Άγιοι Βασίλειος και Θεόδωρος οι Οσιομάρτυρες εν τω Σπηλαίω, 11 Αυγούστου

Οι Άγιοι Βασίλειος και Θεόδωρος οι Οσιομάρτυρες εν τω Σπηλαίω είναι δύο σημαντικοί άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έζησαν στα Σπήλαια του Κιέβου. Η ζωή τους αποτελεί παράδειγμα πνευματικής αντοχής και αφοσίωσης στον Θεό, αντιμετωπίζοντας με θάρρος τους πειρασμούς και τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής.
 
Ο Όσιος Θεόδωρος ήταν κάποτε ένας ένδοξος άρχοντας με μεγάλη περιουσία, όμως, όταν διάβασε τα λόγια του Κυρίου στο Ευαγγέλιο που λένε ότι όποιος δεν απαρνιέται τα υλικά αγαθά του δεν μπορεί να είναι μαθητής του Χριστού, αποφάσισε να μοιράσει τα πλούτη του στους φτωχούς και να ζήσει ως μοναχός. Κατόπιν έγινε μοναχός στη μονή των Σπηλαίων, όπου ασκήθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση.
Ωστόσο, ο διάβολος, γνωστός για την πανουργία του, άρχισε να τον πειράζει και να του προκαλεί αμφιβολίες για το μέλλον του και τα γηρατειά του, υποβάλλοντάς του την ιδέα ότι έπρεπε να διατηρήσει κάποιον πλούτο για την ασφάλειά του. Ο Θεόδωρος υπέκυψε σε αυτήν την πλάνη και έπεσε σε βαθιά θλίψη.
Σε αυτό το σημείο, εμφανίζεται ο μοναχός Βασίλειος, ένας πιστός και σοφός αδελφός, που με τις συμβουλές του βοηθά τον Θεόδωρο να κατανοήσει την πλάνη του και να επιστρέψει στον δρόμο του Θεού. Ο Βασίλειος του υπενθύμισε ότι ο πλούτος του Θεού δεν μετριέται με υλικά αγαθά, αλλά με την πνευματική ζωή και τις αρετές.


Η σχέση τους αναπτύχθηκε σε μια βαθιά πνευματική φιλία, με τον Βασίλειο να συνεχίζει να στηρίζει τον Θεόδωρο και να τον καθοδηγεί στις ασκητικές του προσπάθειες. Όμως, ο διάβολος, προσπαθώντας να καταστρέψει τη ζωή του Θεόδωρου, ξαναεμφανίστηκε, αυτή τη φορά με τη μορφή του Βασιλείου, για να τον πλανέψει ξανά, προτείνοντάς του να ζητήσει πλούτο από τον Θεό για να τον μοιράσει στους φτωχούς. Ο Θεόδωρος, ανυποψίαστος για την απάτη, υπάκουσε και έπεσε πάλι στην παγίδα.

Υπάρχει η παρακάτω ιστορία στην Ρωσία:
Έφτασε μια αναφορά στον πρίγκιπα Mstislav Svyatopolkovich ότι ο Άγιος Θεόδωρος είχε βρει πολύ θησαυρό στη σπηλιά. Κάλεσε τον μοναχό κοντά του και τον πρόσταξε να του δείξει το σημείο που ήταν κρυμμένα τα πολύτιμα αντικείμενα. Ο Άγιος Θεόδωρος είπε στον πρίγκιπα ότι πράγματι είχε δει κάποτε χρυσό και πολύτιμα σκεύη στη σπηλιά, αλλά φοβούμενος τον πειρασμό, αυτός και ο Άγιος Βασίλειος είχαν θάψει τον θησαυρό και ο Θεός του πήρε την ανάμνηση που ήταν κρυμμένος.

Μη πιστεύοντας τον Άγιο, ο πρίγκιπας έδωσε εντολή να τον βασανίσουν μέχρι θανάτου. Χτύπησαν τόσο πολύ τον Άγιο Θεόδωρο, που η μπλούζα του ήταν βρεγμένη από αίμα και μετά τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάβοντας φωτιά από κάτω του. Σε κατάσταση μέθης ο πρίγκιπας τους διέταξε να βασανίσουν και τον Άγιο Βασίλειο και μετά να τον σκοτώσουν με ένα βέλος. Πεθαίνοντας, ο μάρτυρας Βασίλειος έριξε το βέλος στα πόδια του πρίγκιπα Mstislav και προέβλεψε ότι ο ίδιος σύντομα θα τραυματιζόταν θανάσιμα από αυτό. Η προφητεία εκπληρώθηκε στις 15 Ιουλίου 1099 κατά τη διάρκεια ενός εσωτερικού πολέμου με τον Ντέιβιντ Ιγκόρεβιτς. Στον τοίχο του φρουρίου Βλαντιμίρ, ο πρίγκιπας Mstislav χτυπήθηκε ξαφνικά στο στήθος από ένα βέλος μέσα από ένα άνοιγμα στα ξύλα και το επόμενο βράδυ πέθανε. Αναγνωρίζοντας το δικό του βέλος, ο πρίγκιπας είπε: «Πεθαίνω εξαιτίας των σεβαστών μαρτύρων Βασιλείου και Θεοδώρου.


Από το "Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου"
«Ρίζα πτωμάτων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν…».

Τά θεόπνευστα αὐτά λόγια τοῦ σοφοῦ ἀποστόλου ἐκπληρώθηκαν κι ἐπαληθεύτηκαν στόν ὅσιο Θεόδωρο, πού πλανήθηκε καί ταλαιπωρήθηκε φρικτά ἀπό τό δαίμονα τῆς φιλαργυρίας.

Ὁ μακάριος Θεόδωρος ἦταν στόν κόσμο ἔνδοξος ἄρχοντας μέ μεγάλη περιουσία.

Κάποτε ὅμως διάβασε στό Εὐαγγέλιο τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής». Ἀμέσως μοίρασε τα πλούτη του στούς φτωχούς, ἄφησε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου καί ἦρθε στή μονή τῶν Σπηλαίων ὅπου, μετά την κανονική δοκιμασία, ἔγινε μοναχός.


Μ’ ἐντολή τοῦ ἡγουμένου ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα ἀπό τά σπήλαια τῶν Βαράγγων. Ἐδῶ ἀσκήθηκε μέ ζῆλο, αὐταπάρνηση καί φόβο Θεοῦ γιά πολλά χρόνια.

Κάποτε ὅμως ὁ ἐπίβουλος κάθε ἀγαθοῦ διάβολος βάλθηκε νά τόν πειράξει καί νά τόν πλανήσει. Τί ἔκανε λοιπόν; Ἔσπειρε στό νοῦ του λογισμούς ἀνησυχίας γιά τό μέλλον καί τά γηρατειά του.

«Τί θά κάνεις σάν γεράσεις;» τοῦ ψιθύρισε ὕπουλα. «Τό σῶμα σου θά καταβληθεῖ. Οἱ δυνάμεις σου θά σ’ ἐγκαταλείψουν. Τα γηρατειά σου θά εἶναι δύσκολα καί βασανιστικά. Ποιός θά φροντίσει γιά σένα; Δέν βλέπεις πόσο λιτή καί ἀνεπαρκής εἶναι ἡ μοναστηριακή διατροφή; Δέν θ’ αργήσεις νά καταπέσεις. Γιατί λοιπόν, ἀνόητε, βιάστηκες νά μοιράσεις τήν περιουσία σου στούς φτωχούς; Τί θά ‘χεις τώρα γιά τά δύσκολα χρόνια τῆς ζωῆς σου; Πῶς θ ̓ ἀντιμετωπίσεις τίς ἀρρώστιες σου;».

