Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, 15 Σεπτεμβρίου
Ποιμὴν Θεσσαλονίκης ἀνεδείχθης ἐν Πνεύματι,
καὶ θεῖος ὑποφήτης μυστηρίων τῆς χάριτος, σοφία
καὶ φωτὶ τῶν ἀρετῶν, ἐκλάμπων Ἱεράρχα Συμεὼν
Ο Άγιος Συμεών έζησε τον 15ο αιώνα μ.Χ. και για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Πρέπει να ήταν Ιερομόναχος και Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης πρέπει να έγινε μετά το 1410 μ. Χ. Έκτος από το σπουδαίο ποιμαντικό του έργο, ανέπτυξε και πλούσια συγγραφική εργασία. Έγραψε επιστολές, ερμηνείες, εγκώμια, διάλογους και υμνογραφικά κείμενα. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1429 μ.Χ. και αγιοκατατάχθηκε στις 14 Απριλίου 1981 μ.Χ.
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (1370-1429) πιθανόν να υπήρξε ο τελευταίος Βυζαντινός λατρειολόγος. Παρά το κύρος και την αίγλη της προσωπικότητάς του, καθώς και τον πλούτο των συγγραμμάτων του, αρχικά ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες γνωρίζαμε για τον βίο του. Αυτό όμως πλέον έχει παύσει,
γιατί ο βίος και η πολιτεία του έχουν φωτιστεί με νέα στοιχεία.
.
Στοιχεία κυρίως βρίσκουμε κατά πρώτον από τα ίδια του τα συγγράμματα (παρόλο που ο «ταπεινός Συμεών», όπως συνήθως αποκαλούσε τον εαυτό του, απέφευγε εμφανώς να αναφέρεται στον εαυτό του και να περιαυτολογεί). Δεύτερον από το Συνοδικό της Κυριακής της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης Ιωάννου του Ευγενικού του νομοφύλακα, αδελφού του επισκόπου Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού. Τρίτον, γίνεται σε δύο σημεία λόγος για τον άγιο, στη διήγηση περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης του Ιωάννου Αναγνώστου
του αγίου Συμεών του Μεταφραστή, τον αποκαλεί ως συμπατριώτην του, ενώ τον άγιο Στέφανο τον Νέον, συμπολίτην του. Πιθανότατα δε να πήρε το όνομά του κατά τη μοναχική του κουρά, προς τιμήν του αγίου Συμεών του Μεταφραστού, κατά την εορτή του οποίου τελούσε την ονομαστική του γιορτή.
Ότι δε ο άγιος ήταν μοναχός, μαρτυρείται πρώτον από την τότε αρχαία συνήθεια της Εκκλησίας να γίνονται επίσκοποι από την τάξη των μοναζόντων. Δεύτερον δε από αναφορά του ιδίου, που γράφει σε κάποιον μοναχό κατατάσσοντας τον εαυτό του ως ιερομόναχο. Τρίτο δε σημείο, που μαρτυρεί ότι ο άγιος μόνασε στην Κωνσταντινούπολη και για μεγάλο χρονικό διάστημα τελούσε τις ακολουθίες της Πατριαρχικής αυλής, είναι η πολύ καλή γνώση που είχε του τυπικού της ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης Ἐκκλησίας , ο θαυμασμός που είχε προς αυτό, αλλά και η γνώση τέλεσής του ακόμα και στις πολύ ασήμαντες λεπτομέρειες. Η Κωνσταντινούπολη είναι γι αυτόν «ἡ τοῦ Χριστοῦ θεμέλιος πίστεως πόλις καὶ τῆς ὀρθοδοξίας ἀκρόπολις».
Πιθανή μονή της μετανοίας του ήταν αυτή των Ξανθοπούλων, γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος στο έργο του Διάλογος, φαίνεται να είχε σχέσεις με τα αδέλφια Κάλλιστον και Ιγνάτιον τους Ξανθοπούλους. Συμπεραίνεται ότι πιθανώς να μαθήτευσε κοντά τους, λόγω της οικειότητας με την οποία γράφει γι’ αυτούς.
