Μεγάλος αριθμός κατοίκων της Τζουμαγιάς μετατοπίστηκαν από τους Βούλγαρους στη Βουλγαρία και στη Σερβία, 24 Οκτωβρίου 1916

Στις 24 Οκτωβρίου 1916, μεγάλος αριθμός κατοίκων της Τζουμαγιάς (σημερινής Ηράκλειας) μετατοπίστηκαν από τους Βούλγαρους στη Βουλγαρία και στη Σερβία,. Όταν επέστρεψαν το 1918, μετά τη λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των βουλγαρικών δυνάμεων, δεν μπόρεσαν να εγκατασταθούν στον ίδιο χώρο όπου βρισκόταν η παλιά κωμόπολή τους. Αντίθετα, εγκαταστάθηκαν περίπου ένα χιλιόμετρο δυτικά, αρχικά ζώντας σε σκηνές και αργότερα σε ξύλινα παραπήγματα που κατασκεύασε το Δημόσιο για να τους στεγάσει προσωρινά.


Η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς
Γράφει η Ειρήνη Χατζοπούλου
Η Ομηρία, το βιβλίο της Φανής Κεχαγιά είναι ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, εφόσον ξεδιπλώνεται πάνω στα ιστορικά γεγονότα των Βαλκανικών πολέμων και της Βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία. Επιπλέον, μια σωρεία ιστορικά υπαρκτών, πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων, που πρωταγωνίστησαν σε αυτά, συμπληρώνουν την ανθρωπογεωγραφία του βιβλίου. Φέρει επίσης στοιχεία μυθοπλαστικής μαρτυρίας, στο πρότυπο της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, του Στρ. Δούκα, του Ηλία Βενέζη με το  Νούμερο 31328 ή του πιο πρόσφατου Γκιακ, του Δ. Παπαμάρκου, εφόσον εκκινεί από πραγματικές μαρτυρίες, θησαυρισμένες από τα ίδια τα θύματα και τους συγγενείς όσων μετείχαν στον μεγάλο ξεριζωμό που ιστορείται. Δεν θα ήταν άστοχο αν σημειώναμε ότι το κείμενο φλερτάρει και με την κατηγορία του faction (fact + fiction), που τελευταία χρησιμοποιείται για μυθοπλαστικά κείμενα, τα οποία αξιοποιούν πραγματικές μαρτυρίες, τεκμήρια και ντοκουμέντα, επεκτείνοντάς τα μυθοπλαστικά.

Η Ομηρία αναδεικνύει μια όχι και τόσο γνωστή, ανείπωτη σχεδόν πτυχή της τοπικής  ιστορίας, της ιστορίας του Ν. Σερρών, που είναι και ο τόπος καταγωγής και διαμονής της συγγραφέως. Η υπόθεσή του αφορά τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή, τον βίαιο ξεριζωμό των 7.000-8.000 περίπου κατοίκων της Τζουμαγιάς Σερρών, σημερινής Ηράκλειας, και τη μετάβασή τους στο Ποζάρεβιτς της Σερβίας, με απώτερο, βέβαια, σκοπό τη βουλγαροποίηση της περιοχής, καθώς οι εδαφικές αξιώσεις των Βουλγάρων στη Βαλκανική και το όραμα της μεγάλης Βουλγαρίας δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν κυρίαρχη εθνική πολιτική, την οποία οι Συνθήκες των Βαλκανικών πολέμων δεν κατάφεραν να ανακόψουν.

Το Καλοκαίρι του 1916, ανήμερα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, οι Βούλγαροι περνούν την ελληνοτουρκική μεθόριο, εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Κάτω Τζουμαγιά. Επιβάλλουν σκληρή κατοχή. Το μένος τους στρέφεται ιδιαίτερα προς αυτούς που τούς πολέμησαν στο Μακεδονικό Αγώνα. 16 Σεπτεμβρίου, μεθεόρτια της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αναγκάζουν τους κατοίκους να εκκενώσουν το χωριό.

«Μάρτη μήνα γέννησα. Απρίλη πέσαν κείνες οι μπόμπες απ’ τ’ αερόπλανα των Γερμανών, που σκότωσαν κόσμο και σείστηκε η Τζουμαγιά. Αύγουστο μήνα καμαρωτοί κι αφέντες μπούκαραν και πήραν ξανά να σφάζουν, να κρεμούν. Σεπτέμβρη στις 16, απόηχα του Σταυρού, …τελάληδες πρωί πρωί με τα νταούλια και τα μπαραμπάνια βγήκαν και φώναξαν πως έπρεπε όλοι, μα όλοι οι Τζουμαγιώτες δυό-τρία ρούχα κι όσα φαγιά στον καθένα ήνταν βολετό να μαζώξουμε, σπίτια και δουλειές ν’ αμπαρώσουμε και σε ώρες δυο στην άκρια της πόλης να συναχτούμε, στον βόρειο τον δρόμο, τον αμαξιτό» (σ.128).

Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες παίρνουν το μακρύ δρόμο της προσφυγιάς και της ομηρίας. Καραβάνια ψυχών ξεκινούν από την Τζουμαγιά με κατεύθυνση το Ποζάρεβιτς της Σερβίας διά μέσου της Βουλγαρίας. Το κομβόι των ξεριζωμένων περνάει το Ρούπελ και μέσω της Κρέσνας φτάνει στο Μελένικο. Μετά από σύντομη διαμονή στη Νις καταλήγει στο Ποζάρεβιτς.

Κεντρικές φιγούρες η οικογένεια του Βλάχου μεγαλέμπορου Ράσκου Σάντρου, της γυναίκας του και της κόρης τους, Αννούς, που είναι και η κύρια ηρωίδα. Δυο φορές ήδη ξεριζωμένη από πατρίδα η Αννού, μια όταν ο μεγάλος έρωτάς της για τον Τούρκο Φουρκάν, τους οδηγεί στο Καβακλί της Αν. Θράκης, διωγμένους από τον πατέρα της και την κοινωνική κατακραυγή για το σμίξιμό της με έναν αλλοεθνή κι εχθρό. Με το κίνημα των Νεότουρκων το ’13 ο Φουρκάν συλλαμβάνεται ως προδότης και απαγχονίζεται. Η Αννού, μια χριστιανή, απροστάτευτη στο μένος των Τούρκων, φυγαδεύει το γιο τους, Σάντρο, και ξοπίσω του επιστρέφει κι αυτή μετά από τιτάνιες δυσκολίες στην πατρίδα της την Τζουμαγιά. Εκεί, όμως, νέος εκπατρισμός την περιμένει…

Γύρω απ’ την οικογένεια Ράσκου ένα χαρμάνι ανθρώπων τυλίγεται, καθώς με τον καιρό, όσο οι κακουχίες της ομηρίας τούς αλέθουν, οι ξηλωμένες ζωές τους ράβονται σφιχτά η μια πλάι στην άλλη, για να συνθέσουν ένα καινούριο πολύχρωμο εργόχειρο, μια μεγάλη πολυφυλετική οικογένεια. Η Βαλασή, η Βελίκα, η Αρχοντούλα, ο Ρίζος κι ο παραγιός του, ο Κίτας, ο Ζάχος, ο Χρίξος, η Γκιονούς, η Λάλα κι άλλοι ακόμα.  Ο ένας συντρέχει τον άλλον στην ανάγκη, παίρνει τη θέση του χαμένου, γίνεται οικογένεια.

«Και κινήσαμε. Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες αγαλιανά τον δρόμο τον μακρύ πήραμε. Για το πού κανείς δεν ήξευρε. Δέκα χιλιάδες ψυχές, κοντά -άλλοι οχτώ λέγαν, άλλοι εννιά, μα, κι αν ακόμη χίλιοι ήμασταν, τι διαφορά έκαμνε; Στην αρχή ένα μοιρολόγι σιγαλό από γυναίκες ανέβαινε, ύστερα το πνιχτό αχολόι και το τροχάλισμα απ’ τις τόσες ρόδες απά στις πέτρες και των τόσων ποδιών το σούρσιμο κάθε άλλον θόρυβο κουκούλωνε. Οι κουβέντες έλειπαν. Πίσω και μπρος, ως εκεί που το μάτι άγγιζε, μήτε αρχή μήτε τέλος φαίνουνταν…» (σ.131-132).

Η πείνα, το κρύο, οι κακουχίες αποδεκατίζουν το καραβάνι των εκπατρισμένων. Υποσιτισμός, αρρώστιες και εξευτελισμοί. Ζευγάρια χωρίζουν. Μάνες χάνουν τα νεογέννητα μωρά τους, άλλες πεθαίνουν πάνω στη γέννα, αφήνοντας τα μικρά τους ορφανά, γιοι και θυγατέρες εγκαταλείπουν πίσω τους τους ηλικιωμένους γονείς και τα κόκαλά τους σε βιαστικούς, πρόχειρους κι άκλαυτους τάφους. Ούτε τον θρήνο, ούτε το πένθος να αποσώσουν δεν τους αφήνουν τα γεγονότα και η ανάγκη επιβίωσης.

«Πέντε ώρες μαρτυρικός ποδαρόδρομος και ήταν πολλοί οι αδύναμοι και οι άρρωστοι που έπεσαν μια για πάντα στο χαντάκι πλάι στο δρόμο. Σε κανέναν δεν επέτρεψαν οι Βούλγαροι να κοντοσταθεί να θρηνήσει, να παραχώσει έστω πρόχειρα τον δικό του άνθρωπο. Σαν σκυλίσια κουφάρια απόμεναν ξέσκεπα τα νεκρά κορμιά να φαγωθούν οι σάρκες τους από τα όρνια… …» (σ. 164).

Μα μέσα στη δίνη της κακουχίας, της δυστυχίας και του θανάτου η ζωή παραμονεύει. Βρίσκει μικρές ρωγμές, πληθωρικά τρυπώνει και, σοφά, κρατά ζεστή την πίστη των ανθρώπων σε αυτήν. Μάνες που στερήθηκαν τα παιδιά τους, γίνονται μάνες για τα άλλα, που μόλις ορφάνεψαν. Άνθρωποι από διαφορετική φυλή, γλώσσα, έθνος, σωριάζουν κάτω τα τείχη του μίσους και κάνουν τις διαφορές τους γέφυρες να περάσει η αγάπη, η συμπόνοια κι η ανθρωπιά, να συναντήσει τον συνάνθρωπο που υποφέρει, που ματώνει, που βασανίζεται, να τον μπολιάσει με δύναμη και υπομονή:

«Τι δουλειά έχ’ αυτούνη εδώ; Δεν θα γλιτώσουμε ποτέ απ’ τη φάρα τους; Ακόμα και στης γης τα πέρατα θα μας κυνηγούν οι παλιο-Τουρκαλάδες, μούγκρισε ο Σάντρος. (…) Σούς! Δεν αισχύνεσαι, Σάντρο; Θαρρείς πως μοναχά εμείς έχουμε μερτικό στη συμφορά; Έλα στα συγκαλά σου, Σάντρο Ράσκο Άμα είν΄εδώ οι ανθρώποι, πα’ να πει ξεκληρισμένοι σαν και του λόγου μας είναι. Ξεσπιτωμένοι. Που σημαίνει, εμεις, κι αυτούνοι γενήκαμε πλια ένα. Τ’ ακούγεις; Ένα! Έλληνες και Τουρκαλάδες και Γιούφτοι και Σέρβοι κι όλοι οι ανθρώποι στη γης, άμα ξεσπιτωθούν, μόνο με το πετσί τ’ ανθρώπινο ξεμένουν κι άλλο ντύμα δεν έχουν και μήτε κι όνομα έχουν μήτε χρώμα» (σ. 252-253).

Η Οδύσσεια θα κρατήσει δύο χρόνια, μέχρι η ώρα της διπλωματίας να ανοίξει τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Όσοι μαζί ξεκίνησαν, δεν επέστρεψαν οι ίδιοι. Κάποιοι έμειναν πίσω, έπιασαν δουλειές, έκαναν οικογένειες και τα μέρη της ομηρίας αποδείχτηκαν για αυτούς νέες πατρίδες. Όσοι δεν αποδεκατίστηκαν από τις ταλαιπωρίες, πήραν τον δρόμο της επιστροφής και κατάφεραν να ξαναπατήσουν το χώμα της πατρίδας τους. Ο χορτασμένος νόστος τούς έδωσε δύναμη. Έθαψαν πρόχειρα την αιμορραγούσα μνήμη, έσφιξαν τα δόντια κι έκαναν τον πόνο και τις απώλειες μαγιά για μια νέα ζωή. Μια νέα, τρίτη ζωή περιμένει και την Αννού, που επιστρέφει με τους επιζήσαντες στην πατρίδα. Ή μήπως η μοίρα της επιφυλάσσει και τέταρτη…; Το μυθιστόρημα αφήνει …ανοιχτό το τέλος του και έκπληκτο τον αναγνώστη του.

Από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος ιδιαίτερη αναφορά αξίζει η γλώσσα. Μια γλώσσα εσπεράντο, καλοδουλεμένη, της οποίας ο κορμός παραμένει η ελληνική διανθισμένη με το βλάχικο ιδίωμα και πολλές τουρκικές και σλάβικες προσμείξεις. Το υβριδικό αυτό γλωσσικό ιδίωμα αντικατοπτρίζει το πολυφυλετικό χαρμάνι των εθνοτήτων που ζουν την εποχή εκείνη στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. ΄Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι, Βούλγαροι συνυπάρχουν, όχι πάντα αρμονικά, αφού το εδαφικό καθεστώς της Βαλκανικής δεν έχει ακόμη ρυθμιστεί και παραμένει πεδίο διεκδικήσεων των Τούρκων, των Βουλγάρων και των Ρουμάνων.

Η συγγραφέας προσπαθεί επιτυχώς να αποδώσει την ποιότητα της φυσικής, αυθόρμητης, προφορικής ομιλίας των ηρώων, που με τον τρόπο αυτό ζωντανεύουν και παρότι μυθοπλαστικές επινοήσεις, αποκτούν βάθος, αληθοφάνεια και αυθεντικότητα. Η σύνταξη των προτάσεων με το ρήμα να τίθεται πάντα στο τέλος της πρότασης  επιτυγχάνει την εντύπωση της ανεπιτήδευτης φυσικής ομιλίας, αλλά εξασφαλίζει ταυτόχρονα μουσικότητα και ρυθμικότητα στον λόγο:

«Σ’ όποιο βαγόνι μπρος μας στάθηκε, εκεί ίδιες σαρδέλες μας στρούμωχναν και παρότι τόσα κορμιά ποτισμένα ώρες στη βροχή ο ένας απά στον άλλον σωριαστήκαμε και βρώμα ζέχναμε κι ο αγέρας πηχτός γίνηκε και τότες η Γκιονούς από δίπλα ήρθε και χωρίς κουβέντα πάνω μας κόλλησε»

Μακροπερίοδες προτάσεις, άτακτη στίξη, μικροεπαναλήψεις, επιφωνηματικές νησίδες, ολοκληρώνουν την άρτια κατασκευή ενός προφορικού, απροσχημάτιστου λόγου, που προσιδιάζει στη ψυχική ταραχή του υποκειμένου, που αφηγείται βιωμένα πάθη, συμφορές, απώλειες. Με τον λόγο της μαρτυρίας ο αναγνώστης νιώθει πως έχει μπροστά του την αυτόπτη μάρτυρα και ακούει το λόγο της άμεσα και αδιαμεσολάβητα, κι αυτό επιτρέπει τη μέγιστη συγκινησιακή και συναισθηματική συμμετοχή και  εμπλοκή του στην μακρά, οδυνηρή Οδύσσεια αυτών των ανθρώπων.

Έτσι πιασμένες χέρι χέρι, η μυθοπλασία με την ιστορία, η αφήγηση με την ζωντανή μαρτυρία ικανοποιούν αφενός την από καταβολής κόσμου ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίσει το παρελθόν του, την ιστορία του και μέσα από αυτό να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό και τη θέση του μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Απ’ την άλλη ο λόγος της μαρτυρίας βεβαιώνει ότι υπάρχει μια πραγματικότητα πίσω από κάθε μυθοπλασία. Η ιστορική μας, άλλωστε, εγκυκλοπαίδεια και αυτοσυνειδησία, δεν συγκροτούνται μόνο μέσα από τον επίσημο λόγο της επιστημονικής ιστοριογραφίας, αλλά και από τον μυθοπλαστικό λόγο για την ιστορία.

