Άγιοι Επτά Παίδες εν Εφέσω, 4 Αυγούστου

Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων,
Δείξαντα Ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ
Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.

Οι εν Εφέσω επτά παίδες
 ή Οι επτά κοιμώμενοι της Εφέσου είναι ένας ιερός θρύλος της Χριστιανικής παράδοσης. Αναφέρεται στην ιστορία επτά νεαρών ανδρών, οι οποίοι διωκόμενοι για την πίστη τους στον Χριστό, αναζήτησαν προστασία σε μια σπηλιά και έπεσαν σε έναν ύπνο που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες.

Η ιστορία αναφέρεται σε τουλάχιστον εννέα μεσαιωνικές γλώσσες και διατηρείται σε περισσότερα από 200 χειρόγραφα, που χρονολογούνται κυρίως μεταξύ του 9ου και του 13ου αιώνα 

Οι Άγιοι Επτά Παίδες, τα ονόματα των οποίων είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός, έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
Ο θρύλος σώζεται σε διάφορες εκδοχές και σε πολλές γλώσσες. Όσον αφορά τη χριστιανική εκδοχή, η παλαιότερη γνωστή διήγηση αυτής της ιστορίας βρίσκεται στα γραπτά του Σύριου επισκόπου Ιακώβ του Σερούχ (περ.  450 - 521), ο οποίος βασίζεται σε παλαιότερη ελληνική πηγή, τώρα χαμένη. Η ιστορία εμφανίζεται επίσης στα λατινικά στα γραπτά του Γρηγορίου της Τουρ (538-594) και του Παύλου του Διακόνου (720–799) καθώς και σε μια ελληνική αφήγηση που αποδίδεται στον Συμεών Μεταφραστή (10ος αιώνας). Η ιστορία αναφέρεται επίσης σε ένα αγγλο-νορμανδικό ποίημα και σε ένα παλιό σκανδιναβικό κείμενο. Η πιο γνωστή δυτική εκδοχή της ιστορίας εμφανίζεται στον Χρυσό Θρύλο του Ιάκωβου του Βαραγινού (1230-1298). Στις διάφορες εκδοχές της ιστορίας, η τοποθεσία του σπηλαίου, ο αριθμός καθώς και τα ονόματα των νέων ποικίλλουν σημαντικά. Η δυτική παράδοση αποκαλεί τους Επτά Κοιμώμενους Μαξιμιανό, Μάλχο, Μαρκιανό, Ιωάννη, Διονύσιο, Σεραπίωνα και Κωνσταντίνο. Η ανατολική παράδοση τους ονομάζει Μαξιμιλιανό, Ιάμβλιχο, Μαρτινιανό, Διονύσιο, Αντωνίνο (ή Ιωάννη), Κωνσταντίνο και Εξακουστοδιανό. Μια εκδοχή της ιστορίας περιλαμβάνεται στη 18η σούρα του Κορανίου, που ονομάζεται «Σούρα του Σπηλαίου». Έχει μεταφραστεί επίσης στα Κοπτικά, Περσικά, Κιργιζικά και Ταταρικά. 

Η ιστορία απέκτησε ευρεία διάδοση σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οστά από τους τάφους κοντά στην Έφεσο, που αναγνωρίστηκαν ως λείψανα των Επτά Κοιμωμένων, μεταφέρθηκαν στη Μασσαλία σε ένα μεγάλο πέτρινο φέρετρο, το οποίο παραμένει στο αβαείο του Αγίου Βίκτωρα στη Μασσαλία. 

Η ιστορία αφηγείται ότι κατά τη διάρκεια των διωγμών των Χριστιανών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δέκιο, γύρω στο 250 μ.Χ., επτά νέοι, γιοι ευγενών οικογενειών, κατηγορήθηκαν ότι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Τους δόθηκε λίγος χρόνος να αποκηρύξουν την πίστη τους, αλλά αρνήθηκαν να προσκυνήσουν τα Ρωμαϊκά είδωλα. Αντίθετα, μοίρασαν τα εγκόσμια αγαθά τους στους φτωχούς και αποσύρθηκαν σε μια ορεινή σπηλιά για να προσευχηθούν στον Θεό. Ο αυτοκράτορας, βλέποντας ότι η στάση τους απέναντι στον παγανισμό δεν είχε αλλάξει, διέταξε να σφραγίσουν το στόμιο της σπηλιάς, ώστε να ταφούν ζωντανοί και να βρουν φρικτό θάνατο. 

Δύο Χριστιανοί υπηρέτες του αυτοκράτορα, έγραψαν κρυφά τι συνέβη και σημείωσαν τα ονόματα των νεαρών σε μολύβδινες πλάκες που έκρυψαν κάτω από τις πέτρες στην είσοδο της σπηλιάς.
Εσωτερικό του σπηλαίου των Επτά κοιμωμένων στην Έφεσο

Ο Δέκιος πέθανε το 251 και πέρασαν πολλά χρόνια κατά τα οποία ο Χριστιανισμός από διωκόμενη έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κάποια μεταγενέστερη εποχή - που συνήθως αναφέρεται ως το 38ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' - το 447, κάποιοι αιρετικοί αρνήθηκαν την Ανάσταση κατά την ημέρα της κρίσης και τη μετά θάνατον ζωή και ακόμη και ο Θεοδόσιος δεν ήταν βέβαιος για τις πεποιθήσεις του και ζήτησε από τον Θεό να τον βοηθήσει. Ενώ αυτή η διαμάχη συνεχιζόταν, ο ιδιοκτήτης της περιοχής όπου βρισκόταν η σπηλιά αποφάσισε να χτίσει έναν στάβλο και οι εργάτες του χρησιμοποίησαν τις πέτρες από την είσοδο της σπηλιάς. Όταν η σπηλιά αποκαλύφθηκε, οι επτά κοιμισμένοι νέοι ξύπνησαν, πιστεύοντας ότι είχαν κοιμηθεί μόνο μια νύχτα, και έστειλαν τον μικρότερο στην Έφεσο για να αγοράσει φαγητό, με οδηγίες να προσέχει. 

Μόλις έφτασε στην πόλη, ο νέος έμεινε έκπληκτος όταν είδε κτίρια με σταυρούς και άκουσε ανθρώπους να υμνούν τον Χριστό. Ο έμπορος από τον οποίο πήγε να αγοράσει ψωμί δεν μπορούσε να εξηγήσει την προέλευση των παλαιών νομισμάτων της εποχής του Δέκιου που είχε ο νεαρός και πίστεψε ότι ανήκαν σε κάποιο θησαυρό. Έτσι, τον οδήγησαν αλυσοδεμένο στον έπαρχο και τελικά έφεραν τον επίσκοπο, ο οποίος κατά την ανάκριση κατάλαβε ότι συμβαίνει κάτι θαυμαστό.

Το αγόρι τους οδήγησε στη σπηλιά και ο επίσκοπος ανακάλυψε εκεί τις πλάκες με τη γραπτή ιστορία. Καθώς μπήκαν στη σπηλιά, τα πρόσωπα των νέων έλαμπαν σαν φωτισμένα. Ο κόσμος το θεώρησε θαύμα και ενημέρωσαν τον αυτοκράτορα. Όταν έφθασε ο Θεοδόσιος, οι επτά νέοι του διηγήθηκαν την ιστορία τους και αυτός ευχαρίστησε τον Θεό που η παράκλησή του εισακούστηκε και του έστειλε τόσο χειροπιαστή απόδειξη για την ανάσταση των νεκρών. Και ενώ ο αυτοκράτορας, οι επίσκοποι και οι άλλοι άρχοντες συνομιλούσαν με τους νέους, εκείνοι παρέδωσαν τις ψυχές τους και κοιμήθηκαν τον αιώνιο ύπνο δοξάζοντας τον Θεό.

Ο αυτοκράτορας θέλησε να χτίσει χρυσούς τάφους, αλλά του εμφανίστηκαν σε όνειρο και ζήτησαν να ταφούν στη σπηλιά τους. Το σπήλαιο στολίστηκε με πολύτιμους λίθους και μια εκκλησία χτίστηκε πάνω από τη σπηλιά. Τους επόμενους αιώνες επεκτάθηκε σε εκκλησιαστικό συγκρότημα που ήρθε στην επιφάνεια μετά από ανασκαφές, το 1927.

Πολλοί σύγχρονοι λογοτέχνες εμπνεύστηκαν από το θέμα, μεταξύ των οποίων ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στο μυθιστόρημα Τα Εφτά Κοιμισμένα Παιδιά (1956). Ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν, ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή της Εφέσου το 1867, αναφέρθηκε με τον δικό του τρόπο στον «θρύλο των επτά κοιμωμένων» στο μυθιστόρημα Οι αθώοι στο εξωτερικό όπου συμπλήρωσε εύθυμα: «Αυτή είναι η ιστορία των Επτά κοιμωμένων (με μικρές τροποποιήσεις) και είμαι σίγουρος ότι είναι αλήθεια, γιατί έχω δει το σπήλαιο με τα μάτια μου.»

Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες, καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες, διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός· ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.

Μεγαλυνάριον
Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος