Ενδεκαμελής συμμορία κομιτατζίδων εισέβαλε στο χωριό Λάκκος, 26 Σεπτεμβρίου 1903
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1903, ενδεκαμελής συμμορία κομιτατζίδων υπό την αρχηγία του αρχικομιτατζή Ράδεφ εισέβαλε στο χωριό Λάκκος και δολοφόνησε σε ενέδρα τον Πρόκριτο Ιάκωβο Δίγκο και τον Νικόλαο Δίγκο. Στη συνέχεια, πυρπόλησαν την οικία του πρώτου. Ο Τουρκικός στρατός κατέφθασε αμέσως μόλις ειδοποιήθηκε και συνεπλάκη μαζί τους. Μετά από επτάωρη συμπλοκή, τραυματίστηκε και ο Κωνσταντίνος Γεράκης από την οικογένεια του Ιάκωβου, καθώς και ο επικεφαλής Τούρκος αξιωματικός. Η συμπλοκή αυτή, που χαρακτηρίστηκε από ένταση και βία, είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει ο Τουρκικός στρατός έδαφος αλλά με σημαντικές απώλειες.
Ταυτόχρονα, ο Πρόξενος των Σερρών Ίων Δραγούμης έφθασε στην περιοχή. Με την παρουσία του, κατάφερε να αποτρέψει τη λεηλασία και καταστροφή του χωριού από το Τουρκικό απόσπασμα, επιδεικνύοντας την πολιτική του επιρροή και τον ρόλο του στη διαχείριση της κρίσης.
’ΊωνοςΣτεφάνουΔραγούμη,Ή Μονή τοΰ Προδρόυκαίτό χωριό Λάκκος τών Σερρών.’Απάντησητοΰ” 1.Στ.Δρ.(1878-1920), γραμμένη γαλλικάτον’ Οκτώβριο τοΰ 1903 από τάς Σέρρες, σέγράμμα "Ελληνα φίλουτουαπότό Παρίσι. Μετάφραση Φιλίππου Στεφάνου Δραγούμη. Άνάτυπον εκ τοΰ Δ' τόμου τών «ΣερραϊκώνΧρονικών». Άθήναι 1961 .8ον σ.27.
"Όπως φαίνεται και από τον τίτλον, πρόκειται περ'ι επιστολής του αειμνήστου Ίωνος Δραγούμη προς τινα εν Παρισίοις διαμένοντα Έλληνα φίλον του, την οποίαν μετέφρασε και εξέδωκε ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης εις τα «Σερραΐκά Χρονικά», εκ των οποίων ανάτυπον είναι το φυλλάδιον. Την επιστολήν κατά την πληροφορίαν του μεταφραστού έγραψεν ο Δραγούμης εν Σέρραις, όπου ανεπλήρωνε τον απουσιάζοντα Έλληνα πρόξενον. Ή επιστολή είναι λίαν ενδιαφέρουσα, διότι, γράψας αυτήν, λαμβάνοντας αφορμήν από εν επεισόδιον επιδρομής κομιτατζήδων εις το παρά τη Μονήν του Προδρόμου χωρίον Λάκκος, εκθέτει τας αντιλήψεις του επί των βουλγαρικών μεθόδων, διά των οποίων ούτοι προσεπάθουν να εξαπατήσουν την δημοσίαν ευρωπαϊκήν γνώμην ως προς τους σκοπούς των ενεργειών των, αι οποίαι λόγω φαινόντων παρουσιάζοντο ως απελευθερωτικαί από των Τούρκων, πράγματι δε εστρέφοντο κυρίως κατά των Ελλήνων με απώτερον σκοπόν την κατάκτηση της Μακεδονίας και της Θράκης και την κάθοδο εις το Αιγαίον. Όπως ο να απευθύνεται η επιστολή φαίνεται επηρεασμένος από την βουλγαρικήν προπαγάνδαν, ότι οι Βούλγαροι αγωνίζονται κατά των Τούρκων ως απελευρωταί. Ο Ίων απαντά πολύ σωστά και επιγραμματικά (σ·U) «Για την ώρα επανάσταση υπάρχει μονάχα σε μερικές εφημερίδες αγγλικές, γαλλικές, ρωσικές και βουλγαρικές». Όσον αφορά στους σλαβόφωνους χωρικούς παρατηρεί ότι «δεν σκέπτονται ούτε την εθνικότητά τους ούτε τα δικαιώματα του ελεύθερου πολίτη, που αγνοούν ολότελα... είναι μονάχα αριθμοί, που τα κομιτάτα τους εκμεταλλεύονται και τους επιβάλλονται με την βία». Πολύ ωραία είναι δε παρατηρεί διά την ουδετερότητα των Ελλήνων εις τον αγώνα: «Η αυστηρή ουδετερότητα, που προτείνεις, δεν είναι καθόλου δυνατή, αφού ζούμε στη Μακεδονία και υποφέρουμε από τους ευγενικούς Βουλγάρους ελευθερωτές, όσο και από τους μη ευγενικούς Οθωμανούς καταπιεστές και η ζωή μας κάθεται ευγενικά ανάμεσα στο αμόνι και το σφυρί». Έν γενεί η επιστολή αποτελεί ιστορικόν στοιχείον διά τον Μακεδονικόν Αγώνα άξιαν ανάγνωστον, διότι με επιγραμματικόν πολλάκις τρόπον θέτει τα πράγματα, τα οποία εξακολουθούν και σήμερον να είναι τα ίδια με τους διαδόχους των Βουλγάρων Μακεδόνας, χάριτες δ’ οφείλονται εις τον μεταφραστήν διά την μεταφρασίν της και την δημοσίευσίν της."
ΣΤΙΛΠΩΝ Π. ΚΥΡΙΑΚΙΑΗΣ
Στα μετέπειτα χρόνια, το χωριό διασχίζονταν στην μέση από ένα μεγάλο ρέμα, που λεγόνταν < Λάκος>, (σκεπάστηκε τα τελευταία χρόνια) κι εκεί συγκεντρώνονταν όλα τα νερά της βροχής, τα νερά από τις πηγές του Αϊ Γιώργη, τις βρύσες, και κατέληγε στις εκβολές του, για να ποτίζουν τα ¨αυλοτόπια¨ του χωριού. Είχε δηλαδή περισσότερο την όψη του χειμάρρου και λιγότερο ρέματος και, επειδή δεν είχε ¨σιότ¨, δηλαδή πλαϊνά κτισμένα τοιχώματα, οι διαμένοντες κοντά στο ¨λάκκο¨ έβαζαν ¨κλαδιά¨ για να προφυλαχθούν από τυχόν πλημμύρες.
Μερικές φορές γίνονταν επικίνδυνος όταν κατέβαζε πολλά νερά, ύστερα από κάποια καταρρακτώδη βροχή, όπως συνέβη το 1912 όπου κατέβασε πάρα πολλά βρόχινα νερά ώστε παρέσυρε μια παλιά οικία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πού κάναμε τα παιδιά του χωριού ήταν, όταν μετά από μια δυνατή βροχή τρέχαμε να δούμε ¨τς λακκούσας του κιφαλ’¨ (Λακκούσα έλεγαν τα νερά του του λάκκου) ένα μοναδικό φαινόμενο που μας διασκέδαζε αφάνταστα.
Για να επικοινωνούν οι κάτοικοι του χωριού από την μία στην άλλη μεριά του λάκκου υπήρχαν τρεις γέφυρες. Η μία βρίσκονταν στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου . Η δεύτερη στο περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Γυμνάσιο και ήταν η μεγαλύτερη από τις άλλες δυο. Περνούσαν από πάνω κάρα, είχε κάγκελα και πεζοδρόμια και από τις δυο πλευρές για να περνάνε τα παιδιά για το σχολείο και γενικά οι πεζοί, ενώ από κάτω ήταν τόπος που συγκέντρωνε ο αγελαδάρης τα γελάδια για βοσκή. Η τρίτη γέφυρα ήταν στο ύψος του Αγίου Δημητρίου κι από αυτήν μπορούσαν να περάσουν δυο κάρα ή δυο φορτωμένα γαϊδούρια και ήταν η παλαιότερη από όλες τις άλλες.
Υπήρχαν ακόμα άλλα δυο ρέματα, το ¨Μπεκιάρ Λάκκος στα ανατολικά του χωριού και ¨Κυράντσως Λάκκος ¨ στα Δυτικά. Στα γύρω υψώματα υπήρχαν και τ’ αλώνια με τις αποθήκες-αχυρώνες του κάθε νοικοκυριού για τις ανάγκες των γεωργικών εργασιών και τ’ αλώνισμα των σιτηρών