Ἀπόγνωση κυρίεψε τό δυστυχῆ Θεόδωρο στίς σκέψεις αὐτές. Δέν ἀντιλήφθηκε πώς ἦταν πειρασμός. Δέν σκέφτηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίητε… ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά». Ξέχασε τήν ἀνύστακτη πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁ Θεόδωρος κι ἔπεσε σε βαθειά θλίψη. Τή θλίψη του αὐτή μοιράστηκε καί μέ τούς ἀδελφούς, πού μάταια τόν παρηγοροῦσαν καί ἄδικα τόν μακάριζαν πού ἄλλαξε τούς ἐπίγειους θησαυρούς μέ τούς οὐράνιους. Ὁ Θεόδωρος ἦταν ἀπαρηγόρητος.

Περισσότερο ἀπ’ ὅλους καθησύχαζε καί νουθετοῦσε τόν ἀπελπισμένο Θεόδωρο ὁ μοναχός Βασίλειος.

Ἀδελφέ Θεόδωρε, τοῦ εἶπε μιά μέρα,

– εἶναι κρῖμα νά χάσεις τούς κόπους καί τά οὐράνια βραβεῖα σου. Ἔλα στά συγκαλά σου. Στ’ ἀλήθεια μετανοιώνεις πού μοίρασες στούς φτωχούς τά ὑπάρχοντα σου; Λοιπόν, θά βρῶ τρόπο νά σοῦ τά ἐπιστρέψω! Ἀλλά προηγουμένως θά δεσμευτεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι ἀποποιεῖσαι τό μισθό τῆς ἐλεημοσύνης σου καί τόν προσφέρεις σέ μένα. Ἐσύ θά πάρεις τήν περιουσία καί θά ἡσυχάσεις. Συμφωνεῖς; Ἀλλά πρόσεξε· εἶσαι σίγουρος ὅτι θ’ ἀνεχτεῖ μιά τέτοια πράξη ὁ Κύριος; Διότι στήν Κωνσταντινούπολη ἄκουσα πώς συνέβη πρίν λίγα χρόνια τοῦτο: Κάποιος μετάνοιωσε, σάν κι ἐσένα, γιά τή διανομή τοῦ πλούτου του στούς φτωχούς. Βρῆκε λοιπόν ἕναν ἄνθρωπο πού προθυμοποιήθηκε νά τοῦ δώσει ὅσα εἶχε μοιράσει, μέ τή συμφωνία ν’ ἀποποιηθεῖ τήν οὐράνια ἀμοιβή τῆς ἐλεημοσύνης του καί νά τή μεταβιβάσει στόν ἄλλον. Ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγαν μαζί στήν ἐκκλησία καί στάθηκαν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ὁ μεταμελημένος εὐεργέτης τῶν φτωχῶν εἶπε: «Κύριε, δέν ἔκανα ἐγώ τήν ἐλεημοσύνη, ἀλλ ̓ αὐτός, ὁ διπλανός μου. Σ ̓ αὐτόν νά τή λογαριάσεις». Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τό λόγο του κι ἔπεσε νεκρός, ἐκεῖ μέσα στήν ἐκκλησία! Ἔτσι ἔχασε με μιᾶς καί τό χρυσάφι καί τή ζωή του καί τήν ψυχή του!

Μέ φρίκη ἄκουσε ὁ Θεόδωρος τή διήγηση τοῦ μακαρίου Βασιλείου. Μέ κλάματα εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό, πού τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη πνευματική θέση.

– Γι ̓ ἀνθρώπους σάν κι ἐσένα, ἀδελφέ, εἶπε ὁ Κύριος στόν προφήτη Ἱερεμία: «ἐάν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπό ἀναξίου, ὡς τό στόμα μου ἔσῃ». Ἐσύ ἔγινες γιά χάρη μου τό στόμα καί ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, Τώρα βλέπω καθαρά τήν πλάνη μου καί τήν ἁμαρτία μου. Παρακάλεσε λοιπόν τόν Κύριο νά μέ συγχωρήσει.

Ἀπό τότε ἀνάμεσα στούς ὁσίους Θεόδωρο καί Βασίλειο ἀναπτύχθηκε καί στερεώθηκε βαθειά πνευματική ἀγάπη. Ὁ Θεόδωρος, ἀφοῦ ξεπέρασε τόν πειρασμό, ἐπιδόθηκε πάλι μ’ ἐπιμονή καί ζῆλο στ’ ἀσκητικά του παλαίσματα.

Ὁ διάβολος ἔπαθε πανωλεθρία μέ τήν ἀνάνηψη καί μετάνοια τοῦ ὁσίου. Δέν ἄργησε ὅμως νά βάλει σ’ ἐφαρμογή καινούργια πανουργία.

Συνέβη ν’ ἀπουσιάσει κάποτε ὁ ὅσιος Βασίλειος ἀπό τό μοναστήρι, καί νά λείψει τρεῖς ὁλόκληρους μήνες γιά σπουδαῖες ὑποθέσεις τῆς Λαύρας. Τί ἔκανε τότε ὁ πονηρός; Ἐκμεταλλεύτηκε τήν εὐκαιρία αὐτή καί παρουσιάστηκε στόν ὅσιο Θεόδωρο μέ τή μορφή τοῦ Βασιλείου! Εἶπε πώς τάχα ἐπέστρεψε καί ἦρθε νά συζητήσει πνευματικά θέματα μέ τόν ἀγαπητό του ἀδελφό.

– Πῶς πᾶς, ἀδελφέ Θεόδωρε, εἶπε φιλικά ὁ διάβολος. Ἔχουν καρπό οι κόποι σου; Σταμάτησε ὁ δαίμονας τῆς φιλαργυρίας νά σέ πολεμᾶ ἤ σε ταλανίζει ἀκόμη;

Ο δυστυχής Θεόδωρος, χωρίς ν’ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἀπέναντί του ἔχει τόν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους, ἀποκρίθηκε:

– Μέ τίς προσευχές καί τίς συμβουλές σου, πάτερ Βασίλειε, άπαλλάχθηκα ἀπό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ. Σ’ εὐγνωμονῶ γι’ αὐτή τήν εὐεργεσία καί τιμῶ τή σοφία σου. Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι καί στό μέλλον θά ἐφαρμόζω πάντοτε τις σωτήριες ὑποδείξεις σου.

Ὁ μισόκαλος διάβολος ἀναθάρρησε μέ τά λόγια τοῦ ὁσίου, ἰδιαίτερα ἐπειδή δέν ἐπικαλέστηκε οὔτε μιά φορά τό φοβερό γιά κεῖνον ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

– Ε, τότε θά σοῦ δώσω μιάν ἄλλη συμβουλή, ἀδελφέ μου. Τώρα πού ἀπέκτησες ἀπροσπάθεια στά πλούτη καί δέν κινδυνεύει ἀπ’ αὐτά ἡ ψυχή σου, μπορεῖς ἄφοβα νά ζητήσεις ἀπό τόν Κύριο χρυσάφι, γιά νά τό μοιράσεις στούς φτωχούς καί ν’ ἀμειφθείς γιά τήν ἐλεημοσύνη σου στήν ἄλλη ζωή. Ἀπό σήμερα κιόλας προσευχήσου καί παρακάλεσε τό Θεό νά σοῦ χαρίσει θησαυρούς πολλούς, γιά τήν ἀνακούφιση τῶν δυστυχισμένων συνανθρώπων μας. Καί μόλις τούς ἀποκτήσεις, κρύψ’ τους μέσα στή σπηλιά σου καί μήν ἀφήνεις κανένα νά μπεῖ μέσα. Οὔτε ἐσύ νά βγεῖς καθόλου ἀπό δῶ, μέχρι νά σοῦ πῶ.

