Παπασυναδινός

Στις αρχές της πεζογραφίας μας, όταν η λαϊκή χρονογραφία άνθιζε και η γλώσσα του νέου ελληνισμού άρχιζε να διαμορφώνεται μέσα από τις λαϊκές της ρίζες, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Συναδινός Σιδέρης ή Παπασυναδινός, που μας άφησε το «Χρονικό των Σερρών». Έργο αντίστοιχης αξίας για την εποχή του δεν υπάρχει. Παρόλα αυτά, το έργο παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχει αξιοποιηθεί στη λογοτεχνική μας ιστορία, και η μορφή αυτού του λαϊκού Σερραίου συγγραφέα, με τόση δύναμη και αξία, δεν είναι τόσο γνωστή όσο θα έπρεπε.

Το 1938, εκδόθηκε για πρώτη φορά σε τόμο το «Χρονικό των Σερρών» του Παπασυναδινού, αλλά η βαθύτερη αξία του δεν αναγνωρίστηκε. Λίγα χρόνια μετά, όταν συνέθετα την τρίτομη «Ανθολογία της Δημοτικής Πεζογραφίας», συμπεριέλαβα το έργο του Παπασυναδινού στην ελληνική λογοτεχνία και του έδωσα τιμητική θέση με τα σχόλια και τα ανθολογήματα που του αφιέρωσα. Το σχόλιο που έγραψα το 1947 για τον Παπασυναδινό το παραθέτω εδώ, γιατί πιστεύω ότι μας δίνει μια ζωντανή εικόνα για τον λαϊκό συγγραφέα και το έργο του.

«Λαϊκός πεζογράφος από το Μελιντσίκι των Σερρών (1601-1670). Ήταν παπάς στις Σέρρες, ευκατάστατος και τιμημένος με το αξίωμα του σακελλαρίου. Από την πέννα του έχουμε τρία έργα, το ένα ποιητικό με τον τίτλο: "Ο θρήνος της Πόλης", εκδομένο το 1938 στο περιοδικό "Σερραϊκά Χρονικά".»

Το έργο του Παπασυναδινού έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό και οι προσπάθειες για την ανάδειξή του συνεχίζονται.

Ο Πέτρος (Θ. Πέννας) εξέδωσε και τα δύο πεζογραφικά έργα του Παπασυναδινού, με το σημαντικότερο να είναι το «Χρονικό των Σερρών», που ξεκινά το 1598 και φτάνει μέχρι τα γεγονότα του 1642. Το έργο αυτό εκδόθηκε με την επιμέλεια του Πέννα, ο οποίος πρόσθεσε ιστορική και βιογραφική εισαγωγή. Το «Χρονικό» καταλαμβάνει περίπου 45 μεγάλες σελίδες και αποτελείται από χρονικά και γεγονότα, τα οποία συχνά αναπτύσσονται σε αφηγήσεις με μεγάλη λογοτεχνική αξία, γραμμένες με πατριωτική έξαρση και σε καθαρή σερραϊκή διάλεκτο.

Ο Παπασυναδινός είναι ένας σπουδαίος λαϊκός αφηγητής, που ανοίγει την ψυχή του μέσα από τον λόγο του, αποδίδοντας ρεαλιστικά και με θάρρος τα πρόσωπα που περιγράφει, τονίζοντας τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματά τους. Αγαπά να περιγράφει τις φυσιογνωμίες τους, χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά επίθετα όπως «μωροσπανός», «τραγόγενος», «κρασοπινάς», «ροβιάρης», και άλλα. Είναι ένα φαινόμενο στη λαϊκή μας πεζογραφία, καθώς συνδυάζει χάρη, τόλμη και δύναμη λόγου, με την αφέλεια και τον πόνο του σκλαβωμένου Έλληνα.

Ο Παπασυναδινός γεννήθηκε στο χωριό Μελινκίτσι των Σερρών το 1601, από οικογένεια ιερωμένων. Ο πατέρας του, Σιδέρης Συναδινός, και πολλά μέλη της οικογένειάς του ήταν παπάδες και είχαν κάποια μόρφωση. Ο ίδιος χειροτονήθηκε παπάς το 1622 από τον τότε μητροπολίτη Σερρών, Τιμόθεο. Παρόλο που η εκπαίδευσή του ήταν περιορισμένη, όπως φαίνεται από τις ανορθογραφίες στα γραπτά του, είχε μάθει την τέχνη της υφαντικής και είχε μια αξιοσημείωτη περιουσία, κληρονομημένη από τον πατέρα του. Ο ίδιος αναφέρει ότι είχε σπουδάσει με δάσκαλο τον παπα-Παρθένιο, που δίδασκε στις Σέρρες, ένα από τα πρώτα σχολεία της Τουρκοκρατίας.

Οι γρήγορες προαγωγές του Παπασυναδινού στην ιερατική ιεραρχία, η απόκτηση τίτλων, η ενεργή ανάμειξή του στα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι καθαιρέσεις και οι αφορισμοί του, όπως και η επαναφορά του στο αξίωμά του, αποκαλύπτουν την έντονη και ξεχωριστή προσωπικότητά του. Αν είχε λάβει καλύτερη μόρφωση, σίγουρα θα είχε παίξει πιο σημαντικό ρόλο στην πνευματική ιστορία του τόπου μας και γενικά στα ελληνικά γράμματα.

Το όνομά του αναφερόταν συχνά στα αρχεία της Μητρόπολης Σερρών, και πολλά σημαντικά έγγραφα έφεραν την υπογραφή του. Μια ολόκληρη τοποθεσία πήρε το όνομά του, δείχνοντας την επίδραση που είχε στην περιοχή.

Ο Παπασυναδινός, με την περιορισμένη μόρφωσή του, δεν μπορούσε να αναδειχθεί ως διακεκριμένος λόγιος της εποχής του. Δεν του έλειπε η δύναμη, αλλά η μόρφωση. Ήταν σχεδόν αγράμματος και αυτό ακριβώς το στοιχείο δίνει ιδιαίτερη αξία στα έργα του, όπως το «Χρονικό» και ο «Θρήνος για την Άλωση της Πόλης». Αν είχε περισσότερες γνώσεις, το «Χρονικό» του θα ήταν διαφορετικό στη γλώσσα, το ύφος και τη σύνταξη. Ίσως δεν θα το έγραφε καν, καθώς οι περισσότεροι αγράμματοι χρονικογράφοι της Τουρκοκρατίας προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν αρχαϊκές λέξεις και τύπους, με αποτέλεσμα να χαλάνε τη γλώσσα τους και να δημιουργούν δύσκολα και ακαταλαβίστικα κείμενα.

Ο Παπασυναδινός, όμως, λόγω της μικρής του μόρφωσης, απέφυγε αυτή την τάση και έγραψε με την απλή, καθημερινή γλώσσα που μιλούσε. Παρότι υπάρχουν κάποιες λογιωτατίστικες φράσεις, αυτές είναι ελάχιστες και δεν αλλοιώνουν τον γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα του λόγου του.

Το «Χρονικό» του Παπασυναδινού, που καταγράφει γεγονότα της πρώτης Τουρκοκρατίας στην περιοχή των Σερρών, έχει μεγάλη ιστορική αξία, όχι μόνο για την περιοχή των Σερρών, αλλά και για όλη τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η εικόνα της σκλαβιάς και του τρόμου που μας παρουσιάζει ήταν γενικευμένη σε όλη την περιοχή, με τοπικές παραλλαγές.

Επιπλέον, το κείμενο του Παπασυναδινού έχει μεγάλη γλωσσική αξία, καθώς αποτυπώνει τη λαϊκή γλώσσα της Σερρών, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί τον 16ο αιώνα, μια εποχή για την οποία δεν υπάρχουν πολλά δημοτικά και αδιάφθορα κείμενα. Στα σημεία που περιγράφει τα παθήματά του και τις κατατρεγμένες στιγμές της ζωής του, ανοίγει την ψυχή του και χρησιμοποιεί χωρίς φόβο και ντροπή τις χυδαίες λέξεις και εκφράσεις της εποχής του, διατηρώντας αυθεντικό τον λαϊκό λόγο, με πολλά στοιχεία του τυπικού και φθογγολογικού του.

Το περισσότερο όμως η αξία του Χρονικού αυτού είναι λογοτεχνική. Λογοτεχνική στη γλώσσα, στην έκφραση, στην αφηγηματική και πλούσια παραστατική του ικανότητα. Λογοτεχνική στο περιεχόμενο, όταν εκφράζει την περιπέτεια και το δράμα της ψυχής του, μέσα στους κατατρεγμούς της ατομικής του ζωής, μέσα στον τρόμο και το σκοτάδι της σκλαβιάς. Ο Παπασυναδινός είναι μεγάλος αφηγητής, ένας προικισμένος λαϊκός λογογράφος, που με τις αφηγήσεις, τις αποστροφές, τις εικόνες του, τα πρωτότυπα επίθετα και τα άλλα στοιχεία της γλώσσας και του ύφους, δημιουργεί ατμόσφαιρα λογοτεχνική, που συναρπάζει τον αναγνώστη. Από κάθε γραμμή του ξεπετάει ο αφηγητής, ο «ασπούδαχτος» αυτοδημιούργητος λαϊκός λογογράφος.

Ανήκει ο Παπασυναδινός στους προδρόμους της δημοτικής μας πεζογραφίας. Η θέση του είναι κοντά στον Πηγαίο, που τους δημοτικούς του λόγους με τον τίτλο «Χρυσοπηγής, αξιώθηκα να αναστυλώσω προπέρσι σε μια μεγάλη έκδοση. Στέκεται δίπλα, σαν συνεχιστής του, στον Δωρόθεο Μονεμβασίας και τους άλλους δημοτικούς χρονογράφους. Έχει θέση και πρέπει να πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σαν ένας αξιόλογος πεζογράφος, λαϊκός, δυναμικός, μεγαλόπροικος, όπως ο μεταγενέστερός του Εὐθύμιος Πενταγιώτης του Χρονικού του Γαλαξειδιού. Το σπουδαίο, μάλιστα, είναι ότι ο Παπασυναδινός ξεχωρίζει απ' όλους τους χρονογράφους της Τουρκοκρατίας, τόσο για το υποκειμενικό στοιχείο που δεσπόζει μέσα στο χρονικό του, όσο και για τη σατιρική, χαρακτηριστική του διάθεση – να ξομπλιάζει, να ζωγραφίζει, να χαρακτηρίζει τους συγκαιρινούς του και να δίνει ζωντανή εικόνα της εποχής του, αλλού με κακία, αλλού με αφέλεια, πλάθοντας τύπους, σκίτσα, προσωπογραφίες απ' την κοινωνία και τη ζωή, γράφοντας κρίσεις και αισθήματα δικά του για τους συγχρόνους του.

Περιορίζομαι σ' ένα παράδειγμα της χαρακτηριστικής του διάθεσης με προσωπογραφία του παπᾶ Γιώργη, συγκαιρινού του παπᾶ στις Σέρρες: «Απέθανε ο παπᾶς κύρ Γιώργης του Κυριαζή ως τριανταενός χρόνων άνθρωπος· με το να σέβεται να θάβει τους νεκρούς, εχτύπησε του η πανούκλα και απέθανε. Και ήταν μαυρογενούδης, ξηρός, ταλικός, δουλευτής, να σκάφτει κάθε μέρα μονάχος εις το αμπέλι. Αν τον έβριζες ή τον επαράπαιρνες, αυτός πάλι, το ταχύ, να σ’ συναντήσει· δεν έβαζε μάχη. Αμή την ακολουθία του ή τη λειτουργία του δεν είχε ευλάβεια και ήταν λαίμαργος και λύξουρος.»

