Στις 22 Οκτωβρίου 1923, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα στην Ελλάδα, με ηγέτες τους στρατηγούς Γεώργιο Λεοναρδόπουλο, Παναγιώτη Γαργαλίδη και τον συνταγματάρχη Γεώργιο Ζήρα. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε ως αντίδραση στη βενιζελική κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά, η οποία βρισκόταν στην εξουσία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επανάσταση του 1922.
Το κίνημα, ωστόσο, απέτυχε να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη και να συγκεντρώσει αρκετή στρατιωτική δύναμη. Μετά την αποτυχία του, οι ηγέτες του καταδιώχθηκαν. Ο Γεώργιος Ζήρας συγκεκριμένα κατέφυγε στον κάμπο των Σερρών, όπου προσπάθησε να κρυφτεί. Παρά τις προσπάθειες διαφυγής του, τελικά συνελήφθη, όπως και οι άλλοι συμμετέχοντες στο κίνημα, και το εγχείρημά τους καταπνίγηκε από τις δυνάμεις της κυβέρνησης.
Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη
Το κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη σημειώθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1923, μόλις τρεις ημέρες μετά την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, για τις 16 Δεκεμβρίου 1923. Το στρατιωτικό αυτό κίνημα είχε ηγέτες τους υποστράτηγους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο (βενιζελικός) και Παναγιώτη Γαργαλίδη (ασαφούς πολιτικής τοποθέτησης) και τον συνταγματάρχη Γεώργιο Ζήρα (εκπρόσωπο των αντιβενιζελικών αξιωματικών) καθώς και τους τότε αντισυνταγματάρχες Δημήτριο Αβράμπο και Μιχαήλ Ν. Νικολαρέα.
Το κίνημα εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22η Οκτωβρίου. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην οργάνωση και την εκδήλωση του κινήματος μια ομάδα κατώτερων αντιβενιζελικών αξιωματικών, γνωστή ως «Οργάνωση Ταγματαρχών», οι οποίοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τον Ιωάννη Μεταξά, ενώ ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν την κίνησή τους ως υπερκομματική, προσέφεραν την αρχηγία στους υποστράτηγους Λεοναρδόπουλο και Γαργαλίδη, που ήταν βενιζελικών πεποιθήσεων, καθώς και στον συνταγματάρχη Γεώργιο Ζήρα.
Οι κινηματίες προσκαλούσαν την Επαναστατική Κυβέρνηση να διαλυθεί, ενώ είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν τις περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει ο Ζήρας, καθώς και όλες τις στρατιωτικές φρουρές της Πελοποννήσου, όπου οι αξιωματικοί τους ήταν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντιβενιζελικοί. Ακόμη, εκδηλώθηκαν υπέρ του κινήματος και μονάδες του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο. Πιστές στην Επαναστατική Κυβέρνηση έμειναν οι φρουρές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και των Ιωαννίνων, ενώ και το Ναυτικό έμεινε πιστό στην κυβέρνηση αφού, ούτως ή άλλως, ο Γαργαλίδης είχε ταχθεί εναντίον της συμμετοχής του στόλου στο κίνημα.
Η Επαναστατική Κυβέρνηση, ενώ, αρχικά, αιφνιδιάστηκε, στη συνέχεια, αντέδρασε πολύ γρήγορα και δυναμικά. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, αφού χαρακτήρισε το κίνημα «προδοτική πράξη», κήρυξε στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στην κυβέρνηση. Η επίκληση ενότητας, αλλά και των εκλογών, που είχαν προκηρυχτεί για τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μαζί με την αποφασιστικότητα, που έδειξε η κυβέρνηση, μετά την αρχική, εφεκτική στάση του πρωθυπουργού, Στυλιανού Γονατά, απομόνωσαν τους κινηματίες. Ο βενιζελικός κόσμος, πολλές οργανώσεις, η ηγεσία του στρατεύματος, ακόμα και η Ιερά Σύνοδος, τάχθηκαν με το μέρος της κυβέρνησης και αποδοκίμασαν το κίνημα. Ταυτόχρονα, με την επίδειξη ισχύος, η κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί, στα διαγγέλματά της προς τον λαό και τον στρατό, ότι είχε πρόθεση να ανακινήσει και να λύσει το πολιτειακό. Οι σχέσεις των Κινηματιών με βασιλικούς κύκλους, και ιδιαίτερα με τον Μεταξά και τα Ανάκτορα, θεωρήθηκαν από την αντίπαλη πλευρά ως ενοχοποιητικά στοιχεία για τον βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί. Αξιωματικοί, πιστοί στην κυβέρνηση, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο Στέφανος Σαράφης, ο Δημήτριος Ψαρρός και άλλοι, είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στη συνέχεια, αντιμετώπισαν, στις Νάρες (Νέα Φιλαδέλφεια), τις στρατιωτικές δυνάμεις που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Ζήρας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στον νότο, οι Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης, αφού συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις (στην Πελοπόννησο), πέρασαν τον Ισθμό και βάδισαν προς την Αθήνα. Τελικά, όμως, κυκλώθηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, στις 27 Οκτωβρίου, άνευ όρων. Οι δύο ηγέτες του κινήματος, Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης καθώς και οι αντισυνταγματάρχες Δημήτριος Αβράμπος και Μιχαήλ Ν. Νικολαρέας καταδικάστηκαν από στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε και, αργότερα, αμνηστεύτηκαν. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, κατόρθωσε να διαφύγει κρυφά στην Ιταλία.
Οι ηγέτες και, γενικότερα, οι πρωταγωνιστές του Κινήματος είχαν ετερόκλητη πολιτική προϊστορία και τοποθέτηση. Ο υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος ήταν βενιζελικός και είχε πάρει μέρος στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, στη Θεσσαλονίκη, το 1916. Ήταν, όμως, προσωπικά δυσαρεστημένος με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που τον είχε απομακρύνει από τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Από την άλλη, ο συνταγματάρχης Ζήρας, ο Μεταξάς και η «Οργάνωση των Ταγματαρχών» ήταν στοιχεία σαφώς αντιβενιζελικά. Από αντιβενιζελικά αισθήματα διαπνέονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί που ακολούθησαν το κίνημα, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Ένα κοινό στοιχείο που ένωνε τους ηγέτες του Κινήματος ήταν η φιλοδοξία τους να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.
Ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τους στόχους του, η εκδήλωση και η αποτυχία του κινήματος είχαν ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, επιταχύνοντας την πορεία της προς την πολιτειακή μεταβολή. Η αντιβενιζελική παράταξη δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, ένα χρόνο μετά τη δίκη των Έξι, από το οποίο δε μπόρεσε να συνέλθει, παρά δέκα χρόνια αργότερα. Απομακρύνθηκαν από το στράτευμα περισσότεροι από 1.200 αντιβενιζελικοί αξιωματικοί, με την κατηγορία πως συμμετείχαν ή ευνόησαν το Κίνημα ή απλά δεν έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ήταν μια εκκαθάριση στο στράτευμα, την οποία οι βενιζελικοί αξιωματικοί επιζητούσαν από το 1922, και την πέτυχαν μόνο μετά την αποτυχία του Κινήματος αυτού.
Το κίνημα και η καταστολή του επέτειναν τις διασπαστικές τάσεις που διαγράφονταν στη βενιζελική παράταξη και όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο πτερύγων της, της συντηρητικής πλειοψηφίας και της προοδευτικής μειοψηφίας. Βασικό διαφοροποιό κριτήριο, και, προοδευτικά, διασπαστικό στοιχείο των δύο μερίδων, ήταν το ζήτημα του πολιτεύματος και η θέση τους στο ζήτημα αυτό.
Το κίνημα απέτυχε και παρέτεινε την πολιτική ανωμαλία, καθώς και την ισχύ του στρατιωτικού νόμου και την απαγόρευση έκδοσης των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Μέσα σε κλίμα έντασης, έγιναν οι βουλευτικές εκλογές, στις 16 Δεκεμβρίου 1923, για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Στις εκλογές, από τις οποίες δήλωσε αποχή η αντιβενιζελική παράταξη, εκλέχτηκαν βουλευτές μόνο από τους βενιζελικούς. Τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1923, με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έφυγε προσωρινά από την Ελλάδα, ώσπου να αποφασιστεί η τύχη του πολιτεύματος, και ορίστηκε αντιβασιλέας ο Παύλος Κουντουριώτης.
Γεώργιος Ζήρας
Ο Γεώργιος Ζήρας Έλληνας εθνικιστής, αξιωματικός του Πεζικού με το βαθμό του Υποστρατήγου ε.α., ένας από τους αρχηγούς στο κίνημα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου 1923, μαζί με τους στρατηγούς Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεώργιο Λεοναρδόπουλο γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 1927.
Μικρότερος αδελφός του ήταν ο Περικλής Ζήρας, υπολοχαγός του Ελληνικού στρατού που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Μικρά Ασία. Ο Γεώργιος Ζήρας μετά τα μαθήματα της εγκυκλίου εκπαιδεύσεως φοίτησε και αποφοίτησε από το Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού και στη συνέχεια στάλθηκε από την Αθήνα στη θέση του καπετάν Βάρδα στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, όπου συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα, όμως αποχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τον Ιούνιο του 1910 προήχθη εις το βαθμό του Υπολοχαγού. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους και στις 21 Ιουνίου 1913, στη διάρκεια του 2ου Βαλκανικού πολέμου, υπηρετούσε με το βαθμό του Λοχαγού, ως διοικητής στον 1ο λόχο του 4ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο είχε διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιωάννη Παπακυριαζή, μπατζανάκη του Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου. Ο Ζήρας μαζί με τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, εισήλθαν στην πόλη του Λαχανά και καταδίωξαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα, χωρίς να τους δώσουν χρόνο για να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα γύρω υψώματα . Το 1914 στον αγώνα για την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, ο Ζήρας συμμετείχε ως επικεφαλής ενόπλου σώματος Βορειοηπειρωτών και βοήθησε στην ανακατάληψη των περιοχών που είχε παραδώσει ο Ελληνικός στρατός στην αλβανική χωροφυλακή.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΣΤΗ ΔΙΚΗ
Ο Συνταγματάρχης Ζήρας στη δίκη των αξιωματικών του Γενικού Επιτελείου Στρατού που κατηγορούνταν για εσχάτη προδοσία, μεταξύ τους οι Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης, Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, κατέθεσε ότι την 1 Απριλίου 1916 οι Βούλγαροι ανήγειραν οχυρώσεις εντός της ουδετέρας ζώνης, ότι αυτός διέταξε την καταστροφή τους ενώ στη διάρκεια της καταστροφής ο Βούλγαρος αξιωματικός τον ρωτούσε πως δεν έχει διαταγές να επιτρέψει στους Βουλγάρους την ανέγερση οχυρωματικών έργων.
ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΑΡΓΑΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ
Ο Ζήρας πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και απέκτησε τη φήμη ικανού και καλού αξιωματικού. Συμμετείχε στην εξόρμηση του Ιουνίου 1920, στην οποία πήραν μέρος 9 μεραρχίες πεζικού και μία ταξιαρχία Ιππικού. Με ικανό αριθμό στρατιωτών του επιβιβάστηκε σε μία τερεζίνα και πέτυχε την πρώτη διάσπαση του μετώπου με ένα πολυβόλο και ξεχύθηκε στην πεδιάδα, καταδιώκοντας τους υποχωρούντες Τούρκους και σπέρνοντας τον θάνατο και τον πανικό. Το Μάρτιο του 1921 ο Ζήρας βρίσκονταν στην Ελλάδα με μηνιαία κανονική άδεια και τον αναπλήρωσε στη διοίκηση του τάγματος ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καραγεώργος.
Φωτό αρχείου: Πιστοποιητικό του Διοικητή του 16ου Συντάγματος Πεζικού Γεώργιου Ζήρα περί των τραυμάτων του Λοχαγού Λεωνίδα Παπαδόπουλου κατά τους Μικρασιατικούς Πολέμους.
Στις 3 Ιουλίου 1921, και ενώ η Ταξιαρχία Ιππικού βρισκόταν στην περιοχή Καραέυρεν, ο Ζήρας, τότε Διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού που στάθμευε στην περιοχή, έδωσε την πληροφορία ότι, μετά από διαταγή που είχε λάβει, η Ταξιαρχία και το 4ο Σύνταγμα Πεζικού θα έπρεπε να κινηθούν προς την περιοχή Ακ-Ιν και να καλύπτουν το δεξιό τµήµα του Α' Σώματος Στρατού. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας νέα διαταγή, η οποία αφορούσε τις κινήσεις της επομένης ημέρας, καθόριζε ότι η Ταξιαρχία και το Απόσπασμα Πεζικού, το οποίο ανήκε στην δύναμη της XI Μεραρχίας, έπρεπε να φθάσουν ανατολικά του Εσκί-Σεχίρ και να αποκόψουν τη δυνατότητα υποχώρησης του εχθρού από την Κιουτάχεια προς το Εσκί-Σεχίρ. Στη μάχη που ακολούθησε ανατράπηκε το δεξιό του 14ου Συντάγματος Πεζικού και η μάχη, παρά τις ηρωικές και απέλπιδες προσπάθειες του Συνταγματάρχη Ζήρα, έκλεινε οριστικά υπέρ των Τούρκων, όμως αποφεύχθηκε η πλήρης καταστροφή χάρη στην γνώμη του Επιτελάρχη Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, να προπαρασκευάσει το Ιππικό διαδοχικές γραμμές συμπτύξεως του Πεζικού και να καλύψει τη σύμπτυξη του επιβραδύνοντας την εχθρική προέλαση.
Στη μάχη του Ουτς Σεράι, στις 7 Ιουλίου 1921, Ελληνική στρατιωτική περίπολος βρήκε μία ομάδα μεταγωγικών και την οδήγησε στο Σταθμό Διοικήσεως του Συνταγματάρχη Ζήρα. Το μεσημέρι ο Ζήρας βλέποντας ότι οι Τούρκοι δεν έκαναν επίθεση πήρε την απόφαση να επιτεθεί αυτός και ζήτησε από τον Διοικητή της Ταξιαρχίας να τον υποστηρίξει καλύπτοντας το δεξιό πλευρό του. Ο Διοικητής της Ταξιαρχίας διαπιστώνοντας ότι ο Ζήρας είχε μόνο 300 άνδρες προσπάθησε να τον πείσει ότι η ενέργεια του ήταν άσκοπη, κάτι που δεν κατάφερε και διέταξε το 1º Σύνταγμα Ιππικού να προωθηθεί στο δεξιό του Πεζικού ακολουθώντας τις νότιες πλαγιές του Νταγκακλί Ντάγ. Λίγη ώρα αργότερα ο Ζήρας τέθηκε επικεφαλής των 300 ανδρών και άρχισε να κατεβαίνει τις ανατολικές πλαγιές του Νταγκακλί Νταγ. Οι Τούρκοι απάντησαν με καταιγισμό πυρών που είχε ως αποτέλεσμα τα Ελληνικά τμήματα να διαλυθούν και να αφήσουν μόνο του τον Ζήρα, τον οποίο θεώρησαν νεκρό.
Από τις 14 μέχρι τις 16 Αυγούστου 1922, ο Ζήρας πολέμησε στη μάχη του Κάλε Γκρότο, ως Συνταγματάρχης Διοικητής του 16ου Συντάγματος Πεζικού . Ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης διέταξε σταδιακή και με τάξη οπισθοχώρηση, ενώ όρισε ως οπισθοφυλακή του Στρατού το Σύνταγμα του Ζήρα, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει ξεκαθαρίζοντας ότι σκόπευε να υποχωρήσει μαχόμενος. Τη νύχτα της 18ης Αυγούστου, υποχωρώντας το Γ' Σώμα Στρατού εγκατέλειπε το Δορύλαιον [Εσκή Σεχίρ] καταστρέφοντας τις αποθήκες και τη σιδηροδρομική γραμμή, ενώ οι Ελληνικής καταγωγής και οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής ακολουθούσαν τον Ελληνικό στρατό στην πορεία του προς τα Μικρασιατικά παράλια. Στην περιοχή των Μουδανιών και της Κίου, η 11η Μεραρχία και το απόσπασμα του Γεωργίου Ζήρα κάλυπταν την υποχώρηση του Γ' Σώματος και μάχονταν σκληρά με τους Τούρκους τσέτες που επιχειρούσαν να εμποδίσουν την διαφυγή του Ελληνικού στρατού και των προσφύγων. Το απόσπασμα του Ζήρα έφτασε στην περιοχή γύρω από τα Μουδανιά, όπου από τις 25 μέχρι της 28 Αυγούστου, έδωσε σκληρές μάχες.
Γαλλικό στρατιωτικό τμήμα επεχείρησε να εμποδίσει τις κινήσεις του αποσπάσματος Ζήρα και απαίτησαν να παραδώσει τα όπλα, όμως ο σκληροτράχηλος Συνταγματάρχης Ζήρας, που έπασχε από κώφωση την οποία απέκτησε στα πολεμικά πεδία, όταν η 11η Μεραρχία έφθασε στα Μουδανιά για να φύγει, επενέβησαν Γαλλικά στρατεύματα και απαίτησαν να παραδώσει τα όπλα της. Ο Ζήρας είπε στον επικεφαλής των Γάλλων, ότι «...Ο Ζήρας δεν παραδίδει τα όπλα του...», ενώ απευθύνθηκε και στους άνδρες του, λέγοντας ότι «...εγώ δεν συμφωνώ να παραδώσουμε τα όπλα και όποιος θέλει να με ακολουθήσει να τραβήξουμε τα βουνά μέχρι να φθάσουμε εις την Πάνορμο να φύγουμε από εκεί..» με αποφασιστικότητα εισήλθε στα Μουδανιά, επέβαλε την τάξη και διευκόλυνε την διοχέτευση του Στρατού και των προσφύγων προς την Πάνορμο και τα Μικρασιατικά παράλια. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1922, ένα σύνταγμα Ευζώνων υπό τον Ζήρα προσπάθησε να αντιδράσει στο κίνημα των Βενιζελικών αξιωματικών Γονατά, Πλαστήρα και Φωκά, όμως ως το πρωί της επόμενης ημέρας, οι αξιωματικοί του συντάγματος συνελήφθησαν.
