Άγιος Ευστάθιος ο Κατάφλωρος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, 20 Σεπτεμβρίου
Ο Άγιος Ευστάθιος έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη φιλολογία και θεολογία και χειροτονήθηκε διάκονος στην Αγία Σοφία. Υπήρξε μεγάλος λόγιος του Βυζαντίου και το 1174 μ.Χ. εκλέχτηκε Μητροπολίτης Μύρων. Τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Το έργο του στην Αρχιεπισκοπή αυτή υπήρξε πολύ προοδευτικό και συνάντησε διάφορες αντιδράσεις. Το 1185 μ.Χ. συνελήφθη από τους Νορμανδούς και το 1191 μ.Χ. κινδύνεψε η ζωή του από συνωμοσία. Πέθανε το 1197 μ.Χ. ή 1198 μ.Χ., αφού άφησε πολλά φιλολογικά, Ιστορικά και λαογραφικά έργα. Aγιοκατατάχθηκε στις 10 Ιουνίου 1988 μΧ.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (περ. 1115 – 1195/6) ήταν Βυζαντινός λόγιος και κληρικός. Είχε καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, έγινε επίσκοπος Μύρων της Μικράς Ασίας και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (περίπου το 1178). Είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ιστορία του αναφορικά με τη λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185 (στην οποία αιχμαλωτίστηκε προσωρινά), αλλά και τα ερμηνευτικά σχόλιά του για τον Όμηρο.
Η ζωή του
Υπήρξε μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Φλώρου της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το προσωνύμιο Κατάφλωρος. Μετέπειτα κατέστη σύμβουλος επί των δεήσεων, «μαΐστωρ ρητόρων» (δηλαδή καθηγητής ρητορικής) και διάκονος της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έγινε επίσκοπος Μύρων της Μικράς Ασίας και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, γύρω στα 1178, έως και τον θάνατό του. Ως Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης συγκρούστηκε με τους "δυνατούς" της πόλης και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη για λίγο. Επίσης, διατηρούσε αλληλογραφία με σημαντικά πρόσωπα της πολιτικής ζωής. Βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας σχολίασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, τον Διονύσιο τον Περιηγητή και τον Πίνδαρο. Μετά την κοίμησή του, τους επικήδειους λόγους του διάβασαν οι Άγιος Ευθύμιος και Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης, αποσπάσματα των οποίων σώζονται σε βιβλιοθήκη της Οξφόρδης. Ο μαθητής του Νικήτας Χωνιάτης τον επαίνεσε, επίσης, ως τον πιο καλλιεργημένο άνθρωπο της γενιάς του, κάτι που είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς ιστορικά.
Το έργο του
Ο Ευστάθιος έγραψε εκτενώς σχόλια για αρχαίους ποιητές, θεολογικές πραγματείες, ομιλίες, επιστολές, εγκώμια, επιταφίους, καθώς και μία ιστορία της άλωσης της Θεσσαλονίκης το 1185.
Αναλυτικά, τα σημαντικότερα έργα του είναι τα ακόλουθα:
Ιστορικόν της Αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών. Πρόκειται για μαρτυρία του ιδίου τόσο της άλωσης όσο και των δεινών που υπέφεραν οι πολίτες κατόπιν . Στις πρώτες σελίδες των απομνημονευμάτων του, ο Ευστάθιος περιγράφει τις πολιτικές εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη από το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού ως τη σύντομη βασιλεία του Αλεξίου Β΄ Κομνηνού και το σφετεριστή Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό. Στις γραμμές του περιλαμβάνει επίσης σχόλια για τις πράξεις ευγενών και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής.
Παρεκβολαὶ εις την Ομήρου Ιλιάδα καὶ Οδύσσειαν. Δεν πρόκειται για δικά του κείμενα, αλλά για συλλογή από πονήματα προηγουμένων σχολιαστών. Η απέραντη αυτή συλλογή δείχνει υψηλού επιπέδου επιμέλεια εκ μέρους του Ευσταθίου, ώστε να διασφαλίσει το σεβασμό απέναντι στις αληθινές πηγές. Οι Παρεκβολές αποτελούν το κορυφαίο μεσαιωνικό σύγγραμμα σχετικά με τα Ομηρικά έπη, ιδίως αφού οι πηγές του Ευσταθίου που ήταν διαθέσιμες στις τότε βιβλιοθήκες της Κωνσταντινούπολης (Αρίσταρχος Σαμοθράκης, Ζηνόδοτος, Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, Δειπνοσοφιστές) μας έχουν χαθεί.
Παρατηρήσεις για τον Διονύσιο τον Περιηγητή, που αφιέρωσε στον Ιωάννη Δούκα, γιό του Ανδρονίκου Καματηρού. Το βιβλίο αυτό μας μεταφέρει αρκετό περιεχόμενο από τις «Γεωγραφίες των Ελλήνων» του Διονυσίου.
Σχόλια για τον Πίνδαρο. Δυστυχώς, μόνο η εισαγωγή τους σώζεται σήμερα.
Περί βυζαντινής μουσικής προσωδίας και Ερμηνεία στον ιαμβικό κανόνα της Πεντηκοστής του Ιωάννου Δαμασκηνού.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοὶς χάρισι, κεκοσμημένος λαμπρῶς, ποιμὴν ἐνθεώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Εὐστάθιε, Ὅθεν Θεσσαλονίκη, ἡ ἁγία σου ποίμνη, ὕμνοις σὲ μακαρίζει καὶ συμφώνως βοᾷ σοι. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, ὑπὲρ ἠμῶν Πάτερ ὅσιε.