Ἀνύποπτος ὁ μακάριος Θεόδωρος γιά τήν ἀπάτη τοῦ ψυχοκτόνου σατανᾶ, ὑποσχέθηκε νά τηρήση ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ δῆθεν ἀδελφός Βασίλειος. Εὐχαριστημένος ὁ πονηρός ἀπό τήν πρώτη του νίκη, ἀποχαιρέτησε τόν ὅσιο καί προσποιήθηκε ὅτι φεύγει. Στήν πραγματικότητα ὅμως κρύφτηκε ἀόρατα μέσα στό σπήλαιο κι ἔσπερνε ἀσταμάτητα στό νοῦ τοῦ ὁσίου λογισμούς γιά τήν ἀπόκτηση πλούτου καί ἄλλους παρόμοιους, σπρώχνοντάς τον νά προσεύχεται ἀδιάκοπα μόνο γι’ αὐτό τό θέμα. Καί ὁ ἀπατημένος Θεόδωρος ἄδειασε τήν προσευχή του ἀπό κάθε ἄλλο περιεχόμενο καί ἱκέτευε νύχτα καί μέρα τό Θεό νά τοῦ χαρίσει χρυσάφι γιά νά τό μοιράσει στούς φτωχούς.

Σέ μιά στιγμή πού ὁ ὅσιος ἀποκοιμήθηκε, ὁ διάβολος παρουσιάστηκε στόν ὕπνο του με μορφή φωτόμορφου ἀγγέλου καί τοῦ ἔδειξε ἕνα σημεῖο στό χωματένιο δάπεδο τῆς σπηλιᾶς.

– Σκάψε ἐκεῖ καί θά βρείς θησαυρό ἀμύθητο! τοῦ εἶπε.

Ὁ ὅσιος δέν ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως στήν ὑπόδειξη τοῦ μεταμορφωμένου πονηροῦ. Ἐκεῖνος τότε ἐμφανίστηκε πάλι καί πάλι στόν ὕπνο του, μέχρι πού τόν ἔπεισε νά σκάψει ἐκεῖ πού τοῦ ἔδειχνε. Πράγματι, σε μικρό βάθος βρέθηκε ἕνα σεντούκι γεμᾶτο χρυσάφι, ἀσήμι καί πολύτιμους λίθους. Ὁ ὅσιος τό δέχτηκε σάν θεῖο δῶρο κι εὐχαρίστησε με δάκρυα τό Θεό γιά τήν «εὐεργεσία» Του!

Αλλ’ ὁ μοχθηρός σατανᾶς εἶχε ἀποφασίσει νά τρελλάνει ἐντελῶς τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πῆρε λοιπόν πάλι τή μορφή τοῦ ὁσίου Βασιλείου κι ἐπισκέφθηκε τό Θεόδωρο.

– Ποῦ εἶναι, ἀδελφέ, ὁ θησαυρός πού σοῦ ‘στειλε ὁ Θεός; Πληροφορήθηκα τήν εὕρεση του ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Ἀπό τόν ἄγγελο πού ἐπισκέφθηκε κι ἐσένα, καθώς μέ πληροφόρησε ὁ ἴδιος. Χάρη στίς προσευχές σου, μοῦ εἶπε, ἀπέκτησες αὐτό τό θεῖο δῶρο.

Ὁ Θεόδωρος δέν ἤθελε νά τοῦ δείξει τό «θεόσταλτο» θησαυρό. Ἐκεῖνος τότε ἄρχισε νά ξετυλίγει ἔντεχνα τά πονηρά του ἐπιχειρήματα:

– Αδελφέ Θεόδωρε, δέν σοῦ ἔλεγα ὅτι σύντομα θά πάρεις ἀπό τό Θεό ἀνταπόδοση γιά τήν ἀποποίηση τῆς περιουσίας σου; Τί εἶπε ὁ Κύριος; «Πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας… ἢ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει». Ὁρίστε λοιπόν! Τώρα ἔχεις στά χέρια σου τα πλούτη. Κάν’ τα ὅ,τι θέλεις!

Σκίρτησε παράξενα ἡ καρδιά τοῦ Θεοδώρου σάν ἄκουσε τήν εἰσήγηση τοῦ πονηροῦ. Ὡστόσο ἀντέδρασε κάπως.

– Ἐγώ ζήτησα ἀπό τό Θεό νά μοῦ τά δώσει γιά νά τά προσφέρω στούς φτωχούς. Πιστεύω λοιπόν ὅτι μόνο γι’ αὐτό μοῦ τά ‘στειλε.

– Πρόσεξε, ἀδελφέ Θεόδωρε, ἐπέμεινε ὁ μισόκαλος, μή σέ ρίξει πάλι σε λύπη κι ἀπόγνωση ὁ πονηρός, ὅπως συνέβη παλαιότερα. Θυμᾶσαι; Ἐγώ σοῦ συνιστῶ νά πάρεις τό θησαυρό καί νά φύγεις σ’ ἄλλη χώρα. Μήπως μόνο ἐδῶ μπορεῖς νά σωθεῖς; Ἐκεῖ θ’ ἀγοράσεις γῆ, θ’ ἀποκτήσεις ἀγαθά πολλά, ἀλλά καί θ’ ἀποφύγεις τούς δαιμονικούς πειρασμούς, πού σε ταλαιπωροῦν ἀδιάκοπα μέσα σ’ αὐτό τό σπήλαιο. Ὅταν γεράσεις καί πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως σου ἀπ’ αὐτό τόν κόσμο, τότε δίνεις τά ὑπάρχοντα σου σ’ ὅποιον θέλεις καί διατηρεῖται ἡ μνήμη σου αἰώνια.

– Μά δέν εἶναι ντροπή, ἀποκρίθηκε ὁ Θεόδωρος, ἐγώ πού ἄφησα τόν κόσμο καί ὑποσχέθηκα νά ζήσω σάν μοναχός, μέ προσευχή καί μετάνοια, μέσα σ’ αὐτό το σπήλαιο, νά γίνω τώρα ἐπίορκος, λιποτάκτης καί κοσμικός ὡς «κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα»; Τί νά σοῦ πῶ… Ὅ,τι μοῦ πεῖς θά τό κάνω. Μή μοῦ ζητᾶς ὅμως νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι.

Ὁ διάβολος λύσσαξε ἀπό τό κακό του γιά τήν παρατεινόμενη ἀντίσταση τοῦ ὁσίου. Συνέχισε ὅμως νά ὑποκρίνεται καί νά προσπαθεῖ νά τόν πείσει:

– Ἐδῶ δέν θά μπορέσεις νά κρύψεις τό θησαυρό σου. Θά τόν μυριστοῦν οἱ ἄλλοι καί θά σοῦ τόν ἁρπάξουν. Ἄκουσε με καί μή χάνεις χρόνο. Γιατί ἄν δέν ἤθελε ὁ Θεός νά ἔχεις πλούτη, δέν θά σοῦ τά ἔδινε. Οὔτε καί σέ μένα θά ἔστελνε τόν ἄγγελό του, γιά νά ἐπιβεβαιώσει τήν εὔνοια Του στό πρόσωπό σου. Δέν φτάνουν αὐτές οἱ ἀναμφισβήτητες θεϊκές ἀποκαλύψεις γιά νά σέ πείσουν;

Μέ τά πολλά ὁ πονηρός κατάφερε νά λυγίσει τήν ἀντίσταση τοῦ ὁσίου, πού πίστευε πώς εἶχε μπροστά του τό σοφό ἀδελφό του Βασίλειο. Ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται κρυφά γιά τήν ἀναχώρηση.

Ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, πού δέν θέλει τήν ἀπώλεια τῶν δούλων Του, ἔσωσε την τελευταία στιγμή καί τό μακάριο Θεόδωρο ἀπό τά νύχια τοῦ ψυχοκτόνου δράκοντα.

Τί συνέβη δηλαδή;

Ἀκριβῶς τήν ἡμέρα ἐκείνη πού ὁ ὅσιος ἀποφάσισε νά φύγει, ἐπέστρεψε ξαφνικά στό μοναστήρι ὁ μακάριος Βασίλειος. Πῆγε κατ’ εὐθεῖαν στό σπήλαιο τοῦ ἀγαπημένου του πνευματικοῦ ἀδελφοῦ.

– Ἀδελφέ μου Θεόδωρε, εἶπε μπαίνοντας, χαῖρε ἐν Κυρίῳ! Τί κάνεις; Πόσον καιρό ἔχω νά σέ δῶ! Πολύ σέ πεθύμησε ἡ ψυχή μου!

– Τί λές, ἀδελφέ Βασίλειε; ἀπόρησε ὁ Θεόδωρος. Πόσον καιρό ἔχεις νά μέ δεῖς; Χθές δέν ἤμασταν μαζί; Καί προχθές πάλι δέν μέ νουθετοῦσες ἐδῶ μέσα; Καί τώρα δέν φεύγω ἀπό δῶ σύμφωνα μέ τήν ἐντολή σου;

– Τί εἶν’ αὐτά πού λές, ἀδελφέ; ρώτησε μέ κατάπληξη ὁ Βασίλειος. Πότε «χθές» ἤμουν μαζί σου; Καί πότε «προχθές»; Καί τί σέ δίδασκα; Καί τέλος, ποῦ πηγαίνεις, ἀλήθεια; Γιατί ἐγώ μόλις τώρα γύρισα ἀπό τό ταξίδι μου καί δέν ξέρω τίποτε. Μήπως σοῦ συνέβη κανένα κακό μέ διαβολική ἐνέργεια; Πές μου, πές μου, σε παρακαλῶ, καί μή μοῦ κρύψεις τίποτα, γιά τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!

– Πάτερ Βασίλειε, γιατί μέ πειράζεις; εἶπε τότε ἀγανακτισμένος ὁ Θεόδωρος. Καί γιατί μου προκαλεῖς σύγχυση, λέγοντας μιά τό ἕνα καί μιά τό ἄλλο; Δέν ξέρω πιά τί νά πιστέψω. Πήγαινε, σε παρακαλῶ, στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ!

Ἔτσι πικραμμένος ἔδιωξε ἀπό κοντά του τό μακάριο Βασίλειο. Ἐκεῖνος γύρισε στενοχωρημένος στό μοναστήρι, γεμᾶτος λογισμούς καί ἀπορίες.

Ὁ διάβολος δέν ἔχασε εὐκαιρία. Φανερώνεται ἀμέσως μέ τή μορφή πάλι τοῦ Βασιλείου καί λέει στόν Θεόδωρο:

– Ἀδελφέ, συγχώρα με. Εἶμαι ἄθλιος. Οὔτε ξέρω κι ἐγώ τί ἔπαθα. Σε μπέρδεψα καί σέ κακοκάρδισα χωρίς λόγο. Σκοτίστηκε φαίνεται τό μυαλό μου. Πές πώς δέν ἔγινε τίποτε. Σοῦ ἐπαναλαμβάνω λοιπόν: Πήγαινε μακριά! Τώρα κιόλας φύγε ἀπό δῶ μαζί μέ τό θησαυρό! Φύγε πρίν νά εἶναι ἀργά!

Αὐτά εἶπε κι ἔγινε ἄφαντος.

Στό μεταξύ ὁ μακάριος Βασίλειος πῆρε ἀπό τό μοναστήρι μερικούς γεροντάδες καί ἦρθε πάλι μαζί μ’ αὐτούς στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου.

– Νά οἱ μάρτυρες πού θά σέ βεβαιώσουν ὅτι πέρασαν τρεῖς μῆνες ἀπό τότε πού σέ εἶδα γιά τελευταία φορά. Μέ εἶχε στείλει ὁ ἡγούμενος σε μακρινή διακονία τῆς μονῆς. Ἐσύ ὅμως ὑποστηρίζεις ὅτι ἤμουν μαζί σου, καί μάλιστα ὅτι σέ δίδασκα καί σέ νουθετοῦσα. Ὑποψιάζομαι ὅτι ἐνεργοῦσε πάνω σου ὁ διάβολος, παίρνοντας τή δική μου μορφή. Ἄν λοιπόν θέλεις να μάθεις τί ἀκριβῶς συνέβη, κάνε τοῦτο: Ὅποιος καί νά’ ρθει ἐδῶ, μήν τόν ἀφήσεις νά σοῦ πεῖ τό παραμικρό πρίν προφέρει τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἂν ἀρνηθεῖ, τότε θά γίνει φανερό ὅτι πρόκειται γιά δαίμονα.

Ὁ Θεόδωρος δέχτηκε την πρόταση. Ἔπειτα ἕνας πρεσβύτερος, ἀπό τούς γέροντες πού συνόδευαν το Βασίλειο, διάβασε τίς εὐχές τοῦ ἐξορκισμοῦ κι ἐπικαλέστηκε τήν πρεσβεία καί τή συνδρομή τῶν ὁσίων Ἀντωνίου καί Θεοδοσίου γιά τή διάλυση τῆς δαιμονικῆς πλεκτάνης.

Ἀπό τη στιγμή ἐκείνη ὁ δαίμονας δέν τόλμησε νά ἐμφανιστεῖ πάλι!

Ἀπερίγραπτη ἦταν ἡ ἔκπληξη ἀλλά καί ὁ τρόμος τοῦ Θεοδώρου, ὅταν εἶδε ὅτι κινδύνεψε γιά δεύτερη φορά νά πλανηθεῖ ἀπό τό μισάνθρωπο σατανᾶ. Ἀπό τότε μέ κανένα δέν ἐπικοινωνοῦσε, ἄν προηγουμένως δέν ἔλεγε δυνατά καί καθαρά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.

Σωσμένος καί πάλι ἀπό τό γκρεμό τῆς πνευματικῆς καταστροφῆς, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἀποφάσισε τώρα νά ἐκδικηθεῖ σκληρά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, «τόν ὄφιν τόν μέγαν τόν ἀρχαῖον», τόν «πλανῶντα τήν οἰκουμένην ὅλην».

Πρῶτα διάλεξε ἕν ̓ ἀπόμερο τόπο κι ἔσκαψε λάκκο βαθύτατο. Ἐκεῖ μέσα πέταξε μ’ ἀποστροφή τό θησαυρό πού εἶχε ἀποκτήσει ἀπ’ τό διάβολο. Ἔπειτα ἔκανε θερμή προσευχή στόν Θεό νά σβήσει ἀπό τή μνήμη του ὄχι μόνο τό θησαυρό, ἀλλά καί τόν τόπο ὁπού τόν πέταξε. Καί πράγματι, ὁ Κύριος εἰσάκουσε τή δέηση τοῦ δούλου Του. Ἀπό τότε οὔτε τό θησαυρό οὔτε ἄλλο πλοῦτο συλλογίστηκε, ἀλλά καί λησμόνησε ἐντελῶς ποῦ εἶχε θάψει τό δῶρο ἐκεῖνο τοῦ σατανᾶ.

