Ο θίασος οπερέτας του Βασίλη Αυλωνίτη ξεκίνησε παραστάσεις του στο κινηματοθέατρο "Κρόνιον", 6 Σεπτεμβρίου 1940
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1940, ο θίασος οπερέτας του Βασίλη Αυλωνίτη ξεκίνησε τις παραστάσεις του στο κινηματοθέατρο "Κρόνιον" με το έργο "Τρία αλλόκοτα κορίτσια". Στη συνέχεια, παρουσιάστηκαν και άλλα έργα, όπως το "Παύσατε πυρ" και "Οι τρεις σωματοφύλακες".
Γεννήθηκε Πρωτοχρονιά του 1904. Προερχόταν από πολύ φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε από μικρός να βγει στο μεροκάματο. Εργάστηκε έτσι σε ένα εργαστήριο που κατασκεύαζε τσάντες, αλλά κάθε φορά που το αφεντικό έλειπε απ’ το μαγαζί, αναλάμβανε τον ρόλο του διασκεδαστή των υπόλοιπων εργατών κάνοντας αστεία. Στη συνέχεια έκανε πολλά επαγγέλματα μέχρι που βρέθηκε στο θέατρο Έντεν ως βοηθός σκηνικών. Εκεί μια μέρα, είτε για να του κάνουν πλάκα, είτε γιατί είχαν αντιληφθεί το κωμικό του ταλέντο, τον έσπρωξαν στη σκηνή, και ο Αυλωνίτης με το πηγαίο του χιούμορ, τους αυτοσχεδιασμούς και τις γκριμάτσες του κατάφερε να κάνει το κοινό να ξεραθεί στα γέλια. Από τότε καθιερώθηκε ως κωμικός ηθοποιός της επιθεώρησης. Φυσικά δε σπούδασε ποτέ σε δραματική σχόλη, μάλιστα λέγεται πως ήταν σχεδόν αναλφάβητος, όμως ανήκει στη γενιά των μεγάλων αυτοδίδακτων ηθοποιών που έμαθαν την τέχνη τους στο σανίδι. Λέγεται μάλιστα ότι έβαζε άλλους να του διαβάζουν το σενάριο, ενώ συμπλήρωνε τα κείμενα, είτε με τη βοήθεια του υποβολέα είτε με αυτοσχεδιασμούς.
Το επίσημο ντεμπούτο του έγινε λίγους μήνες αργότερα, πάντως από εκείνη το τυχαίο περιστατικό, που κυριολεκτικά εκσφενδονίστηκε στη σκηνή, με το θίασο της Ελένης Ζαφειρίου, στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Ακολούθησαν πολλές οπερέτες και κωμωδίες έως το 1928, οπότε συγκρότησε δικό του θίασο και ασχολήθηκε με την επιθεώρηση.
Η ζωή του δεν ήταν εύκολη, καθώς το ταλέντο άργησε να αναγνωριστεί, ενώ στα πρώτα χρόνια της καριέρας του έζησε ένα τραγικό περιστατικό. Τον Αύγουστο του 1931 ανέβηκε στο θέατρο Περοκέ η επιθεωρησιακή οπερέτα «Κατεργάρα» των Καπετανάκη–Κατριβάνου, που ασκούσε έντονη κριτική στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο νεαρός τότε Αυλωνίτης κρατούσε ίσως το πιο καυστικό νούμερο της παράστασης, που λεγόταν λεγόταν «Από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια». Σε ένα σημείο, λοιπόν σατίριζε στενούς συνεργάτες του Βενιζέλου που είχαν μπλεχτεί σε μεγάλο σκάνδαλο της εποχής, «το σκάνδαλο της κινίνης». Μια μέρα, σηκώνονται τέσσερις «κουμπουροφόροι» από το κοινό και ένας από αυτούς πυροβολεί σημαδεύοντας, τον Αυλωνίτη. Εκείνος έπεσε αστραπιαία κάτω και γλίτωσε τις σφαίρες, που όμως βρήκαν έναν τεχνικό του θεάτρου , που ξεψύχησε επί τόπου. Δύο από τους δράστες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε επτά χρόνια φυλακή. Ως ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Παύλος Γύπαρης, υπεύθυνος και για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη 12 χρόνια νωρίτερα. Ο Αυλωνίτης ποτέ δεν ξέχασε το τραγικό αυτό περιστατικό και είχε πάντα τύψεις που έγινε αφορμή να πεθάνει ένας άνθρωπος εξαιτίας του. Στη συνέχεια από τις ανακρίσεις που ακολούθησαν θεωρήθηκε ότι υπαίτια ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες. Τότε εκδόθηκε και ο γνωστός νόμος «περί τύπου», που περιελάμβανε και το θέατρο στη λογοκρισία.
Εκείνη η βραδιά στάθηκε καθοριστική για τον Αυλωνίτη γιατί τότε γνώρισε μια κρυφή του θαυμάστρια, που καιρό τον πολιορκούσε με ραβασάκια. Εκείνη η γυναίκα τον περίμενε έξω από το θέατρο μετά το περιστατικό, όπως λένε κάποια δημοσίευμα της εποχής, και τον πήγε στο σπίτι της για να συνέλθει. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα ο Αυλωνίτης την ερωτεύτηκε παράφορα και μάλιστα εγκατέλειψε την σύζυγό του, Πόπη, για την ωραία άγνωστη, με την οποία έφυγε για το Παρίσι. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που ο αγαπητός ηθοποιός απασχόλησε τον Τύπο με σκάνδαλα. Δεν ξέρουμε αν αυτή η ιστορία συνέβη όντως, μόνο το ταξίδι στη Γαλλία ήταν γεγονός. Πάντως έκτοτε δεν ακούστηκε ποτέ τίποτα άλλο για την προσωπική του ζωή. Είναι γνωστό μόνο ότι παντρεύτηκε και δεύτερη φορά με μια Αγγλίδα, με την οποία απέκτησε μια κόρη κι έναν γιο.
Την περίοδο του '40 σχημάτισε θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα και ερμήνευσε το στρατιώτη Πολυχρόνη Περονόσπορο στο ηθογραφικό χρονικό «Από την Αλβανία στο Ρίμινι.» Υπήρξε για πολλά χρόνια βασικό στέλεχος των επιθεωρησιακών θιάσων του θεάτρου Ακροπόλ και διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του (1956-61). Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τους Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη και Ρένα Βλαχοπούλου, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στο έργο του Γ. Γιαννακόπουλου «Κάθε καρυδιάς καρύδι». Ο τελευταίος του θίασος συγκροτήθηκε με τον Κώστα Χατζηχρήστο, το 1967-68. Μαζί περιόδευσαν σε πολλές επαρχιακές πόλεις, αλλά λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να διακόψει την περιοδεία.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1929 στην ταινία του Αχιλλέα Μαδρά, «Μαρία Πενταγιώτισσα», ενώ ακολούθησαν δεκάδες άλλες έως το 1970, όπως "Η αριστοκράτισσα κι ο αλήτης", όπου εμφανίστηκε στον τελευταίο του ρόλο.
Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν αυτός που έδωσε μάχη και τον επέβαλε στον Φίνο για τον κεντρικό ρόλο στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Με την ερμηνεία του απέδειξε στο σινάφι του ότι έχει και δυνατότητες να παίξει και δραματικές σκηνές και έτσι η καριέρα του εκτοξεύτηκε. Ο Φίνος μάλιστα από δεν έχανε την ευκαιρία να επαινεί το ταλέντο του. Πρωταγωνίστησε σε πολλές ελληνικές ταινίες, όμως ο ίδιος δεν έχει δει παρά ελάχιστες. Έχει πει μάλιστα στον δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπεροπουλο: «Δημητράκη, θα τις δω στον άλλο κόσμο, όπου δεν μπορεί κάποιος Εβραίος ή Έλληνας θα έχει στήσει σινεμά».
Έφυγε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 66 ετών, σκορπίζοντας τη θλίψη στους συναδέλφους του και στο κοινό που το λάτρευε.