Αργόσχολος | Ο Σάτυρος που αγκαλιάζει μια Μαινάδα
Στο Cabinetto Segredo, το «Μυστικό δωμάτιο» ,στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσειο της ΝΑΠΟΛΙ παρουσιάζεται, μια Συλλογή από ΕΡΩΤΙΚΑ Έργα Τέχνης, που περιλαμβάνουν τοιχογραφίες και αντικείμενα, που ήρθαν στο φως , από ανασκαφές της Πομπηίας , Ερκολανο και Σταμπια
Το έκθεμα , είναι από την εν λόγω Συλλογή, με τον τίτλο «Ο Σάτυρος που αγκαλιάζει μια Μαινάδα», από την ΠΟΜΠΗΙΑ, από το σπίτι του L.Cecilio Giocondo, 1-50 μ.Χ
“Satiro che abbraccia una Menade” Pompei Casa di L. Cecilio Giocondo, 1-50d.C
Άλλα εκθέματα από την συλλογή στο τέλος του άρθρου
Εκτίθεται στο Museo Archeologico Nazionale di Napoli ( MANN)
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, γνωστό και με το ακρωνύμιο MANN, παλαιότερα γνωστό ως Βασιλικό Μουσείο των Βουρβόνων και Εθνικό Μουσείο, είναι ένα αρχαιολογικό μουσείο που βρίσκεται στη Νάπολη.
Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα στο είδος του παγκοσμίως, και άνοιξε το 1816. Οι κύριες εκθέσεις του περιλαμβάνουν τη γλυπτική της συλλογής Farnese, τα ευρήματα από την περιοχή του Βεζούβιου, κυρίως από την Πομπηία, το Ηράκλειο και τη Στάβια, καθώς και τη συλλογή αιγυπτιακών αντικειμένων, η οποία είναι η πρώτη χρονολογικά στην Ιταλία.
Το 2023, το μουσείο κατέγραψε 553.141 επισκέπτες.
Casa di Lucio Cecilio Giocondo
Το Casa di Lucio Cecilio Giocondo είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αρχαίας ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και τέχνης, χτισμένο στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Στο πέρασμα του χρόνου υπέστη μικρές ανακαινίσεις, ενώ το 62 μ.Χ. υπέστη ζημιές κατά τον σεισμό της Πομπηίας. Ο ιδιοκτήτης του, ο τραπεζίτης Λούκιος Κεκίλιος Γιοκόνδος, ανέλαβε την ανακατασκευή του. Το 79 μ.Χ., το οίκημα θάφτηκε κάτω από στάχτες και ηφαιστειακά υλικά κατά την έκρηξη του Βεζούβιου, ενώ ανακαλύφθηκε ξανά κατά τις Βουρβονικές ανασκαφές το 1844 και εξερευνήθηκε ξανά το 1875.
Περιγραφή του Οικήματος
Το οίκημα είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο με τη χρήση ασβεστόλιθου από το Σάρνο και διακοσμητικούς λίθους από τόφφο. Η είσοδος του οικήματος βρίσκεται στην οδό του Βεζούβιου και περιβάλλεται από δύο μεγάλα κιονόκρανα, όπου κατά την ανασκαφή βρέθηκαν αρκετές εκλογικές επιγραφές. Δίπλα στην είσοδο βρίσκονται δύο καταστήματα, ενώ το εσωτερικό οδηγεί στο αίθριο, το οποίο περιέχει ένα κεντρικό ιμπλούβιο περιτριγυρισμένο από μωσαϊκό με γεωμετρικά σχήματα.
Το αίθριο περιβάλλεται από αρκετούς χώρους ύπνου (cubicula), μερικοί από τους οποίους διατηρούν την αρχική τους διακόσμηση με μωσαϊκά και τοιχογραφίες, αν και ορισμένες αναπαραστάσεις έχουν χαθεί με την πάροδο του χρόνου. Κεντρικά του αίθριου, υπάρχει το tablino, ένας ευρύχωρος χώρος που πιθανώς χρησίμευε για επαγγελματική χρήση από τον ιδιοκτήτη. Οι τοιχογραφίες του tablino είναι διακοσμημένες με στοιχεία του τρίτου στυλ, ενώ οι εσωτερικοί πίνακες απεικονίζουν μυθολογικές σκηνές.
Το peristilio, το οποίο ακολουθεί το tablino, έχει διατηρήσει τις κιονοστοιχίες του και περιέχει ένα συντριβάνι με μαρμάρινη δεξαμενή, ενώ στο κέντρο βρίσκεται ένας κήπος. Περιμετρικά του κήπου βρίσκονται διάφοροι χώροι, όπως το triclinium, που διατηρεί υπολείμματα από τις τοιχογραφίες του.
Σε αυτό το οίκημα βρέθηκε επίσης ένα μικρό χρηματοκιβώτιο με 154 κέρινα πινακίδια, τα οποία καταγράφουν ενοίκια και ποσά που καταβλήθηκαν για την αγορά ακινήτων. Αυτά τα έγγραφα χρονολογούνται από το 52 έως το 62 μ.Χ., μετά το οποίο φαίνεται ότι ο τραπεζίτης αποσύρθηκε σε ιδιωτική ζωή.
Το Casa di Lucio Cecilio Giocondo αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφόρησης για την κοινωνική και οικονομική ζωή της αρχαίας Πομπηίας, αντικατοπτρίζοντας την επιτυχία και τον πλούτο του ιδιοκτήτη του, καθώς και την ικανότητά του να επιβιώσει από καταστροφικά γεγονότα και να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις προς όφελός του.
Σάτυροι «μετρονόμοι» βάρους που αντέχει η στύση πέους. Λεπτομέρεια από Ψυκτήρα, περίπου 500-490 π.Χ.
Σάτυροι
Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα «δαίμoνες» της ελληνικής μυθολογίας, (πνεύματα των βουνών και των δασών).
Σύμφωνα με τη μυθολογία
Στην Ποίηση και στη Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου. Σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών , που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης.
Στα διάφορα έργα τόσο του λόγου όσο και της τέχνης εμφανίζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς με τις Νύμφες και εξαιρετικά φιλόμουσοι και χορευτές. Περιέργως ο Όμηρος δεν αναφέρεται σ΄ αυτούς. Αντίθετα ο Ησίοδος μνημονεύει αυτούς ως "γένος των κηφήνων", ενώ τους Σειληνούς τους αποκαλεί "ουτιδανούς" (=άχρηστους) και "αμηχανοέργους" (=τεμπέληδες). Άλλοι ποιητές τους Σάτυρους τους αποκαλούσαν "σκιρτόποδες", επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, ή "γλευκόποτες" (=κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή αιγίποδες (=τραγοπόδαροι).
Δραματική ποίηση
Ιδιαίτερα στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του σατυρικού δράματος εξ ου και η ονομασία του. Στο ποιητικό αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων ονομαζόμενοι έτσι "τράγοι". Στις διάφορες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται συνηθέστερα μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς και ίσως εξ αυτού του λόγου να προστέθηκαν στους Σάτυρους αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και σκέλια τράγου. Πάντως η σύγχυση αυτή παρατηρείται από τον 4ο αιώνα π.Χ..
Προέλευση
Επικράτησε όμως οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο εξ αυτού είναι ότι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται γενειοφόροι - πωγωνοφόροι, γέροντες φαλακροί και προγάστορες (=με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι ("Σατυρίσκοι").
Τέλος ο Πραξιτέλης τους παριστά περισσότερο εξευγενισμένους (4ος αιώνας π.Χ.) με πολύ μικρά κέρατα που προδίδουν την ιδιότητά τους.
Μαινάδα που χορεύει. Ελληνικό αγαλματίδιο του 3ου αιώνα π.Χ. από τον Τάραντα.
Στην ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες ήταν νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου. Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο, όπου συσχετίζεται με τη μανία. Και πράγματι, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική, υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες. Την καλύτερη περιγραφή τους τη συναντάμε στην τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη. Στη Μακεδονία, σύμφωνα με τον «Βίο του Αλεξάνδρου» από τον Πλούταρχο, οι Μαινάδες αποκαλούνταν Μιμαλλώνες και Κλωδώνες. Στην υπόλοιπη Ελλάδα αναφέρονταν και με τα επίθετα Βασσαρίδες, Ποτνιάδες κ.ά., ενώ συγχέονται και με τις Θυιάδες.
Οι Μαινάδες φορούσαν στεφάνια από κισσό, σμίλακα και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού). Διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα, τα οποία έπαιρναν στα χέρια τους και τα θήλαζαν. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, με «μανικούς» χορούς και με κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, που τους τη χάριζε ο Διόνυσος. Κυνηγούσαν εξάλλου ζώα και έτρωγαν το κρέας τους ωμό. Οι Μαινάδες ακολούθησαν τον Διόνυσο ακόμα και στην εκστρατεία του στην Ινδία. Ωστόσο, συνδέονται και με ειρηνικά έργα, όπως ο τρύγος και η οινοποιία, όπως αναπαριστώνται σε αγγειογραφίες.
Οι Μαινάδες στην τέχνη
Οι Μαινάδες διακρίνονται στην τέχνη από τις άλλες γυναικείες μορφές. Στις αρχαίες ελληνικές αγγειογραφίες απεικονίζονται πολλές φορές να χορεύουν με Σειληνούς και Σατύρους, ή την ώρα που προσφέρουν θυσία στον Διόνυσο, ή κατά τη σκηνή της τιμωρίας του Πενθέα και του Ορφέα. Στην κλασική και μεταγενέστερη τέχνη, οι Μαινάδες απεικονίζονται επίσης μαζί με τη θεά Αφροδίτη και τον κύκλο της, ή μαζί με την Ειρήνη και τις Μούσες. Από τις γλυπτές αναπαραστάσεις των Μαινάδων ξεχωρίζουν δύο αγάλματα Μαινάδων που χορεύουν. Το ένα από αυτά, που φυλάσσεται στη Δρέσδη, σχετίζεται με τον γλύπτη Σκόπα, ενώ το άλλο ανάγεται στην Ελληνιστική Εποχή.
Έχει προταθεί ότι οι λεγόμενες καρυάτιδες του Τύμβου Καστά, στην πραγματικότητα αποτελούν Μαινάδες.
Άλλα εκθέματα από την συλλογή