Γιά νά προλάβει ὅμως καί νέα ἐπίθεση τῶν δαιμόνων, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἐπιδόθηκε σε σκληρούς σωματικούς κόπους. Ἔστησε ἕνα χειρόμυλο μέσα στή σπηλιά του κι ἔκανε ἀλεύρι γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς. Πήγαινε ὁ ἴδιος στό μοναστήρι, κουβαλοῦσε τόν καρπό καί τόν ἄλεθε μέ τά χέρια του. Δουλειά κοπιαστική, ἐξαντλητική. Ἀνάμεσα σ’ αὐτήν καί στήν προσευχή μοίραζε τό χρόνο τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας, ἀφήνοντας ἐλάχιστες ὧρες γιά ὕπνο. Μόλις ξημέρωνε πήγαινε το ἀλεύρι στό μοναστήρι κι ἔπαιρνε καρπό γιά νά συνεχίσει τό ἄλεσμα στό σπήλαιο.

Πέρασαν ἔτσι πολλά χρόνια. Κάποτε ὁ οἰκονόμος τῆς Λαύρας, βλέποντας τόν ὅσιο νά κοπιάζει τόσο καί νά ὑποφέρει σωματικά, τόν λυπήθηκε καί θέλησε νά τόν ἀπαλλάξει τουλάχιστον ἀπό τόν κόπο τῆς μεταφορᾶς. Μόλις ἦρθε λοιπόν ὁ καρπός ἀπό τό χωράφι, ἔστειλε πέντε φορτία στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου. Ὁ μακάριος εὐχαρίστησε συγκινημένος τούς ἀδελφούς γιά τήν πράξη τῆς ἀγάπης τους κι ἄρχισε ἀμέσως νά γυρίζει τό μύλο ψιθυρίζοντας ψαλμούς.

Μετά ἀπό ὥρα ἔνιωσε νά τόν ἐγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Σταμάτησε κι ἀκούμπησε παράμερα γιά νά ξαποστάσει λιγάκι. Ἀλλά τότε, τί ὑπακούει! Μιά τρομακτική βροντή ἀπό ψηλά, πού ἔκανε νά σειστεῖ ἡ γῆ. Καί ἀμέσως ὁ μύλος ἄρχισε νά γυρίζει μόνος του!

Ὁ μακάριος Θεόδωρος δέν ξεγελάστηκε αὐτή τή φορά. Αμέσως κατάλαβε πώς ἦταν κι αὐτό μιά πανουργία τῶν δαιμόνων, πού ἤθελαν νά τόν ἐξαπατήσουν καί νά τόν κάνουν νά πιστέψει ὅτι μέ θεϊκή ἐνέργεια κινεῖται ὁ μύλος,

Ὁ ὅσιος κραύγασε:

– Παμπόνηρε διάβολε! Ο Κύριος νά σ’ ἐπιτιμήσει!

Ο δαίμονας δέν σταμάτησε νά κινεῖ τό μύλο.

Τότε ὁ μακάριος ἔγινε αὐστηρότερος.

– Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ̔Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού σέ γκρέμισε ἀπό τόν οὐρανό γιά τήν ὑπερηφάνεια σου καί σέ παρέδωσε στούς δούλους Του γιά νά σέ ποδοπατοῦν καί νά σέ ταπεινώνουν, σέ προστάζω ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός νά μή σταματήσεις αὐτή τήν ἐργασία μέχρι ν’ ἀλέσεις ὅλο τόν καρπό. Ἔτσι θά ὑπηρετήσεις, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλεις, τούς ἁγίους ἀδελφούς.

Αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος καί ἀποσύρθηκε γιά προσευχή. Ο δαίμονας, δεσμευμένος ἀπό τή δύναμη τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἄλεσε ὑπάκουα ἐκείνη τή νύχτα ὅλο τον καρπό!

Τό ἄλλο πρωί ὁ ὅσιος Θεόδωρος εἰδοποίησε τόν οἰκονόμο νά στείλει νά πάρουν ὅλο τό ἀλεύρι. Ο οἰκονόμος ἀπόρησε καί θαύμασε. Πῶς ἦταν δυνατό ν’ ἀλεστεῖ τόσος καρπός μέσα σέ μιά νύχτα; Ἐκεῖνο ὅμως πού τόν ἔκανε πραγματικά νά τά χάσει ἦταν τό δεύτερο καί ἐξαισιότερο θαῦμα: κάθε φορτίο σταριοῦ ἔβγαλε πέντε φορτία ἀλεύρι!

Ἔτσι, γι’ ἄλλη μιά φορά, ἐπιβεβαιώθηκαν οἱ ἀψευδεῖς λόγοι τοῦ Κυρίου, «ἰδού δίδωμι ὑμῖν τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν… ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ», καθώς καί τῶν ἀποστόλων πού τοῦ ἔλεγαν χαρούμενοι, «Κύριε, καί τά δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου»!

Μέ τό πάθημά τους αὐτό οἱ δαίμονες ἐξευτελίστηκαν καί ἀναγκάστηκαν νά ἐξαφανιστοῦν ντροπιασμένοι, οὐρλιάζοντας:

– Ἀλλοίμονο μας! Δέν πέφτει πιά στίς παγίδες μας ὁ καταραμένος Θεόδωρος! Φεύγουμε! Ποτέ δέν θά ξαναπατήσουμε σ’ αὐτό τόν τόπο!

Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ ὅσιος Θεόδωρος, γέρος κι ἀνήμπορος πιά, ἐγκατέλειψε τό ὑγρό καί σκοτεινό σπήλαιο καί πῆγε νά ἐγκατασταθεῖ στό παλιό μοναστήρι. Στό σπήλαιο ἔμεινε τώρα ὁ ὅσιος Βασίλειος, πού θέλησε ν’ ἀσκηθεί στή μόνωση.

Το παλιό μοναστήρι ἦταν πρόσφατα καμμένο ἀπό πυρκαγιά καί οἱ πατέρες εἶχαν συγκεντρώσει στίς ὄχθες τοῦ Δνείπερου ξυλεία γιά τήν ἀνακατασκευή του.

Ὁ μακάριος Θεόδωρος, παρά τά γηρατειά του, ἄρχισε νά κουβαλάει ἀπό τά ξύλα ἐκεῖνα στό βουνό, γιά νά φτιάξει μόνος τό ξύλινο κελλί του.

Ἀλλά οἱ πανοῦργοι δαίμονες, τυφλωμένοι ἀπό το μῖσος καί τήν κακία τους, ξέχασαν φαίνεται τί εἶχαν πάθει ἀπό τόν ὅσιο. Ξέχασαν ἐπίσης τούς ὅρκους πού ἔκαναν νά μήν ξαναπατήσουν στόν τόπο ἐκεῖνο. Καί ἀποφάσισαν νά βλάψουν τόν ἐκλεκτό δοῦλο τοῦ Ὑψίστου. Ἀδυνατῶντας ὅμως πιά νά τοῦ προξενήσουν ψυχική βλάβη, τόν ἐκδικήθηκαν μέ ἄλλο τρόπο: Ὅσα ξύλα κουβαλοῦσε στό βουνό τήν ἡμέρα, τοῦ τά πετοῦσαν μέ μανία τή νύχτα κάτω, στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ.

Ὁ ὅσιος κατάλαβε πώς οἱ δαίμονες ἔκαναν τή ζημιά. Τή νύχτα, ὅταν ἄκουσε τούς πρώτους θορύβους ἀπό τό κατρακύλισμα τῶν ξύλων, στάθηκε στό βουνό καί εἶπε:

– Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σᾶς προστάζω ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός δοῦλος Του, ν’ ἀνεβάσετε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ὅλη τήν ξυλεία πού βρίσκεται δίπλα στό ποτάμι, γιά ν’ ἀπαλλάξετε ἔτσι τούς ἀδελφούς ἀπό τά ἔξοδα πού θά πλήρωναν στούς ἀγωγιάτες γιά τή μεταφορά της. Ἔτσι θ’ ἀνεγερθεί σ’ αὐτό τόν τόπο οἶκος προσευχῆς πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κι ἐσεῖς θά κατανοήσετε μέ τρόπο ὀδυνηρό ὅτι ἐδῶ κατοικεῖ ὁ Κύριος καί δέν ὑπάρχει θέση γιά σᾶς!

