Ιδρύθηκε το ο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, 27 Σεπτεμβρίου 1941
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Ελλάδα κυρίως την περίοδο της κατοχής. Αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση επί κατοχής αλλά και την μαζικότερη πολιτική οργάνωση στη σύγχρονη Ελλάδα.
Ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 από τους Λευτέρη Αποστόλου (ΚΚΕ), Χρήστο Χωμενίδη (ΣΚΕ), Απόστολο Βογιατζή (Αγροτικό Κόμμα) και Ηλία Τσιριμώκο (ΕΛΔ).
Τον Φεβρουάριο του 1942 ιδρύθηκε το ένοπλο σκέλος του, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), με στόχο την διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου ενάντια στις δυνάμεις κατοχής. Η δράση του οδήγησε στην απελευθέρωση ορισμένων ορεινών περιοχών που ονομάστηκαν Ελεύθερη Ελλάδα. Τη διοίκηση τους ανέλαβε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, της οποίας τα μέλη τον Σεπτέμβριο του 1944 συγχωνεύτηκαν στην εξόριστη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Καΐρου.
Τον Φεβρουάριο του 1943 ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, που αποτελούσε την πτέρυγα νεολαίας του ΕΑΜ. Το φθινόπωρο του 1944 ο ΕΛΑΣ αποτελούσε τη μαζικότερη αντάρτικη οργάνωση της κατεχόμενης Ελλάδας, αριθμώντας περίπου 50.000 ενόπλους.
Τον Δεκέμβριο του 1944 οι υπουργοί του ΕΑΜ ήρθαν σε σφοδρή ρήξη με τους υπόλοιπους υπουργούς της Κυβέρνησης λόγω έντονων διαφωνιών σε ποικίλα θέματα, όπως η τιμωρία των δοσίλογων και ο αφοπλισμός των αντάρτικων στρατών, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση τους στις 2 Δεκεμβρίου. Στις 3 Δεκεμβρίου έλαβε χώρα φιλο-ΕΑΜικό συλλαλητήριο το οποίο κατεστάλη βίαια. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων, γνωστή ως Δεκεμβριανά.
Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 1945 η Συμφωνία της Βάρκιζας μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, την οποία ακολούθησε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Ύστερα έλαβε χώρα μαζική βία εναντίων αριστερών, και εν γένει αντιμοναρχικών, από τα σώματα ασφαλείας και παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως η οργάνωση Χ, γεγονότα που ονομάστηκαν Λευκή Τρομοκρατία.
Στα πλαίσια του μετεμφυλιακού κράτους, το ΕΑΜ δαιμονοποιήθηκε και παρουσιαζόταν ως αντεθνική οργάνωση με στόχο όχι την απελευθέρωση της Ελλάδας, αλλά τη μετατροπή της σε Λαϊκή Δημοκρατία και την ενσωμάτωση της στο ανατολικό μπλοκ. Ταυτόχρονα κατηγορούταν για την άσκηση τρομοκρατίας στην ύπαιθρο μέσω του ΕΛΑΣ, από το 1943 και μετά, άλλα και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις με απώτερο σκοπό τον εδαφικό κατακερματισμό της χώρας.Τα μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων και φίλα προσκείμενοι πολίτες εξορίστηκαν και βίωσαν έντονη πολιτική καταστολή κατά την περίοδο 1945-1974.
Το ΕΑΜ αναγνωρίστηκε το 1982 ως αντιστασιακή οργάνωση από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, κίνηση που επικρίθηκε σφοδρά από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας.
Ιστορία
Από το 1929 και τον Ιδιώνυμο νόμο της κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας τέθηκε εκτός νόμου και τα μέλη του διώκονταν. Η ιεραρχία και η οργάνωσή του υπέστησαν ισχυρά χτυπήματα από τις δυνάμεις ασφαλείας του Μεταξά και περισσότεροι από 2.000 κομμουνιστές φυλακίστηκαν ή εστάλησαν σε εξορία. Με τη Γερμανική εισβολή και κατοχή της χώρας τον Απρίλιο-Μάιο του 1941, αρκετές εκατοντάδες μέλη κατάφεραν να ξεφύγουν. Μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης στις 22 Ιουνίου, το πρόσφατα ανασυσταθέν Κομμουνιστικό Κόμμα βρέθηκε σταθερά στο στρατόπεδο κατά του Άξονα, μια γραμμή που επιβεβαιώθηκε από την 6η Ολομέλεια του Κόμματος κατά τις 1-3 Ιουλίου. Οι κομμουνιστές δεσμεύτηκαν για μια τακτική «λαϊκού μετώπου» και προσπάθησαν να συσπειρώσουν και άλλα κόμματα, τόσο από την αριστερά όσο και από το Κέντρο. Ωστόσο, οι προσπάθειες αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό άκαρπες. Στις 16 Ιουλίου, ωστόσο, δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), το οποίο συγκέντρωσε τις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ελλάδας.
Ίδρυση
Οι κινήσεις για την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα, από την 27η Σεπτεμβρίου. Στις 1-3 Ιουλίου του 1941 συνήλθε στην Αθήνα η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, στην οποία συμμετείχαν ο Πέτρος Ρούσος, η Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Παντελής Καραγκίτσης, ο Δημοσθένης Γιακουμάτος, ο Ανδρέας Τσίπας, ο Ανδρέας Τζήμας και ο Κώστας Λαζαρίδης και συγκρότησαν τη λεγόμενη Νέα Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Μια από τις αποφάσεις αυτής της Ολομέλειας ήταν «...να οργανώσει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας». Αυτή ήταν η συνέχιση της πολιτικής εναντίον του Άξονα, η οποία άρχισε με την αποστολή της επιστολής του Νίκου Ζαχαριάδη από τις φυλακές της Κέρκυρας, όπου, ως Γενικός Γραμματέας (Γ.Γ.) του ΚΚΕ, καλούσε τον Ελληνικό λαό να αντισταθεί στην εισβολή.
Με βάση αυτή την απόφαση της Ολομέλειας, το ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία μεταξύ των άλλων έγραφε ότι «...καλεί τον ελληνικό λαό, όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις του σ' ένα εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης». Μετά από αυτή την ανακοίνωση, η ηγεσία του ΚΚΕ άρχισε τις επαφές με τους αρχηγούς των υπολοίπων κομμάτων. Η αρχική όμως προσπάθεια δεν έφερε καμιά θετική ανταπόκριση. Όλοι έκριναν ως μη απαραίτητη, ως και μάταιη (λόγω της στρατιωτικής δύναμης της Ναζιστικής Γερμανίας), μια τέτοια αντιστασιακή κίνηση. Η ηττοπάθεια, με κάποιες εξαιρέσεις, και η άρνηση να προχωρήσουν σε οργανωμένη αντίσταση ήταν το συναίσθημα που διακατείχε τότε τους αρχηγούς όλων των κομμάτων.
Χαρακτηριστική είναι η συνομιλία που είχε ο Θανάσης Χατζής μαζί με τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη Κώστα Βιδάλη με τον αρχηγό του κόμματος των Συντηρητικών Φιλελευθέρων, Στυλιανό Γονατά, όπως αναφέρεται στο τετράτομο έργο του πρώτου «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε»: ο Γονατάς φέρεται να τους είπε ότι «...αυτό είναι καθαρή τρέλα» και τους προειδοποίησε ότι αν προχωρήσουν στην ίδρυση αυτής της οργάνωσης, θα καλέσει τους αξιωματικούς να οργανώσουν στρατιωτικά τμήματα, κάτω από τον Τσολάκογλου, για να συντρίψουν την «ανταρσία» αυτή, όπως τη χαρακτήρισε.
Στα μέσα του Ιουλίου του 1941, το ΚΚΕ έκανε μια δεύτερη προσπάθεια επαφών. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος συναντήθηκε με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και συζήτησε μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, με εξαίρεση τρία μικρά κόμματα που δέχθηκαν να συμπορευτούν με την απόφαση του ΚΚΕ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), το Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος (ΑΚΕ) και η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Οι αντιπρόσωποι των τεσσάρων αυτών κομμάτων αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ίδρυση του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου».
Το ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 σε μια μικρή οικία λίγο πριν από το τέρμα της οδού Ιπποκράτους, οι τέσσερις αντιπρόσωποι συναντήθηκαν μυστικά και υπέγραψαν το Ιδρυτικό της οργάνωσης. Οι υπογράψαντες το Ιδρυτικό ήταν ο Λευτέρης Αποστόλου για το ΚΚΕ, ο Χρήστος Χωμενίδης για το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, ο Ηλίας Τσιριμώκος για την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και ο Απόστολος Βογιατζής για το Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος.
Όπως αναφέρεται στο Ιδρυτικό κείμενο, σκοπός του ΕΑΜ ήταν «...η απελευθέρωση του Έθνους από τον ξένο ζυγό...» και «...η κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του...». Στο Ιδρυτικό επίσης αναφερόταν ότι «...το ΕΑΜ θα ασχοληθεί με την διατήρηση ακμαίου του απελευθερωτικού πνεύματος του ελληνικού λαού [...] με την εξασφάλιση κατά το δυνατόν μιας συνεργασίας με τους άλλους λαούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των δυνάμεων του Άξονος...».
Επίσης, μέσα από το Ιδρυτικό, οι ηγέτες του ΕΑΜ δήλωναν ότι «Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν παν άλλο κόμμα ή Οργάνωση που δέχεται τας αρχάς του παρόντος Ιδρυτικού, ως και να εργασθεί διά την επιτυχίαν των σκοπών του ΕΑΜ...».
Η δράση του ΕΑΜ
Με την κυκλοφορία του Ιδρυτικού, οι αρχηγοί των κομμάτων που δεν δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην ίδρυση του ΕΑΜ βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις. Το ΕΑΜ προχώρησε στην πραγματοποίηση των σχεδίων του. Στις 10 Οκτωβρίου του 1941 έκανε την επίσημη εμφάνισή του με ένα Διάγγελμα-Μανιφέστο «προς τον ελληνικό λαό, προς όλους τους Έλληνες που η καρδιά τους χτυπάει για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας...», όπως έγραφε. Καλούσε σε ξεσηκωμό, ένταξη στο ΕΑΜ και πόλεμο εναντίον του στρατού κατοχής:
«...Ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος, μα το έπαθλό του αξίζει κάθε θυσία. Και το έπαθλο αυτό θα είναι μια Νέα Ελλάδα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της...». Πολύ σύντομα κάτω από τις τάξεις του βρίσκεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ελλάδας.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1941, με εντολή του ΕΑΜ, ο λαός της Αθήνας, ο οποίος ήταν και εξαθλιωμένος από την κατοχική πείνα, βγήκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει το έπος του ελληνικού λαού στα βουνά της Αλβανίας. Ακολούθησαν απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις που έκαναν τους κατακτητές να καταλάβουν ότι απέναντί τους πλέον είχαν ένα ξεσηκωμένο έθνος. Ο χειμώνας του 1942 σκότωσε στους δρόμους της Αθήνας πάνω από 250 χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα, εξαιτίας της δέσμευσης προμηθειών από τον κατοχικό στρατό. Το ΕΑΜ συνέχισε και άπλωσε τη δράση του σε όλη την Ελλάδα, προχωρώντας επίσης στον ένοπλο πλέον αγώνα με τον κλάδο του ΕΛΑΣ
Τον Μάιο του 1942 ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με άλλους εννέα συντρόφους του έκανε την εμφάνισή του στη Δομνίστα της Ευρυτανίας και μίλησε για τον ένοπλο αγώνα που ξεκίνησε ο ΕΛΑΣ. Παράλληλα με τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ ξεκίνησε την προσπάθειά του για δημιουργία κράτους (το οποίο στη μετέπειτα φρασεολογία έμεινε γνωστό ως «Ελεύθερη Ελλάδα») σε περιοχές της υπαίθρου. Λίγους μόλις μήνες μετά, μια νέα κατάσταση διαμορφώθηκε σε μεγάλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Καθιερώθηκε ένα είδος λαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης, άρχισε η λειτουργία σχολείων, πατάχθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές, ενώ λειτούργησαν επίσης και λαϊκά δικαστήρια, με δικαιοδοσία να επιβάλλουν την θανατική ποινή. Το 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης διοργάνωσε εκλογές στις οποίες πήραν μέρος πάνω από 1.000.000 άτομα, μεταξύ αυτών και γυναίκες και νέοι άνω των 18 ετών.
Η δράση του ΕΑΜ όμως στις απελευθερωμένες περιοχές χαρακτηρίστηκε και από συγκρούσεις με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, όπως με την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση του Ψαρρού, αλλά και με τον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα, με την αιτιολογία για τους μεν πρώτους ότι είχαν κακοποιό δράση στην περιοχή που έλεγχε ο ΕΛΑΣ, για τους δε δεύτερους διότι υποστήριζαν ότι η δράση του ΕΛΑΣ ήταν αντεθνική.
Δεκεμβριανά.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την κατοχική κυβέρνηση, αποφασίστηκε, κατόπιν συνεννόησης με το Γεώργιο Παπανδρέου και την κυβέρνηση του Καΐρου, να δημιουργηθεί μια Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή 6 ΕΑΜιτων υπουργών. Αφ' ότου ξεκίνησαν οι εργασίες της νέας κυβέρνησης με τη βοήθεια των Άγγλων, που είχαν στείλει το στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι μαζί με πολλές στρατιωτικές δυνάμεις, αποφασίστηκε πως έως τις 10 Δεκεμβρίου θα πρέπει να έχουν αποστρατευτεί τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και ο ΕΔΕΣ. Ωστόσο, το ΚΚΕ έκρινε πως κρυφός σκοπός της νέας κυβέρνησης ήταν να κυνηγήσει με τις βρετανικές δυνάμεις το άοπλο ΕΑΜ και να το εξαρθρώσει.
Στις 20 Νοεμβρίου, το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του ΚΚΕ, αποφάσισε να αντιδράσει στην απόφαση αυτή, διοργανώνοντας αντιβρετανικά συλλαλητήρια, προσπαθώντας να πείσει την κυβέρνηση να αποσύρει τους Βρετανούς στρατιώτες από το ελληνικό έδαφος. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και, στις 2 Δεκεμβρίου, οι υπουργοί του ΕΑΜ αποσύρθηκαν διαμαρτυρόμενοι από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 διοργανώνεται από το ΕΑΜ συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος με αίτημα την αποχώρηση των Άγγλων στρατιωτών. Η συμμετοχή στο συλλαλητήριο ήταν μεγάλη με περισσότερους από 100.000 πολίτες (κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν αυτό τον αριθμό στις 500.000). Το συλλαλητήριο διαλύθηκε βιαίως από τις δυνάμεις ασφαλείας, που άνοιξαν πυρ με πραγματικά πυρά σκοτώνοντας 30 ανθρώπους και τραυματίζοντας άλλους 148. Για το πώς ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) κάποιος από το πλήθος πυροβόλησε αναγκάζοντας τις δυνάμεις ασφαλείας να απαντήσουν, β)πυροβόλησε η αστυνομία ακολουθώντας οδηγίες, ή γ) πυροβόλησαν οι Άγγλοι ακολουθώντας οδηγίες προς εξάρθρωση του ΕΑΜ.
Στις 4 Δεκεμβρίου, μετά τις κηδείες των θυμάτων, έγινε και άλλο συλλαλητήριο που και αυτό διαλύθηκε βιαίως με νεκρούς. Ο Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από τους Άγγλους. Η σύγκρουση γενικεύτηκε καθώς ο ΕΛΑΣ, αντιδρώντας στην ένοπλη καταστολή των διαδηλώσεων, εισήλθε στην Αθήνα έχοντας στον έλεγχο του όλη την πόλη εκτός του κέντρου. Στο αντίθετο στρατόπεδο, Έλληνες πιστοί στην κυβέρνηση Παπανδρέου και αντικομμουνιστές τάχθηκαν υπέρ των Βρετανών υπό τις διαταγές του Σκόμπι.
Ακολούθησαν πολλές μάχες με μεγάλες απώλειες. Η ενίσχυση όμως των Άγγλων με εφεδρικές δυνάμεις από την Ιταλία έγειρε την πλάστιγγα υπέρ τους. Μετά την επίσκεψη του Τσώρτσιλ στις 25 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ διόρισε στις 30 Δεκεμβρίου τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό ως αντιβασιλέα. Στις 3 Ιανουαρίου του 1945, ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτείται από την πρωθυπουργία και τη θέση του παίρνει ο Νικόλαος Πλαστήρας, χωρίς τη συμμετοχή ΕΑΜίτων υπουργών. Στις 5 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ εγκαταλείπει την Αθήνα καθώς οι απώλειές του δεν του επέτρεψαν την συνέχιση του αγώνα έναντι στις βρετανικές και εγχώριες μη κομμουνιστικές δυνάμεις. Ακολούθησε στις 11 Ιανουαρίου η υπογραφή ανακωχής και στις 12 Φεβρουαρίου η Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία παραδόθηκε μέρος του οπλισμού του και διαλύθηκε ο ΕΛΑΣ. Λόγω της πλημμελούς εφαρμογής των όρων της συμφωνίας, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν, οδηγώντας τελικά σε εμφύλιο πόλεμο (1946-1949).
Ο Άρης Βελουχιώτης (που τότε καταδικάστηκε και διαγράφηκε από το ΚΚΕ ως "ύποπτο και τυχοδιωκτικό στοιχείο" αλλά αποκαταστάθηκε το 2011 πολιτικά από αυτό) συνέχισε την αντίσταση εναντίον των Άγγλων, της νέας κυβέρνησης και των ταγμάτων Ασφαλείας, που επάνδρωναν πλέον τον Εθνικό Στρατό. Στις 15 Ιουνίου 1945 αυτοκτόνησε, όταν περικυκλώθηκε από τάγμα εθνοφυλακής στη Χαράδρα του Φάγκου.
Διάλυση και επακόλουθα
Το ΕΑΜ, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, διαλύθηκε το 1946.
Μετά τα γεγονότα του εμφυλίου Πολέμου, το ΚΚΕ τέθηκε και πάλι εκτός νόμου και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κατηγορήθηκε για διάφορα εγκλήματα κατά πολιτικών αντιπάλων. Το ζήτημα παρέμεινε ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο θέμα.
Με την έλευση του σοσιαλιστή Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981, όμως, το ΕΑΜ αναγνωρίστηκε ως αντιστασιακό κίνημα και οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ τιμήθηκαν και έλαβαν κρατικές συντάξεις.