Βαρκάς : Τι είναι ο "μοναχός" και η "μοναχή"
Κάποιος που αποφασίζει να γίνει μοναχός σε καμιά περίπτωση δεν θα κριθεί από κανέναν ΄στο γιατί έγινε μοναχός ή στο αν είναι καλός μοναχός.
Από εκεί και πέρα, το να είσαι μοναχός και να γίνεσαι viral σε όλη την ορθοδοξία και όχι μόνο στην Ελλάδα, επειδή συνεχίζεις να χρησιμοποιείς τα social media ενημερώνοντας το μεγάλο κοινό σου, (πράγμα που λογικό να αρέσει σε όλο τον κόσμο) σίγουρα θα πρέπει να σε κάνει να επανεξετάσεις το τι είναι μοναχός
Τί είναι μοναχός -ή
Μοναχός από την ελληνιστική κοινή "μοναχός" κατά την αρχαία ελληνική μόνος, μεσαιωνική ελληνική μονάχος.
Στην θρησκεία, αυτός που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια για να μονάσει και να αφιερωθεί στο θεό, συνήθως ως μέλος μιας κοινότητας ή αδελφότητας που κατοικεί σε μια μονή
Ως επίθετο: μοναχός, -ή, -ό που απέμεινε μόνος, δίχως συντροφιά
O μοναχός/ή είναι άτομο που ασκεί τον θρησκευτικό ασκητισμό με μοναστική ζωή, είτε μόνος του, είτε με οποιονδήποτε αριθμό άλλων μοναχών. Αυτό το άτομο αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό και να εξυπηρετήσει όλα τα ζωντανά δημιουργήματά του, εγκαταλείποντας την κοινωνία και ζώντας τον βίο του στην προσευχή και στον στοχασμό.
Η ιδέα είναι αρχαία και ενυπάρχει σε πολλές θρησκείες και στη φιλοσοφία.
μοναχός ο [monaxós] Ο θηλ. μοναχή [monaí] Ο : αυτός που επίσημα απαρνήθηκε την κοινωνική ζωή, αφιέρωσε τη ζωή του στη λατρεία του Θεού και ζει σύμφωνα με τους κανόνες του μοναχισμού· καλόγερος: Γίνομαι ~. Οι μοναχοί του Aγίου Όρους.
[λόγ. < ελνστ. μοναχός ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μοναχός· μσν. μοναχή < μοναχ(ός) -ή]
μοναχός -ή -ό [monaxós] & μονάχος -η -ο [monáxos] αντων. οριστ. : προσδιορίζει με έμφαση: 1. αυτόν που είναι ένας, που δεν έχει τη συντροφιά άλλων· μόνος: Mιλάει ~, μονολογεί. Φοβάται να μείνει μονάχο στο σπίτι. Mην αφήνεις τα παιδιά μοναχά. || χωρίς οικογένεια: Zει ~. Έμεινε ~ κι έρημος. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Tου αρέσει να μένει ~ του. ΠAΡ ~ σου χόρευε* κι όσο θέλεις πήδα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου· μόνος: Tο έφτιαξε ~ του, ο ίδιος. Mονάχη της φροντίζει το σπίτι. Δεν μπορεί ούτε να ντυθεί ~ του. Mοναχή της ράβεται, ράβει η ίδια τα ρούχα της. ΦΡ είναι σπίρτο* μοναχό. 3. αυτό που κάνει κανείς με δική του θέληση, πρωτοβουλία κτλ.· μόνος: (Aπό) ~ του πήγε· κανείς δεν του φταίει. ~ του τα τραβάει. || αυτοπάθεια: Aπό ~ του χτύπησε, χτύπησε ο ίδιος τον εαυτό του ή με δική του υπαιτιότητα.
[μσν. μοναχός (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. μοναχός `μοναχικός΄, αρχ. σημ.: `μοναδικός΄· μσν. μονάχος < ελνστ. μοναχός υποχωρ.]