Ἀμέσως οἱ δαίμονες ρίχτηκαν στό κουβάλημα της ξυλείας. Μέχρι τό πρωί εἶχαν μεταφέρει τόση ποσότητα, πού ἔφτανε γιά τήν κατασκευή ὄχι μόνο ἑνός κελλιοῦ, ἀλλά ὁλόκληρης μονῆς.

Τήν ἄλλη μέρα τα χαράματα, μερικοί ἀγωγιάτες, σταλμένοι ἀπό τό μοναστήρι, ἦρθαν στό ποτάμι γιά νά μεταφέρουν τά ξύλα. Δέν βρῆκαν ὅμως ἐκεῖ οὔτε ἕνα κορμό. Δέν ἄργησαν νά διαπιστώσουν ὅτι ὅλα βρίσκονταν ἤδη στήν κορυφή του βουνοῦ, καί μάλιστα τοποθετημένα μέ ἀξιοθαύμαστη τάξη: ἀλλοῦ ἦταν ντανιασμένα τά ξύλα γιά τίς σκεπές, ἀλλοῦ γιά τά πατώματα, πιό πέρα γιά τίς σκαλωσιές, κ.ο.κ. Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἦταν φανερό ὅτι τό ἔργο εἶχε πραγματοποιηθῆ ἀπό κάποια ὑπεράνθρωπη δύναμη.

Γι’ ἄλλη μιά φορά τά πονηρά πνεύματα εἶχαν ταπεινωθεῖ καί ἀτιμασθεῖ ἀπό τό δοῦλο τοῦ Κυρίου Θεόδωρο. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ὑπερηφανεύτηκε οὔτε χάρηκε γι’ αὐτό. Θυμόταν πάντοτε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «πλήν ἐν τούτῳ μή χαίρετε, ὅτι τά πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται χαίρετε δέ ὅτι τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ἀλλά ποιά ἀτίμωση καί ποιός ἐξευτελισμός εἶναι ἱκανός νά νικήσει τό δαιμονικό φθόνο; Οἱ δαίμονες, πιό λυσσασμένοι παρά πουτέ κατά τοῦ μακαρίου Θεοδώρου, καταριόντουσαν καί ἀπειλοῦσαν καθώς ἔφευγαν:

– Ὦ κακέ καί ἄσπονδε ἐχθρέ μας, Θεόδωρε! Δέν θά πάψουμε νά σέ πολεμοῦμε, ὅ,τι καί νά μᾶς κάνεις! Θά σέ τυραννοῦμε ὡς τήν τελευταία σου ἀναπνοή! Δέν θά ἡσυχάσουμε μέχρι νά σέ παραδώσουμε σε πικρό θάνατο! Μᾶς ἔκαψες καί θά σέ κάψουμε!

Πρώτη τους δουλειά ἦταν τώρα νά ξεσηκώσουν τούς ἀγωγιάτες ἐναντίον τοῦ ὁσίου..

Πράγματι, μέ ἄγριες διαθέσεις πῆγαν ἐκεῖνοι καί τόν ἀπείλησαν.

– Καλόγερε, ἐμεῖς συμφωνήσαμε μέ τό μοναστήρι νά κουβαλήσουμε την ξυλεία. Δέν ξέρουμε μέ τί πανουργίες ἐσύ κι ὁ φίλος σου, ἐκεῖνος ὁ Βασίλειος, τήν ἀνεβάσατε στό βουνό. Αὐτό πού ξέρουμε εἶναι πώς θέλουμε τή συμφωνημένη ἀμοιβή. Ἐσύ εἶσαι ἡ αἰτία πού χάσαμε τη δουλειά. Η μᾶς πληρώνεις λοιπόν ἤ θά ‘χουμε κακά ξεμπερδέματα!

Ὁ ὅσιος βέβαια δέν εἶχε χρήματα γιά νά τούς πληρώσει.

Οἱ ἀγωγιάτες, σάν εἶδαν πώς οὔτε μέ τή βία θά κέρδιζαν τίποτα, κατέφυγαν στόν δικαστή της περιοχῆς. Τόν δωροδόκησαν καί τόν «ἔπεισαν» γιά τό δίκιο τους!

Ἡ ἀπόφαση τοῦ δικαστῇ ἦταν καταδικαστική γιά τόν ὅσιο. Ποῦ νά δεχτεῖ τή διαβεβαίωσή του ὅτι… οἱ δαίμονες ἔκαναν τη μεταφορά! Γέλασε κοροϊδευτικά καί εἶπε:

– Ἄς σέ βοηθήσουν καί τώρα οἱ δαίμονες νά πληρώσεις τούς ἀγωγιάτες, ὅπως σε βοήθησαν καί στό κουβάλημα τῶν ξύλων!

Ἀδιαμαρτύρητα καί ταπεινά δέχτηκε ὁ μακάριος τήν καταδίκη. Ἄρχισε νά ἐργάζεται σκληρά ἀπό κείνη τήν ἡμέρα καί ξεχρέωσε σιγά-σιγά τούς ἀγωγιάτες μέ τό έργόχειρο του.

Μόλις εἶδε ὁ πονηρός ὅτι δέν κατόρθωσε νά κάνει μεγάλο κακό στόν ὅσιο, μηχανεύτηκε ἕναν ἄλλο τρόπο ἐκδικήσεως, πού τόν εἶχε ξαναδοκιμάσει στό παρελθόν: Πῆρε τή μορφή τοῦ ὁσίου Βασιλείου, πού ἀσκήτευε ἔγκλειστος στό σπήλαιο, καί παρουσιάστηκε σ’ ἕναν ἀπό τούς βογιάρους τοῦ τότε ἡγεμόνα Μστισλάβου Σβιατοπόλισιτς. Ὁ βογιάρος γνώριζε καλά τόν ὅσιο Βασίλειο ἀπό παλαιά, ἀλλά, φυσικά, δέν κατάλαβε ὅτι τώρα μπροστά του βρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ πονηρός μεταμορφωμένος.

– Ἔχω νά σοῦ πῶ κάτι πολύ σπουδαῖο, τοῦ εἶπε ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ὁ Θεόδωρος, πού ἔμενε πρίν ἀπό μένα στό σπήλαιο, βρῆκε ἐκεῖ ἕνα μεγάλο θησαυρό, θαμμένο από τούς Βαράγγους. Τί χρυσάφι! Τί ἀσήμι! Τί πολύτιμα πετράδια! Θέλησε νά τά πάρει ὅλα καί νά τό σκάσει σ’ ἄλλη χώρα. Ἐγώ ὅμως κατόρθωσα καί τόν συγκράτησα πρός τό παρόν. Τώρα παριστάνει το σαλό. Ἔχει κάνει συμφωνία μέ τούς δαίμονες νά τοῦ δουλεύουν. Ἄλλοτε τοῦ ἀλέθουν τόν καρπό, ἄλλοτε τοῦ κουβαλοῦν ξύλα. Ἔτσι ξεγελάει τούς ἄλλους. Τό θησαυρό τόν ἔχει κρυμμένο κάπου καί περιμένει την κατάλληλη εὐκαιρία γιά νά τόν πάρει καί νά φύγει. Ἔτσι ὅμως ὁ ἡγεμόνας μας δέν θά πάρει τίποτα ἀπ’ αὐτό τόν πλοῦτο.

Σάν ἄκουσε τά λόγια αὐτά ὁ βογιάρος, πῆρε τό δαίμονα – τόν ὑποτιθέμενο μοναχό Βασίλειο – καί τόν ὁδήγησε στόν ἡγεμόνα Μστισλάβο. Ἐκεῖ ὁ πονηρός ἐπανέλαβε τήν «καταγγελία» του, προσθέτοντας καί τοῦτο:

– Ἄν θέλετε νά προλάβετε πρίν νά εἶναι ἀργά, στεῖλτε το συντομώτερο ἀνθρώπους νά κατάσχουν τό θησαυρό τοῦ Θεοδώρου. Κι ἄν δέν θελήσει νά σᾶς τόν παραδώσει μέ τό καλό, μεταχειριστῆτε βία! Ἄν πάλι οὔτε ἔτσι ὑποκύψει, παραδῶστε τον στούς βασανιστές. Ἴσως μέ τά πολλά βασανιστήρια νά τσακίσετε την ἀντίσταση του!

Αὐτά εἶπε ὁ διάβολος κι ἐξαφανίστηκε.

Τό ἄλλο πρωί κιόλας ὁ ἡγεμόνας ξεκίνησε γιά το παλιό μοναστήρι, μαζί μέ μεγάλο στρατιωτικό σῶμα, σάν νά πήγαινε ν’ ἀντιμετωπίσει κανένα πανίσχυρο ἐχθρό. Συνέλαβε χωρίς δυσκολία τόν μακάριο Θεόδωρο καί τόν ἔφερε σιδηροδέσμιο στό ἀνάκτορό του.

Στήν ἀρχή τοῦ μίλησε μαλακά.

– Γιά πές μου, πάτερ, εἶν ̓ ἀλήθεια πώς βρῆκες θησαυρό; Ἔτσι ἄκουσα.

– Μάλιστα, ἀλήθεια εἶναι. Ἀλλά τώρα εἶναι θαμμένος κάπου στά Σπήλαια.

– Καί ποιός τόν εἶχε κρύψει ἐκεῖ; Ξέρεις;

– Ὅσο ζοῦσε ἀκόμη ὁ ὅσιος πατέρας μας Αντώνιος, κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι ὁ χῶρος τῶν σπηλαίων χρησίμευε σάν κρυψώνας τῶν θησαυρῶν τῶν Βαράγγων, γι’ αὐτό μέχρι σήμερα όνομάζονται «Σπήλαια τῶν Βαράγγων». Χρυσάφι καί ἀσήμι εἶδα σέ τεράστια ποσότητα, καθώς καί πολύτιμους λίθους καί σκεύη χρυσοποίκιλτα.

– Καί γιατί, πάτερ, εἶπε τότε ὁ ἡγεμόνας, δέν δίνεις τό θησαυρό αὐτό σέ μένα, πού τόν δικαιοῦμαι σάν ἄρχοντας τοῦ τόπου; Ἐγώ θά κρατήσω τό μεγαλύτερο μέρος κι ἐσύ σοῦ τό ὑπόσχομαι ὅ,τι σοῦ ἀναλογεῖ θά τό πάρεις.

– Ἄρχοντα μου, ἀποκρίθηκε ἤρεμα ὁ ὅσιος, τίποτα δέν ἐπιθυμῶ νά πάρω ἀπό τό θησαυρό. Μοῦ εἶναι ἄχρηστος. Ἄν περνοῦσε ἀπό τό χέρι μου, θά σοῦ τόν χάριζα ὁλόκληρο. Ἐσύ δουλεύεις στόν μαμωνᾶ, ἐγώ ὅμως δουλεύω στόν Χριστό καί εἶμαι ἀπελευθερωμένος ἀπό τά ὑλικά. Ἀλλά, δυστυχῶς, δέν μπορῶ νά σέ ἱκανοποιήσω, γιατί ὁ Θεός, ὕστερα ἀπό δική μου παράκληση, ἔσβησε ἀπό τή μνήμη μου τή θύμηση τοῦ τόπου, πού εἶναι κρυμμένος ὁ θησαυρός.

Τότε ὁ ἡγεμόνας ἄλλαξε προσωπεῖο. Στράφηκε μέ ὀργή στούς ὑπηρέτες του καί πρόσταξε:

Αὐτός ὁ καλόγερος παρεξήγησε τήν καλωσύνη μου. Πᾶρτε τον, λοιπόν, δέστε του τά χέρια καί τά πόδια καί ἀφῆστε τον τρεῖς ἡμέρες νηστικό! Ἴσως ἔτσι ν’ ἀλλάξει γνώμη!

Σέ λίγο ὁ ὅσιος τοῦ Θεοῦ ἦταν ἁλυσοδεμένος.

Ὁ Μστισλάβος τόν ρώτησε ἄγρια καί εἰρωνικά:

– Μήπως θυμήθηκες, καλόγερε, ποῦ εἶν ̓ ὁ θησαυρός;

– Σοῦ εἶπα, δέν γνωρίζω, ἀποκρίθηκε ὁ ὅσιος κοιτάζοντάς τον ἴσια στά μάτια.

– Βασανίστε τον! οὔρλιαξε ἔξαλλος ὁ αἱμοχαρής ἡγεμόνας. Σέ λίγο τό τρίχινο τριβώνιο τοῦ ὁσίου εἶχε γίνει κατακόκκινο ἀπό τά αἵματα τῶν ραβδισμῶν. Ὑπέμενε ὅμως τα χτυπήματα ἀμίλητος, ἀνέκφραστος, ψιθυρίζοντας συνεχῶς προσευχές μέ κλειστά τά μάτια.

Μετά ἀπό πολύωρο ξυλοδαρμό, πού ἔκανε νά λάμψει ἡ ὑπομονή καί ἡ ἐγκαρτέρηση τοῦ ὁσίου, ὁ Μστισλάβος διέταξε νά τόν δέσουν πισθάγκωνα καί νά τόν κρεμάσουν, ἀνάβοντας κάτω ἀπό τά πόδια του δυνατή φωτιά.

Τότε θαύμασαν ὅλοι τή θαυματουργική ἐπεμβάση τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἄφησε νά δοκιμασθεῖ ὁ δοῦλος Του «ὑπέρ ὅ ἠδύνατο». Γιατί ἡ ἀνελέητη φωτιά μεταβλήθηκε σε δροσιστική αὔρα, πού δρόσιζε καί ἀνακούφιζε τό πληγωμένο ὁσιακό σῶμα, ὅσο βρισκόταν κρεμασμένο πάνω ἀπό τίς φλόγες. Μετά ἀπό ὥρα, ὄχι μόνο ὁ ὅσιος ἦταν ἀπείραχτος ἀπό τή φωτιά, ἀλλά καί τό τρίχινο ἔνδυμά του δέν εἶχε κἄν μαυρίσει ἀπό τόν καπνό.

Πανικοβλήθηκε ὁ ἡγεμόνας ὅταν εἶδε τό θαῦμα καί εἶπε στόν ὅσιο Θεόδωρο:

Γιατί, καλόγερε, δέν μοῦ δίνεις τό θησαυρό, πού μοῦ ἀνήκει; Ἀποκάλυψε ποῦ εἶναι κρυμμένος καί θά σ ̓ ἀφήσω ἀμέσως ἐλεύθερο.

– Ἀλήθεια σοῦ λέω, ἄρχοντα, ἀπάντησε ὁ ὅσιος. Δέν ξέρω ποῦ εἶναι ὁ θησαυρός. Ὅταν τόν βρῆκα μέ ὑπόδειξη τοῦ πονηροῦ, ὁ ἀδελφός μου Βασίλειος μ’ ἔσωσε ἀπό τήν ψυχική καταστροφή μέ τήν ἐπέμβαση καί τίς προσευχές του. Μετά ἀπ’ αὐτό ἔσκαψα κάπου ἕνα λάκκο καί τόν ἔκρυψα, ἀλλά παρακάλεσα τό Θεό νά μέ κάνει νά ξεχάσω τό μέρος ἐκεῖνο. Ἔτσι ἔγινε, ὅπως σᾶς λέω. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια.

