Απελευθέρωση των Σερρών από του Βουλγάρους, 13 -14 Σεπτεμβρίου 1944
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εισέρχονται στην πόλη των Σερρών στις 14-9-1944
Τα χρόνια της κατοχής υπήρξαν σκληρά κι ανελέητα για τη ζωή των ανθρώπων. Ποτέ μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν έγιναν τόσα πολλά. Η πείνα, ο κίνδυνος, ο έσχατος εξευτελισμός και ο θάνατος κυριάρχησαν σχεδόν σε καθημερινή βάση, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Ο υπέρτατος φόβος πήγε κι έφερε τις καρδιές των ανθρώπων και τα παιδιά είδαν τα λιγνά κορμιά τους να ψηλώνουν και να ωριμάζουν μέσα σε λίγες νύχτες. Μεγάλα μυστικά και μηνύματα ζωής και θανάτου θα ταξιδέψουν από σπίτι σε σπίτι και από γειτονιά σε γειτονιά και ανείπωτοι ηρωισμοί και πράξεις θυσίας θα σημαδέψουν το σώμα και το αίμα των καιρών. Όμως, όλα αυτά κάποτε θα φτάσουν στο τέρμα τους, ο πόνος, οι νεκροί και η δυστυχία θα είναι πια μόνο άσχημες μνήμες και οι άνθρωποι θα αρχίσουν για μια ακόμη φορά να ονειρεύονται, επιλέγοντας μέσα από το κουβάρι της ζωής την κόκκινη κλωστή του παραμυθιού.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1944, κυβέρνηση στη Σόφια θα σχηματίσει ο Μουράβιεφ. Η κυβέρνηση αυτή θα αποτελείται από πρόσωπα που κατά το 1940 είχαν ταχθεί κατά της συμμετοχής της Βουλγαρίας στον πόλεμο και γενικά ο χαρακτήρας τους θα είναι ρωσόφιλος. Περνάει έτσι και η Βουλγαρία με το δικό της φυσικά τρόπο, στις… συνεμπόλεμες χώρες! ενώ οι βούλγαροι στρατιώτες θα κάνουν την εμφάνισή τους τώρα στους δρόμους των Σερρών με… κόκκινα περιβραχιόνια! Εντωμεταξύ, η κατάσταση θα είναι ιδιότυπη και συνεχώς εξελισσόμενη, οι σχετικές πληροφορίες για την πορεία του πολέμου θα διαδέχονται η μία την άλλη και οι άνθρωποι ολοένα και σχεδόν καθημερινά θα αναγεννώνται μέσα από καινούρια γεγονότα, ενώ ταυτόχρονα θα μεγαλώνει το μέγεθος μιας ανυπόκριτης χαράς και μιας ατέρμονης ελπίδας για την Ελευθερία που ήρθε, μέσα σε κύματα αισιοδοξίας για το μέλλον. Ένας καπετάνιος του εφεδρικού ΕΛΑΣ στα Σέρρας, ο Στάθης Μελισσάς, θυμάται εκείνες τις πρώτες ημέρες της ελευθερίας:
“…Στις 13 Σεπτεμβρίου στα 1944 έρχεται η διαταγή της απελευθέρωσης των Σερρών. Τότε τεθήκανε αμέσως σε επιφυλακή όλες οι δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου. Στις 13 λοιπόν κυκλοφορεί μια προκήρυξη από τους βούλγαρους κομιτατζήδες που τους καλούσε σε επίθεση ενάντια στο ελληνικό στοιχείο και την επιτροπή της απελευθέρωσης. Τότε η οργάνωση του ΕΑΜ αναβάλλει την ημερομηνία της 13ης Σεπτεμβρίου σαν ημέρα της απελευθέρωσης για την επομένη… Φαίνεται ότι ήταν στο πρόγραμμα η αντεπανάσταση που είπαμε προηγούμενα που θα γίνονταν και στη Σόφια και στην Ανατολική Μακεδονία ταυτόχρονα σε συνεργασία με τον Μύλερ… Είχανε καμιά δέκα χιλιάδες στρατό στην περιοχή αυτή. Την άλλη μέρα όμως η στρατιωτική διοίκηση των Βουλγάρων στα Σέρρας υποχώρησε και δεν πειθάρχησε στην απόφαση αυτή του Συράκωφ και τότε ο Μέραρχος παραδίδει μαζί με τον βούλγαρο δήμαρχο την πόλη και απομονώνει τα συντάγματα που είχε…”
Στα Σέρρας, και ύστερα από την υποχώρηση και του τελευταίου γερμανού στρατιώτη από την Ελλάδα, εξακολουθεί να παραμένει μια μεραρχία βουλγαρικού στρατού, ένα τάγμα μηχανικού, ένα σύνταγμα πεζικού και μερικά άλλα μικρότερα στρατιωτικά τμήματα σκορπισμένα προς το Στρυμόνα και το Σιδηρόκαστρο. Οι διαβουλεύσεις και οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τους Βούλγαρους θα συνεχιστούν μέχρι αργά το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου. Ο Χρήστος Κοσμίδης, διοικητής του Αρχηγείου Μποζ-Νταγ του ΕΛΑΣ, που διαδέχθηκε τις τελευταίες μέρες τον μέχρι τότε διοικητή του τον Βλαχογιώργη, θυμάται:
“…στις 13 τα μεσάνυχτα έρχεται ο Μπαρμπαλέξης μαζί με τον βούλγαρο δήμαρχο των Σερρών ο οποίος προηγούμενα ήταν με το βουλγάρικο καθεστώς, αλλά αυτή τη φορά στάθηκε σαν αντιφασίστας για να βοηθήσει … Εν τω μεταξύ η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Σερρών είχε πάρει απόφαση όλες οι απελευθερωτικές οργανώσεις του ΕΑΜ να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τις βουλγαρικές φασιστικές αρχές οι οποίες και θα παρέδιδαν τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές στις δικές μας εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις…”
Έτσι, και ύστερα από πολύωρες συζητήσεις και διαβεβαιώσεις των βουλγαρικών κυρίως αρχών, τελικώς παίρνεται η απόφαση να μπούνε οι ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ στην πόλη των Σερρών την επόμενη μέρα.
Η πλατεία ήταν γεμάτη…
Το νέο κυκλοφορεί σαν αστραπή από σπίτι σε σπίτι και το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου, από τα βαθιά χαράματα, οργανωμένα μέλη του ΕΑΜ μοιράζουν δεξιά κι αριστερά καινούριες προκηρύξεις με τις οποίες ανακοινώνεται και επίσημα πλέον η κάθοδος των ελασιτών στα Σέρρας.
Ταυτόχρονα, σε όλη την πόλη χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών, δίνοντας τον πανηγυρικό τόνο της ημέρας, ενώ όλος ο κόσμος βρίσκεται στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, κρατώντας στα χέρια του τις ελληνικές σημαίες. Είχαν κιόλας διαδοθεί σαν αστραπή τα καλά νέα και όλοι πια περίμεναν από στιγμή σε στιγμή την είσοδο και την παρέλαση των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Από αυτήν την είσοδο του Ελληνικού Λαϊκοαπελευθερωτικού Στρατού στην πόλη των Σερρών, ο Χρήστος Κοσμίδης θυμάται:
«Στις 14 Σεπτεμβρίου φτάσαμε στα ασβεστάδικα και δια μέσου του δημόσιου δρόμου που έρχεται από την ανατολική περιοχή των Σερρών κατεβήκαμε προς το κέντρο της πόλης σε φάλαγγα κατά τριάδες με τη σημαία τη γαλανόλευκη κυματίζουσα. Δίπλα μου είχα τον καπετάνιο καθώς και δύο σεβάσμιους μόνιμους αντισυνταγματάρχες, τον Αλεξανδρόπουλο και τον Γεώργιο Γλύπτη. Έτσι προχωρήσαμε προς το κέντρο όπου ο ίδιος ο βούλγαρος Μέραρχος ήρθε και εκεί προς τον “Όρφέα” και αφού χαιρέτησε την ελληνική σημαία, με χειραψία μας παρέδωσε την πόλη. Από το πρωί ακούγαμε τις καμπάνες, ο κόσμος όλος είχε συγκεντρωθεί δεξιά κι αριστερά του δρόμου έτσι όπως κατεβαίναμε και μας έραινε με αγκαλιές από λουλούδια. Όταν φτάσαμε στο κέντρο της πλατείας Ελευθερίας άρχισαν τα αγκαλιάσματα μεταξύ γνωστών κι αγνώστων, ένα πανηγύρι χαράς ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και όλου του πληθυσμού της πόλης που σύσσωμος είχε κατέβει στην κεντρική μας πλατεία. Στη συνέχεια τα στελέχη μας ανέβηκαν σ’ ένα κτίριο δίπλα στην Εθνική τράπεζα (σ.σ. το σημερινό σπίτι του γιατρού Παπαβασιλείου, όπου τότε στεγαζόταν η τράπεζα της Ελλάδος), από το μπαλκόνι του οποίου και μίλησε ο γραμματέας του ΕΑΜ Μπαρμπαλέξης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Λευτέρης Ματσούκας και καταγόταν από το Βόλο… Η πλατεία ήταν γεμάτη. Κάθε τόσο ακούγονταν συνθήματα του ΕΑΜ, λουλούδια, πανηγυρική ατμόσφαιρα πέρα για πέρα… O Μπαρμπαλέξης μίλησε για τους σκοπούς του ΕΑΜ. Ύστερα μίλησα κι εγώ για τον αγώνα που έφκιανε ο ΕΛΑΣ σε κάμπους και χωριά της πατρίδας μας για να την απελευθερώσει. Ύστερα από τις ομιλίες έγινε ένα πραγματικό πανηγύρι στην πλατεία με το λαό και τους αντάρτες, που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Χορός, γλέντι, τραγούδι και ταυτόχρονα εμείς να ετοιμάζουμε τον καταυλισμό των τμημάτων μας μέσα στο γυμνάσιο Αρρένων…
Έτσι ο ΕΛΑΣ παρέλαβε τις στρατιωτικές αρχές από τους Βουλγάρους και δημιούργησε το δικό του φρουραρχείο που από εδώ και πέρα θα τηρούσε την τάξη μέσα στην πόλη. Ύστερα συγκροτήσαμε την εθνική πολιτοφυλακή. Έτσι απελευθερώσαμε όλους τους φυλακισμένους, 570 τον αριθμό, έλληνες αγωνιστές καθώς και βούλγαρους αντιφασίστες. Στη συνέχεια τοποθετήσαμε ως νομάρχη τον Κόκκινο και ως δήμαρχο της πόλης τον Καντά. Έτσι μέσα σε τέσσερις μέρες καταφέραμε να συγκροτήσουμε το 21ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ που αποτελούνταν από τρία τάγματα. Από τους άνδρες αυτούς πήρα 150, τους πλέον εμπειροπόλεμους και μπαρουτοκαπνισμένους και πήγαμε να απελευθερώσουμε την Δράμα…».
Ύστερα από μερικές μέρες θα κυκλοφορήσει στα Σέρρας η προκήρυξη των πρώτων ελεύθερων εκλογών για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου, που είχαν να γίνουν από το 1934, χρονιά κατά την οποία είχε εκλεγεί για πρώτη φορά “κόκκινος δήμαρχος”, ο Διονύσης Μενύχτας.
Ταυτόχρονα προκηρύσσονταν εκλογές και για καινούριους θεσμούς, όπως αυτός της καθιέρωσης αιρετού Λαϊκού Δικαστηρίου. Δικαίωμα ψήφου, αλλά και υποψηφιότητα είχαν όλοι οι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, που είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Στη σχετική προκήρυξη, με την οποία ανακοινώνονταν εκτός των άλλων πως όσοι επιθυμούσαν να βάλουν υποψηφιότητα θα έπρεπε να υποβάλουν την ανάλογη αίτηση «στην εφορευτική επιτροπή των εκλογών, στα γραφεία της Δημαρχίας μέχρι της 27ης Σεπτεμβρίου ημέρα Τετάρτη και ώρα 5 μ.μ.», διαβάζουμε:
«…Γι’ αυτό σύσσωμοι οι ψηφοφόροι, με γέλια και χαρές, για το μεγάλο γεγονός της λαϊκής λευτεριάς, στις κάλπες. Όλοι όσοι θεωρούν τον εαυτόν τους ικανό να προσφέρουν υπηρεσία στην πόλη και να εκδικάσουν τους εγκληματίες πολέμου, ας υποβάλλουν υποψηφιότητα για τ’ ανωτέρω αξιώματα… Η εκλογή των ικανών και αρίστων, στους οποίους θα εμπιστευθούμε τη διαχείριση των κοινών μας προβλημάτων ας δείξουμε ότι δεν είναι πράξις αργόσχολος, αλλά ύψιστο συνειδητό καθήκον προς το συμφέρον της ολότητος και την ευτυχίαν της κοινωνίας μέσα στην οποίαν ευημερεί το άτομον… Τονίζομεν ακόμα μια φορά -κατέληγε η προκήρυξη- ότι η 29η Σεπτεμβρίου θα θεωρηθή ως ημέρα εορτάσιμος και επομένως όλα τα μαγαζιά και όλες οι επιχειρήσεις θα αργήσουν για την εκπλήρωση του υψηλού καθήκοντος της εκλογής των αρχόντων μας…».
Εκείνος ο Σεπτέμβριος του 1944, που η Λευτεριά θα στήσει το δικό της δοξαστικό χορό σε κάμπους, πολιτείες και χωριά, θα είναι μια γιορτή σώματος και ψυχής για τους ανθρώπους της πατρίδας μας, που νιώθουν επιτέλους ελεύθεροι ύστερα από μια βαριά κι αιματηρή τετράχρονη σκλαβιά. Οι πινακίδες των καταστημάτων ξαναγράφονται στα ελληνικά, οι εκκλησίες ξαναρχίζουν τη θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα και όσοι έχουν ραδιόφωνα ακούνε πλέον στη διαπασών και με υπερηφάνεια το «Εδώ Λονδίνο». Ταυτόχρονα όμως είναι και μέρες ευθύνης και περισυλλογής. Και ίσως οι περισσότεροι να μην υποψιάζονται πως οι μέρες αυτές της χαράς και της ελευθερίας κρύβουν βαθιά μέσα τους τη σπορά ενός εμφύλιου, και πως πολύ γρήγορα θα τις διαδεχθούν οι μαύρες μέρες της σιωπής, του φόβου και του ανοιχτού πια αδελφοκτόνου σπαραγμού. Όλα θα γίνουν ξαφνικά κι απρόσμενα σαν από κάποιο ξεχασμένο εφιάλτη κι ένα απέραντο εχθρικό τοπίο θα αναδυθεί μέσα από την ίδια τη ζωή, που πάνω του οι άνθρωποι θ’ αρχίσουν το πανάρχαιο αλληλοφάγωμά τους. Όμως προς το παρόν, άλλος λίγο κι άλλος περισσότερο, φαίνεται πως εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κάτι πάει ν’ αλλάξει στον κόσμο και πως κάτι καινούριο κι άπιαστο φαίνεται να κοιλοπονάνε οι μέρες και οι εποχές. Το αλάθητο αισθητήριο, το καλά ακονισμένο και δοκιμασμένο ιδίως τα τελευταία χρόνια, κάνει τους ανθρώπους περισσότερο να αισθάνονται παρά να κατανοούν τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις και λεπτομέρειες έτσι όπως αυτές θα διαμορφώνονται τώρα σχεδόν καθημερινά γύρω τους.