Επίσκεψη του Γάλλου επιτετραμμένου Μπαψτ στις Σέρρες, 11 Οκτωβρίου 1904
Εφημερίδα Le Figaro, 23 Οκτωβρίου 1904
Επίσκεψη του Γάλλου επιτετραμμένου Μπαψτ στις Σέρρες, 11 Οκτωβρίου 1904
O επιτετραμμένος της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Μπάψτ, τον οποίο υποδέχθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης ο γενικός πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Στεγγ, ο Γάλλος συνταγματάρχης Βεράντ, ο προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στις Σέρρες γιατρός Καρατζάς, ο μουαβίνης Ραζής εφέντης και ο πρόεδρος του δημαρχιακού συμβουλίου Ακήλ βέης.
Στις 23 Οκτωβρίου 1904 η Le Figaro δημοσίευσε επιστολή από τις Σέρρες αναφορικά με την επίσκεψη του Γάλλου επιτετραμμένου Μπαψτ:
«Αφιχθείς στις Σέρρες στις 11 Οκτωβρίου, έκανε μια γρήγορη έρευνα στην
πόλη από την επόμενη κιόλας μέρα. Έπειτα την Πέμπτη, 13 του μηνός, αναχώρησε για την πιο απομακρυσμένη περιοχή της επαρχίας, που είχε καταστεί το
θέατρο των τελευταίων επεισοδίων.
Συνοδευόμενος από τους ζαπτιέδες έφτασε στην καθαρά ορεινή περιοχή μέχρι το χωριό Μπάνιτσα, σημαντικό
βουλγαρικό κέντρο.
Στο χωριό δεν είχε μείνει όρθιο ούτε
ένα σπίτι. Τα πάντα είχαν καεί. Οι κάτοικοι επανεγκαταστάθηκαν όπου μπορούσαν σε παραπήγματα από κλαδιά και
πλάκες τυχαία τοποθετημένες, ανάμεσα
στα ερείπια τοίχων μαυρισμένων από
τις φλόγες.
Εκεί αναμένουν το αποτέλεσμα των
μεταρρυθμίσεων.
Στο άκουσμα της στρατιωτικής συνοδείας όλος ο καταυλισμός τρύπωσε στα
καταλύματα. Μ’ ένα κλείσιμο του ματιού το χωριό ερήμωσε. Τόσο πολύ βιάζονταν να το σκάσουν, ώστε ένα καημένο παιδί, οκτώ με δέκα ετών, εγκαταλείφτηκε από τους πανικοβλημένους γονείς του. Βρίσκεται εκεί, στη θέση του,
κλαίγοντας σπαρακτικά. Αυτό το παράπονο είναι η μοναδική φωνή που αναδύεται από τα ερείπια, η μοναδική ένδειξη ζωής σ’ αυτήντη νεκρή γη, σ’ αυτό
το σιωπηλό χωριό.
Ένας χωροφύλακας κατεβαίνει από
τ’ άλογό του και αποπειράται να ηρεμήσει το παιδί.
-Γιατί κλαις;
-Φοβάμαι.
Και απομακρύνεται συνεχίζοντας να
κλαίει. Είναι η πρώτη εντύπωση που
προβάλλει από αυτήν την επίσκεψη. Παρόλα αυτά, ο πληθυσμός γρήγορα έμαθε
ότι βρίσκεται ανάμεσα σε φίλους επισκέπτες. Ορισμένες εγγυήσεις που αμέσως
δίνονται, καθησυχάζουν τους πάντες.
Και οι κάτοικοι πλησιάζουν. Τους ρωτάμε. Αφηγούνται την ιστορία τους, πάντα η ίδια, πάντα εξίσου θλιβερή. Ο νεκρός πατέρας, οι νέοι που έφυγαν και
δύσκολα ξαναγυρίζουν, τα κακοκαλλιεργημένα χωράφια, το κατεστραμμένο
σπίτι και τίποτε για να ξαναχτίσουν.
-Όμως οι υπεσχημένες εγγυήσεις;
-Α! οι εγγυήσεις; Υποσχέσεις...
Στην πραγματικότητα τα ποσά που
συμφωνήθηκαν για την ανακατασκευή
των σπιτιών δεν έχουν καταβληθεί
στους χωρικούς. Και αυτό είναι ένα σημείο, στο οποίο ο συνταγματάρχης Βεράντεπιμένει ιδιαίτερα.
Κατά τ’ άλλα, η χωροφυλακή σήμερα
είναι αρκετά καλά οργανωμένη. Καλά
πληρωμένη, καλά εφοδιασμένη, αποτελούμενη από καλά στοιχεία, διασφαλίζει
σχεδόν τέλεια την τάξη στο σαντζάκι
των Σερρών υπό γαλλική εποπτεία [..]».