Ὁ Μστισλάβος διέταξε νά κατεβάσουν τόν ὅσιο καί νά περιποιηθοῦν τά τραύματά του. Ὕστερα ἔστειλε ἀνθρώπους νά φέρουν ἀπό τό σπήλαιο τόν ἔγκλειστο Βασίλειο. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ν’ ἀφήσει τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, ἀλλά οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνα τόν ἅρπαξαν καί τόν ἔσυραν βίαια μέχρι τό παλάτι.

Σάν τόν εἶδε ὁ Μστισλάβος εἶπε συγχυσμένος:

− Ὅλα ὅσα μέ πρόσταξες νά κάνω σ’ αὐτόν τόν κακόγερο τά ἔκανα. Αλλ ̓ ἀποτέλεσμα κανένα. Γι’ αὐτό Ζήτησα ἐσένα τόν ἴδιο γιά μάρτυρα.

Ὁ φωτισμένος νοῦς τοῦ μακαρίου Βασιλείου ὑποψιάστηκε ἀμέσως νέα δαιμονική πλεκτάνη. Γι’ αὐτό ρώτησε:

– Καί τί ἀκριβῶς σοῦ εἶπα νά κάνεις, ἄρχοντα;

– Ἐσύ δέν μοῦ φανέρωσες τό μυστικό τοῦ θαμμένου θησαυροῦ, πού ἀνακάλυψε τοῦτος ἐδῶ; ̓Ἀρνεῖται τώρα ν’ ἀποκαλύψει τό μέρος πού τόν ἔχει κρύψει, γι ̓ αὐτό τόν βασάνισα, ὅπως μοῦ ὑπέδειξες.

Ὁ θεοφώτιστος Βασίλειος κατάλαβε.

– Ὁ πονηρός δαίμονας ἔστησε παγίδα, εἶπε. Καί στόν εὐλογημένο Θεόδωρο καί σέ σένα, ἄρχοντά μου. Μάθε λοιπόν ὅτι ἐμένα ποτέ δέν μέ εἶδες. Καί πῶς νά μέ δεῖς, ἀφοῦ ἔχω δεκαπέντε χρόνια νά βγῶ ἀπό τό σπήλαιο;

– Μά σέ εἴδαμε κι ἐμεῖς νά μιλᾶς στόν κύριό μας, πετάχτηκαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Μστισλάβου. 

– Ἦταν ὁ διάβολος μέ τή δική μου μορφή καί σᾶς ἐξαπάτησε ὅλους. Ἐγώ οὔτε ἐσᾶς οὔτε τόν κύριό σας εἶδα.

Ἀλλά πῶς νά πιστέψει ὁ ἀγροῖκος ἡγεμόνας στήν ἀπίστευτη ἐξήγηση τοῦ ὁσίου; ̓́Ἄναψε πάλι ἀπ’ τό θυμό του κι ἔδωσε προσταγή νά βασανίσουν ἀλύπητα καί τό Βασίλειο, πού τόσο ἀδιάντροπα τόν κορόϊδευε, καθώς νόμιζε. Ἦταν τόσο ἐξαγριωμένος, πού ἅρπαξε τό τόξο του κι ἔριξε ἕνα βέλος ἐναντίον τοῦ ὁσίου.

Ὁ ὅσιος Βασίλειος τράβηξε ψύχραιμα κι ἔβγαλε τό βέλος ἀπό τό σῶμα του. Τό πέταξε στα πόδια τοῦ ἡγεμόνα καί εἶπε σταθερά:

– Πολύ σύντομα θά χτυπηθεῖς κι ἐσύ ὁ ἴδιος ἀπό τόξο!

Μετά ἀπ ̓ αὐτό παραδόθηκαν κι οἱ δυό ὅσιοι σέ ἀνηλεῆ βασανιστήρια. Οἱ αἱμοχαρεῖς βασανιστές δέν σταμάτησαν νά τούς χτυποῦν, νά τούς τρυποῦν καί νά τούς σκίζουν τίς σάρκες, μέχρι πού μετέβαλαν τά τίμια σώματά τους σε δυό πληγές. Λίγο ἀκόμη καί θά ξεψυχοῦσαν. Τότε ὁ θηριώδης Μστισλάβος διέταξε νά τούς ρίξουν σέ μιά ὑπόγεια, σκοτεινή φυλακή μέχρι τό πρωί.

– Ἄν αὔριο εἶναι ἀκόμη ζωντανοί, πρόσταξε ὁ ἀνόσιος τούς βασανιστές, συνεχίστε τή δουλειά σας χωρίς οἶκτο!

Ἀλλά ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός δέχτηκε τό μαρτυρικό αἷμα τῶν ὁσίων Του ὡς «θυσίαν δεκτήν καί εὐάρεστον» καί δέν ἐπέτρεψε νά δοκιμαστοῦν περισσότερο. Τήν ἴδια νύχτα τούς πῆρε κοντά Του, ἐξάγοντας «ἐκ φυλακῆς τάς ψυχάς αὐτῶν».

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε γιά τήν κοίμησή τους, πρόσταξε νά πετάξουν ἔξω ἀπό τή φυλακή τά σεπτά λείψανα. Ἀπό κεῖ τά συνέστειλαν εὐλαβικά οἱ ἀδελφοί καί τά ἔθαψαν στό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τους.

̓Ἀργότερα τά πολύαθλα σώματα ἀνακομίσθηκαν στό σπήλαιο τοῦ ὁσίου ̓Ἀντωνίου, ὅπου καί τά λείψανα τῶν ἄλλων κεκοιμημένων ὁσίων πατέρων, καί μέχρι σήμερα ἀναπαύονται ἐκεῖ ἄφθορα καί δοξασμένα. Τά ἅγια σκηνώματα εἶναι ἀκόμη ντυμένα μέ τά τρίχινα μοναχικά τριβώνια, πού κι αὐτά παραμένουν ἄφθαρτα ὥς τίς ἡμέρες μας καί μουσκεμένα μέ τό νωπό ὁσιομαρτυρικό αίμα.

Δέν πέρασε πολύς καιρός ἀπό τή μακαρία κοίμηση τῶν ὁσίων, κι ἐκπληρώθηκε ἡ πρόρρηση τοῦ ὁσίου Βασιλείου γιά τόν ἡγεμόνα.

Σέ μιάν ἐμφύλια διαμάχη ὁ Μστισλάβος πολεμοῦσε κοντά στό Βλαντιμίρ ἐναντίον τοῦ πρίγκιπα Δαβίδ Ιγκόρεβιτς. Ἕνα βέλος χτύπησε θανάσιμα τόν ἡγεμόνα στό στῆθος. Τήν ὥρα πού ξεψυχοῦσε στα χέρια τῶν στρατιωτῶν του, θυμήθηκε τήν ὁσιακή προειδοποίηση καί ψέλλισε:

– Τιμωροῦμαι τώρα γιά τό κακό πού ἔκανα στούς ὁσίους Θεόδωρο καί Βασίλειο!

Ἔτσι ὁ ἀπάνθρωπος καί ἀσεβής μονάρχης, «κακός ὤν κακῶς ἀπωλέσθη», ἐνῶ οἱ μακάριοι καί φιλόχριστοι ὅσιοι Θεόδωρος καί Βασίλειος πῆραν τό άμάραντο στεφάνι τῆς οὐράνιας δόξης ἀπό τό μισθαποδότη Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος