κατέχοντες τοὺς πλείστους οπωροφόρους κήπους, οὓς μόνοι περιποιοῦνται, ὡς καὶ τοὺς πλεί στους μύλους, οὓς ἅπαντας ἐνοικιάζουσι, οἱ δὲ, προσοδούχοι μπέηδες, οἱ δὲ τέλος βυρσοδέψαι («ταμπάκηδες») οἵτινες ἀποτελοῦσι συντεχνίαν μεγάλην καὶ πλουσίαν, περιλαμβάνουσαν καὶ τοὺς ἀγριωτέρους Τούρκους. Εἶνε δὲ ἡ βυρσοδεψικὴ αὐτῶν λίαν ἐπικερδής, διότι καταναλίσκονται τὰ προϊόντα της μέχρις Ἐπάνω Τζιουμαγιᾶς (τῆς Βουλγαρικῆς), Ιστιπίου, Στρουμνίτσης, Ρα- δοβιτσίου, ἐξασκεῖται δὲ μόνον ὑπὸ Τούρκων καὶ μετὰ φιλοπονίας. Τὰ ἐργα στήρια των ἔχουσιν ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ τῆς κωμοπόλεως ἐπὶ τοῦ ποταμίου παρὰ τῇ λιθίνῃ στερεᾷ γεφύρα, ἥτις ἑνώνει τὰς δύο συνοικίας, μεθ᾽ ἦν ἀπὸ τῆς ἑλληνικῆς συνοικίας κατέρχεταί τις ἀμέσως εἰς τὴν ἐν τῷ κέντρῳ τῆς κωμοπόλεως ἀγορὰν («τσαρομύ»), ἔνθα πάντα τὰ ἐργαστήρια Τούρκων καὶ Χριστιανῶν, ὅλως κεχωρισμένα τῶν οἰκιῶν. Τὴν τέχνην των δὲ ταύτην δὲν διδάσκουσιν οὐδένα χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ τίς τοιοῦτος τολμὰ νὰ προσέλθῃ εἰς αὐτούς; Ἕνεκα τῶν πλεονεκτημάτων τῶν διὰ τοῦ ποταμίου παρέχο μένων ἡ τέχνη αὕτη θὰ ἦτο δυνατόν νὰ γείνῃ πλούτου καὶ εὐπορίας πάροχος εἰς τὴν ἑλληνικὴν κοινότητα, ἂν ἀνεπτύσσετο ἀνταγωνισμός τις ὑφ' Ἑλλή νων· δυστυχῶς ὅμως ἀνταγωνισμοὶ καὶ ἁμίλλης πνεῦμα δὲν ἦτο δυνατὸν ἕως τοῦ νῦν νὰ κυριεύῃ τὸν λαόν μας, στερούμενον ἐλευθέρας ἐνεργείας καὶ ἀνί- κανον διὰ τὴν ἀμάθειαν νὰ νεωτερίσῃ σπουδαίως. "Αλλως δ' ἐν τοῖς τοιού
τοις πρέπει νὰ δίδωσι τὴν ἄθησιν καὶ νὰ διευθύνωσι τὴν κίνησιν ἄλλοι τινές γενναιότερα τὰ φρονήματα καὶ τολμηρότερον τὸ πνεῦμα ἀσκήσαντες καὶ διὰ τοῦτο ὡς ὁδηγοί δυνάμενοι εἰς τὸν λαὸν νὰ χρησιμεύσωσι. Καὶ οὗτοι μὲν δυσεύρετοι εἶνε, τὸ ζήτημα ὅμως δὲν πρέπει νὰ παύσῃ ὑφιστάμενον, ὅτι τὸ ἀναγεννητικὸν τῆς μορφώσεώς μας πνεῦμα δέον νὰ πνεύσῃ μεθ' ὅλων τῶν ζωογόνων στοιχείων του εἰς τὴν πολὺ μακράν σημαντικής τινος προόδου δια- τελοῦσαν κοινωνίαν ἡμῶν. ᾿Αλλὰ περὶ αὐτῶν ὀλίγαι λέξεις θὰ ῥηθῶσι κατω τέρω. - Τοιοῦτοι δ' ὄντες οἱ κάτοικοι τῆς κωμοπόλεως πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ ὅτι διὰ τῆς ἀριθμητικῆς ὑπεροχής των καὶ τῶν τυραννικῶν τρόπων των ἐπη ρεάζουσιν ἀρκετὰ τὴν ἑλληνικὴν κοινότητα ὡς πρὸς τὴν ἐλευθέραν αὐτῆς ἀνάπτυξιν ἐν τῇ ἐθνικῇ φρονηματίσει τοῦ λαοῦ, ὅστις ἐξ ἀνάγκης εἰθισμένος εἰς τὸ νὰ δεικνύῃ ἐν πάσῃ περιπτώσει σημεῖα δουλικῆς ὑποταγῆς τοῖς δε- σπόταις αὐτοῦ καὶ παρ' αὐτοῖς ἡναγκασμένος νὰ κρύψῃ ἐπιμελῶς καὶ τὴν ἐλαχίστην ἐκδήλωσιν ἐλευθερωτέρων αἰσθημάτων, ὅσα τουλάχιστον ἔμφυτά πως εἶνε εἰς τὸν Ἕλληνα, λησμονεῖ ἐν μέρει τὴν ἰδίαν του φύσιν καὶ κατά τι συμμορφοῦται βαθμηδόν, χωρίς βεβαίως νὰ τὸ θέλῃ καὶ νὰ τὸ ἐννοῇ, πρὸς τὸν ἀχρεῖον τύραννόν του. Καὶ ἐν τούτῳ σημειωτέον ὅτι ὁ Τουρκισμὸς τῆς κωμοπόλεως φέρει μὲν προσκόμματά τινα εἰς τὴν ὀργανικὴν ἀνάπτυξιν τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος ἐν τῇ τῆς ὑλικῆς ἰδίως προόδου ὁδῷ της (καθ' ἣν ἔπο- ψιν λαμβάνω ταύτην ἐν τοῖς γραφομένοις μου), ἐπιδρᾷ δὲ κατά τι ἐπιβλαβῶς εἰς τὴν καθαρότητα τῶν ἑλληνικῶν τρόπων της, · Κουρεῖς καὶ πεταλωταὶ τῶν ἵππων ὡσαύτως ἀποκλειστικῶς εἶνε οἱ Τοῦρκοι.
Μετὰ τοὺς Τούρκους, ὅμοιοι ὄντες κάπως κατὰ τὰ ἤθη καὶ τὴν αὐτὴν θρησκείαν ἔχοντες, πρέπει νὰ ταχθῶσιν οἱ Κιρκάσιοι ἢ Τσερκέζιδες. Η τουρκική κυβέρνησις πρὸ δωδεκαετίας ἐδέχθη πολλοὺς τοιούτους εἰς τὸ κράτος της, ἐκδιωχθέντας ἐκ τῆς Ῥωσικῆς ἐπικρατείας, καὶ διεμοίρασεν αὐτοὺς εἰς τὰς διαφόρους ἐπαρχίας μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ ξενίσωσι τοὺς νέους κατοίκους τῆς ἀτυχοῦς ταύτης χώρας οἱ Μουσουλμάνοι. Εἰς τὸ Δεμίρ Ἰσσὰρ ἦλθον περὶ τοὺς 500, οἵτινες μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας διεμοιράσθησαν εἰς τὰς πέριξ κώμας, λαβόντες κατοικίας δωρεὰν καὶ γαίας πρὸς καλλιέργειαν. Οἱ πλείστοι τότε ἐξηφανίσθησαν ὑπὸ νόσων, ὕστερον ὅμως ἡ κυβέρνησις, νέον φόρον πρὸς τοῦτο ἐπιβαλοῦσα, ἔκτισεν αὐτοῖς οἰκίας ἐν Δεμίρ Ἰσσὰρ ἐπὶ τοῦ κατωτέρου μέρους τοῦ ἀριστεροῦ λόφου τῆς χαράδρας, καὶ ἐκεῖ κατ᾿ ὀλίγον συνῳκίσθησαν περὶ τὰς 50 οἰκογενείας. Εἶνε φιλόπονοι καὶ ἐνεργητικοί, κατὰ τοῦτο ἐντελῶς ἀνόμοιοι ὄντες πρὸς τοὺς Τούρκους, ἐνασχολοῦνται δ᾽ ἅπαντες εἰς τὴν γεωργίαν, καλλιεργοῦντες τὰς καλλίστας τῶν γαιῶν πέριξ τῆς κω- μοπόλεως, ἂς, ἀνηκούσας πρότερον πρὸς βοσκὴν τῶν ζῴων εἰς τὰς κώμας, ἐχάν ρισεν αὐτοῖς ἡ Τουρκική κυβέρνησις. "Απαντες σχεδόν εὐποροῦσι, πλουτήσαν τες ἐκ τῆς γεωργίας καὶ τῆς κλοπῆς πρόσθες, ἣν ὡς τέχνην συνήθη ἐπιτη- δεύονται μετὰ τόλμης μεγάλης καὶ ἐλευθερίας, διότι τις ῥαγιᾶς δύναται να
εὔρη δίκαιον δικαζόμενος πρὸς Μουσουλμάνον; Οἱ ἄνδρες εἶνε εὔσωμοι, πάν- τότε σχεδόν σιδηροφοροῦντες, ἱππεῖς ἐπιτήδειοι· αἱ δὲ γυναϊκές των, αἴτι- νες νῦν μόνον παρὰ τῶν τουρκισσῶν ἔμαθον νὰ κρύπτωσι τὸ πρόσωπόν των ὑπὸ τὸν φερετζὲν καὶ τὸ γιασμάκιον, ὡραῖαι, λευκαί, μεγαλόφθαλμοι, ἐπι τηδεύουσαι μετ' ἐπιδεξιότητος καὶ φιλοπονίας τὴν οἰκιακὴν βιομηχανίαν, δηλ. ὑφαντικήν, ῥαπτικὴν καὶ σανδαλοποιίαν· τὰ ἐλαφρὰ σανδάλια τῶν ἀν- δρῶν των αὐταὶ μόναι κατασκευάζουσιν, ἀγοράζουσαι μόνον τὴν ὅλην. Οἱ ἄν δρες εἶνε καὶ ὁπλοποιοί καὶ ἁμαξοπηγοὶ αἱ ὑπ᾿ αὐτῶν κατασκευαζόμεναι ἅμαξαι εἶνε πολὺ μᾶλλον ἐντέχνως κατεσκευασμέναι ἢ αἱ τῶν Βουλγάρων χωρικῶν. Πάντες εἶνε ἀγράμματοι, μόνον δὲ ἀπὸ τῆς τελευταίας στενῆς μετὰ τῶν Τούρκων ἐπιμιξίας των έμαθον νὰ ἐκτελῶσι τὰ χρέη τοῦ Μου- σουλμάνου. Οἱ παϊδές των ἔμαθον νὰ ἐκτελῶσι τὰ χρέη του Μουσουλμάνου. Οἱ παϊδές των ὅμως ἤρχισαν νὰ φοιτῶσιν εἰς τὰ τουρκικὰ σχολεία. Γλῶσ- σαν ὁμιλοῦσε τὴν Κιρκασιακήν· οἱ ἄνδρες μόνον μανθάνουσι νὰ λαλῶσι καὶ Τουρκιστί, ἀλλ᾽ οὐδέποτε καθαρῶς· πολύ χειρότερα ἢ ὅπως συνήθως οἱ Εύρω- παῖοι μανθάνουσι τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν. Διὰ τῆς ἰσοτιμίας ἣν ἔχουσι πρὸς τοὺς Τούρκους, τῆς βαρβαρότητός των καὶ τῆς κλοπῆς, ἣν μικροί καὶ μεγά λοι ἀνέτως ἀσκοῦσιν, οἱ νεήλυδες οὗτοι κάτοικοι τῆς κωμοπόλεως εἶνε ἀρτ κούντως ὀχληροὶ καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας αὐτῆς κατοίκους καὶ εἰς τοὺς τῶν πέριξ χωρίων Βουλγάρους.
Οἱ πολλαχοῦ τῆς Τουρκίας ἀπαντώμενοι Ατσιγγάνοι ἢ Γύρτοι εὑρίσκον ται καὶ ἐν Δεμίρ Ἰσσάρ. Ἐνταῦθα οἱ μὲν εἶνε Μωαμεθανοί, ὅταν εἶνε δυνα τὸν νὰ ἔχῃ θρησκείαν ὁ Γύφτος, οἱ δὲ Χριστιανοί. Οἱ πρῶτοι κατοικοῦσιν ἀνα μεμιγμένοι μετὰ τῶν Τούρκων ὑπηρετοῦντες αὐτοὺς, ἢ καταγινόμενοι εἰς σιδηρουργικὴν ἢ χρησιμεύοντες εἰς τὰ τσιφλίκια ὡς ἁλωνισταί κτλ., ἢ ἄνα τες χαλάτσηδες" οἱ δεύτεροι κατοικοῦσιν ὀλίγον ἀνωτέρω τῆς ἑλληνικῆς συν νοικίας, ἀποτελοῦντες ἰδίαν ὅλως συνοικίαν, ὄντες πάντες σχεδόν μυλωθροί ἢ σιδηρουργοί. Οἱ πρῶτοι ἐμιμήθησαν ἀρκετὰ τὰ ἤθη τῶν Τούρκων, αἱ γυ ναϊκές των ὅμως δὲν κρύπτονται· ἐφ᾿ ὅτον δὲν μιμοῦνται αὐτοὺς, εἶνε και θεροί Γύφτοι, ὁμοιάζοντες τοὺς χριστιανοὺς ὁμοφύλους των, πλὴν ὅτι αἱ γυ ναϊκές των σχεδὸν ἅπαται εἶνε ἄνευ αἰδοῦς διεφθαρμένα γύναια. Κατὰ τὴν μορφὴν ἄσχημοι μὲν δὲν εἶνε, ὑπομέλανες ὅμως, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Γλῶσ σαν ὁμιλοῦσιν ἰδίαν τὴν Γυρτικὴν (τὰ Γιούφτικα, διότι οὐχὶ Γύφτους ἀλλά Γιούρτους τοὺς λέγομεν κοινῶς, του δηλ. ὡς τὸ γαλλικόν τι σχεδόν). Σημειώ ἐνταῦθα τινὰς λέξεις αὐτῆς· μαρό ψωμί, μασγιὸ ψάρι, πανί νερό, μόλ κρασί, τατὸ ζεστό, σιντρό κρύο, μπακογιό κολλούρα, ναναι ὄχι, ἀκατκάσε ἐδῶ, σόσκε τί κάμνεις; ἔλα καρὶ ἡ ἔλα κανά ἔλα ἐδῶ, σκομπορλιὰν τόσους παράδες, ἀτζιπ πάντς παρὰ ἀπὸ πέντε παράδες, vásche σήκου, νακαμό δὲν θέλω, γαν τελάρα γαϊδούρα, πὲρ περιπάτει, ναναι ὀβολὸς δὲν ἔχω παρᾶν (οὐδ᾽ ὀβαλόν),
πικάστης ἥμιου, ἀσὲ κοράσιον, μπαλό χοίρος, τσοκάὶ σκύλος, λαγγό χωλός. ΤΟΜΟΣ Β΄, 7. - ΙΟΥΛΙΟΣ 1878.
᾿Αριθμοῦσι δ' οὕτω : ἐν 1, ντοὺς 2, τοὶν 3, στὰρ 4, πάντς 5, chèφ 6, ἐφτὰ 7, ὀχτώ 8, ἐν τὰ 9, dische 10, bische 20.0ἱ Ἕλληνες καλοῦσιν αὐτοὺς Γύφτους, οἱ Τοῦρκοι Τσεγγενέ (δὲν ὁμοιάζει πρὸς τὸ Ἰνδικὸν Tsandala)· καὶ οἱ Ἕλλη- νες καλοῦσι τοὺς ὁμοφύλους των τοὺς ἐπιτηδεύοντας τὴν γανωτικὴν σκηνί- τας, Τσιγγατάριδες· οἱ δὲ Βούλγαροι guptin' οἱ Τοῦρκοι όμως γράφοντες καλοῦσιν αὐτοὺς καὶ Kuptis, Kuptian (τὸ αὐτὸ μὲ τὸ Κόπτης (1), Γύφτος). ᾿Αλλ' αὐτοὶ οὗτοι οἱ παράδοξοι ἄνθρωποι καλοῦσιν ἑαυτοὺς Ῥώμ! Εἶνε δει- λοί, δειλότατοι, ταπεινοί δοῦλοι καὶ ὑποκλινέστατοι (λέγομεν φοβείται 'σὰν τὸ Γύφτο)· τρέμοντες καὶ ὀδυρόμενοι καὶ ἕνα παρᾶν ἂν χάσωσι ἢ δὲν δύ- νανται νὰ λάβωσι (λέγομεν αὐτὸς εἶνε Γύφτος, ἐπὶ τοῦ λίαν ὑπερβολικοῦ φειδωλοῦ). Δόλιοι δὲν εἶνε, εἶνε πολὺ περισσότερον περιποιητικοὶ καὶ ἱλαρώ- τεροι τῶν Βουλγάρων, ήμεροι καὶ εὐάγωγοι. Οἱ Χριστιανοὶ ἐξ αὐτῶν συχνά ζουσι εἰς τὴν ἐκκλησίαν, οἱ Τουρκόγυφτοι δὲν πατοῦσι τὸ Τζαμί. Εκτελοῦσι τὰ τυπικὰ χρέη τοῦ Χριστιανοῦ· αἱ γυναῖκες των μετ' εὐλαβείας φοβερᾶς φυλάττουσι τὸ τριήμερον τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ζῶσι βίον οἰκογενειακόν ὁπωσδήποτε χρηστόν. Μέχρι τοῦδε γράμματα ποτέ δὲν ἐμάνθανον᾿ ἀπό τινος ὅμως ἤρχισαν νὰ στέλλωσι τοὺς παϊδάς των εἰς τὸ ἑλληνικὸν δημοτικόν σχο λεῖον. Σχετίζονται πολὺ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, στέλλουσιν ὅμως τὰ κοράσιά των ὡς ὑπηρέτιδας καὶ εἰς τὰ τουρκικά χαρέμια. Καθόλου θεωρούνται ὡς τὰ ἀκαθαρτότατα τῆς κοινωνίας ὄντα, χωρὶς ὅμως νὰ μισῶνται. Οὐδεὶς δὲ ὑπάρχει ὅστις νὰ λάβῃ πρόνοιάν τινα βελτιώσεως τῆς καταστάσεώς των. Εἶνε ὅλως διόλου ἀβλαβεῖς καὶ εἰρηνικῶς ζῶσι μετὰ πάντων.
Το κύριον ὅμως μέρος τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Δεμίρ Ἱσσὰρ τὸ ὁποῖον διανοη- τικῶς τε πολλῷ προέχει τοῦ κατὰ τὸν πληθυσμὸν ἐπικρατεστέρου τουρκικού καὶ τὸ ἐνεργητικώτατον καὶ ζωτικόν σῶμα τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ, ἐξόχως δ' ὑπάρχει τὸ ἀντικείμενον τῆς ἰδιαιτέρας προσοχῆς ἡμῶν, εἶναι τὸ Ἑλλη νικόν. Ὡς πανταχοῦ τὸ ἑλληνικὸν στοιχεῖον, καὶ ἐν ταύτῃ τῇ κωμοπόλει δια- κρίνεται οὐσιωδέστατα ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐν πάσαις ταῖς σχέσεσι του κοινω νικοῦ καὶ ἰδιωτικοῦ βίου, βαθμηδόν ἔτι μᾶλλον ἀπομακρυνόμενον ἀπὸ τοῦ περιστοιχίζοντος αὐτὸ βαρβαρισμοῦ διὰ τῆς ἐπὶ τὰ καλὰ φιλοτιμίας καὶ τῆς εὐγενοῦς ἁμίλλης, ἵνα φθάσῃ εἰς τελειοτέραν τινὰ πνευματικὴν ἐπίδοσιν. Η φιλότιμος δ' αὕτη σπουδὴ αὐτοῦ, κοινὴ ἄλλως οὗτα σήμερον εἰς πάντα Ἕλ ληνα, παρατηρεῖται καὶ ἰδιαιτέρως ἔμφυτος τρόπον τινὰ ἐν πάσῃ τῇ ἐκυτοῦ γενεᾷ, ἐξ ἧς καὶ ἐκληρονόμησεν αὐτήν· διότι, ὡς προείπομεν, οἱ Δεμίρ Ἱστ σαρηνοί Ἕλληνες κατάγονται πάντες σχεδὸν ἐκ τῶν ἑλληνικωτάτων Μελε- νικίων, ὧν γνωστὴ εἶνε ἡ εὐστροφία τοῦ πνεύματος, ἡ λεπτότης περὶ τοὺς τρόπους, ἡ ζωηρότης καὶ ἐνεργητικότης, ἡ φιλομάθεια, ἡ φιλοτιμία. Ὁ Με- λένικος ἦτο ἄλλοτε τὸ μόνον ἑλληνικὸν καὶ σπουδαῖον κέντρον τῆς κοιλάδος ταύτης τοῦ Στρυμόνος, αἱ Σέρραι τότε ἦταν ἄσημοι, οἱ δὲ Μελενίκιοι, τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν ὁποίων ἡ καθαρότης εἶνε προφανεστάτη, διεκρίνοντο ὡς εὐ
παίδευτοι, καλῶς ἀνατρεφόμενοι, ἔμποροι μεγάλοι καὶ φιλομαθεῖς καὶ φιλό τίμοι Αἱ γυναῖκες μάλιστα αἱ Μελενίκιαι, αἵτινες εἶνε μητέρες τῶν νῦν Δεμίρ Ἱσσαρηνῶν Ἑλλήνων, πάντοτε διακρίνονται διὰ τὴν ὡραιότητά των, τὴν ἑλληνικὴν φυσιογνωμίαν των, τὸ λάλον τῆς γλώσσης των, τὴν ἀγχί νοιαν, τοὺς περιποιητικωτάτους τρόπους καὶ τὸ φιλότεχνον καὶ φίλεργον αὐ τῶν, τὸ ὁποῖον ὡραίαν τινὰ καὶ προσοχῆς ἀξίαν ἁρμονίαν ἀποτελεῖ πρὸς τὴν πνευματικὴν εὐρυΐαν των. Εἰς τοὺς Δεμίρ Ἰσσαρηνοὺς δὲν δύναται βέβαια νὰ ἴδῃ τις ἐντελῆ ὁμοιότητα πρὸς τοὺς Μελενικίους, διότι καὶ ἡ φύσις τοῦ τὸν που ἄλλη όλως διόλου καὶ ἡ ἐπιμιξία ἄλλη καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ἐν πολ- λοῖς διάφορα. Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐν Δεμίρ Ἱσσὰρ παραφέρει μὲν ὀλίγον τῆς Μελενικίας προφορᾶς, ἥτις εἶνε μαλακωτέρα, ἀγαπᾷ δὲ κατὰ κόρον τὰ ὑποκοριστικὰ εἰς πουλον (π. χ. ξυλόπουλο, ψωμόπ[ου]λο, γατόπίου]λο, ἀμ- πελόπουλο ·τὸ μπ προφέρεται ὡς ὁ μόνον μὴ ἀκουομένου τοῦ γι - κτλ.), διαφέρει δὲ καὶ τῆς Σερραϊκῆς, μεθ' ἧς κοινὸν ἔχει τὰς πολλὰς (παρὰ τῷ καθόλου λαῷ ἐννοῶ) τουρκικάς λέξεις διὰ τὴν συχνὴν μετὰ τῶν Τούρκων ἐπι μιξίαν, δὲν γνωρίζει ὅμως τὴν παρ' ἐκείνῃ τοῦ σὡς sch προφοράν. Περίερ γον εἶνε ὅτι ἐν τῇ Μελενικίᾳ διαλέκτῳ ὑπάρχουσιν ἐν χρήσει ὀλίγισταί τινες Βουλγαρικαὶ λέξεις, τούτων δ᾽ ὀλιγώτεραι ἐν Δεμίρ Ἱσσὰρ, εἰ καὶ αὗται ἀ· φαιροῦνται εὐθὺς ἐν ἀμφοτέραις ταῖς κωμοπόλεσι, ὅτε ἡ ὁμιλία γίνεται κα θαρωτέρα κάπως, φαίνονται δὲ σαφῶς προστεθειμέναι μόνον διὰ τὴν συχνὴν πρὸς Βουλγάρους ἐμπορικὴν ἐπιμιξίαν, οὐχὶ δ' ἐξ ἐπιμιξίας τοῦ γένους. Οὕτως ὁ ξυλοφόρος ἐν Μελενίκῳ, ὅστις εἶνε πάντοτε Βούλγαρος χωρικός, δὲν εἶνε παράδοξον ἂν καλῆται μὲ τὸ Βουλγαρικὸν ὄνομα δαρβάρης, καὶ τὸ σκάψιμον τῶν ἀμπέλων πράschισμα, διότι Βούλγαροι εἶνε κυρίως οἱ τοῦτ᾽ ἐργαζόμενοι. Ἐν γένει ὅμως ἐν Δεμίρ Ἱσσὰρ σπανίως μὲν λέγεται Βουλγαρική τις λέξις, πολλάκις ὅμως ἀκούει τις τουρκικάς λέξεις καὶ φράσεις ἀκόμη ὁλοκλήρους, μόριά τινα, τὸ ἀστεῖον εζάνουμ-ψυχή μου! (τοῦτο καὶ ἐν Μελενίκῳ καὶ ἐν Σέρραις). Ἀλλὰ καὶ μεθ᾿ ὅλα ταῦτα ἡ γλῶσσα εἶνε καθαρὰ ἑλληνική, ἥτις μάλιστα βαθμηδόν καθαρίζεται, καθ' ὅτον τὰ γράμματα γίνονται περισσο- τέρων κτῆμα. Παρὰ δὲ τοῖς παιδίοις βλέπει τις πολλήν τινα φιλοτιμίαν, ὡς φαίνεται, εἰς τοῦτο, ἀφοῦ τὸ τρυφερώτερον μάνα ! ἀντικατεστάθη παρ' αὐτοῖς διὰ τοῦ κοινοῦ μητέρα, μόνον διότι τοῦτο ἐθεωρήθη εὐγενές ἑλληνικὸν, ἐκεῖνο δὲ χυδαίον.
Πρὸς τῇ ὁμοιότητι δὲ τοῦ διαλεκτικοῦ ἰδιώματος καὶ κατὰ τὰ λοιπὰ δὲν παραλλάττουσιν οἱ Δεμίρ Ἰσσαρηνοί τῶν Μελενικίων πολύ. Εἶνε ζωηροί, ὡς ἐκεῖνοι· εὔστροφοι, ἐνεργητικοί, σχεδὸν ὅμως μὴ μετέχοντες ὅλως διόλου τῆς πανουργίας ἐκείνης, ἥτις εἶνε χαρακτηριστικὸν ἀρκετὰ σύνηθες τῶν Μελενι- κίων, οὓς ἐπόμενον εἶνε τοιούτους νὰ καταστήσῃ ἡ γλισχρότης τῶν πόρων των διὰ τὴν ξηρὰν καὶ γλίσχρον γῆν των καὶ ἡ ἡλιθιότης τῶν Βουλγάρων, μεθ᾽ ὧν τὰς συναλλαγὰς ποιοῦνται. Εἶνε μᾶλλον ἀξιοπρεπεῖς ἐκείνων, ἐπειδὴ
καὶ αἱ ἐνασχολήσεις των γίνονται ἐν μείζονι κύκλῳ διὰ τὴν συχνὴν ἐπιμε ξίαν πρὸς τὰς Σέρρας καὶ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἡ γῆ των πλουσία καὶ με γαλοπρεπής" εἶνε ὅμως ὀλιγώτερον λεπτοὶ τοὺς τρόπους καὶ ὀλιγώτερον ἀγα χίνοι, λείπει δ' ἕνεκα τῆς διαφορᾶς τοῦ κλίματος καὶ τὸ τόσον ἀνθηρὸν ἐκεῖνο τοῦ προσώπου, ὅπερ εἶνε χαρακτηριστικόν τοῦ Μελενικίου. Αἱ γυναῖκες ὅμως φυλάττουσι πάντα τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῶν, μάλιστα δὲ τὴν φιλοτεχνίαν καὶ φιλεργίαν, ἐνῷ συνάμα ἀποβάλλουσι τὸ μέτριον ἐκεῖνο περὶ τὸ φρόνημα καὶ γλίσχρον, ὅπερ φαίνεται εἰς τοὺς Μελενικίους συνήθως μὲ τὸ μικρούτσικο καὶ καλούτσικο καὶ τὸ ψωμόπ[συλο καὶ φαγόπ[ουλίο. Εἶνε ἀκούραστοι οἰκο- δέσποιναι, φιλόστοργοι μητέρες, χρησταὶ σύζυγοι, ἀμαθεῖς δ' ὅμως καὶ λίαν που ριωρισμένου κύκλου γνώσεων· θεοσεβεῖς, οὐχὶ πολὺ δεισιδαίμονες. Οἱ δὲ ἄνδρες ἐνασχολοῦνται εἰς ποικίλας ἐργασίας· εἶνε μικρέμποροι, πραγ- ματευταί, μεταπράται, κτηματίαι, κηπουροί τινες καὶ ὀλίγοι γεωργοί (οἱ τα λευταῖοι οὗτοι ἀμφότεροι εἶνε οἱ συνοικιζόμενοι Βούλγαροι, οἱ πλειότεροι και τοικοῦντες εἰς τὸ ἄκρον τῆς τουρκικῆς συνοικίας τοῦ κάτω μαγαλά), τραπε ζίται, οἵτινες πάντοτ' ἔχουσι καλόν κέρδος, ἐπειδὴ οἱ φόροι τῆς ἐπαρχίας ὅλης εἰσέρχονται εἰς τὸ κυβερνητικὸν ταμείον τοῦ Δεμίρ Ἱσσὰρ, ἀφοῦ πρῶ τον τὰ ποικίλα συναθροιζόμενα ὑπὸ τῶν εἰσπρακτόρων νομίσματα ἀνταλλα- χθῶσι πρὸς τὸ συμφερώτερον δι' αὐτοὺς νόμισμα παρὰ τοῖς τραπεζίταις· τε χνίται διάφοροι, π. χ. παπουτσήδες, ῥάπται, οἵτινες ὅμως ἀμφότεροι εἶνε ὀλίγοι καὶ πάμπτωχοι, διότι οἱ μὲν πρῶτοι γινώσκουσι μόνον ἄθλιά τινα πα πούτσια νὰ κατασκευάζουσιν, ὁποῖα τώρα ἡ νεολαία δὲν φορεῖ ποτέ, τὴν δὲ τέχνην των νὰ βελτιώσωσι δὲν ἦτο δυνατόν νὰ διανοηθῶσι ποτέ, οἱ δὲ δεύτε ροι, διότι τὰ γυναικεία φορέματα αἱ γυναῖκες μόναι ἀπὸ πολλοῦ ἤδη ἔμαθον νὰ κόπτωσι καὶ νὰ ῥάπτωσι,οἱ δὲ ἄνδρες φορέσαντες ἤδη οἱ πλεῖστοι τὰ παν ταλόνια, ζητοῦσιν αὐτὰ παρὰ τοὺς ἐν Σέρραις φραγκορράπταις ἢ ἐν τῇ παι νηγύρει (κερβάν) τῶν Σερρῶν. Ἐν γένει μετ' ἀθυμίας παρατηρεῖ τις οὐ μόνον ἐν Δεμίρ Ἰσσὰρ, ἀλλὰ καὶ ἐν Σέρραις, βεβαίως δὲ καὶ ἀλλαχοῦ, ὅτι ἡ ἐκ τῶν χεψοτεχνιῶν ὑπάρχουσα πρῶτα εἰς τοὺς κατοίκους εὐπορία ἔλειψε σή μερον ὁλοτελῶς σχεδόν, τὰ ἄλλοτε δ᾽ εὐποροῦντα ἰσνάρια τῶν ῥαπτῶν, και φταντζήδων, ὑφαντῶν, ἀλατζατζήδων, βαφέων, μπογιατζήδων, τώρα ἐσβέ αθησαν σχεδόν, ἀσθενῆ δὲ μόνον λείψανα αὐτῶν πτωχὰ καὶ ἀφανέστατα σώζονται ἐδῷ καὶ ἐκεῖ. Ἐκ τούτου δὲν εἶνε παράδοξον πῶς ἡ φτώχια πλά- κωσε ἐς τὸν καιρὸ μας, ἀφοῦ τάξεις μέν τινες ὁλόκληροι τῆς κοινωνίας ἐστε ρήθησαν τῆς ἐργασίας των καὶ δὲν δύνανται νὰ εὕρωσιν ἄλλην, αἱ δὲ λοι παὶ, παύσασαι νὰ κοσμῶνται μὲ τὰ λιτὰ καὶ εἴωνα προϊόντα τῆς ἐγχωρίου τέχνης, ἐξοδεύουσι τὰ χρήματά των πολὺ ἀφειδέστερον εἰς τὰ προϊόντα τῆς εὐρωπαϊκῆς βιομηχανίας καὶ τὴν εὐτεχνίαν τῶν φράγκων. Η στασιμό- της τοῦ ἐμπορίου, ἡ ὀλίγη καὶ εὐθηνὴ ἐξαγωγὴ τῶν προϊόντων τῆς χώρας μας καὶ ἡ τελευταία ἐπὶ ὁ ἔτη σχετικὴ ἀφορία δὲν εἶνε ἢ μία μόνον αἰτία
τῆς ὑλικῆς καχεξίας τοῦ τόπου, τουλάχιστον διὰ τὰς πόλεις καὶ τὰς κωμο πόλεις, καὶ ἴσως οὐχὶ ἡ μεγίστη. Ὅταν κανὲν μὲν προϊὸν ἐνταῦθα δὲν καὶ τεργάζεται, ἢ, καὶ ἂν κατεργάζεται, τοῦτο γίνεται ἢ ἀτελῶς ἢ μετὰ τέ χνης μὲν ἀλλὰ δὲν ἐσυνείθισαν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸ τιμῶσι, αἱ παλαιαὶ δὲ τέχναι, αίτινες παρείχον τὴν ἐνδυμασίαν εἰς τὸν κάτοικον πᾶσαν λίαν εἴων νον καὶ ἄφθαρτον (ὁ ἀλατζᾶς εἶνε τοιοῦτος, ἂς μοι συγχωρηθῇ ἡ ὑπερβολή), ἐξέλιπον νῦν, τὰ δὲ ὀλίγα ἐκ τοῦ ἐμπορίου καὶ τῶν προϊόντων τοῦ τόπου προερχόμενα χρήματα δαπανῶνται εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν ἱματισμόν, ὅστις καὶ ἀκριβὸς εἶνε καὶ εὐκολώτατα φθείρεται, βελτίωσις δέ τις τῆς ἐγχωρίου τέ χνης, κατὰ τὴν πρόοδον τῆς ἐποχῆς, οὐδ᾽ ἐν διανοίᾳ ὑπάρχει –, πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ προσδοκᾷ τις εὐημερίαν τῶν κατοίκων ὑλικὴν, δύναμαι δὲ νὰ εἴπω καὶ πολλὴν πνευματικήν, διότι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ ὑλικὴ καχεξία σπουδαίως ἐπηρεάζει τὴν πνευματικὴν πρόοδον. ᾿Αλλὰ τὸ ζήτημα εἶνε πολύ σπουδαῖον καὶ, ὡς προεδήλωσα ἔν τινι σημείῳ ἀνωτέρω, ὅταν ὁμι λῶμεν περὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ τόπου μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς χώ ρας μας δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν ὅτι ἡ ἔλλειψις ἐγχωρίου τέχνης καὶ βιο- μηχανίας καὶ ζωηρότητός τινος αὐτῆς, ἡ ὀλίγη, ὀλιγίστη ἐξαγωγὴ καὶ πολυ τελὴς εἰσαγωγὴ δὲν δύναται πολὺ νὰ συστήτῃ τὸν πολιτισμὸν τοῦ τόπου, ὅσον καὶ ἂν εἴπῃ ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξις προβαίνει ἐπὶ τὰ πρόσω. Δὲν ἠξεύρω, μὰ τὴν ἀλήθειαν, τί θὰ εἰπῇ περὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας ὁ ἀπαιτη τικὸς εὐρωπαῖος, ὅταν ἴδῃ ἡμᾶς πολὺ ὑστερίζοντας κατὰ ταύτην τὴν ὄψιν τῆς προόδου τῶν βαρβάρων Βουλγάρων, οἵτινες τοσοῦτον ἐπικερδῇ τὴν ἐγ χώριον τέχνην των ἤσκησαν. ᾿Αφ' ὅ,τι ἤθελα εἶπα περισσοτέρας λέξεις περὶ τοῦ οὐσιώδους τούτου ἀντικειμένου τῆς προόδου ἡμῶν. Ἐννοῦ κάλλιστα ὅτι μὲ γενικότητας καὶ λόγους ἁπλοῦς δὲν ἐπιτυγχάνεται τὸ σκοπούμενον καὶ ὅτι εἰδικὴ ὑπὸ τῶν δυναμένων μόνον μελέτη πρέπει νὰ γείνῃ ἐπ᾿ αὐτοῦ, τεί- νουσα ἀμέσως πρὸς ὡρισμένα τινὰ σημεῖα, ἐφ᾽ ὧν ἡ πρώτη προσοχὴ ἀνάγκη νὰ δοθῇ. Εἶνε δὲ τὰ σημεῖα ταῦτα, τὰ πρῶτον τῶν ἄλλων, ἐννοῦ, ἐπασχολή σαντα, ἱκανὰ, καὶ νομίζω ὅτι εἰς τινα ἐξ αὐτῶν ταχέως δύναται νὰ γείνῃ ἡσοχή. Ἐνταῦθα τοῦ λόγου λαμβάνω ἀφορμὴν νὰ εἴπω ὅτι τοιοῦτον ὥρι σμένον καὶ αὐτοτελῆ σκοπὸν ἐπιδιώκει μετὰ σταθερᾶς ἐργασίας καὶ ἀρχικοῦ σχεδίου, βαθμηδόν εἰς πραγμάτωσιν τείνοντας ἡ ἐν Σέρραις Φιλελεήμων ᾿Αδελφότης. Περὶ αὐτῆς ὅμως ἀλλαχοῦ τόπος εἶνε νὰ λεχθῶσι τὰ δέοντα. Ἐπανέρχομαι εἰς τὸ θέμα μου.
Ἐν Δεμίρ Ἰσσὰρ καθόλου ἀπαντᾷ τις σήμερον καχεξίαν ὑλικὴν, ὡς αὕτη παρατηρείται πανταχοῦ τώρα ἐν τῇ ἰδικῇ μας χώρᾳ· ἀλλ᾿ ὅμως πάλιν δύνα- ταί τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶνε κοινότης ἔχουσα ὁπωσδήποτε ὑλικούς πόρους τόσους ὅσοι διατηροῦσι τοὺς κατοίκους ἔκαστον ἐν τῇ θέσει του. Πρὸ ἐτῶν τινων ἦτο βεβαίως ἐν εὐτυχεστέρᾳ καταστάσει, καὶ μετὰ πόθου ἐνθυμοῦμαι τὴν τότε εὐθυμίαν τῶν ἀνθρώπων, τὰς διασκεδάσεις, τὸ ἄφροντι αὐτῶν· ἀλλ᾽ ἡ κατά
στασις ἐκείνη, κοινὴ κατ' ἐκείνην τὴν ἐποχὴν εἰς πάσας τὰς ἡμετέρας κοι νότητας, καὶ δι' αὐτὰς παρήλθεν ἤδη' διότι καὶ ὁ Κριμαϊκὸς καὶ ὁ ᾿Αμερι κανικός πόλεμος δὲν ἠδύνατο πρὸς χάριν μας νὰ ἐξακολουθῇ ἀκόμη. Η πο θητὴ ὑπὸ πάντων τοιαύτης τινός περιστάσεως ἐπάνοδος, ἵνα εὐημερίσῃ ἡ ἐκπεσοῦσα ἀρκετὰ τῆς πρώην οὐημερίας της χώρα, εἶνε ἀνόητος εὐχὴ, ἀνθ' ἧς οἱ ὀρθῶς φρονοῦντες πρέπει νὰ εὐχηθῶσιν ἵνα τραπῶμεν νέαν τινὰ ὁδὸν διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ τόπου μας, ὡς ἐσημείωσα ἀνωτέρω.
Ἡ δὲ ἠθικὴ τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος κατάστασις δύναμαι νὰ εἴπω ὅτι εἶνε ἀρκετὰ καλή. Ἡ οἰκογένεια εἶνε πάντοτε χρηστὴ καὶ χρηστή τις πάν- τοτε ἀνατροφή, ὅσην δηλονότι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ τῶν ἀνθρώπων ὑποθέτει τις, δίδεται εἰς τὰ τέκνα, τὰ ὁποῖα ἄλλως ὁ γονεὺς φροντίζει νὰ στείλῃ εἰς τὸ σχολεῖον· ὅταν δ᾽ ἡ οἰκογένεια εἶνε τοιαύτη, βεβαίως καὶ ἐκ τῆς ὅλης κοι νωνίας μένει τις εὐχαριστημένος. Προεδήλωσα ὅμως ἀνωτέρω ὅτι ὡς πρὸς τὴν καθαρότητα τῶν ἑλληνικῶν τρόπων αὐτῆς ἐπιδρᾷ κάπως ἐπιβλαβῶς ἡ τουρκική ἀχρειότης καὶ τυραννία, τοῦθ' ὅπερ σημειῷ ὄχι ὡς σπουδαϊόν τι, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς σημειώσεως ἄξιον καὶ δεικνύον πόσον δύναται νὰ μᾶς βλάψῃ ἡ πρὸς τοὺς Τούρκους προσέγγισις ἡμῶν· π. χ. ή τουρκική μουσική μόνη ἠχεῖ εὐκρέστως εἰς τὰ ὦτα τῶν Ἑλλήνων κατοίκων, καὶ τὰ τουρκικά τραγούδια, τὰ ὁποῖα σημειωτέον ότι πάντα εἶνε ἀκόλαστα, εὐπρεστοῦσι μόν νον τοῦτο ὅμως πιστεύω ότι παρατηρεῖται παντοῦ ὅπου οἱ Τοῦρκοι πλεονά ζουν. Ἡ κατάχρησις τοῦ ῥακίου μετεδόθη καὶ εἰς τινας τῶν Ἑλλήνων, όλες γίστους εὐτυχῶς, κτλ. Παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ εἴπῃ τις ὅτι πολλὰ λέγω καὶ περὶ ἀσημάντων τινῶν πραγμάτων. Ἐν κοινότητι τόσον μικρᾷ, ἐν ἡ ὅμως δέον νὰ ῥιζωθῇ ἀκραιφνής Ἑλληνισμός, νομίζω ότι πρέπει νὰ προσέχῃ τις καὶ εἰς τὰ μικρότατα, διότι ἐκ τῆς ἐνισχύσεως καὶ ἀναπτύξεως μικρῶν τινων μόνον στοιχείων ἐλπίζομεν νὰ μορφωθῇ ὑγιές τι σῶμα᾿ ἄλλως δὲ τότε εἰς τίποτε δὲν πρέπει ν' ἀποβλέψωμεν, ἂν ζητήσωμεν μόνον μεγάλα, διότι ταῦτα ὅλως ἐλλείπουσι.
Ο χαρακτήρ δὲ καθόλου τῆς κοινωνίας ταύτης, διότι μερικῶν τινων ἐμνή- σθημεν ἀνωτέρω, εὐτυχῶς παρατηρεῖ τις ὅτι εἶνε ἀρκετὰ προοδευτικός καὶ ἐθνικός. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι εὐάγωγοι, εὐκόλως ἐνθουσιῶσι διὰ τὸ καλὸν τοῦ τόπου των, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην τῶν γραμμάτων, καὶ ὅταν ὁδη γήσῃ τις αὐτοὺς, πράττουσιν ὅ,τι δύνανται ὑπὲρ τῆς βελτιώσεώς των. Ρά- θυμοι δὲν εἶνε, τούναντίον ἐνεργητικοί· τοὺς τῆς κατωτάτης μόνον τάξεως βλέπει τις ὄχι πολύ τοιούτους. Τινές μὲν, οἱ εὐπορώτεροι, ἔτυχον καὶ παι δείας τινὸς καὶ διὰ τοῦτο περισσότερα ἐννοοῦσιν καὶ φιλομουσότεροι εἶνε, και ταγίνονται δὲ εἰς τὰ κοινά των πράγματα, τῶν ὁποίων τὴν διαχείρισιν κάν μνουν πάντοτε μετὰ τιμιότητος, εἰ καὶ ἄνευ πολλῆς τάξεως· οἱ δὲ πολλοὶ δεικνύουσιν ἁπλοϊκώτερον ἐνθουσιασμὸν διὰ τὴν πρόοδον τῆς πατρίδος των καὶ προσέρχονται εἰς τὰς περὶ τῶν κοινῶν φροντίδας των μὲ ζωηρόν πως ένα
διαφέροις Ὥστε ἐν γένει ἡμπορεῖ νὰ ἐμπιστευθῇ τις ἀσφαλῶς εἰς τὸν χα ρακτήρα τοῦτον, ὅτι ἀναπτυσσόμενος καὶ κραταιούμενος θὰ φέρῃ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἰς πρόοδον τὴν κοινωνίαν. Καὶ ἡ φιλοτιμία αὕτη καὶ ἐνεργητικότης τῶν κατοίκων ἐνίσχυσεν ἱκανῶς τὴν ἑλληνικὴν κοινότητα, ὥστε αὕτη καίπερ εὐαριθμοτέρα νὰ ὑπερισχύσῃ μὲν τῆς Τουρκικῆς, μέγα μέρος τῆς ὁποίας ὀλί γον κατ' ὀλίγον ἐξεκοίτισε (ἵνα μεταχειρισθῶ τὴν μητρικήν μου λέξιν) καὶ ἀποκατεστάθη αὐτὴ ἡ νῦν συνοικία τοῦ βαρésche πρώην ἀνῆκεν εἰς τοὺς Τούρ κους, νῦν ἔδρα τῆς Ἑλληνικῆς κοινότητος οὖσα), νὰ μεταβάλῃ δὲ τὴν πρώην καθαρῶς Τουρκικήν κωμόπολιν εἰς Ελληνικήν, δυναμένην νῦν σημαντικῶς νὰ χρησιμοποιηθῇ ὑπὲρ τοῦ παρ' ἡμῖν ἐνταῦθα Ἑλληνισμοῦ.
Κατόπιν τούτων βεβαίως περιμένει τις παραλλήλως βαδίσασαν καὶ τὴν διὰ τῶν σχολείων ἐκπαίδευσιν τῆς κοινωνίας· καὶ τοῦτο εἶνε ἀληθὲς, εἰς αὐτὸ δὲ νὸν μεταβαίνω.
Τῷ 1832 ἐκτίσθη σχολεῖον ἀλληλοδιδακτικὸν εὐρύχωρον ἐν τῷ περιβόλῳ τῆς ἐκκλησίας, ἥτις ἀδείᾳ τοῦ τότε ᾿Αγιάνη (ἡγεμονίσκου, τυραννίσκου) τοῦ Δεμίρ Ἱσσὰρ ἐκτίσθη τῷ 1813 ἐπὶ παλαιοτέρου ἐρειπίου καὶ κατὰ τὸ σχέ διον καὶ τὸ μέγεθος σώζεται τοιαύτη ὅπως τότε ἐγένετο. Τὸ παγκάλιον τῆς ἐκκλησίας εἶχεν ἀρκετὴν πρόσοδον (2-3 χιλ. γροσίων, κατὰ τὴν τότε ἀ- ξίαν τῶν χρημάτων, κατ' ἔτος) ἵνα κτισθῇ τὸ σχολεῖον. Ἐγένετ' ὅμως ἡ δαπάνη μεγαλειτέρα ἢ ὅσον ἐξήρκεσεν ὁ πόρος ἐκεῖνος, καὶ ἡ πρόσθετος αὕτη ἐγένετο ὑπὸ τῶν ἐπιτρόπων τοῦ Κοινοῦ, οἵτινες μετ' ὀλίγον ἐκ τῆς προσόδου τοῦ παγκαλίου ἐπληρώθησαν. Διδάσκαλος Μελενίκιος ἐδίδαξε πρῶ- τον ἐν αὐτῷ, ἐπὶ μισθῷ ἐτησίῳ 600 -1000 γροσίων" περιελάμβανε δὲ τὸ σχολείον 40-50 μαθητὰς, τοὺς πλείστους ἡλικιωμένους έως 18 ἐτῶν ἡλι κίας. Ἐδιδάσκοντο ἐννοεῖται τὰ κοινὰ λεγόμενα γράμματα τοῦ νάρθηκος, ἀ- κτώηχος καὶ ψαλτήριον κτλ. Μετὰ τετρκετῇ αὐτοῦ διδασκαλίαν ἐδίδαξεν ὅτερος ἐκ Τερλιζίου ἐπὶ πέντε ἔτη τὰ αὐτὰ γράμματα. Κατόπιν ὁμοία κα τάστασις ἐξηκολούθησε μέχρι τοῦ 1861, ὅτε νέος Δεμίρ Ἰσσαρηνὸς γνωρί σας τὴν ἀλληλοδιδακτικὴν μέθοδον ἐν Σέρραις, εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸ σχο λεῖον τοῦ Δεμίρ Ἰσσὰρ διδάξας ἐν αὐτῷ ἐπὶ τρία ἔτη. ᾿Αποθανόντα αὐτὸν διεδέχθη νέος Δεμίρ Ἰσσαρηνὸς ἐπίσης, ὁ εἰσέτι διδάσκαλος ἐν αὐτῷ ὢν, κα Δανιήλ Δ. Τάκος. ᾿Αμφότεροι οἱ τελευταῖοι ἐξῆλθον ἐκ τῆς τοῦ Δεμίρ Ἱσσὰρ ἑλληνικῆς σχολῆς. Παραλλήλως δὲ τοῦ ἀλληλοδιδακτικοῦ ἰδρύθη τῷ 1844 καὶ ἑλληνικόν σχολεῖον. Μελενίκιος ἐπίσης διδάσκαλος πρῶτος ἐδίδαξεν ἐν αὐτῷ ἐπὶ τρίκ ἔτη, περιλαμβάνοντι τότε περὶ τοὺς 15 μαθητάς. Μετ' αὐ τὸν ἔτερος ἐπίσης Μελενίκιος ἦλθε διδάξας τρία ἔτη. Μετ' αὐτὸν εἰς Ήπει ρώτης (Ζαγορίσιος)· εἶτα Μελενίκιός τις, μεθ' ὃν πέντε ἀλληλοδιαδόχως Ζα- γορίσιοι Ήπειρῶται, ὧν ὁ τελευταῖος εἶνε ὁ νῦν διδάσκαλος κ. Ἰωάννης Δ. Ζήκος. Μεταξὺ αὐτῶν ἐμεσολάβησε καὶ εἷς Δεμίρ Ἰσσαρηνὸς μέχρις οὗ συμ- φωνηθῇ ἄλλος διδάσκαλος, εἶτα δὲ ἐπὶ ὁλόκληρον τὸ ἔτος. Τὸ ἑλληνικὸν σχο
λεῖον ἐπὶ τῶν δύο Ἠπειρωτῶν διδασκάλων κ. Αναστασίου Γ. Κώτσιου, παρ' ᾧ καὶ ὁ ταῦτα γράφων ἐδιδάχθη, καὶ Μιχαὴλ Δ. Γρατσίου, τελειοφοίτων τῆς Ζωσιμαίας σχολῆς ἐπὶ τοῦ ὀνομαστοῦ διευθυντοῦ αὐτῆς ᾿Αναστασίου Σα κελλαρίου, ἦτο εἰς τὴν ἀρίστην αὐτοῦ κατάστασιν, καθ' ὅσον τότε καὶ οἱ ἄντ θρωποι ἦσαν εὐπορώτεροι, καὶ ἐπ' αὐτῶν ἐπαιδεύθη ὅλη ἡ σημερινὴ φιλότιμος καὶ φιλόμουσος νεολαία τοῦ Δεμίρ Ἰσσάρ. Ἐπ᾿ αὐτῶν οἱ μαθηταὶ ἦσαν ἀπὸ 25-30. ᾿Αμφότερα δὲ τὰ σχολεῖα σήμερον περιλαμβάνοντα τὸ μὲν δημο- τικὸν περὶ τοὺς 70 μαθητὰς, τὸ δ᾽ ἑλληνικόν 19, εὑρίσκονται ἐν καλῇ και ταστάσει. Τὸ μὲν δημοτικὸν ἢ στοιχειωτικὸν μετὰ τὴν Α΄ ἐν Σέρραις συγ- κροτηθεῖσαν τῶν διδασκάλων Σύνοδον (τῷ 1873, Ὀκτωβρίῳ), ἐν ᾧ ἐρρίφθη σαν νέκι ὅλως ἰδέκι περὶ τοῦ διοργανισμοῦ τῶν σχολείων καὶ τοῦ συστή ματος καὶ τῆς μεθόδου τῆς δημοτικῆς ἐκπαιδεύσεως, διωργανώθη κατὰ τὰς βάσεις, αἵτινες ἐτέθησαν τότε περὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τῶν σχολείων, μετ' ἐπιμελείας ὑπὸ τοῦ νοήμονος νέου καὶ ζωηροῦ πατριώτου κ. Δανιήλ Τάκου. Έκτοτε δὲ πάντοτε κατὰ τὴν αὐτὴν χαραχθεῖσαν ὁδὸν βαδίζει, καὶ νῦν εἶνε ἐν καταστάσει λίαν εὐαρέστῳ. Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν καὶ αὐτὸ ὁμοίως αὐ τοτελέστερον καὶ κατὰ τὰς αὐτὰς παιδαγωγικού συστήματος βάσεις διωρο γανώθη ὑπὸ τοῦ κ. Ζήκου, νέου εὐφυοῦς, χρηστοτάτου καὶ φιλοπόνους εἶνε δ᾽ ἐπίσης ἐν καλῇ καταστάσει. Οἱ μαθηταὶ ἀμφοτέρων τῶν σχολείων δει κνύουσι ζωηρότητα καὶ θερμόν ζήλον διὰ τὴν ἀνάπτυξίν των. Τὰ πατριω τικὰ ἄσματα, ἅτινα ἐκ τοῦ ἐν Σέρραις διδασκαλείου εἰσήχθησαν, ἐνθουσιά- ζουσιν αὐτοὺς καὶ ἐνισχύουσι τὸ ἐθνικόν των φρόνομα· εἰς τοῦτο δὲ κυριω- τάτη δίδεται προσοχή. Καὶ ἡ τοιαύτη τῶν παίδων ἐκπαίδευσις μεταδίδει ζωηρότητά τινα καὶ εἰς τὴν λοιπὴν κοινωνίαν, ἥτις θερμαίνεται ὑπὸ τοῦ και νοφανοῦς τῶν μαθητῶν ζήλου καὶ μετ' ἀγάπης τινὸς ἰδιαζούσης προσβλέπει εἰς τὴν νεκρὰν γενεάν της. Μετὰ ζωηροτέρας τινὸς ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως ὁμιλοῦσι καὶ περὶ τῶν διδασκάλων οἱ ἄνθρωποι καὶ παύουσι πλέον ἔχοντες τὴν παλαιὰν ἰδέαν ὅτι οἱ διδάσκαλοι πρέπει νὰ μὴ λαμβάνωσιν οὐδὲν μέ- ρος ἐν τῷ πολιτικῷ κύκλῳ τῆς κοινωνίας. Τουναντίον ἤρξαντ᾽ ὁπωσδήποτ' αἰσθανόμενοι ὅτι ὁ διδάσκαλος ἴσα ἴσα ἐν τοιαύταις κοινότησι, παρ' αἷς λεί πουσιν όλως διόλου οἱ λόγιοι κάπως καὶ ἀνωτέρᾳ τινὶ παιδείᾳ καὶ πλειοτέ ραις γνώσεσι ποπροικισμένοι, πρέπει νὰ ἔχῃ λίαν ἐνεργὸν μέρος ἐν τῇ καθό- λου κινήσει τῆς κοινωνίας, ἐχούσης ἐννοεῖται ἄμεσον ἀνάγκην ὁδηγῶν τινων καὶ συμβούλων της. Ἐν τῇ νέᾳ μάλιστα διευθύνσει τοῦ κοινωνικοῦ βίου, τεί νοντος εἰς νεωτερισμούς τινας προοδευτικούς, ὁ διδάσκαλος βέβαια δὲν δύνα ται ἢ αὐτὸς νὰ εἶνε τὸ κέντρον πάσης σχεδὸν ἐνεργείας, ὅστις λίαν ἐπωφε- λῶς δύναται νὰ συγκεντρώσῃ διὰ τῶν ὁμιλιῶν καὶ προτροπῶν του τὰ προσ δευτικά στοιχεῖα τοῦ τόπου ὑπὲρ κοινῆς τινος ἐργασίας. Ἐνταῦθα ὁ ἄμβων τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ βῆμα τοῦ σχολείου ἐπίσης εἶνε δύο κατάλληλα μέσα εἰς φωτισμόν τοῦ λαοῦ καὶ φρονημάτισιν αὐτοῦ.
Εἰς ταῦτα δὲ τὰ σχολεῖα φοιτῶσι μετὰ τῶν ἀρρένων καὶ τὰ κοράσια, ἐφέ- τος 30, διότι ἰδιαίτερον παρθεναγωγεῖον δὲν ὑπάρχει, οὐδ᾿ ἰδέα δέ τις ἱδρύ- σεως τοιούτου ἐρρίφθη ποτὲ ἕως τώρα. Βεβαίως ὅμως πρόνοιά τις περί του του νὰ γείνῃ πρέπει, καὶ πιστεύω ὅτι μετ' ὀλίγον θὰ γείνῃ ἡ δέουσα ἐνέρ· γεια.
Διατηροῦνται δὲ ἀμφότερα τὰ σχολεῖα ἐκ τοῦ κοινοτικού ταμείου, τοῦ κοινοῦ. Ναὶ μὲν ἡ Κοινότης δὲν ἔχει τακτικόν τινα ὀργανισμὸν οὔτε ὡς πρὸς τὴν περὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων πρόνοιάν της, οὔτε ὡς πρὸς τὴν περιουσίαν αὐτῆς· καὶ συνελεύσεις ὅμως κοιναὶ γίνονται δι' ἐκεῖνα καὶ ἀρχαί τινες κατ' ἔτος ἐκλέγονται διὰ τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν καὶ κοινόν τι ταμεῖον ὑπάρ χει. Ἐπειδὴ μία μόνη ἐκκλησία εἶνε, ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς συνοικίας κειμένη, τὰ μὲν ἔξοδα αὐτῆς εἶνε ὀλίγα, ἱκανὰ δὲ τὰ εἰσοδήματά της. Κατ' ἔτος πλεονάζουσι νῦν ἐκ τοῦ παγκαλίου ἔξω τῶν ἐξόδων τῆς ὑπηρεσίας καὶ τοῦ κόσμου τοῦ ναοῦ τρεῖς χιλιάδες γροσίων. "Αλλοτε ὅμως ἐπλεόναζον πλειό τερα καὶ ἐξ ἐκείνων ἀφοῦ ἐπληρώνετο ὁ εὐτελὴς μισθὸς τῶν πρώτων διδα- σκάλων, τὰ λοιπά, προστιθεμένων καὶ τῶν ἐξ ἐργαστηρίων τινῶν, κτημά των τῆς ἐκκλησίας, ἐνοικίων, κατετίθεντο χωριστὰ καὶ ἐτοκίζοντο. Οὕτω λοιπόν κατεσκευάσθη ἡ πρώτη κοινή περιουσία διὰ τὴν διατήρησιν τῶν σχο λείων, αὐξήσασα βαθμηδὸν διὰ τῶν τόκων τοσοῦτον, ὥστε νὰ διατηρῶνται οἱ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ δημοτικού σχολείου διδάσκαλοι. Νῦν ἐκ τῶν τόκων αὐτ τῆς πληρώνονται οἱ δύο οὗτοι, ἐκ δὲ τοῦ περισσεύματος τοῦ παγκαλίου ὁ βοηθός τοῦ δημοδιδασκάλου, ὅστις καὶ ψάλτης σύναμα εἶνες. Λαμβάνουσι δὲ μισθὸν ἐτήσιον ἐφέτος ὁ μὲν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου διδάσκαλος λίρας 65, ὁ δὲ τοῦ δημοτικοῦ διευθυντής 40, καὶ ὁ βοηθὸς αὐτοῦ 30. Υπάρχει δ᾽ ἡ περιουσία αὕτη δεδανεισμένη εἰς πολλοὺς τῶν πολιτῶν καὶ συμποσοῦται κατὰ τὰ βιβλία τοῦ ταμείου εἰς 300 χιλιάδας γροσίων! Ἐκ τούτων ἔπρεπε νὰ συναθροίζωνται τόκοι τουλάχιστον 40 χιλ. γροσίων, κατὰ τὸν ἐνταῦθα συνήθη τόκον· δυστυχῶς ὅμως τοῦτο δὲν γίνεται, διότι πλεῖστα ἐκ τῶν κε φαλαίων εἶνε χαμένα, ὅσων οἱ ὀφειλέται ἐπτώχευσαν ἢ ἀπέθαναν. Συνάγον ται ὅμως τόκοι περὶ τὰς 15 χιλιάδας. Τοιουτοτρόπως δύναται νὰ εἴπῃ τις ὅτι τοκοφόρα κεφάλαια εἶναι μόνον περὶ τὰς 120 χιλιάδας. Τὰ δὲ λοιπὰ τί γίνονται; Τὰ λοιπὰ ἄλλα μὲν ἐντελῶς εἶνε χαμένα, ἄλλα δὲ ἀνείσπρα κτα, ἂν μὴ χαμένα, τὸ μὲν διὰ τὴν δυστυχίαν τῶν ἀνθρώπων, τὸ δὲ διότι παραμεληθείσης τῆς εἰσπράξεώς των καὶ δι' ἄλλας ἀταξίας ἐγεννήθησαν εἰς τὰ ὁμόλογα τόκοι τόσον πολλοί (πενταπλάσιοι τῶν κεφαλαίων), ὥστε ἡ ἀν πότισις αὐτῶν εἶνε ἀδύνατος πλέον. Καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν δὲ τοκοφόρων κε φαλαίων πολλὰ ὡς κεφάλαια εἶνε δυσείσπρακτα διὰ τὴν δυστυχίαν, ὄχι κακὴν πίστιν τῶν ὀφειλετῶν. ᾿Αλλὰ μεθ' ὅλην ταύτην τὴν ἀταξίαν τῆς διευ θετήσεως τῆς δημοσίου περιουσίας πάλιν οἱ πόροι τῆς κοινότητος δὲν εἶνε ὀλίγοι· δύναται δὲ ἐκκαθάρισίς τις ἀκριβὴς τῶν λογαριασμῶν καὶ κατάταξις
τῶν χρημάτων ἀσφαλὴς νὰ παραδώσῃ πάλιν εἰς τὴν κοινότητα ἀρκετὰ ση- μαντικὴν περιουσιαν, δυναμένην πολλαχῶς νὰ χρησιμεύσῃ. Περὶ αὐτοῦ δὲ τούτου πολλάκις ἐσκέφθην νὰ παρουσιασθῇ σχέδιόν τι ὀργανιστικὸν τοῦ ται μείου, πάντως όμως μετ' οὐ πολὺ πιστεύω θὰ γείνῃ τοῦτο. Καὶ τότε θὰ ὑπάρξῃ μέσον ἰσχυρὸν νὰ προοδεύσῃ ἐν πολλοῖς ἡ Κοινότης. – Τὸ ὑπάρχον δὲ, ὡς ἔχει νῶν, ταμείον τοῦ Κοινού διαχειρίζεται ὁ κατ' ἔτος ἐκλεγόμενος ἐν γενικῇ συνελεύσει "Εφορος τοῦ κοινοῦ, ὅστις μετὰ τὴν λῆξιν τῆς διαχει ρίσεώς του παραδίδει ἐν γενικῇ πάλιν συνελεύσει λογαριασμόν. Κατ' ἔτος ὡταύτως ἐκλέγεται ὁμοίως καὶ ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας, διαχειριστής τοῦ παγκαλίου καὶ κοσμήτωρ τῆς ἐκκλησίας. Συγκροτοῦνται δὲ αἱ συνελεύσεις ἐν τῷ οἰκήματι τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἐπιτρόπου (τὸ Δεμίρ Ἰσσὰρ εἶνε μία τῶν τριῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Μητροπολίτου Μελενίκου), ὅστις καὶ προεδρεύει αὐτῶν καὶ συγκαλεῖ αὐτάς. Κανονισμός τις ὅμως ὀργανιστικὸς αὐτῶν καὶ τὰ τοιαῦτα λείπουσι παντελῶς. Αλλη τις ἀρχὴ δὲν ὑπάρχει οὐδὲ εἶνε περιζήτητοι αὗται γίνονται δὲ τοιαῦται συνήθως ὅταν ὑπάρχῃ διχόνοιά τις ἐν τῇ κοινότητι, ότ ποῖαι, ὡς γνωστόν, δὲν εἶνε σπάνιαι ἐν ταῖς ἑλληνικαῖς κοινότησι.
Πρὸς τῷ Κοινοτικῷ δὲ τούτῳ ὀργανισμῷ, ὅστις εἰ καὶ ἄνευ συντάγματός τινος ὑπηρετεῖ ὅμως τὴν πρόοδον τῆς κοινωνίας, ὑπάρχει καὶ ἔτερός τις όργα νισμός ὁ τῆς Φιλοπροοδευτικῆς ᾿Αδελφότητος, πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπὸν γενό μενος. Τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1874 συνέστη ἡ Φιλοπρόοδος ᾿Αδελφότης μὲ τὸν δι- πλοῦν σκοπὸν, τοῦ νὰ ἐπιταθῇ δι' αὐτῆς καὶ προστατευθῇ καὶ ἄλλως ἡ ἐκ παίδευσις τοῦ λαοῦ ἐν Δεμίρ Ἱσσὰρ, εἰ δυνατὸν δὲ καὶ ἐν τοῖς πέριξ χω- ρίοις, δεύτερον δὲ ἵνα ληφθῇ πρόνοιά τις περὶ τῶν ἐν ταῖς φυλακαῖς πτω χῶν κρατουμένων. Μετ' ἀγαλλιάσεως πάντοτε καὶ εὐαρέστων ἐντυπώσεων ἐνθυμοῦμαι πῶς οἱ ἄνθρωποι τότε διὰ δραστηρίας τινὸς ἐνεργείας καὶ ἐνθου- σιώδους προτροπῆς ἐδέχοντο τὴν καινοφανῇ ἰδέαν, πῶς προθύμως ἐπείθοντο νὰ προσφέρωσι τὸν ὀβολὸν των εἰς τὴν κοινὴν εἰσφορών. Ολιγώτερον ὅμως προσέχω εἰς τοῦτο, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν ζωηρότητα καὶ εὐκρέσκειαν τῶν ἀνθρώπων ὅτε ἤκουον ἀναπτυσσομένην κατὰ τὸν πρακτικώτερον καὶ και ταλληλότερον τρόπον τὴν ἐπαγωγὸν ἰδέαν ὅτι πάντες εἴμεθα ἀδελφοὶ καὶ ἰσότιμα τέκνα τῆς πατρίδος, ὅτι πᾶς τις πρέπει νὰ γνωρίσῃ ὅτι διὰ τὴν πατ τρίδα ἡ ἑνὸς ἑκάστου καὶ τοῦ μικροτάτου εἰσφορὰ εἶνε σημαντική, ὅτι πᾶς τις πρέπει νὰ ἔχῃ ὑπ' ὄψιν ὅτι ὁ μὲν διὰ τοῦ νοὸς, ὁ δὲ διὰ τῆς πείρας, ὁ δὲ διὰ τοῦ λόγου, ὁ δὲ μόνον διὰ τοῦ εἰλικρινοῦς αἰσθήματος καὶ τῆς καθα ρᾶς καρδίας ἐπίσης δύναται νὰ καταστῇ ὠφέλιμος εἰς τὴν πατρίδα του, ὅτι ἕκαστος ἔχει καθήκοντα πρὸς αὐτὴν καὶ δικαίωμά τι ἐν τῇ ἐξασκήσει ἐκεί νων. Πνεῦμά τι ζωογόνον ἐφαίνετο ὅτι ἐγεννᾶτο εἰς τὸν λαὸν ἐκ τῶν λόγων τούτων καὶ ζωηρά τις τάτις εἰς κοινήν τινα σύμπραξιν. Κυριώτατος δὲ διὰ τοῦτο σκοπός τῆς συστάσεως τῆς ᾿Αδελφότητος ἐθεωρήθη, καὶ ἀρκετὸς τὸ κατ' ἀρχὰς, ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ἔμπρακτος διδασκαλία τοῦ λαοῦ ὅτι παντὸς
ἄλλου θερμότερον πρέπει ν' ἀγαπᾶ τὴν ἐλευθέραν ἀνάπτυξίν του καὶ ἐνέρ- γειαν, ὅτι εἰς ἕκαστος πρέπει νὰ σέβηται τὴν θέσιν τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴ κατάχρᾶται τὴν ἰδικήν του, ὅτι οὐδέποτε πρέπει νὰ λείπῃ συνεισφέρων ἔστω καὶ μικρόν τι καὶ ἐλάχιστον διὰ λόγου ἢ ἔργου εἰς τὴν πρόοδον τῆς πατρί δος του. Τῶν προσπαθειῶν δὲ τούτων ταχέως ἐφάνηταν καὶ τἀποτελέ σματα· διότι ἐνῷ πολὺ μείζων ἐδόθη προσοχὴ εἰς τὴν ὑπὲρ τῶν κοινῶν μέρι- μναν καὶ διὰ τοῦ τακτικοῦ τῆς ᾿Αδελφότητος ὀργανισμοῦ αἰσθητὴ ἐγένετο ἡ ἀνάγκη τοιούτου καὶ δι' ἐκεῖνα, συνάμα καὶ χρηματικά τινα κεφάλαια ἤρ χισαν νὰ συνάγωνται ἐκ τῶν συνδρομῶν καὶ δωρεῶν ἵνα χρησιμεύσωσι ταῦτα ὑπὲρ τοῦ σκοποῦ τῆς ᾿Αδελφότητος. Οὕτω δ' ἐβάδισεν ἡ ἐργασία ὁλόκλη- ρον τὸ πρῶτον ἔτος, πολὺ δὲ σκοπιμώτερον καὶ ὁριστικώτερον θὰ βαδίσῃ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, διότι κατὰ τὸ τρέχον ἔτος ἕνεκα ἀνωμαλίας τινὸς ἐν τῇ διοικήσει πολὺ ὀλιγώτερον τοῦ πρέποντος ἐγένετο. Εἰς τὸ μέλλον ἐγένετο σκέψις ὅτι καταλληλότατα θὰ ὠφελήσῃ τὴν κοινότητα ἡ ᾿Αδελφότης, ἂν αὐτὴ ἱδρύσῃ νηπιαγωγεῖον ἐν αὐτῇ, καὶ, ἂν τοῦτο ὡς ἐλπίζω γείνῃ, βεβαίως ἐπιτυγχάνεται εἷς κάλλιστος καὶ θετικώτατος σκοπός.
Ἡ ἀνωτέρω λεπτομερής κάπως ἔκθεσις τῆς καταστάσεως τῆς κωμοπό λεως Δεμίρ Ἱσσὰρ δίδει πιστεύω τὰς κυριωτέρας ἀφορμὰς εἰς τὴν ὅσον ἕνε- στι ἀκριβεστέραν γνῶσιν αὐτῆς, ἥτις πάντως εἶνε ἀρκούντως ἐνδιαφέρουσα, ἂν, ὡς προεῖπον, ἐν τῇ ὀλιγότητί μας δὲν κρίνομεν περιττὸν ὅπου εδρωμέν τι ἀγαθὸν στοιχεῖον ἐθνικῆς σημασίας νὰ περιποιηθῶμεν καὶ ἐνισχύσωμεν αὐτό. Ἐνῷ δὲ ἡ Ἑλληνικὴ αὕτη κοινότης δείκνυται ἡμῖν μετά τινος ζωῆς καὶ ἐνεργείας αὐθυπέρκτου καὶ εἰς προοδευτικήν τινα ὁδὸν μᾶλλον τείνουσα διὰ τῆς καλλιεργείας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς κατ᾿ ὀλίγον ἐθνικῆς διαπλάσεώς της, ἀφ' ἑτέρου καὶ κατ᾿ ἄλλην τινὰ ἐκδοχὴν τῆς κοινωνικῆς ἡμῶν προόδου φαίνεται ἀξίαν τινὰ ἔχουσα διὰ τε τὴν ἐκυτῆς φύσιν, περὶ ἧς ὅμως δὲν ἐνα νοῦ ὅτι ἐξαιρετικόν τι πρέπει νὰ περιμένωμεν, ἀλλὰ μόνον χρήσιμόν τι, καὶ τὴν τῆς χώρας ἣν κατοικεί. Προεσημείωσα ὅτι ἀνάγκη μεγίστη ἵνα μετὰ τῆς προόδου τοῦ πνεύματος, μετὰ τῆς προόδου, νὰ εἴπω οὕτω, τῶν σχολείων τῶν γραμμάτων νὰ συμβαδίσῃ ἡ πρόοδος τοῦ σώματος οὕτως εἰπεῖν, ἡ πρόο δὸς τοῦ κοινοῦ ἐπίσης σχολείου τῆς ἐγχωρίου τέχνης καὶ βιομηχανίας, ἄνευ τῆς ὁποίας κατὰ τὴν μίαν ὄψιν τοῦ πολιτισμού μας θὰ παρουσιάζωμεν σκοτ τεινὴν μόνον σκιὰν καὶ θὰ διατηρῶμεν πάντοτε τὴν ὑλικὴν ἡμῶν καχεξίαν ἥτις δὲν δύναται ν' ἀρνηθῇ τις ὅτι οὐσιωδῶς καὶ τὴν πνευματικωτέραν ἡμῶν πρόοδον ἐπηρεάζει. Τὸ Δεμίρ Ἰσσὰρ κατέχει φυσικά τινα πλεονεκτήματα, διὰ τῶν ὁποίων εἰς σπουδαῖον βαθμόν δύναται νὰ προκόψῃ ἡ ὑλικὴ αὐτοῦ εὐημερία, μεθ᾽ ἣν πολλὰ πράγματα πρέπει νὰ ἐλπίζῃ τις κατόπιν, ἅτινα ἄ- σκοπον εἶνε νὰ σημειῶνται τώρα. Δὲν εἶνε λοιπὸν τάχα δυνατὸν εἰς τοῦτο προσοχή τις ἐπιτεταμένη νὰ δοθῇ καὶ ἐνέργεια πρακτικὴ νὰ γείνη; Ούτω π.χ. πόσον διαφορετικὴν θὰ ἔκαμνε τὴν ὄψιν τῆς κωμοπόλεως, ἂν ἡ και
τωτέρα τάξις, ἥτις τώρα πεινῇ, ἐτρέπετο εἰς ἀνταγωνισμόν τινα, εἰς ὃν ἐξάν παντος θὰ νικήσῃ, πρὸς τὴν βυρσοδεψικὴν τῶν Τούρκων, ἥτις καὶ 50 οίκο- γενείας δύναται νὰ θρέψῃ, Ὡσαύτως ἂν εἷς μόνον κλίβανος πρὸς κατασκευήν τοῦ σιδήρου ἐκ τῆς ἀφθόνου τοῦ σιδηρούχου τοῦ ποταμίου ἄμμου – ὁποίους, ἀτελεστάτους ὅμως, ἔχουσι νῦν οἱ Βούλγαροι ἄνωθεν τοῦ Δεμίρ Ἰσσὰρ καὶ ἐν μόνον χωνευτήριον δι' αὐτὸν κατεσκευάζετο, πόσος ἄρά γε πλοῦτος θὰ εἰσέρρεεν εἰς τὴν κοινότητα ἐκείνην; Το ποτάμιον ἔχει ὕδωρ ἄφθονον· δὲν ἦτο δυνατὸν τάχα νὰ κινῶνται δι' αὐτοῦ ἁπλούσταταί τινες μηχαναὶ διὰ τὸ κτύπημα μαλλίνων ἐγχωρίων ὑφασμάτων, ὡς νῦν κινοῦνται οἱ ἄνευ τῆς παραμικρᾶς τέχνης κατεσκευασμένοι ἀλευρόμυλοι; Οὐχὶ δὲ ὀλίγον θὰ προ- ἤγε τὴν εὐπορίαν τῆς κοινωνίας, ἂν οἱ ὡραῖοι χρωματιστοί καὶ πεποικιλμένοι μάλλινοι τάπητες, οὓς κατασκευάζουσι μὲ τοὺς συνήθεις ἀργαλιοὺς νῶν αἱ γυναῖκες, ἐλαμβάνετο φροντὶς νὰ διαδοθῶσι περισσότερον καὶ ἐκτιμηθῶσι, διότι καὶ ἄξιοι ἐκτιμήσεως εἶνε. Μήπως δὲν εἶνε εὔκολον νὰ δοθῇ κίνησίς τις εἰς τὴν κατασκευὴν κοινῶν τινων ὑφασμάτων, τὰ ὁποῖα οἱ Βούλγαροι ἔχουσι τόσην εὐφυίαν ἵνα τὰ κατασκευάζωσιν, ᾿Αλλ᾿ ἡ ἐνέργεια αὕτη πῶς δύ- ναται νὰ γείνῃ ἢ μᾶλλον πῶς ν᾿ ἀρχίσῃ; Δὲν ἐννοῶ ὅτι εἰς τὰς ἐρωτήσεις ταύτας ἀμέσως εἶνε δυνατὸν ν᾿ ἀπαντήσω καὶ τρόπον τινὰ λύσεως νὰ δώσω ἐγὼ διὰ πάσας, οὔτε δὲ, καὶ ἂν τοῦτο γίνεται εὐθὺς, ὅτι πολὺ ταχέως θὰ ἐπέλθῃ ἡ πραγματοποίησις. Ἐσημείωσα ὅμως τάνωτέρω διὰ δύο λόγους· πρῶτον διότι διὰ τῶν παρατηρήσεων τούτων ἤθελον νὰ συμπληρώσω ἀκριβή τινα όπωςδήποτε εἰκόνα τῆς καταστάσεως καὶ τῆς σημασίας, ὑφ' ἑκατέραν τῆς προόδου ἔποψιν, τῆς κωμοπόλεως ταύτης, δεύτερον δὲ διότι νομίζω ὅτι ἂν τις προσοχή δοθῇ εἰς αὐτὴν ἔξωθεν πρὸς ἐνίσχυσιν καὶ ἐνθάρρυνσιν τῆς ἔσωθεν ἐνεργητικότητος, καὶ ὑπὸ τὴν δευτέραν ταύτην ἔποψιν θὰ εἶνε δυνα- τὸν κάτι νὰ διαπραχθῇ. "Αν π. χ. ἐξ ᾿Αθηνῶν κατάλληλός τις νηπιαγωγός σταλῇ, ἧς τὸ μεγαλείτερον μέρος τοῦ μισθοῦ ἡ κοινότης θὰ πληρώνῃ, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ δοθῇ ἰδιαιτέρα τις ζωηρότης εἰς τὴν γυναικείαν χειροτε χνίαν, ἥτις εἶνε ἀρκετὰ προσοδοφόρος. Εἰς τοῦτο δὲ κατόπιν ὅτι καὶ ἄλλη τις προοδευτικὴ ἐνέργεια θὰ ἐπακολουθήσῃ, σχεδόν διόλου δὲν ἀμφιβάλλω. ᾿Αλλὰ τότε τίθεται ἀρχή τις, ἥτις πάντως εἶνε θεμέλιον οἰκοδομῆς τινος. Ας γείνῃ λοιπὸν τοῦτο πρῶτον, καὶ τότε θὰ εἴμεθα εἰς θέσιν περὶ τοῦ μέλλον· τος μᾶλλον εὐέλπιδες νὰ εἴμεθα,
τάχ' αὔριον ἔσσετ᾽ ἄμεινον.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιαγιά στην Καππαδοκία τραγουδά Ελληνικό παραδοσιακό (Βίντεο)

Το νέο σύγχρονο μηχάνημα συγκομιδής ελιάς έφτασε και στις Σέρρες

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος