Μεγάλη πυρκαγιά στην πόλη των Σερρών, 30 Σεπτεμβρίου 1631
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1631, ξεσπάει φωτιά στην πόλη των Σερρών
30 Σεπτεμβρίου 1631, ξημερώνοντας την Κυριακή, κάηκαν τα εργαστήρια και η φωτιά ξεκίνησε από τους χαλκωματάδες. Στο εργαστήρι του παπουτζή, μερικοί έπιναν και άφησαν κάπου τον λουλά τους, χωρίς να σβήσει τελείως η φωτιά. Το εργαστήρι ήταν γεμάτο βαμβάκι και, σαν να ήταν δαιμονική παρέμβαση, το βαμβάκι έπιασε φωτιά και άναψε το εργαστήριο.
Κάηκαν όλα τα εργαστήρια των χαλκωματάδων από τη μια άκρη ως την άλλη, μέχρι το σταροπώλιο. Κάηκαν όλα τα εργαστήρια των καπετάνιων από πάνω ως κάτω, μαζί με όλη την αγορά, τους χρυσοχόους και τους καζάζηδες γύρω από το Μπεζεστένι. Η φλόγα μπήκε από τα σιδερένια παράθυρα και κάηκαν τα βιβλία και τα χαρτιά.
Το ίδιο συνέβη και με τα εργαστήρια των τακουνάδων από τη μια άκρη στην άλλη, όπως και με τους σπαθάδες και τους σιδεράδες μέχρι την άκρη των κηροπωλών.
Πολλοί πλούσιοι εκείνη τη νύχτα κέρδισαν κλέβοντας και σπάζοντας εργαστήρια, τα οποία λεηλατούσαν. Το πρωί δεν φαινόταν πού ήταν το κάθε εργαστήριο, γιατί δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα, και όλα είχαν γίνει ίσιωμα.
Τότε έβλεπες θρήνο και κλάμα, πολύ οδυρμό από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ό,τι και αν είχε ο καθένας, πολύ ή λίγο, όλα τα έχασαν οι άμοιροι και ταλαίπωροι άνθρωποι. Αναγκάστηκαν να χρεωθούν για να ξαναχτίσουν τα εργαστήρια τους. Το ξύλο για κατασκευές κόστιζε πέντε φορές περισσότερο, γιατί δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο και ήταν δυσεύρετο. Και αν υπήρχε λίγο, ποιος θα το έπαιρνε πρώτος;
Πολλοί φτώχυναν από τότε και δεν ξαναείδαν ποτέ την υγεία τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
"ζρλθ΄- Σεπτεβρίῳ λ΄, ξημερώνοντας τὴν Κυριακήν, ἐκάηκαν τὰ ἐργαστή-
ρια, καὶ ἐπίασεν ἡ φωτία ἀπὸ τοὺς χαλάτζηδες. Εἰς τὸ παπουτζίδικον τὸ ἐργαστήριν
ἔπιναν μερικοὶ ὁμοίως καὶ τιτοῦνι, καὶ ἀφόντις ἐδιάβηκαν, ἐκεῖ ὁποὺ εἶχαν τινάξει
τὸν λουλέ, δὲν εἶχεν σβύσει ἡ φωτία καὶ ἦτον βαμπάκι λίτρες γεμάτο τὸ ἐργαστήρι
καὶ διαβόλου πειρασμὸς πιάνει ἐκεῖνο τὸ βαμπάκι καὶ ἀνάφτει τὸ ἐργαστήρι. || Καὶ
καίονται ὅλα τὰ ἐργαστήρια τὰ χαλάτζικα ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕως
κάτου ὡς τὸ σταρόφορον. Καὶ καίονται τὰ ἀπατζίδικα ὅλα ἀπὸ πάνου ἕως κάτου καὶ
ὅλος ὁ ἀραστὰς καὶ ὅλοι οἱ χρυσοσκουφάδες καὶ ὅλοι οἱ καζάζηδες τρογύρου τὸ μπε-
ζεστένι καὶ ἐσέβαινεν ἡ φλόγα ἀπὸ τὰ σιδεροπαράθυρα καὶ ἐκάηκαν τὰ χατίλια μό-
νον, ὁμοίως καὶ ὅλα τὰ ἐργαστήρια τῶν τακιατζήδων ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρα ἕως τὴν
ἄλλην, καὶ οἱ σπαθάδες καὶ οἱ σιδεράδες ὡς τὴν ἄκρη τῶν κηροπουλάδων.
Καὶ πολλοὶ μερικοὶ δυνατοὶ ἐκείνην τὴν νύκτα ἐκέρδισαν κλέπτοντας, καὶ
τζακίζουντας ἐργαστήρια ἐδιαγούμιζαν. Καὶ τὸ ταχὺ δὲν ἐφαίνουνταν ποσῶς ποῦ καὶ
ποῦ ἦτον πᾶσα ἑνοῦ ἐργαστήρι, διότι δὲν ἔμεινεν λίθος ἐπὶ λίθον καὶ ἦτον ὅλον ἰσάδι.
Καὶ τότες νὰ ἐκοίταζες θρῆνος || καὶ κλαθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολὺς ὑπὸ πάντων, ἀνδρῶν
καὶ γυναικῶν καὶ παίδων· διότι ὅσα καὶ ἂν εἶχεν πᾶσα εἷς πολλὰ ἢ ὀλίγα, ὅλα τὰ
ὑστερήθηκαν οἱ ἄθλιοι καὶ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, καὶ ἐχρεώθηκαν καὶ τὰ ἐφτίασαν τὰ
ἐργαστήρια καὶ τὸ χάρτζιν πάγει πέντε δίπλες περισσότερον, διατὶ ἦτον εἰς ἄκαιρον
καιρὸν καὶ δὲν εὑρίσκονταν κερεστὲς, καὶ ἐὰν καὶ εὑρίσκονταν παρὰ μικρόν, ἀλλὰ
ποῖος πρῶτα νὰ τὸ πάρῃ; Ὅμως πολλοὶ ἐπτώχυναν ἀπὸ τότες καὶ πλέον δὲν εἶδαν τὴν
ὑγείαν τους, ἕως τέλος τῆς ζωῆς τους."