Στον θερινό κινηματογράφο "Τιτάνια" Σερρών προβλήθηκε η ταινία "Madame Bovary", 24 Αυγούστου 1938
Στις 24 Αυγούστου 1938, στον θερινό κινηματογράφο "Τιτάνια" στην πόλη των Σερρών προβλήθηκε η ταινία "Madame Bovary" (Μαντάμ Μποβαρύ), με πρωταγωνιστές τους Pola Negri, Aribert Wäscher και Ferdinand Marian. . Η ταινία αυτή, βασισμένη στο κλασικό μυθιστόρημα του Gustave Flaubert.
Η Madame Bovary είναι μια γερμανική ιστορική δραματική ταινία του 1937 σε σκηνοθεσία Γκέρχαρντ Λάμπρεχτ και με πρωταγωνιστές τους Pola Negri, Aribert Wäscher και Ferdinand Marian. Είναι μια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Gustave Flaubert του 1857 Madame Bovary. Γυρίστηκε στα στούντιο Babelsberg στο Πότσνταμ. Τα σκηνικά της ταινίας σχεδιάστηκαν από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Otto Moldenhauer.
Η Πόλα Νέγκρι (Pola Negri, 3 Ιανουαρίου 1897 - 1 Αυγούστου 1987), γεννημένη Μπάρμπαρα Απολόνια Χάλουπιετς (Barbara Apolonia Chałupiec), ήταν Πολωνή ηθοποιός η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή την εποχή του βουβού κινηματογράφου και της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ για τους τραγικούς και femme fatale ρόλους της. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίους ηθοποιός που προσκλήθηκε στο Χόλιγουντ. Η καριέρα της περιελάμβανε επίσης παραστάσεις σε θέατρο και βοντβίλ, μπαλέτο, δισκογραφική δουλειά και ήταν επίσης και συγγραφέας.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το πρωτότυπο κείμενο από το Project Gutenberg (στα Γαλλικά).
Η σελίδα τίτλου από την αρχική έκδοση του 1857
Η Μαντάμ Μποβαρύ ή Η κυρία Μποβαρύ (πλήρης τίτλος στα γαλλικά: Madame Bovary: Mœurs de province: Η κυρία Μποβαρύ: Επαρχιακά ήθη) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Γκυστάβ Φλωμπέρ.
Κύριο πρόσωπο του βιβλίου είναι η Έμμα Μποβαρύ, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεφύγει από τη βαρετή και άδεια επαρχιακή ζωή, δημιουργεί εξωσυζυγικές σχέσεις, καταχρεώνεται σε δαπάνες για περιττές πολυτέλειες, χρεοκοπεί τον σύζυγό της και στο τέλος αυτοκτονεί.
Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Revue de Paris σε συνέχειες στα τέλη του 1856. Το θέμα του μυθιστορήματος (συζυγική απιστία) προκάλεσε τότε σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας, ο διευθυντής του περιοδικού και ο τυπογράφος να κατηγορηθούν για προσβολή των δημοσίων ηθών. Στη δίκη που επακολούθησε, ο Φλωμπέρ αθωώθηκε, ενώ το μυθιστόρημα έγινε διάσημο και γνώρισε εμπορική επιτυχία τεράστια για την εποχή του.
Από τα πρώτα έργα του λογοτεχνικού ρεαλισμού, το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ θεωρείται αριστούργημα και ένα από τα έργα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της λογοτεχνίας. Στα Ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1923-1924, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Πρόσωπα και πλοκή
Το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρύ διαδραματίζεται στη βόρεια Γαλλία, κοντά στη Ρουέν της Νορμανδίας. Το Α΄ Μέρος του μυθιστορήματος ξεκινά με τον Κάρολο Μποβαρύ (Charles Bovary), έναν ντροπαλό έφηβο που γίνεται περίγελος των συμμαθητών του και των δασκάλων του λόγω της επαρχιώτικης προφοράς, των φτωχικών ρούχων και των μετρίων έως ισχνών ικανοτήτων του. Ο Κάρολος προσπαθεί να αποκτήσει δίπλωμα γιατρού και, χάρη στην επιμονή και βοήθεια της μητέρας του, γίνεται επίτροπος στην Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι' αυτόν, την άσχημη, γκρινιάρα, αλλά δήθεν πλούσια χήρα Ελοΐζ Ντιμπίκ (Héloïse Dubuc), και εγκαθίσταται ως γιατρός στο χωριό Τοστ (Tostes).
Η Έμμα και ο Κάρολος Μποβαρύ την ώρα του δείπνου. Από έκδοση του 1905 με εικονογράφηση του Αλφρέντ ντε Ρισμόν (Alfred de Richemont).
Κάποια ημέρα, ο Κάρολος επισκέπτεται έναν κτηματία με σπασμένο πόδι. Εκεί συναντά την Έμμα Ρουό (Emma Rouault), κόρη του τραυματία. Η Έμμα είναι νέα, όμορφη, καλοντυμένη και με καλή εκπαίδευση σε οικοτροφείο για καλόγριες. Ο Κάρολος ελκύεται απ' αυτήν και επισκέπτεται τον τραυματία πατέρα της πολύ πιο συχνά απ' ό,τι είναι απαραίτητο, μέχρις ότου η ζήλια της Ελοΐζ τον αναγκάζει να σταματήσει τις επισκέψεις. Όταν η Ελοΐζ πεθαίνει απροσδόκητα, ο Κάρολος περιμένει κἀποιο διάστημα προτού ζητήσει την Έμμα σε γάμο. Ο πατέρας της Έμμας δίνει τη συγκατάθεσή του και η Έμμα και ο Κάρολος παντρεύονται.
Με τον γάμο, ο Κάρολος αποδεικνύεται καλοπροαίρετος· λατρεύει τη σύζυγό του, αλλά είναι αδέξιος και βαρετός. Η Έμμα λαχταρά την πολυτέλεια, ενώ η σκέψη της είναι επηρεασμένη από την ανάγνωση λαϊκών ρομαντικών μυθιστορημάτων. Μετά τη συμμετοχή του ζεύγους στον χορό του μαρκησίου ντ' Αντερβιλιέ (d'Andervilliers), η Έμμα βρίσκει τη συζυγική ζωή μουντή και άχαρη. Ο Κάρολος αποφασίζει ότι η σύζυγός του χρειάζεται αλλαγή περιβάλλοντος και γι' αυτό μετακομίζουν στο μεγαλύτερο χωριό Γιονβίλ (Yonville-l'Abbaye ή απλά Yonville).
Στο Β΄ Μέρος του μυθιστορήματος, η Έμμα γεννά στη Γιονβίλ μια κόρη, την Μπέρτα (Berthe). Όμως και η μητρότητα αποδεικνύεται απογοήτευση για την Έμμα, που εξακολουθεί να ονειρεύεται μεγάλη ζωή. Συναναστρέφεται έναν έξυπνο νεαρό που συναντάει στη Γιονβίλ, τον εκπαιδευόμενο φοιτητή νομικής Λεόν Ντιπουί (Léon Dupuis), που συμμερίζεται το πάθος της για τη λογοτεχνία και τη μουσική. Ανησυχώντας για την εικόνα της ως σύζυγος και μητέρα, η Έμμα δεν εκδηλώνει τα αισθήματά της στον Λεόν και αποκρύπτει την περιφρόνησή της για τον Κάρολο. Ο Λεόν απελπισμένος αναχωρεί για σπουδές στο Παρίσι.
Λίγο καιρό αργότερα, ένας πλούσιος και πονηρός γαιοκτήμονας, ο Ροδόλφος Μπουλανζέ (Rodolphe Boulanger), φέρνει στο ιατρείο του Καρόλου έναν εργάτη του για θεραπεία. Ο Ροδόλφος βλέπει την Έμμα και αποφασίζει να την κάνει ερωμένη του. Την προσκαλεί να κάνει μαζί του ιππασία για χάρη της υγείας της. Ο Κάρολος, ανήσυχος για την υγεία της συζύγου του και ανυποψίαστος, συμφωνεί με την πρόταση του Ροδόλφου. Στον πρώτο τους περίπατο με τα άλογα, η Έμμα και ο Ροδόλφος συνάπτουν σχέση. Αυτή, παρασυρμένη από τη ρομαντική φαντασία της, γρἀφει επιστολές στον εραστή της και τον επισκέπτεται συχνά. Μετά από τέσσερα χρόνια, του προτείνει να κλεφτούν. Όμως ο Ροδόλφος δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της, γιατί για τον ίδιο η Έμμα δεν ήταν παρά μια ακόμα κατάκτηση. Την παραμονή της προγραμματισμένης αναχώρησής τους, τερματίζει τη σχέση τους με μια υποκριτική επιστολή τοποθετημένη στο κάτω μέρος ενός καλαθιού με βερίκοκα που στέλνει στην Έμμα. Το γράμμα κλονίζει την τελευταία τόσο πολύ που αρρωσταίνει βαριά και σύντομα στρέφεται στη θρησκεία.
Όταν η Έμμα αναρρώνει σχεδόν πλήρως, πηγαίνει μαζί με τον Κάρολο στην κοντινή Ρουέν για να παρακολουθήσουν παράσταση όπερας. Η όπερα ξαναζωντανεύει τα πάθη της Έμμας όταν εκεί συναντά τον Λεόν, ο οποίος τώρα εκπαιδεύεται και εργάζεται στην πόλη.
Στο Γ΄ Μέρος του μυθιστορήματος, ο Λεόν και η Έμμα ξεκινούν ερωτική σχέση. Ενώ ο Κάρολος νομίζει ότι η Έμμα παρακολουθεί μαθήματα πιάνου, η σύζυγός του πάει στη Ρουέν κάθε εβδομάδα για να συναντήσει τον Λεόν, πάντα στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου ξενοδοχείου, το οποίο οι δύο αρχίζουν να βλέπουν σαν το σπίτι τους. Η ερωτική σχέση είναι εκστατική στην αρχή, αλλά ο Λεόν αρχίζει να βαριέται τις συναισθηματικές υπερβολές της Έμμας, ενώ η Έμμα αρχίζει να αμφιβάλει για τον Λεόν. Η Έμμα απολαμβάνει τη φαντασίωσή της για είδη πολυτελείας με αγορές που γίνονται με πίστωση από τον πονηρό έμπορο κύριο Λερέ (Monsieur Lheureux), ο οποίος τη βοηθάει να αποκτήσει πληρεξούσιο για την περιουσία του Καρόλου. Με το πληρεξούσιο, το χρέος της Έμμας αυξάνεται μέσα σε λίγα χρόνια από 1.000 σε 8.000 φράγκα.
«Ο θάνατος της Μαντάμ Μποβαρύ». Πίνακας του Albert Fourié, Musée des Beaux-Arts de Rouen, 1883.
Όταν ο Λερέ ζητάει να πληρωθεί για το χρέος των Μποβαρύ, η Έμμα προσπαθεί να βρει χρήματα από πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των Λεόν και Ροδόλφου, αλλά όλοι την απορρίπτουν με διάφορες προφάσεις. Σε απόγνωση, η Έμμα πείθει τον βοηθό του τοπικού φαρμακοποιού να της δώσει «αρσενικό» δήθεν για να εξολοθρεύσει αρουραίους, το τρώει και πεθαίνει με τρομερούς πόνους και σε κατάσταση αγωνίας μερικές ώρες αργότερα, παρά τις προσπάθειες του συζύγου της και το ευχέλαιο του αββά Μπουρνιζιέν (Bournisien).
Ο Κάρολος, αποκαρδιωμένος, παραδίδεται στη θλίψη και διατηρεί το δωμάτιο της Έμμας όπως ήταν, για να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή. Κατόπιν σταματά να εργάζεται και ζει με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του. Τα υπόλοιπα αγαθά του κατασχέθηκαν για να αποπληρώσουν τον Λερέ. Όταν βρίσκει τις ερωτικές επιστολές του Ροδόλφου και του Λεόν, καταρρέει εντελώς. Πεθαίνει, και η εφτάχρονη κόρη του Μπέρτα μετακομίζει στη γιαγιά της, η οποία όμως πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα. Η Μπέρτα ζει έπειτα με μια φτωχή θεία της, που τη στέλνει να δουλέψει στην υφαντουργία. Το βιβλίο κλείνει με λίγα λόγια για τον τοπικό φαρμακοποιό Ομέ (Homais), που έκανε κρυφό ανταγωνισμό εναντίον του Καρόλου κερδίζοντας την εύνοια των ανθρώπων της Γιονβίλ, και ο οποίος τιμάται από το κράτος με παράσημο.
Σελίδα από το χειρόγραφο της Μαντάμ Μποβαρύ, 1857
Έμπνευση
Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο, κατά κάποιον τρόπο, από την πραγματική ιστορία του Ευγένιου Ντελαμάρ (Eugène Delamare) και της Ντελφίν Κουτιριέ (Delphine Couturier) από το χωριό Ρυ της Νορμανδίας. Ο πρώτος ήταν επίτροπος Υγείας (officier de santé) και μαθητής του πατέρα του Φλωμπέρ. Ο Ντελαμάρ παντρεύτηκε μια χήρα, η οποία πέθανε λίγο καιρό μετά τον γάμο. Κατόπιν παντρεύτηκε τη νεαρή Ντελφίν, που τον απατούσε, τον καταχρέωσε και πέθανε στα 27 της αφήνοντας πίσω μια μικρή κόρη. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε και ο ίδιος ο Ντελαμάρ. Οι γαλλικές εφημερίδες της εποχής έγραφαν για πολύ καιρό γι' αυτό το δράμα.
Το 1849, οι φίλοι του Φλωμπέρ Λουί Μπουγέ (Louis Bouilhet) και Μαξίμ Ντι Καν (Maxime Du Camp), πρότειναν στον συγγραφέα να πιάσει κάποιο «πεζό θέμα» και να το μετατρέψει σε μυθιστόρημα με «τόνο φυσικό». Ταυτόχρονα τού πρότειναν την τραγωδία του ζεύγους Ντελαμάρ–Κουτιριέ ως την πλέον κατάλληλη ιστορία. Ωστόσο, το ζεύγος Ντελαμάρ–Κουτιριέ δεν αναφέρεται πουθενά στις επιστολές ή στις σημειώσεις του Φλωμπέρ. Άλλες πιθανές πηγές έμπνευσης του Φλωμπέρ είναι κάποια κυρία Λαφάρζ (Mme Lafarge), που είχε δηλητηριάσει τον βάναυσο σύζυγό της και είχε γίνει θέμα στις εφημερίδες της εποχής, και η Λουίζα Πραντιέ (Louise Pradier), νεαρή σύζυγος του γλύπτη Τζέιμς Πραντιέ (James Pradier), η οποία ήταν φίλη και πιθανώς ερωμένη του Φλωμπέρ. Τέλος, στο πρόσωπο της Έμμας, η κριτική βρίσκει στοιχεία των άλλων ερωμένων του συγγραφέα: της Ελἰζας Σλεσιγκέρ (Élisa Schlésinger) και της Λουίζας Κολέ (Louise Colet).
Ύφος
Το ύφος και η ακριβολογία ήταν εξαιρετικής σημασίας για τον Φλωμπέρ. Σε επιστολή του προς την Κολέ στις 16 Ιανουαρίου 1852, αναφέρει πως το έργο που ετοίμαζε θα ήταν «ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του». Και αλλού έγραψε πως ήθελε το μυθιστόρημά του να είναι περισσότερο έργο «κριτικής» και «ανατομίας», για «να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία που χρησιμοποιεί κανείς στις φυσικές επιστήμες». Οι στόχοι αυτοί έκαναν τον Φλωμπέρ «τον πρώτο χρονικά των μη εικονιστικών μυθιστοριογράφων».
Μολονότι ο Φλωμπέρ απέφυγε το ύφος του Μπαλζάκ, η Μαντάμ Μποβαρύ έγινε αδιαμφισβήτητα πρότυπο του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Η Έμμα θεωρείται ως η ενσάρκωση ενός ρομαντικού προσώπου και κατά κάποιο τρόπο ο Φλωμπέρ έχει ταυτιστεί με αυτήν. Όμως ο Φλωμπέρ συχνά χλευάζει τη ρομαντική ονειροπόληση και τον παραλογισμό στη λογοτεχνία. Σήμερα η ακρίβεια της φράσης του «Η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ» («Madame Bovary, c'est moi») αμφισβητείται, ενώ ο ίδιος είχε γράψει πως στο μυθιστόρημά του «δεν υπήρχε τίποτα» από όσα του άρεσαν.
Δημοσίευση και δίκη
Ο Φλωμπέρ ξεκίνησε να γράφει το Μαντάμ Μποβαρύ στις 18 Σεπτεμβρίου 1851 και το ολοκλήρωσε τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, στις 30 Απριλίου 1856. Αμέσως μόλις το τελείωσε, το έστειλε στο λογοτεχνικό περιοδικό Revue de Paris (Παρισινή Επιθεώρηση), όπου και δημοσιεύθηκε σε έξι συνέχειες, ανά δεκαπενθήμερο από την 1η Οκτωβρίου έως και τις 15 Δεκεμβρίου 1856.
Ο Μαξίμ Ντι Καν, που μεσολάβησε για τη δημοσίευση στο Revue de Paris, βρήκε πως το μυθιστόρημα ήταν υπερβολικά μεγάλο και συντόμευσε ορισμένα μέρη. Επίσης, για τον φόβο των αστυνομικών Αρχών, ο γραμματέας του περιοδικού περιέκοψε τη σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης της Έμμας με τον Λεόν μέσα στην άμαξα και μερικά άλλα μέρη του μυθιστορήματος. Οι περικοπές εκνεύρισαν τον Φλωμπέρ και τον έκαναν να προσθέσει μια σημείωση στην τελευταία συνέχεια ότι δημοσιεύθηκαν «μόνον αποσπάσματα» και όχι το συνολικό έργο.
Παρά την αυτολογοκρισία, ο συγγραφέας, ο διευθυντής του περιοδικού Λεόν Λοράν-Πισά (Léon Laurent-Pichat) και ο τυπογράφος του περιοδικού Αύγουστος-Αλέξης Πιλέ (Auguste-Alexis Pillet) συνελήφθησαν με την κατηγορία των ανήθικων δημοσιευμάτων που προσβάλλουν τα δημόσια και θρησκευτικά ήθη. Η δίκη έγινε στο Παρίσι από τις 29 Ιανουαρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου 1857.
Η οικογένεια του πατέρα του Φλωμπέρ είχε ισχυρές σχέσεις με κύκλους της γαλλικής εξουσίας. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων ανέλαβε ο Ζιλ Σενάρ (Jules Sénard), πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και πρώην υπουργός Εσωτερικών της χώρας. Η θέση της υπεράσπισης ήταν πως ο Φλωμπέρ είχε καλές προθέσεις και ότι η Μαντάμ Μποβαρύ ήταν έργο ηθικό, αφού η μοιχαλίδα πρωταγωνίστρια στο τέλος πεθαίνει. Ο εισαγγελέας Ερνέστος Πινάρ (Ernest Pinard) υποστήριξε ότι όχι μόνο ήταν το μυθιστόρημα ανήθικο, αλλά ότι επίσης ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία ήταν προσβολή της τέχνης και της ευπρέπειας. Ο δικαστής αθώωσε τους κατηγορουμένους, αλλά σημείωσε πως υπάρχουν «όρια στη λογοτεχνία, που ακόμα και η πιο ελαφριά δεν πρέπει να ξεπερνά».
Κυκλοφορία και εμπορική επιτυχία
Η δίκη είχε ως συνέπεια να γίνει πολύ γνωστό το μυθιστόρημα. Ο Φλωμπέρ υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο του Μισέλ Λεβί (Michel Lévy) για 800 φράγκα και το μυθιστόρημα βγήκε σε βιβλίο, σε 15.000 αντίτυπα τον Απρίλιο του 1857.
Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ακολούθησαν επανεκδόσεις από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Παρά τη δικαστική αθώωση, το 1864 η Μαντάμ Μποβαρύ συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το 1873, και αφού ο Φλωμπέρ είχε έρθει σε ρήξη με τον οίκο Λεβί, η Μαντάμ Μποβαρύ κυκλοφόρησε σε οριστική έκδοση από τον οίκο Σαρπαντιέ (Charpentier et Cie). Η έκδοση του 1873 αποτέλεσε τη βάση όλων των μετέπειτα εκδόσεων. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα Γερμανικά το 1858, για να ακολουθήσουν μεταφράσεις σε πολλές άλλες γλώσσες.
«Ο Φλωμπέρ ανατέμνει τη Μαντάμ Μποβαρύ». Γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε στο γαλλικό περιοδικό La Parodie το 1869.
Κριτικές και αναγνώριση
Το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρύ έγινε αρχικά δεκτό με πολύ άσχημα σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Ο Σαιντ-Μπεβ (Charles-Augustin Sainte-Beuve) αναγνώρισε τη λογοτεχνική δεινότητα του Φλωμπέρ, αλλά ταυτοχρόνως τον κατηγόρησε ότι ήταν ιδιαίτερα «σκληρός». Άλλοι πάλι τον κατηγόρησαν ότι μιμήθηκε τον Μπαλζάκ, πως η τέχνη του ήταν «δεύτερης κατηγορίας», για «βαρβαρισμούς και σολοικισμούς» στη γλώσσα και για «κακό ύφος». Δεν έλειψαν και οι πολιτικές επικρίσεις όπως εκείνη του ντε Πονμαρτέν (Armand de Pontmartin): «Ο κ. [Εντμόν] Αμπού είναι η μπουρζουαζία. Ο κ. Φλωμπέρ είναι η δημοκρατία στο μυθιστόρημα. […] Η Μαντάμ Μποβαρύ είναι η αρρωστημένη ανάταση των αισθήσεων και της φαντασίας στη δυσαρεστημένη δημοκρατία».
Οι μόνοι σύγχρονοι του Φλωμπέρ που αναγνώρισαν την αξία της Μαντάμ Μποβαρύ ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Σαρλ Μπωντλαίρ. Ο μεν πρώτος είπε πως «η Μαντάμ Μποβαρύ είναι [μεγάλο] έργο» («une œuvre»). Ο δεύτερος είπε πως το μυθιστόρημα εκφράζει «τα πλέον ζεστά, τα πλέον καυτά αισθήματα σε μια περιπέτεια πλέον τετριμμένη».
H Μαντάμ Μποβαρύ καθιερώθηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα μυθοπλασίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1914, ο Χένρι Τζέιμς έγραψε: «Η Μπαντάμ Μποβαρύ έχει μια τελειότητα που όχι μόνο σφραγίζει, αλλά […] ενθουσιάζει όσο και αψηφά την κρίση». Ο Μαρσέλ Προυστ επαίνεσε την «καθαρότητα» του στυλ του Φλωμπέρ, ενώ ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ σημείωσε ότι «στυλιστικά είναι η πεζογραφία που κάνει ό,τι υποτίθεται πρέπει να κάνει η ποίηση».
Κατά τους Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Τζούλιαν Μπαρνς, η Μαντάμ Μποβαρύ είναι το τελειότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών. Τέλος, ο Μίλαν Κούντερα έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου του Το Αστείο: «Με τη δουλειά του Φλωμπέρ η πεζογραφία έχασε το στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την τέχνη της ποίησης».
Μεταφορά στο θέατρο και τον κινηματογράφο
Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, ο Φλωμπέρ προσεγγίστηκε από ανθρώπους του γαλλικού θεάτρου που ήθελαν να μεταφέρουν το έργο στη σκηνή. Όμως ο Φλωμπέρ δεν συμφωνούσε με την ιδέα. Ως αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα ανέβηκε στο θέατρο για πρώτη φορά στη Ρουέν το 1906, δηλαδή 26 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, χωρίς όμως την πρώτη φορά να σημειώσει σημαντική επιτυχία.
Στον κινηματογράφο, η πρώτη στην ιστορία ταινία που βασίστηκε στο έργο προβλήθηκε το 1932, στα αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τίτλο Ανίερη αγάπη (Unholy Love) και σε σκηνοθεσία του Άλμπερτ Ρέι. Ωστόσο, η ταινία αυτή ξεχάστηκε γρήγορα, καθώς στη συνέχεια παρήχθησαν πιο επιτυχημένες κινηματογραφικές προσαρμογές της Μαντάμ Μποβαρύ, όπως η γαλλική εκδοχή του Ζαν Ρενουάρ το 1934 με την Βαλεντίν Τεσιέ (Valentine Tessier) στον ρόλο της Έμμα Μποβαρύ, και η εκδοχή του Βινσέντε Μινέλι το 1949 με την Τζένιφερ Τζόουνς (Jennifer Jones) στον ρόλο της Έμμα Μποβαρύ. Στην πραγματικότητα, η ταινία του 1932 είχε ελάχιστη ομοιότητα με το μυθιστόρημα Madame Bovary, καθώς ο Ray μετονόμασε όλους τους χαρακτήρες και μετέφερε την τοποθεσία που διεδραματίζεται η ιστορία στο Rye της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ενώ και το σενάριο της ταινίας είχε σημαντικές διαφορές από το μυθιστόρημα (μάλιστα ακόμα και ο τρόπος αυτοκτονίας της ηγετικής πρωταγωνίστριας άλλαξε στην οθόνη).
Το 1934, κυκλοφόρησε η γαλλική ταινία Μαντάμ Μποβαρύ, σε σκηνοθεσία του Ζαν Ρενουάρ, όπως προαναφέρθηκε. Το 1936 το έργο ανέβηκε στο θέατρο Μονπαρνάς του Παρισιού, με σκηνοθέτη τον Γκαστόν Μπατί (Gaston Baty). Το 1937, κυκλοφόρησε η γερμανική ταινία Μαντάμ Μποβαρύ, σε σκηνοθεσία του Γκέρχαρντ Λάμπρεχτ (Gerhard Lamprecht), που γυρίστηκε στο επώνυμο στούντιο Filmstudio Babelsberg, στο Πότσδαμ, Γερμανία.
Η επόμενη σχετική ταινία, και επίσης η πρώτη αμερικανική ταινία που έφερε τον τίτλο του μυθιστορήματος, ενώ σημειωτέον ότι ήταν και η πρώτη αμερικανική που βασίστηκε αυστηρά στο βιβλίο, ήταν η ταινία Μαντάμ Μποβαρύ του 1949, σε σκηνοθεσία του Βινσέντε Μινέλι, με την Τζένιφερ Τζόουνς στον ρόλο της Έμμα Μποβαρύ. Ακολούθησαν άλλες 8 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στη Γερμανία, στην Αργεντινή, στην Ιταλία, στην Ινδία κ.ά. που βασίζονται, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Φλωμπέρ. Η πιο πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά της Μαντάμ Μποβαρύ έγινε το 2014, από τη σκηνοθέτρια Σοφί Μπαρτ, με την Πολωνή ηθοποιό Μία Βασικόβσκα στον ομώνυμο ρόλο.
Η Μαντάμ Μποβαρύ έχει γίνει επίσης όπερα (Γαλλία, 1951) και βιβλίο-κόμικ (Ηνωμένο Βασίλειο, 1999).
Εξώφυλλο α΄ έκδοσης στα Ελληνικά σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1923).
Κυκλοφορία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα Νέα Ελλάς το 1913-1914, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Ακολούθησε η έκδοση σε βιβλίο, σε δύο τόμους από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Ι. Βασιλείου το 1923-1924. Ως μεταφραστής και των δύο τόμων αναφέρεται ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Όμως ο β΄ τόμος μάλλον μεταφράστηκε από άλλον, αφού στο μεταξύ ο Θεοτόκης είχε πεθάνει στις 1 Ιουλίου 1923.
Στην Αθήνα, παραμονές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-1941, το Θέατρο Κοτοπούλη ανέβασε τη Μαντάμ Μποβαρύ, σε διασκευή του Γκαστόν Μπατί, μετάφραση του Λέοντα Κουκούλα και σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Οι παραστάσεις του έργου διακόπηκαν γρήγορα εξαιτίας του πολέμου.
Το 1957, με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της Μαντάμ Μποβαρύ, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έγραψε ότι με το έργο αυτό θεμελιώθηκε «ο ψυχογραφικός και αντικειμενοπαθής ρεαλισμός». Και ο Γιώργος Πράτσικας έγραψε στη Νέα Εστία πως η Έμμα είναι μια διαχρονική ηρωίδα.
Μετά τη μετάφραση του Θεοτόκη, η Μαντάμ Μποβαρύ κυκλοφόρησε στα Ελληνικά σε άλλες δέκα μεταφράσεις.