Aποφασίστηκε η έναρξη του αντάρτικου στην Ανατολική Μακεδονία, 15 Σεπτεμβρίου 1941
Βούλγαροι στρατιώτες του κατοχικού στρατού με τα κομμένα κεφάλια των Ελλήνων ανταρτών. Σεπτέμβριος 1941, Δράμα.
Στις 14 προς 15 Σεπτεμβρίου 1941, στην Ηλιοκώμη Σερρών, με τη συμμετοχή του γραμματέα του κλιμακίου Ανατολικής Μακεδονίας του Μακεδονικού Γραφείου, Παρασκευά Δράκου (Μπάρμπα), αποφασίστηκε επίσημα η έναρξη του αντάρτικου στην Ανατολική Μακεδονία. Η πρώτη περιοχή δράσης ήταν η Δράμα, όπου ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες αντιστασιακές ενέργειες κατά των δυνάμεων κατοχής. Αυτή η ημερομηνία σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα στην αντίσταση του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Αυτήν ήταν η αρχή των γεγονότων που ξέσπασαν στις 28 Σεπτεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 2 Οκτωβρίου του 1941, ενώ μέχρι τις 5 του ίδιου μήνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις εκτόπισαν τους Έλληνες αντάρτες και πρόσφυγες από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους.
Αποτέλεσε την πρώτη μαζική λαϊκή αντίδραση στον ελλαδικό χώρο αλλά και ένα από τα πρώτα (αναφέρεται και ως το πρώτο) σε ευρωπαϊκή κλίμακα κίνημα εναντίον του Άξονα. Μετά την καταστολή του κινήματος ακολούθησαν μαζικά αντίποινα κυρίως στον νομό Δράμας από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Σφαγές κατά Ελλήνων έλαβαν χώρα στην πόλη της Δράμας καθώς και στην ευρύτερη περιοχή όπως στο Δοξάτο, τη Χωριστή, την Αδριανή, την Προσοτσάνη, τα Κύργια κ.λπ., ενώ λίγοι ήταν οι οικισμοί που δεν μέτρησαν νεκρούς
Η απόφασh περιείχε και τα κάτωθι:
«να ενταθεί ακόμη περισσότερο η οργάνωση ένοπλων ομάδων, και να γίνουν σαμποτάζ…αλλά φυσικά όχι οργάνωση εξέγερσης» (Κουζιν. σελ. 101).
Σε επιστολή της 15.9.1941 αξιωματικού συνδέσμου στο αρχηγείο Θεσσαλονίκης, αναφέρονται δυο προκηρύξεις «στις οποίες γίνεται λόγος για την προετοιμασία επιθέσεων εναντίον του βουλγαρικού πληθυσμού στην Αν. Μακεδονία και Δυτική Θράκη». Σπ. Σφέτας, ό.π. σελ. 68.
Ως προς τη μορφή ή το είδος του, το εγχείρημα, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν «επανάσταση», αφού δεν ήταν «εξέγερση ή απόπειρα για βίαιη ανατροπή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος» ή «απόπειρα για αιφνίδια, ριζική μεταβολή με ξεσήκωμα του λαού».
Αντίθετα ήταν μια περιορισμένη σε στενό[Ούτε η Καβάλα, ούτε η Ξάνθη, ούτε οι Σέρρες κινήθηκαν. Από άγνοια ή από επίγνωση;] τοπικό επίπεδο απόπειρα με τα χαρακτηριστικά συνωμοτικού κινήματος, το οποίο διόγκωσε ο κατακτητής για να διευκολυνθεί στην πάγια απόφαση βουλγαροποίησης της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης.[Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου του Βασιλείου της Βουλγαρίας αριθ. 31/5.6.1942-Φ.Ε.Κ. 124/10.6.1924 περί ιθαγένειας. Είχαν διατεθεί για την εφαρμογή του μέτρου και έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες καλούσαν οι αρχές προσωπικά τους Έλληνες να συμπληρώσουν και να υπογράψουν με τη βοήθεια βουλγαρομαθών. (δες Θεοφ. Χατζηθεοδωρίδη, Το Πέρασμα, Αθήνα 1997, σελ. 170).]
Το είδος της αντίδρασης του ευρύτερου αριστερού ευρωπαϊκού χώρου, μπορεί ως ένα βαθμό να εξιχνιαστεί και μέσα από τη γενικότερη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας απέναντι στο αντίστοιχο της Ελλάδας και γενικότερα από τις προοπτικές που καλλιεργούσε το Κρεμλίνο στους συνοδοιπόρους του για επέκτασή στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Επίσης, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι το Κ.Κ.Ε. συνεργαζόταν για το σκοπό αυτό με όλα τα νόμιμα ή παράνομα κομμουνιστικά κόμματα των βαλκανικών χωρών, είτε αυτά προσποιούνταν ουδετερότητα είτε «έβλεπαν» στη Δύση ή την Ανατολή. Εξάλλου είναι γνωστή και έξω από κάθε αμφιβολία η συνεργασία του με τη Μόσχα και τους δορυφόρους της, όχι μόνο κατά την κατοχική περίοδο, αλλά και από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. [Υπηρέτησαν το Κ.Κ.Ε. από τη Σοβ. Ένωση όπου είχαν σταλεί στη δεκαετία του ’20 και του ’30 και βρέθηκαν στο Γραφείο Κ.Κ.Ε. στη Θεσσαλονίκη και στην Ανατολική Μακεδονία την εποχή του κινήματος της Δράμας οι: Βαγγέλης Βασβανάς, Παρασκευάς Δράκος, Νίκος Ζαχαριάδης, Λεωνίδας Στρίγκος κ.ά.]
Ούτε η προβοκάτσια[Ο Σπ. Σφέτας, ενώ ισχυρίζεται ότι το θέμα προβοκάτσια» έκλεισε», γράφει «δεν προκύπτει ότι η εξέγερση ήταν προβοκάτσια υπό την έννοια ότι οι Βούλγαροι πράκτορες, αυτοεμφανιζόμενοι ως κομμουνιστές, ήρθαν σε επαφή με Έλληνες και Βούλγαρους σε κοινό αδελφικό αγώνα κατά του φασισμού και διαδίδοντας ότι στη Βουλγαρία εκδηλώθηκε αντιφασιστική εξέγερση». Γεννιέται όμως το ερώτημα πώς συμβιβάζεται η τελική άποψη για προβοκάτσια, όταν ο ίδιος δέχεται ταυτόχρονα ότι «ο ρόλος των βουλγαρικών αρχών δεν έχει αποσαφηνιστεί στην υποκίνηση της εξέγερσης».] ούτε και η προσπάθεια αποστασιοποίησης του Κ.Κ.Ε. από το γεγονός μπορούν να τεκμηριωθούν, όταν ομολογείται ότι: «Όταν στην αρχή της Κατοχής η τοπική οργάνωση του Κ.Κ.Ε. του πρότεινε να συμμετάσχει στην προετοιμαζόμενη εξέγερση με το τμήμα του, ο Λεοντιάδης δέχτηκε ανεπιφύλακτα και πήρε μέρος, συλλαμβάνοντας μια ομάδα Βουλγάρων[Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 376,]» ή «οι πληροφορίες για την επικείμενη εξέγερση στη Δράμα πρέπει σίγουρα να είχαν φτάσει στο Μακεδονικό Γραφείο στη Θεσσαλονίκη και στο κλιμάκιό του στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, που έδρευε στις Σέρρες[Σπ. Κουζινόπουλος, σελ. 106.]». Και ακόμη όταν «Οι βουλγαρικές αρχές έλαβαν επίσης μια έκθεση[Που γράφηκε την 1η Σεπτ. 1941 και έφτασε στη Σόφια 15 μέρες πριν από το κίνημα, ό.π. σελ.107..] για την επικείμενη εξέγερση από ένα Βούλγαρο πράκτορα στη Θεσσαλονίκη με τον κωδικό αριθμό 3699».
Ισχυρισμοί για «υπερβολές» και «ελλιπείς πληροφορίες» που επικαλούνται ειδικοί για το θέμα, όπως ο Σπ. Κουζινόπουλος, προσκρούουν καίρια στην κοινή λογική και τη σχέση «αιτίας-αποτελέσματος» που διέπει κατά κανόνα τα ιστορικά γεγονότα.
Αλλά και η περίπτωση επίκλησης του αιφνίδιου και του αυθόρμητου, για τα ίδια τα γεγονότα, όταν αποστούν από τις εκθεσιακές ομολογίες που γράφηκαν μετά τη δεκαετία του 1960, αφορά τον τρόπο εφαρμογής του σχεδίου παρά τη μορφή οργάνωσης του κινήματος.
Δεν είναι εξάλλου εύκολο να αποδεχθούν όλοι οι ασχολούμενοι με την έρευνα και μελέτη του κινήματος, ότι «έκλεισε» τελεσίδικα το θέμα της προβοκάτσιας μόνο με όσα επιλεκτικά μας παραδόθηκαν από τα στρατιωτικά Αρχεία της Βουλγαρίας, για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από αυτά μένει ανεπαρκώς ερευνημένος ο πολιτικό-ιδεολογικός χώρος του θέματος, δεδομένου ότι ο στρατός συνιστά εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση ο Σφέτας στηρίζεται στα έγγραφα που του παραχώρησαν οι Βούλγαροι από τα στρατιωτικά απόρητα της χώρας.
Επ’ αυτού ο Σφέτας είναι ξεκάθαρος λέγοντας ότι ο σκοπός συγγραφής του βιβλίου του ήταν: «Να διαφανεί από τα στρατιωτικά βουλγαρικά Αρχεία, αν επρόκειτο για προβοκάτσια ή όχι». Το σκέλος του πολιτικού σχεδιασμού, του στόχου, της οργάνωσης και της εκτέλεσης του εγχειρήματος από τη βουλγαρική πλευρά πάσχει από ανεπάρκεια.
Αξίζει εδώ να σκεφτεί κανείς ότι σε πολυτελή βίλλα έξω από τη Μόσχα βρίσκεται από τη Μεταξική περίοδο (1934) ο Δημητρόφ, το δεξί χέρι του Στάλιν και Γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ειδικά αυτή την περίοδο (χειμώνας 1941-42) συζητιόταν στη Μόσχα θέματα βαλκανικής συνεργασίας, όπως μας πληροφορεί ο Μίλοβαν Τζίλας στις «Συνομιλίες με τον Στάλιν», (μετάφρ. Γ .Μανιατάκος), εκδ. Κ. Χ. Μαρινόπουλος, Αθήνα 1962, σελ. 144-147 και οι Βούλγαροι κομμουνιστές διέθεταν το ραδιοφωνικό σταθμό «Χρήστο Μπότεφ» στη Σ. Ένωση.