Έχει κομμάτια ο Παπασυναδινός αριστοτεχνικά μέσα στο Χρονικό του. Μερικά τα έχω απομνημονεύσει στην Ανθολογία μου, στον πρώτο τόμο της. Αυτά τα κομμάτια τρέλλαναν τον Καζαντζάκη, όπως μαρτυρεί το γράμμα του, που παράθεσα παραπάνω στην υποσημείωση. Απαράμιλλος είναι ο Παπασυναδινός στα κάπως εκτεταμένα αφηγηματικά του κομμάτια. Εκεί μας δίνει αληθινές ζωγραφιές. Και όπου εκφράζει δικά του παθήματα είναι γεμάτος πάθος. Ανοίγει την ψυχή του. Κάνει αποστροφές. Δημιουργεί έναν κόσμο. Παραθέτω ένα απόσπασμα, απ' το κομμάτι που είναι το μεγαλύτερο του Χρονικού του και το λογοτεχνικά σπουδαίο για τη δίωξη που του κάναν και την δραπέτευσή του στη γιορτή του Άγιου Όρους. Φαίνεται πως ο Παπασυναδινός, έχοντας εργαστήρια ανυφαντικής, αξιώματα ιερατικά, πλούτο και δύναμη, αλλά και εξυπνάδα, ήρθε σε σύγκρουση με τους ομοτέχνους του και τους προεστοί, κυνήγησε άγρια τον δεσπότη των Σερρών Δανιήλ για τις υπερβάσεις του, ο οποίος είχε γίνει αυταρχικός, καταπιεστικός και άδικος, και φερόταν σαν τοπάρχης. Γι’ αυτό προκάλεσε την κατακραυγή των συγχρόνων, που κινημένοι από τον δεσπότη Δανιήλ ξεσηκώθηκαν και τον καταγγείλανε, κι αν δεν ξέφευγε, δεν θα γλύτωνε απ’ το λιντσάρισμα. Αυτή την καταδρομή την περιγράφει ο ίδιος στο Χρονικό του με ζωντανά χρώματα. Λόγος σταράτος, απλός, γνήσιος, δημοτικός, αμόλυντος.

Αρχίζει έτσι: «Τον ίδιο χρόνο τον Φεβρουάριο μήνα μ’ έδιωξαν εμένα τον Παπασυναδινό όλοι οι Χριστιανοί και όλη η πολιτεία, μικροί και μεγάλοι, από τις Σέρρες και από το σπίτι μου, και από τη γυναίκα μου και από τα παιδιά μου, και από τα υπάρχοντά μου, και από την πατρίδα μου. Και σύνοδος έκαναν και μ’ έκριναν. Και μ’ έλεγαν, ότι από σήμερα δεν σε θέλουμε εις το κάστρο μας. Δεν είσαι από τα δικά μας. Διότι μας χάλασες και μας ζημίωσες: μωρέ ουδετιποτένιε, έγινες και άνθρωπος και φιλοῦν και το χέρι σου. Εσύ είσαι για ταπελέτισμα και πόμπα. Τί είναι αυτό που μας έκανες; Ελάτε να τον ταπελατίσωμε. Και άλλος μ’ έφτυσε, άλλος έλεγε: θαρρείς να σε αφήσουμε ζωντανόν; Και άλλος έλεγε: ελάτε να τον παραδώσουμε εις τον ναζίρη μας να τον έχει εις το χάψι, έως που να ιδούμε τι λόγους μας έρχεται από τον αυθέντη μας. Και άλλος έλεγε ότι να τον βάλουμε εις τον ζαπέτη, να τον βάλει κάτω να τον δείρει, έως που να αποθάνει από τον δαρμόν. Και άλλος έλεγε, δίκαιον είναι να τον λιθάσουμε. Και άλλος έλεγε, ότι από σήμερα, αν τον ιδούμε εις την εκκλησία ή έξω εις το κάστρο και περπατεί πάλι με τους Χριστιανούς τον σκοτώνουμε, και ας μας έλθει ότι έλθει. Και άλλοι έλεγαν, ή εμείς να ήμεθα ή αυτός. Και άλλοι, παρά να παιδευόμεθα και να πειραζόμεθα όλοι μας από έναν άνθρωπον και να έχουμε καυγάδες όλοι μας, καλύτερα είναι να χαθεί αυτός ο ένας, παρά εμείς να έχουμε πείραξη, ελάτε να πάμε εις το σπίτι του να τον χαλάσουμε εκ θεμελίων, και να μην αφήσουμε λίθον επί λίθον, για να γίνει ίπρατι εις τον κόσμον, διά να σωφρονούνται οι άτακτοι. Και άλλοι έλεγαν, εμείς σε εθεωρούσαμε διά φρόνιμον άνθρωπον, αμ’ εσύ έχεις λάχει από τους λωλούς λωλότερος. Και τις διηγήσεις του κατ’ πλάτος τα όσα με ονείδισαν και με έλεγαν όλα κατά πρόσωπον. Αμή πάλιν όσα έλεγαν μοναχοί τους, και τα όσα συγκλαίουνταν εις τους Τούρκους και εις ξένους, και τα όσα με εβούλονταν δύνατον είναι ν’ τα γράψει κανείς. Κι έτσι, από τη μέση τους μ’ έδιωξαν και για την ώρα μ’ άρτισαν. Κι έπιασαν και μ’ κάνανε αναφορά και άρτι, κι τα στείλανε στην Πόλη, κι έτσι μ’ έφεραν δυο τέλειες καθαίρεσες. Κι τις ανέγνωσαν το Μέγα Σάββατο στον επιτάφιο ύμνο του Χριστού στις εκκλησίες και ακούγαν όλοι. Διότι ήταν και Μελνικιώτες και χωριάτες και παπάδες και ξένοι, ώστε να το εξερούνε οι πάντες. Κι έτσι μ’ εκάθισαν τελείως και μ’ αναθεμάτισαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, μέσα στην εκκλησία και παντού. Και μόνον ψιλό όνομα μ’ έλεγαν, κακοσυναδινό αναθεματισμένο. Και απ’ την εκκλησία μ’ έβγαλαν. Και την ενορία μου επήραν, κι αφώρισαν ότι όποιος μ’ συντύχει, ή όποιος φάει ψωμί μαζί μου, ή όποιος με συμβοηθήσει ή συνδράμει είτε έργω είτε λόγω, ή όποιος κάμει αλισφιρίσι, ή όποιος αγοράσει το κρασί μου, ή και πίει, ή όποιος με δουλέψει, ή όποιος με συναναστραφεί, ή φέρει πραματευτάδες και πουλήσω δουλειά, ή όποιος με έχει για χριστιανό, και άλλα πολλά τοιαύτα.

Τέλος πάντων, καθώς είδα έξω τα δυο στενά, εκρύφτηκα σε ένα σπίτι και έκανα εκεί κρυμμένος ημέρας επτά. Κι αυτού, όπου ήλθε ένας άνθρωπος και μ’ λέγει: «Να το ’ξεύρεις, ότι σ’ έμαθαν που είσαι κρυμμένος, και θέλουν να βάλουν τον Βοϊβόδα να έλθει να σ’ πιάσει, να σ’ δέσει, να σε έχει στο γάψι, έως ότου να ιδούνε τι λόγους σου έρχονται απ’ πάνω. Μόνο όσο το έχεις, να βγεις απ’ αυτού, και πάγαινε αλλού, και κρύψου σε αναγνωρίστων τόπο». Κι έτσι επήγα σε άλλο σπίτι και εκρύφτηκα, κι έκανα και εκεί εννέα ημέρες κρυμμένος.

Κι αυτοί εχαίρονταν και έτρωγαν και έπιναν στον ντουνανμάν, όλος ο κόσμος με τα παιγνίδια. Κι εγώ, ούτε ψωμί μ’ ερχόταν όρεξη ότι να φάγω, κι ήμουν πάσαν ημέραν αποθαμένος. Κι άλλος με έλεγε, ότι σήμερον σε χαλνούν, κι άλλος αύριον σε χαλνούν. Κι έτσι, μίαν των ημερών, ήλθε ένας χριστιανός και μ’ λέγει: «Άμποτες, αδελφέ, να μην είχα φάει ψωμί και άλας με την αγιοσύνη σου, περί τ’ μαντάτο διότι σ’ φέρνω. Εμάθαμεν καλά και επληροφορηθήκαμε από πιστόν άνθρωπον το πώς σήμερον ως αργά ή ως ταχέως έρχεται άνθρωπος απ’ την Πόλη να σ’ πάρει να σε δέσει και να σε πάγει εις την Πόλη. Κι όλοι μίαν βουλήν έχουν, το πώς ή εσύ ή αυτοί. Κι καθώς με φαίνεται, αδελφέ, πλέον απ’ την σήμερον δεν έχεις σωτηρίαν απ’ αυτούς, ούτε σ’ αφήνουν ζωντανόν, και να το ’ξεύρεις βέβαια το πώς δι’ αυτόν το πον δεν είσαι· μόνον, εάν θέλεις, ότι ακόμη να ζήσεις εις τον κόσμον, έπαρε τα μάτια σου και πήγαινε αλλού ποθές σε μακρινόν τόπο και να μην αναγνωρίσουν και άφησέ τα όλα. Κι έτσι, όποιος ερχόταν, όλο αυτά μ’ έλεγε και άλλα περισσότερα. Και βλέποντας εγώ αυτά, είδα τα δυο στενά, και κράζω τον πνευματικό και εξομολογούμαι τη νύχτα. Έπειτα κρυφά βγήκα και δεν είπα κανέναν πως θέλω να φύγω, ούτε τη γυναίκα μου, ούτε κανέναν άλλον. Και κρυφίως πήγα σε αναγνωρίστων τόπο, στο Άγιον Όρος. Και από εκεί ήθελα να σμίξω με καλογέρους να πάω στη Βλαχία. Έπειτα να καταντήσω μέσα στη Ρωσία. Εκεί να μονάσω και να απομείνω έως το τέλος της ζωής μου. Διότι το ήξερα καλά, ότι εγώ πλέον δεν ήμουν για τ’ αυτούς στον αιώνα.

Κι έτσι, ω αδελφέ μου αγαπημένε, εκεί όπου ήμουν στην εξορία και σε ξένον τόπο, μεγάλη θλίψη είχε η καρδιά μου. Και κάθε μέρα δεν έλειπε το δάκρυ από τα μάτια μου να μην τρέχουν. Και να κλαίω εκ βάθους ψυχής, και κατά πολλά και περισσά και θλιβερά και λυπηρά είναι η εξορία, και ο διωγμός φαρμακώτερος είναι από κάθε φάρμακο, και πικρότερη είναι από κάθε πίκρα, και θλιβερότερο είναι από κάθε θλίψη.

Και μετά πολλών δακρύων έλεγα: Ω! άλλοι εις εμένα τον ξένον, τον ταλαιπωρημένο, τον πτωχό, όπου έγινα πένης των πενήτων, και εστερήθηκα το παν. Ω! άλλοι εις εμένα τον ονειδισμένο, τον υβρισμένο, τον διωγμένο, τον καταλαλημένο, τον ως φονέα μισημένο, τον κατηραμένο. Ω! εις το κακόν όπου με ήβρε, ω, άλλοι με τον τρισάθλιον! Ακούω από τη θεία γραφή, όπου ορίζει για τον Ιώβ και για τον Άγιον Ευστάθιον, το πώς έπαθαν πολλά κακά. Αμή εγώ, όπως με φαίνεται, τον δυστυχή ακόμη περισσότερα και θλιβερότερα μ’ ήλθαν και με επανέβηκαν. Διότι ο Ιώβ, εάν έχασε τα παιδιά του και τα τίποτά του όλα, αλλά και ήταν στην πατρίδα του, και όλοι οι φίλοι του και οι δικοί του και οι ξένοι πήγαιναν κάθε μέρα και τον επαρηγορούσαν, και τον ελυπούνταν, διότι με γαλήνη καλοσύνη είναι η παρηγοριά, και είχε και τη γυναίκα του και με αυτά ήλθε σε περισσότερη καλοσύνη. Ομοίως και ο άγιος Ευστάθιος, εάν έχασε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τα τίποτά του όλα, αλλά είχε θάρρος, διότι το είχε πει ο Χριστός προλαβόν, το πώς πάλι μέλλει να ευρεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και είχε θάρρος η καρδιά του. Κι έτσι μετά ταύτα ήλθε στην πρώτην κατάστασιν.

Αμή εγώ ποίον να έχω παρηγοριά, ο δυστυχής και ταλαίπωρος. Τι να ειπώ και τι να λαλήσω ή εις τι να παρηγορηθώ; Εις τα παιδιά μου το πρώτο, όπου απέθαναν τρία κορίτσια και τρία αγόρια, ένα προς ένα, κάθε πόνο χώρια, και πλέον παιδί δεν έχω; Ή εις τις δυστυχίες τις απερασμένες; Ή εις αυτές τώρα, όπου με εκυρίευσαν από ποδών έως κεφαλής; Ποιον πρώτο να κλαύσω και ποιον πρώτο να θρηνήσω; Τη γυναίκα μου, όπου πλέον στη ζωή μου δεν θέλω να την ιδώ, ή τα παιδιά μου, ή εις την στέρηση των αδελφών μου, ή των συγγενών μου, ή των φίλων μου, ή το σπίτι μου, ή τα αμπέλια μου, ή τα βαγιόνια μου, ή όλα τα υπάρχοντα από μικρό έως μεγάλο, ή την ενορία μου, ή την πατρίδα μου, όπου εστερήθηκα έτσι γρήγορα και ξαφνικά και ανεθάρρετα και ανέλπιστα· ή αυτό που απέκτησα, ή τις πολλές μου ζημιές, που μ’ ήρθαν από φθονερούς ανθρώπους· ή τις πολλές μου συμφορές, ή την κάθε μέρα και ώρα και νύχτα, που δεν σταματά το δάκρυ από τα μάτια μου· ή στην μεγάλη στενοχώρια που έχω· ή στις πολλές μου αδικίες· ή στις μεγάλες μου ανάγκες, ή στους μεγάλους κινδύνους, ή στους εμφυλίους πολέμους, ή τις καταδόσεις, ή τις προδοσίες, ή τις ψευδομαρτυρίες, ή τις καταλαλιές, ή τις κατάκριες, ή τους φοβερισμούς, ή τους αφορισμούς ή τους αναθεματισμούς, ή τις αναφορές, ή τα άρτζια, ή τα εργαμάτα ή τις τέλειες καθαρίσεις, ή τους διαβαλμούς ή τα επιβουλεύματα, ή τους τζερεμέδες, ή τα κλαψίματα, ή την στέρηση των εισοδημάτων μου ή τις ζημιές, ή τις ζήλιες, ή τους φθόνους ή τις συναθροίσεις, ή τις συνόδους, ή τα κριτήρια, ή τις έκπτωτες των αξιωμάτων, ή τις επαναστάσεις, ή τις στεναχώριές μου, ή την στέρηση των γονιών μου;


Δια ποια πρώτα να κλαύσω και δια ποια να θρηνήσω εκ μέσης μου ψυχής και καρδιάς, και να κλάψω απαρηγόρητα και ακατάπαυστα, διότι πλέον την πατρίδα μου δεν τη θέλω να την ιδώ. Και έτσι, σε μία στιγμή όλα τα εστερήθηκα και είμαι από τους πένητες εβδομηκοντάκις επτά χειρότερα. Άραγε σε ποιον γκρεμό να πάω να γκρεμιστώ; Ή σε ποιο ποτάμι να πνιγώ; Ω γη, και άνοιξε από τους τάφους κανένα, και δέξου με το γρηγορότερο, για να ελευθερωθώ από τα πάντα όλα. Ο θάνατος. και πού είσαι; Καλός ήσουν τώρα για μένα. Φεύ, παπά, βαβέ, ουαί, αλλοίμονο, αλλοίμονο σε μένα τον μοναχό και ξένο. Και τι να με παρηγορήσει; Ουδείς! Αλλά κι αν εσείς, βουνά, ξύλα, πέτρες, λιθάρια, ποτάμια, κάμποι, πασαλούλουδα, θάλασσες, ερπετά, τετράποδα, θηρία, και όλα τα εν τη γη ελθέτε κι αν τούτη την ώρα, παρηγορήσατέ με τον ξένο εις την ξένη.


Ταύτα και περισσότερα να έλεγα, ω αδελφέ, με πολλά δάκρυα και: Κύριε, Κύριε, μην προς βάρος φανούν οι λόγοι μου. Διότι καλά το ξέρεις, ότι από μεγάλο πόνο θλίβομαι. Αλλά δώσ’ μου, Κύριε, υπομονή να τον υποφέρω αυτόν τον κίνδυνο με πολλή υπομονή. Και έτσι μίαν από τις ημέρες, μόνον βλέπω τον αδελφό μου και ήρθε, και μου λέγει: Έλα στα πίσω να υπάγουμε και ας είσαι κρυμένος. Και αν τύχει, να κάνουμε ειρήνη. Και έτσι ερχόμουν. Και τόση καρδιά είχα, ότι σαν κανένας κλέφτης, που τον δώσουν το παλούκι και το βαστάει στον ώμο του, και τον πάνε να τον φουρκίσουν. Τέτοια καρδιά και τέτοια όψη είχα...

Γυρίζοντας στις Σέρρες, ο πολύπαθος χρονογράφος με δοσίματα και φιλικές μεσολαβήσεις συμφιλιώθηκε με τους εχθρούς του κι αποκαταστάθηκε στη θέση και στην περιουσία του. «Ύστερα, γράφει, αφού κάμαμε διαλλαγή, μεγάλη φιλία και μεγάλη αγάπη είχαμε...».

Το χρονικό που έχουμε από τα χέρια του είναι ένα μνημείο της νεοελληνικής πεζογραφίας που πρέπει με μια καλή καινούργια έκδοση να αξιοποιηθεί λογοτεχνικά.

Βιογραφία
Ο Παπασυναδινός γεννήθηκε στο Μελικίτσι. Ο πατέρας του υπηρέτησε ως σπουδαίος ιερέας στη μητρόπολη Σερρών, κατέχοντας τη θέση του σακελάριου, που του προσέφερε κύρος και δύναμη. Ο αυστηρός χαρακτήρας του πατέρα επηρεάζει τη ζωή και την πορεία των παιδιών του, συμπεριλαμβανομένου και του Συναδινού. Σε ηλικία δέκα ετών, ο πατέρας του τον έστειλε για πρώτη φορά στο σχολείο στα Καλά Δένδρα, όπου ο ιερέας Παπαδήμος του δίδαξε ανάγνωση και γραφή. Όταν έγινε δεκαπέντε, μετακόμισε στις Σέρρες για να αποκτήσει κάποιο επαγγελματικό εφόδιο, αν και αυτή η φάση της εκπαίδευσής του διήρκεσε μόλις έναν χρόνο.

Στις 14 Απριλίου 1916, ο πατέρας του διοργάνωσε τον αρραβώνα του με την Αβραμπακίνα, κόρη του χρυσοχόου Κυριαζή, και ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1617 στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στους Γουναράδες, όταν ο Συναδινός ήταν μόλις 17 χρονών. Η Αβραμπακίνα θα τον συντροφεύσει σε χαρές και λύπες, με τις δεύτερες να είναι πολλές. Ως νεόνυμφος, ο Συναδινός συνέχισε την εκπαίδευσή του κοντά στον ιερέα Παρθένιο στη Μητρόπολη, ελπίζοντας να αναρριχηθεί στην εκκλησιαστική ιεραρχία.

Το πρώτο του παιδί, η Ασανώ, γεννιέται το Φεβρουάριο του 1619 αλλά πεθαίνει σε μόλις εννέα μήνες. Δυστυχώς, τα υπόλοιπα παιδιά του ζευγαριού ακολουθούν την ίδια μοίρα. Η μόνη παρηγοριά του Συναδινού είναι η εκκλησιαστική του καριέρα, και γρήγορα γίνεται ιεροδιάκονος τον Δεκέμβριο του 1619, ενώ χειροτονείται ιερέας τη Μεγάλη Πέμπτη του 1622. Ο Συναδινός αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας και διορίζεται από τον μητροπολίτη Άρχων του Ψαλτήρος Σερρών. Αγοράζει πέντε ενορίες από τον μητροπολίτη Τιμόθεο για 600 άσπρα, γεγονός που του επιτρέπει να προχωρήσει στην καριέρα του και να κάνει μια σημαντική οικονομική επένδυση.

Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, ο Συναδινός εγκαθίσταται μόνιμα στις Σέρρες, όπου το 1634 αποκτά σπίτι στο μαχαλά της Επίσκεψης. Το 1632 αναλαμβάνει το αξίωμα του λογοθέτη της εκκλησίας και δύο χρόνια αργότερα αναγορεύεται σκευοφύλακας. Ωστόσο, για λόγους που παραμένουν ασαφείς και σχετίζονται με εσωτερικές διενέξεις, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το αξίωμά του και να γίνει σακελάριος. Στον Μάρτιο του 1831, ο Συναδινός αφορίζεται από την εκκλησία των Σερρών, γεγονός που τον τοποθετεί σε πολύ δύσκολη θέση και επιδεινώνει τη φήμη του στην κοινότητα.

Η κατάσταση του επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο με το θάνατο του πατέρα του στις 11 Ιουλίου 1636. Αποφασίζει να φύγει για το Άγιο Όρος, όπου παραμένει για περίπου έναν χρόνο. Οικογενειακές αντιπαραθέσεις σχετικά με κληρονομικά ζητήματα τον οδηγούν μέχρι το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, στην αναζήτηση δικαίου. Επιστρέφει το 1640, απογοητευμένος από την έκβαση της υπόθεσής του. Μετά το 1642, οι πληροφορίες για τον Συναδινό μειώνονται, ωστόσο αναφέρεται ότι συνέχισε να έχει ρόλο στην κοινωνία των Σερρών μέχρι τουλάχιστον το 1662.

Το «Χρονικό των Σερρών»

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος