Παπασυναδινός
Το περισσότερο όμως η αξία του Χρονικού αυτού είναι λογοτεχνική. Λογοτεχνική στη γλώσσα, στην έκφραση, στην αφηγηματική και πλούσια παραστατική του ικανότητα. Λογοτεχνική στο περιεχόμενο, όταν εκφράζει την περιπέτεια και το δράμα της ψυχής του, μέσα στους κατατρεγμούς της ατομικής του ζωής, μέσα στον τρόμο και το σκοτάδι της σκλαβιάς. Ο Παπασυναδινός είναι μεγάλος αφηγητής, ένας προικισμένος λαϊκός λογογράφος, που με τις αφηγήσεις, τις αποστροφές, τις εικόνες του, τα πρωτότυπα επίθετα και τα άλλα στοιχεία της γλώσσας και του ύφους, δημιουργεί ατμόσφαιρα λογοτεχνική, που συναρπάζει τον αναγνώστη. Από κάθε γραμμή του ξεπετάει ο αφηγητής, ο «ασπούδαχτος» αυτοδημιούργητος λαϊκός λογογράφος.
Ανήκει ο Παπασυναδινός στους προδρόμους της δημοτικής μας πεζογραφίας. Η θέση του είναι κοντά στον Πηγαίο, που τους δημοτικούς του λόγους με τον τίτλο «Χρυσοπηγής, αξιώθηκα να αναστυλώσω προπέρσι σε μια μεγάλη έκδοση. Στέκεται δίπλα, σαν συνεχιστής του, στον Δωρόθεο Μονεμβασίας και τους άλλους δημοτικούς χρονογράφους. Έχει θέση και πρέπει να πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σαν ένας αξιόλογος πεζογράφος, λαϊκός, δυναμικός, μεγαλόπροικος, όπως ο μεταγενέστερός του Εὐθύμιος Πενταγιώτης του Χρονικού του Γαλαξειδιού. Το σπουδαίο, μάλιστα, είναι ότι ο Παπασυναδινός ξεχωρίζει απ' όλους τους χρονογράφους της Τουρκοκρατίας, τόσο για το υποκειμενικό στοιχείο που δεσπόζει μέσα στο χρονικό του, όσο και για τη σατιρική, χαρακτηριστική του διάθεση – να ξομπλιάζει, να ζωγραφίζει, να χαρακτηρίζει τους συγκαιρινούς του και να δίνει ζωντανή εικόνα της εποχής του, αλλού με κακία, αλλού με αφέλεια, πλάθοντας τύπους, σκίτσα, προσωπογραφίες απ' την κοινωνία και τη ζωή, γράφοντας κρίσεις και αισθήματα δικά του για τους συγχρόνους του.
Περιορίζομαι σ' ένα παράδειγμα της χαρακτηριστικής του διάθεσης με προσωπογραφία του παπᾶ Γιώργη, συγκαιρινού του παπᾶ στις Σέρρες: «Απέθανε ο παπᾶς κύρ Γιώργης του Κυριαζή ως τριανταενός χρόνων άνθρωπος· με το να σέβεται να θάβει τους νεκρούς, εχτύπησε του η πανούκλα και απέθανε. Και ήταν μαυρογενούδης, ξηρός, ταλικός, δουλευτής, να σκάφτει κάθε μέρα μονάχος εις το αμπέλι. Αν τον έβριζες ή τον επαράπαιρνες, αυτός πάλι, το ταχύ, να σ’ συναντήσει· δεν έβαζε μάχη. Αμή την ακολουθία του ή τη λειτουργία του δεν είχε ευλάβεια και ήταν λαίμαργος και λύξουρος.»
Έχει κομμάτια ο Παπασυναδινός αριστοτεχνικά μέσα στο Χρονικό του. Μερικά τα έχω απομνημονεύσει στην Ανθολογία μου, στον πρώτο τόμο της. Αυτά τα κομμάτια τρέλλαναν τον Καζαντζάκη, όπως μαρτυρεί το γράμμα του, που παράθεσα παραπάνω στην υποσημείωση. Απαράμιλλος είναι ο Παπασυναδινός στα κάπως εκτεταμένα αφηγηματικά του κομμάτια. Εκεί μας δίνει αληθινές ζωγραφιές. Και όπου εκφράζει δικά του παθήματα είναι γεμάτος πάθος. Ανοίγει την ψυχή του. Κάνει αποστροφές. Δημιουργεί έναν κόσμο. Παραθέτω ένα απόσπασμα, απ' το κομμάτι που είναι το μεγαλύτερο του Χρονικού του και το λογοτεχνικά σπουδαίο για τη δίωξη που του κάναν και την δραπέτευσή του στη γιορτή του Άγιου Όρους. Φαίνεται πως ο Παπασυναδινός, έχοντας εργαστήρια ανυφαντικής, αξιώματα ιερατικά, πλούτο και δύναμη, αλλά και εξυπνάδα, ήρθε σε σύγκρουση με τους ομοτέχνους του και τους προεστοί, κυνήγησε άγρια τον δεσπότη των Σερρών Δανιήλ για τις υπερβάσεις του, ο οποίος είχε γίνει αυταρχικός, καταπιεστικός και άδικος, και φερόταν σαν τοπάρχης. Γι’ αυτό προκάλεσε την κατακραυγή των συγχρόνων, που κινημένοι από τον δεσπότη Δανιήλ ξεσηκώθηκαν και τον καταγγείλανε, κι αν δεν ξέφευγε, δεν θα γλύτωνε απ’ το λιντσάρισμα. Αυτή την καταδρομή την περιγράφει ο ίδιος στο Χρονικό του με ζωντανά χρώματα. Λόγος σταράτος, απλός, γνήσιος, δημοτικός, αμόλυντος.
Αρχίζει έτσι: «Τον ίδιο χρόνο τον Φεβρουάριο μήνα μ’ έδιωξαν εμένα τον Παπασυναδινό όλοι οι Χριστιανοί και όλη η πολιτεία, μικροί και μεγάλοι, από τις Σέρρες και από το σπίτι μου, και από τη γυναίκα μου και από τα παιδιά μου, και από τα υπάρχοντά μου, και από την πατρίδα μου. Και σύνοδος έκαναν και μ’ έκριναν. Και μ’ έλεγαν, ότι από σήμερα δεν σε θέλουμε εις το κάστρο μας. Δεν είσαι από τα δικά μας. Διότι μας χάλασες και μας ζημίωσες: μωρέ ουδετιποτένιε, έγινες και άνθρωπος και φιλοῦν και το χέρι σου. Εσύ είσαι για ταπελέτισμα και πόμπα. Τί είναι αυτό που μας έκανες; Ελάτε να τον ταπελατίσωμε. Και άλλος μ’ έφτυσε, άλλος έλεγε: θαρρείς να σε αφήσουμε ζωντανόν; Και άλλος έλεγε: ελάτε να τον παραδώσουμε εις τον ναζίρη μας να τον έχει εις το χάψι, έως που να ιδούμε τι λόγους μας έρχεται από τον αυθέντη μας. Και άλλος έλεγε ότι να τον βάλουμε εις τον ζαπέτη, να τον βάλει κάτω να τον δείρει, έως που να αποθάνει από τον δαρμόν. Και άλλος έλεγε, δίκαιον είναι να τον λιθάσουμε. Και άλλος έλεγε, ότι από σήμερα, αν τον ιδούμε εις την εκκλησία ή έξω εις το κάστρο και περπατεί πάλι με τους Χριστιανούς τον σκοτώνουμε, και ας μας έλθει ότι έλθει. Και άλλοι έλεγαν, ή εμείς να ήμεθα ή αυτός. Και άλλοι, παρά να παιδευόμεθα και να πειραζόμεθα όλοι μας από έναν άνθρωπον και να έχουμε καυγάδες όλοι μας, καλύτερα είναι να χαθεί αυτός ο ένας, παρά εμείς να έχουμε πείραξη, ελάτε να πάμε εις το σπίτι του να τον χαλάσουμε εκ θεμελίων, και να μην αφήσουμε λίθον επί λίθον, για να γίνει ίπρατι εις τον κόσμον, διά να σωφρονούνται οι άτακτοι. Και άλλοι έλεγαν, εμείς σε εθεωρούσαμε διά φρόνιμον άνθρωπον, αμ’ εσύ έχεις λάχει από τους λωλούς λωλότερος. Και τις διηγήσεις του κατ’ πλάτος τα όσα με ονείδισαν και με έλεγαν όλα κατά πρόσωπον. Αμή πάλιν όσα έλεγαν μοναχοί τους, και τα όσα