Βασιλόφρονες αξιωματικοί που δε συμμετείχαν στο «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» κι αδικούνταν στις προαγωγές οργανώθηκαν με σκοπό την ανατροπή των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά. Παράλληλα, οι συντηρητικοί αξιωματικοί που είχαν εξοργιστεί από την άδικη εκτέλεση των «Έξι», επιδίωκαν τη διατήρηση του θεσμού της Βασιλείας στην Ελλάδα. Η οργάνωση τους ονομάστηκε «Ομάδα Ταγματαρχών» ή «Μαύροι» λόγω των μαύρων κοκάλινων δαχτυλιδιών που φορούσαν ως ένδειξη πένθους για την εκτέλεση των «Έξι», είχε ως αρχηγούς τους Γεώργιο Τσολάκογλου, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, Πολύζο και Θεόδωρο Σκυλακάκη, ενώ ήταν σε επαφή και με τον Ιωάννη Μεταξά, αρχηγό του «Κόμματος των Ελευθεροφρόνων» και πολιτικό εκφραστή των Βασιλοφρόνων. Στρατιωτικοί αρχηγοί της οργανώσεως ορίστηκαν οι υποστράτηγοι Παναγιώτης Γαργαλίδης, Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και ο τότε συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας, ο οποίος είχε κατορθώσει να προσεταιρισθεί 4 από τις 6 μεραρχίες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει, ενώ προετοίμαζε για τις 23 Οκτωβρίου, κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου 1923 εκτέλεσε δίχως επιτυχία, μαζί με τους Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεώργιο Λεοναρδόπουλο, το επαναστατικό στρατιωτικό κίνημα, με αφορμή την αμαχητί παράδοση στους Τούρκους της κατεχόμενης ανατολικής Θράκης. Με σχετική Προκήρυξη «Προς τον Ελληνικόν Λαόν, την Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν, την Επανάστασιν του 1922...» την οποία υπέγραφαν οι Γαργαρίδης, Λεοναρδόπουλος, Ζήρας, προσκαλούσαν «...εκ μέρους του Στρατού την Κυβέρνηση να παραιτηθεί, την Επανάσταση να διαλυθεί...» και παρακαλούσαν «την Α.Μ. τον Βασιλέα» να αναλάβει πρωτοβουλία για την αποκατάσταση του μοναρχικού Πολιτεύματος..». Ο στόλος, που ήταν πιστός στην Επανάσταση, απείλησε με βομβαρδισμό την Κόρινθο, αναγκάζοντας τον φρούραρχο της Κώστα Μανιαδάκη να παραδώσει την πόλη. Στο διάγγελμά τους, που δημοσιεύτηκε σε τρεις εφημερίδες, «Νέα Ημέρα», «Καθημερινή» και «Πολιτεία», σημείωναν ότι, «...Ο στρατός βεβαιοί ότι δεν θα επέμβη το παράπαν, ούτε εις τον καταρτισμόν της νέας κυβερνήσεως, ούτε εις το κατόπιν έργον αυτής. Θα περιορισθή εις την τήρησιν της τάξεως και εις τα καθαρώς στρατιωτικά αυτού καθήκοντα». Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του Κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, διέφυγε στην Ιταλία από την Πάτρα, με νορβηγικό πλοίο που είχε ξεφορτώσει βακαλάους.
Στην Αθήνα την κατάσταση πήρε στα χέρια του ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ως αρχηγός του Στρατού, ενώ Δημοτικά συμβούλια, η Ιερά Σύνοδος και πολιτικοί καταδίκαζαν το κίνημα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κήρυξε στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στην κυβέρνηση, ενώ στο διάγγελμά του σημείωνε, «Η άτιμος και η προδοτική πράξις δύο στρατηγών και ενίων ανωτέρων αξιωματικών εις στιγμάς κατά τας οποίας η πατρίς επρόκειτο διά των εκλογών να εισέλθη εις ομαλήν κοινοβουλευτικήν περίοδον, σύμφωνα με εξαγγελθέν πρόγραμμα της Επανάστασεως, καταδικάζεται εις την συνείδησιν του ελληνικού έθνους ολοκλήρου». Στις 27 Οκτωβρίου οι κινηματίες παραδόθηκαν αφού ο Νικόλαος Πλαστήρας έδωσε αμνηστία στους στρατιώτες και υποσχέθηκε επιείκεια για τους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς. Ο Γαργαλίδης που είχε τεθεί επικεφαλής των στρατιωτικών φρουρών της Πελοποννήσου που ήταν αντιβενιζελικές, πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου και βάδισε προς την Αθήνα, όμως κυκλώθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάσθηκε να παραδοθεί άνευ όρων. Συνελήφθη στον Κιθαιρώνα μαζί με τον Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και πολλούς από τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στο κίνημα. Οι αξιωματικοί κρατήθηκαν σε σχολείο στην Ελευσίνα, ενώ οι Γαργαλίδης και Λεοναρδόπουλος κρατήθηκαν σε πλοίο-φυλακή στο λιμάνι της Ελευσίνας.
Το κίνημα απέτυχε καθώς δεν προβλεπόταν εξέγερση στην Αθήνα και παρά την αριθμητική υπεροχή των κινηματιών αξιωματικών, υπήρξε χλιαρή συμμετοχή των στρατιωτών, ενώ υπήρχαν και αντιθέσεις στους κόλπους των κινηματιών. Τα στρατεύματα των κινηματιών, περί τις 4.500 άνδρες, που κινήθηκαν από την Πελοπόννησο προς την Αθήνα για την κατάληψη της εξουσίας, παγιδεύτηκαν στον Κιθαιρώνα από τις δυνάμεις της επαναστατικής επιτροπής. Είχαν μεταφερθεί, από τη Θεσσαλονίκη στη Νότια Ελλάδα, μετά την συντριβή των δυνάμεων του Γιώργου Ζήρα, από το Γεώργιο Κονδύλη, στο χωριό Νάρες στο σημερινό νομό Κιλκίς, ο οποίος οδηγούσε τις δυνάμεις του με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο Ζήρας μετά την αποτυχία του κινήματος διέφυγε στη Σερβία, μαζί του οι αντισυνταγματάρχες Παναγιώτης Δεμέστιχας και Μπλέτσας καθώς και ο ταγματάρχης Πολύζος, μέσω του συνοριακού σταθμού της Δοϊράνης, όπου παραδόθηκε στις αρχές και την επόμενη ημέρα μεταφέρθηκε στα Σκόπια, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την παράδοση του.
Ακολούθησε χωριστή δίκη των δύο υποστρατήγων στις 15 Νοεμβρίου 1923, από το «Στρατοδικείο Εκστρατείας» που συστάθηκε στην Ελευσίνα, με την απόφαση 28164 της 22ας Οκτωβρίου 1923, στην έδρα της 2ης Μεραρχίας. Οι δικαστές καταδίκασαν τον Παναγιώτη Γαργαλίδη παμψηφεί σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία, ποινή που δεν εκτελέστηκε και σε στρατιωτική καθαίρεση μαζί με τους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και τους αντισυνταγματάρχες Αβράμπο και Νικολαρέα. Για την τύχη τους εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από πρεσβείες ξένων χωρών μέχρι και τον Πάπα Πίο ΙΑ΄, ενώ Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος παρακολούθησε την δίκη. Τα στρατοδικεία καταδίκασαν πολλούς αξιωματικούς σε μικρότερες ποινές, ενώ αποτάχθηκαν 1.284 αξιωματικοί, με βασικό κριτήριο όχι την συμμετοχή τους στο κίνημα, αλλά κυρίως τα πολιτικά τους φρονήματα, ενώ μέσα σε χρονικό διάστημα έξι μηνών οι δύο υποστράτηγοι απελευθερώθηκαν.
Λίγες μέρες μετά την καταστολή του κινήματος, συγκεκριμένα στις 22 Οκτωβρίου 1923, η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά, αποφάσισε την απαγόρευση της κυκλοφορίας όλων των εφημερίδων που αντιπολιτεύονταν τον Βενιζέλο. Η εφημερίδα «Εστία» δημοσίευσε ολόκληρο το κείμενο της απόφασης της κυβέρνησης, όπου εκτός από τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτήν, εμπεριέχονταν οι τίτλοι των εφημερίδων όλης της επικράτειας, συνολικά τριάντα έξι (36), των οποίων η κυκλοφορία απαγορεύτηκε. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, οι παραβάτες θα τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο μέχρι του ποσού των 50.000 δραχμών. Δέκα από αυτές τις εφημερίδες, «Καθημερινή», «Αθηναϊκή», «Πρωινή», «Εσπερινή», «Νέα Ημέρα», «Πολιτεία», «Χρόνος», «Εφημερίς Ελλάδος», «Πρωτεύουσα» και «Χρονικά», εκδίδονταν στην Αθήνα και τρεις στον Πειραιά, «Θάρρος, «Χρονογράφος», «Πειραϊκή».
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας όλων αυτών των εφημερίδων, Αθηνών και Πειραιώς, οδήγησε σε καθεστώς ανεργίας περί του 75 επαγγελματίες συντάκτες. Οι δημοσιογράφοι αυτοί αποφάσισαν να ιδρύσουν δικό τους «Δημοσιογραφικό Οργανισμό» με την επωνυμία «Εκδοτικός Συνεταιρισμός Συντακτών Π.Ε.».
«Σκοπός του οργανισμού ήτο η έκδοσις δύο εφημερίδων: μιας πρωινής και μιας απογευματινής. Έτσι εξεδόθησαν η πρωινή «Εφημερίς των Συντακτών» και η απογευματινή «Βραδυνή». Η «Εφημερίς των Συντακτών» υπήρξε βραχύβιος διακόψασα την έκδοσίν της τον Μάρτιο του 1924, ενώ η «Βραδυνή» εξηκολούθησεν ως συνεταιριστική προσπάθεια μέχρι της 1ης Ιουνίου 1924 ότε έγινεν ιδιοκτησίαν του Δημήτριου Αραβαντινού».
Το πρώτο φύλλο της «Βραδυνής» κυκλοφόρησε στις 18 Νοεμβρίου 1923. Έφερε υπότιτλο: «Εφημερίς των Συντακτών» και παραπλεύρως η φράση: «Διευθύνεται υπό ομάδος επαγγελματιών δημοσιογράφων». Ήταν ημερήσιο φύλλο, εξασέλιδο, πεντάστηλο, διαστάσεων 0,58Χ0,86 μέτρου. Αν και κατέβαλε προσπάθεια αντικειμενικότητας υπήρξε συντηρητική και αρθρογραφούσε με αντιπολιτευτική οξύτητα.
Δημοψήφισμα για το Πολιτειακό
Όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή, ο Ζήρας τάχθηκε υπέρ της Βασιλείας προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινή γνώμη υπέρ του θεσμού της Βασιλείας. Λίγες ημέρες πριν το δημοψήφισμα για την κατάργηση της Βασιλείας στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου όρισε υπουργό Εννόμου Τάξεως τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος με διαταγή του την προηγουμένη των εκλογών φυλάκισε 15 ανώτατους απόστρατους αξιωματικούς με την κατηγορία της υποκινήσεως σε στάση, ανάμεσα τους και ο Γαργαλίδης. Μετά την πτώση του Πάγκαλου όταν σχηματίστηκε, τον Οκτώβριο του 1926, η Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, έγινε επανεξέταση των περιπτώσεως στις οποίες αποτάχθηκαν αξιωματικοί, προκειμένου να επανέλθουν στην ενεργό δράση περί τους πεντακόσιους, λύση που υποστήριξε το «Λαϊκό Κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη. Ο Γαργαλίδης ορίστηκε μέλος της επιτροπής επανεξετάσεως, καθώς θεωρήθηκε πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής με ικανή γνώση των προσώπων και του στρατού. Η πλήρης αποκατάσταση του Λεοναρδόπουλου επήλθε το 1935, όταν του αποδόθηκαν αναδρομικά οι στρατιωτικοί του βαθμοί.