Ο χρόνος, κατά τον οποίο ο Συμεών έγινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, δεν είναι δυνατόν να οριστεί επακριβώς. Συμπερασματικά υπολογίζεται γύρω στο 1410 ή 1418, σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο.
Η περίοδος της ποιμαντικής διακονίας και δράσεώς του μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος (1416/17 – 1423), που χαρακτηρίζεται ως ειρηνική, αποτελεί τα χρόνια από την ενθρόνισή του μέχρι την κατάληψη της πόλεως της Θεσσαλονίκης από τους Βενετούς. Στα μέσα περίπου της αρχιερατείας του, η Θεσσαλονίκη κατακτάται από τους Βενετούς(1423). Η δεύτερη περίοδος (1423 – 1429) είναι τα χρόνια της ποιμαντορίας του, κάτω από την Βενετική κυριαρχία, μέχρι και την κοίμηση του. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο άγιος, μέσα από τα γραφόμενα του, φαίνεται να προτιμά συμβατικά και κατ’ οικονομία τη Βενετική κυριαρχία παρά την υποδούλωση στον Τουρκικό ζυγό. Η προτίμησή του αυτή οφείλεται στο ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη είναι άκρως διαφορετική από την Οθωμανική πίστη και αδύνατο να συμβαδίσει με αυτή. Τον επόμενο δε χρόνο, μόλις έξι μήνες μετά
την κοίμηση του, η πόλη των Θεσσαλονικέων καταλαμβάνεται και πέφτει στα χέρια των Οθωμανών, τον Μάρτιο του 1430.
Κοιμήθηκε λίγους μήνες πριν από την οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, τον Σεπτέμβριο του 1429, για την οποία αρχίζει η μεγάλη περίοδος του οθωμανικού ζυγού(29/3/1430 - 26/10/1912) . Κατά θεία ίσως πρόνοια, δεν άφησε ο πανάγαθος Θεός τον ακούραστο εργάτη και αγωνιστή, να γευτεί και το πικρό ποτήρι της κατάληψης της πόλεώς του από τους ανεπιθύμητους γι’ αυτόν Οθωμανούς. Έτσι οικονομεί ο Θεός να αναχωρήσει έγκαιρα για τον ουρανό, όπου είχε τη γνήσια πολιτεία του, αφού είχε ήδη ωριμάσει διά της μακροθυμίας και της ηρωικής αφοσιώσεως εις το ποίμνιόν του αλλά και της βαθύτατης ταπεινοφροσύης του.
Η μνήμη του τελείται στις 15 Σεπτεμβρίου, την επομένη της μεγάλης γιορτής της του Θεού Σοφίας, εορτή του Καθεδρικού Ναού της Θεσσαλονίκης, όπου ο άγιος υπηρέτησε και διακόνησε για δεκατρία περίπου χρόνια ως Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, σε θέματα πίστεως, ήταν η ακαμψία και η σταθερότητα του, με αποτέλεσμα αυτή του η στάση να δημιουργήσει ανταγωνισμούς και πιέσεις. Η όλη δε προσπάθεια και πάλη του αγίου να αντεπεξέλθει στις λυπηρές καταστάσεις και αντιξοότητες των καιρών, επηρέασε την ασθενική του κράση. Οι κόποι και η υπερένταση κλόνισαν σοβαρά την υγεία του.
Ο άγιος Συμεών διακρίνεται ως εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του, λόγω του τεράστιου συγγραφικού του έργου, αλλά και γιατί αγωνίστηκε σθεναρά με όλες του τις δυνάμεις να μη υποδουλωθεί η πόλη και το ποίμνιό του στον τουρκικό ζυγό. Αντιστάθηκε με σθένος και απετέλεσε «ἐξαίρεσιν. Ἐκήρυσσεν ἀντίστασιν καὶ ἀντοχήν μέχρις ἐσχάτης πνοῆς καὶ ἐθεώρει την ὀρθοδοξίαν ἀσυμβίβαστον μὲ τουρκικήν κυριαρχίαν». Η ελπίδα του δεν στηριζόταν σε λατινικές συμμαχίες και συμβιβασμούς, αλλά στη βοήθεια της Λειτουργικά κείμενα θείας πρόνοιας11, της Παναγίας και κατά μέγιστο βαθμό του προστάτη αγίου της Θεσσαλονίκης, του αγίου Δημητρίου.
Στα 1981 συναριθμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεταξύ των αγίων και οσίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ύστερα από ενέργειες του μητροπολίτου Παντελεήμονα του Β’ και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η καθυστέρηση αυτή της αγιοκατάταξής του στο αγιολόγιο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μπορεί να δικαιολογηθεί με δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, αν λάβουμε υπόψη τα μακροχρόνια δεινά που επακολούθησαν μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά την άλωση και της Κων/πόλεως(1453), τα οποία δεν άφησαν προσωπικότητα που θα μπορούσε να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία. Κατά δεύτερο λόγο, απέκτησε επικριτές και αντιπάλους, λόγω της αδιάλλακτης στάσεως και συμπεριφοράς του, γιατί δεν ήθελε να συμβιβάσει την Ορθοδοξία με την Τουρκική κυριαρχία.
Η εποχή και το περιβάλλον, στο οποίο έζησε και έδρασε ο άγιος Συμεών, ήταν δύσκολο, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και για την από καιρό παραπαίουσα Βυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά την εποχή αυτή υπάρχει έντονη οξύτητα μεταξύ Ορθοδοξίας και Λατίνων. Το ποίμνιό του βρίσκεται κάτω από τον συνεχή και έντονα επαπειλούμενο κίνδυνο να αλλοιωθεί στα πιστεύω του από τους αιρετικούς και σχισματικούς Δυτικούς Λατίνους. Αναφερόμενος αναλυτικά στις πλάνες και δοξασίες τους16, χρησιμοποιεί καυστική και αυστηρή γλώσσα, θέλοντας ασφαλώς να προστατεύσει κάθε πιστό από τις
παγίδες και τα δίκτυα των Λατίνων.
Γι αυτό και ο άγιος χρησιμοποίησε τον λόγο, τη διδασκαλία και τις μαρτυρίες του αγίου Πνεύματος ως άλλον «αμφίβληστρον» και «δίκτυον» ρίχνοντάς το «εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη, δεξιὰ, καὶ ἀριστερὰ, καὶ περὶ τῶν παρόντων καὶ περὶ τῶν μελλόντων», για να προστατεύσει τον άνθρωπον και να τον αλιεύσει προς το φώς της Θεογνωσίας. Ο άγιος ήθελε να διατηρήσει ακηλίδωτη την αλήθεια και τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου πίστεως, γι΄ αυτό ως καλός αλιέας Χριστού και ως καλός ποιμήν που θέλει να σώσει το απολωλός πρόβατο, αναλίσκεται στο συγγραφικό και πολύπλευρό του έργο.
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του ασχολείται γενικά με τη λατρεία, τα μυστήρια, την ερμηνεία της θείας λατρείας, το τυπικό και την ευταξία. Άλλα έργα του αναφέρονται και σχετίζονται με το Ψαλτήριο, την Οκτώηχο, το Ευχολόγιο, με τροπάρια, κανόνες, εγκωμιαστικούς λόγους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ποιμὴν Θεσσαλονίκης ἀνεδείχθης ἐν Πνεύματι, καὶ θεῖος ὑποφήτης μυστηρίων τῆς χάριτος, σοφία καὶ φωτὶ τῶν ἀρετῶν, ἐκλάμπων Ἱεράρχα Συμεὼν διὰ τοῦτο ὥσπερ θεῖον μυσταγωγόν, τιμῶμεν σὲ κραυγάζοντες• δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ χάριν ἠμὶν καὶ ἔλεος.