συγκλαίουνταν εις τους Τούρκους και εις ξένους, και τα όσα με εβούλονταν δύνατον είναι ν’ τα γράψει κανείς. Κι έτσι, από τη μέση τους μ’ έδιωξαν και για την ώρα μ’ άρτισαν. Κι έπιασαν και μ’ κάνανε αναφορά και άρτι, κι τα στείλανε στην Πόλη, κι έτσι μ’ έφεραν δυο τέλειες καθαίρεσες. Κι τις ανέγνωσαν το Μέγα Σάββατο στον επιτάφιο ύμνο του Χριστού στις εκκλησίες και ακούγαν όλοι. Διότι ήταν και Μελνικιώτες και χωριάτες και παπάδες και ξένοι, ώστε να το εξερούνε οι πάντες. Κι έτσι μ’ εκάθισαν τελείως και μ’ αναθεμάτισαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, μέσα στην εκκλησία και παντού. Και μόνον ψιλό όνομα μ’ έλεγαν, κακοσυναδινό αναθεματισμένο. Και απ’ την εκκλησία μ’ έβγαλαν. Και την ενορία μου επήραν, κι αφώρισαν ότι όποιος μ’ συντύχει, ή όποιος φάει ψωμί μαζί μου, ή όποιος με συμβοηθήσει ή συνδράμει είτε έργω είτε λόγω, ή όποιος κάμει αλισφιρίσι, ή όποιος αγοράσει το κρασί μου, ή και πίει, ή όποιος με δουλέψει, ή όποιος με συναναστραφεί, ή φέρει πραματευτάδες και πουλήσω δουλειά, ή όποιος με έχει για χριστιανό, και άλλα πολλά τοιαύτα.
Τέλος πάντων, καθώς είδα έξω τα δυο στενά, εκρύφτηκα σε ένα σπίτι και έκανα εκεί κρυμμένος ημέρας επτά. Κι αυτού, όπου ήλθε ένας άνθρωπος και μ’ λέγει: «Να το ’ξεύρεις, ότι σ’ έμαθαν που είσαι κρυμμένος, και θέλουν να βάλουν τον Βοϊβόδα να έλθει να σ’ πιάσει, να σ’ δέσει, να σε έχει στο γάψι, έως ότου να ιδούνε τι λόγους σου έρχονται απ’ πάνω. Μόνο όσο το έχεις, να βγεις απ’ αυτού, και πάγαινε αλλού, και κρύψου σε αναγνωρίστων τόπο». Κι έτσι επήγα σε άλλο σπίτι και εκρύφτηκα, κι έκανα και εκεί εννέα ημέρες κρυμμένος.
Κι αυτοί εχαίρονταν και έτρωγαν και έπιναν στον ντουνανμάν, όλος ο κόσμος με τα παιγνίδια. Κι εγώ, ούτε ψωμί μ’ ερχόταν όρεξη ότι να φάγω, κι ήμουν πάσαν ημέραν αποθαμένος. Κι άλλος με έλεγε, ότι σήμερον σε χαλνούν, κι άλλος αύριον σε χαλνούν. Κι έτσι, μίαν των ημερών, ήλθε ένας χριστιανός και μ’ λέγει: «Άμποτες, αδελφέ, να μην είχα φάει ψωμί και άλας με την αγιοσύνη σου, περί τ’ μαντάτο διότι σ’ φέρνω. Εμάθαμεν καλά και επληροφορηθήκαμε από πιστόν άνθρωπον το πώς σήμερον ως αργά ή ως ταχέως έρχεται άνθρωπος απ’ την Πόλη να σ’ πάρει να σε δέσει και να σε πάγει εις την Πόλη. Κι όλοι μίαν βουλήν έχουν, το πώς ή εσύ ή αυτοί. Κι καθώς με φαίνεται, αδελφέ, πλέον απ’ την σήμερον δεν έχεις σωτηρίαν απ’ αυτούς, ούτε σ’ αφήνουν ζωντανόν, και να το ’ξεύρεις βέβαια το πώς δι’ αυτόν το πον δεν είσαι· μόνον, εάν θέλεις, ότι ακόμη να ζήσεις εις τον κόσμον, έπαρε τα μάτια σου και πήγαινε αλλού ποθές σε μακρινόν τόπο και να μην αναγνωρίσουν και άφησέ τα όλα. Κι έτσι, όποιος ερχόταν, όλο αυτά μ’ έλεγε και άλλα περισσότερα. Και βλέποντας εγώ αυτά, είδα τα δυο στενά, και κράζω τον πνευματικό και εξομολογούμαι τη νύχτα. Έπειτα κρυφά βγήκα και δεν είπα κανέναν πως θέλω να φύγω, ούτε τη γυναίκα μου, ούτε κανέναν άλλον. Και κρυφίως πήγα σε αναγνωρίστων τόπο, στο Άγιον Όρος. Και από εκεί ήθελα να σμίξω με καλογέρους να πάω στη Βλαχία. Έπειτα να καταντήσω μέσα στη Ρωσία. Εκεί να μονάσω και να απομείνω έως το τέλος της ζωής μου. Διότι το ήξερα καλά, ότι εγώ πλέον δεν ήμουν για τ’ αυτούς στον αιώνα.
Κι έτσι, ω αδελφέ μου αγαπημένε, εκεί όπου ήμουν στην εξορία και σε ξένον τόπο, μεγάλη θλίψη είχε η καρδιά μου. Και κάθε μέρα δεν έλειπε το δάκρυ από τα μάτια μου να μην τρέχουν. Και να κλαίω εκ βάθους ψυχής, και κατά πολλά και περισσά και θλιβερά και λυπηρά είναι η εξορία, και ο διωγμός φαρμακώτερος είναι από κάθε φάρμακο, και πικρότερη είναι από κάθε πίκρα, και θλιβερότερο είναι από κάθε θλίψη.
Και μετά πολλών δακρύων έλεγα: Ω! άλλοι εις εμένα τον ξένον, τον ταλαιπωρημένο, τον πτωχό, όπου έγινα πένης των πενήτων, και εστερήθηκα το παν. Ω! άλλοι εις εμένα τον ονειδισμένο, τον υβρισμένο, τον διωγμένο, τον καταλαλημένο, τον ως φονέα μισημένο, τον κατηραμένο. Ω! εις το κακόν όπου με ήβρε, ω, άλλοι με τον τρισάθλιον! Ακούω από τη θεία γραφή, όπου ορίζει για τον Ιώβ και για τον Άγιον Ευστάθιον, το πώς έπαθαν πολλά κακά. Αμή εγώ, όπως με φαίνεται, τον δυστυχή ακόμη περισσότερα και θλιβερότερα μ’ ήλθαν και με επανέβηκαν. Διότι ο Ιώβ, εάν έχασε τα παιδιά του και τα τίποτά του όλα, αλλά και ήταν στην πατρίδα του, και όλοι οι φίλοι του και οι δικοί του και οι ξένοι πήγαιναν κάθε μέρα και τον επαρηγορούσαν, και τον ελυπούνταν, διότι με γαλήνη καλοσύνη είναι η παρηγοριά, και είχε και τη γυναίκα του και με αυτά ήλθε σε περισσότερη καλοσύνη. Ομοίως και ο άγιος Ευστάθιος, εάν έχασε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τα τίποτά του όλα, αλλά είχε θάρρος, διότι το είχε πει ο Χριστός προλαβόν, το πώς πάλι μέλλει να ευρεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και είχε θάρρος η καρδιά του. Κι έτσι μετά ταύτα ήλθε στην πρώτην κατάστασιν.
Αμή εγώ ποίον να έχω παρηγοριά, ο δυστυχής και ταλαίπωρος. Τι να ειπώ και τι να λαλήσω ή εις τι να παρηγορηθώ; Εις τα παιδιά μου το πρώτο, όπου απέθαναν τρία κορίτσια και τρία αγόρια, ένα προς ένα, κάθε πόνο χώρια, και πλέον παιδί δεν έχω; Ή εις τις δυστυχίες τις απερασμένες; Ή εις αυτές τώρα, όπου με εκυρίευσαν από ποδών έως κεφαλής; Ποιον πρώτο να κλαύσω και ποιον πρώτο να θρηνήσω; Τη γυναίκα μου, όπου πλέον στη ζωή μου δεν θέλω να την ιδώ, ή τα παιδιά μου, ή εις την στέρηση των αδελφών μου, ή των συγγενών μου, ή των φίλων μου, ή το σπίτι μου, ή τα αμπέλια μου, ή τα βαγιόνια μου, ή όλα τα υπάρχοντα από μικρό έως μεγάλο, ή την ενορία μου, ή την πατρίδα μου, όπου εστερήθηκα έτσι γρήγορα και ξαφνικά και ανεθάρρετα και ανέλπιστα· ή αυτό που απέκτησα, ή τις πολλές μου ζημιές, που μ’ ήρθαν από φθονερούς ανθρώπους· ή τις πολλές μου συμφορές, ή την κάθε μέρα και ώρα και νύχτα, που δεν σταματά το δάκρυ από τα μάτια μου· ή στην μεγάλη στενοχώρια που έχω· ή στις πολλές μου αδικίες· ή στις μεγάλες μου ανάγκες, ή στους μεγάλους κινδύνους, ή στους εμφυλίους πολέμους, ή τις καταδόσεις, ή τις προδοσίες, ή τις ψευδομαρτυρίες, ή τις καταλαλιές, ή τις κατάκριες, ή τους φοβερισμούς, ή τους αφορισμούς ή τους αναθεματισμούς, ή τις αναφορές, ή τα άρτζια, ή τα εργαμάτα ή τις τέλειες καθαρίσεις, ή τους διαβαλμούς ή τα επιβουλεύματα, ή τους τζερεμέδες, ή τα κλαψίματα, ή την στέρηση των εισοδημάτων μου ή τις ζημιές, ή τις ζήλιες, ή τους φθόνους ή τις συναθροίσεις, ή τις συνόδους, ή τα κριτήρια, ή τις έκπτωτες των αξιωμάτων, ή τις επαναστάσεις, ή τις στεναχώριές μου, ή την στέρηση των γονιών μου;
Δια ποια πρώτα να κλαύσω και δια ποια να θρηνήσω εκ μέσης μου ψυχής και καρδιάς, και να κλάψω απαρηγόρητα και ακατάπαυστα, διότι πλέον την πατρίδα μου δεν τη θέλω να την ιδώ. Και έτσι, σε μία στιγμή όλα τα εστερήθηκα και είμαι από τους πένητες εβδομηκοντάκις επτά χειρότερα. Άραγε σε ποιον γκρεμό να πάω να γκρεμιστώ; Ή σε ποιο ποτάμι να πνιγώ; Ω γη, και άνοιξε από τους τάφους κανένα, και δέξου με το γρηγορότερο, για να ελευθερωθώ από τα πάντα όλα. Ο θάνατος. και πού είσαι; Καλός ήσουν τώρα για μένα. Φεύ, παπά, βαβέ, ουαί, αλλοίμονο, αλλοίμονο σε μένα τον μοναχό και ξένο. Και τι να με παρηγορήσει; Ουδείς! Αλλά κι αν εσείς, βουνά, ξύλα, πέτρες, λιθάρια, ποτάμια, κάμποι, πασαλούλουδα, θάλασσες, ερπετά, τετράποδα, θηρία, και όλα τα εν τη γη ελθέτε κι αν τούτη την ώρα, παρηγορήσατέ με τον ξένο εις την ξένη.
Ταύτα και περισσότερα να έλεγα, ω αδελφέ, με πολλά δάκρυα και: Κύριε, Κύριε, μην προς βάρος φανούν οι λόγοι μου. Διότι καλά το ξέρεις, ότι από μεγάλο πόνο θλίβομαι. Αλλά δώσ’ μου, Κύριε, υπομονή να τον υποφέρω αυτόν τον κίνδυνο με πολλή υπομονή. Και έτσι μίαν από τις ημέρες, μόνον βλέπω τον αδελφό μου και ήρθε, και μου λέγει: Έλα στα πίσω να υπάγουμε και ας είσαι κρυμένος. Και αν τύχει, να κάνουμε ειρήνη. Και έτσι ερχόμουν. Και τόση καρδιά είχα, ότι σαν κανένας κλέφτης, που τον δώσουν το παλούκι και το βαστάει στον ώμο του, και τον πάνε να τον φουρκίσουν. Τέτοια καρδιά και τέτοια όψη είχα...
Γυρίζοντας στις Σέρρες, ο πολύπαθος χρονογράφος με δοσίματα και φιλικές μεσολαβήσεις συμφιλιώθηκε με τους εχθρούς του κι αποκαταστάθηκε στη θέση και στην περιουσία του. «Ύστερα, γράφει, αφού κάμαμε διαλλαγή, μεγάλη φιλία και μεγάλη αγάπη είχαμε...».
Το χρονικό που έχουμε από τα χέρια του είναι ένα μνημείο της νεοελληνικής πεζογραφίας που πρέπει με μια καλή καινούργια έκδοση να αξιοποιηθεί λογοτεχνικά.