Σε επίπεδο αφηγηματικών αρετών ένας κεντρικός αφηγητής, ενορχηστρωτής του αφηγηματικού υλικού, αναλαμβάνει την εξιστόρηση του μακροϊστορικού πλαισίου των ιστορικών γεγονότων. Σε πολλά σημεία, όμως του βιβλίου ο τριτοπρόσωπος ουδέτερος αφηγητής παραδίδει την αφηγηματική σκυτάλη στην Αννού, την κύρια ηρωίδα, η οποία αναλαμβάνει να εκθέσει αυτοδιηγητικά την προσωπική, αλλά και συλλογική περιπέτεια της ίδιας, της οικογένειάς της καθώς και των συμπατριωτών της, που σύρθηκαν στην ομηρία ως αθώα θύματα και αθύρματα της διεθνούς πολιτικής και της διπλωματίας. Η φωνή λοιπόν της Αννούς αντιπροσωπεύει την μικροϊστορία που έρχεται να συμπληρώσει τη λειψή πολλές φορές εκδοχή που αφήνει πίσω της η μακροϊστορία.

Η επίσημη ιστοριογραφία αναφέρεται σε σημαντικά ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, στις πράξεις, αποφάσεις των μεγάλων επώνυμων προσωπικοτήτων. Αφήνει, όμως, ανεκδιήγητα τα πάθη των μικρών, των ασήμαντων και των αφανών, του απλού λαού που, ενώ υφίσταται στο πετσί του τις συνέπειες, δεν μετέχει παρά ως θύμα και πιόνι στη σκακιέρα των διεθνών ιστορικών εξελίξεων. Η μαρτυρία, λοιπόν, ως είδος, μυθοπλαστική ή αυθεντική, έρχεται να συμπληρώσει την αναπαράσταση του παρελθόντος και της ιστορίας, να δώσει βήμα σε φωνές που αποσιωπήθηκαν, σε εκδοχές που φιμώθηκαν, σε περιπέτειες που παραμερίστηκαν, που …σκοπίμως ή ακούσια δεν χώρεσαν στη μεγάλη, τη μείζονα αφήγηση της επίσημης Ιστοριογραφίας.

Στοιχείο ιδιαίτερα ελκυστικό αποτελεί η διακειμενικότητα του βιβλίου. Ένα μωσαϊκό διαφορετικών φωνών και λόγων διαμορφώνουν το πλούσιο διακειμενικό υπόστρωμα του έργου. Η αφήγηση διακόπτεται σε πολλά σημεία και παρατίθενται σπαράγματα από άλλα κείμενα, όπως δημοσιεύματα από τον τύπο της εποχής, που αναφέρονται σε σημαντικά ιστορικά, πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα, τα οποία συμπληρώνουν και διατηρούν στέρεη την πραγματολογική διάσταση στην εξιστόρηση των γεγονότων.

Σε άλλα σημεία κάνουν την εμφάνισή τους άγνωστα τοπικά δημοτικά τραγούδια, παραλογές, τα οποία οι ήρωες τραγουδούν στα μικρά διαλείμματα ανάπαυλας, που κάποτε αφήνει η κακουχία και η δυστυχία. Αναφορές υπάρχουν ακόμη σε λογοτεχνικά έργα της εποχής, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα. Οι διακειμενικές αυτές σφήνες αποδίδουν μια εικόνα της πολιτικής και λογοτεχνικής ατμόσφαιρας εκείνης της εποχής, αλλά λειτουργούν και ως σημεία, πύλες εισόδου νέων σημασιακών αποχρώσεων. Δίνουν στον αναγνώστη έναν ρόλο πιο ενεργό, εφόσον καλείται να κάνει τους κατάλληλους συσχετισμούς ανάμεσα στην αφηγημένη ιστορία και στα διακείμενα, να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και των κοινωνικών τύπων και να αποκαλύψει νέες αφανείς εκ πρώτης ερμηνείες και σημασίες, να δει τα πράγματα από ποικίλες προοπτικές.

Θα σταθώ επίσης στη διαλογική κατασκευή του μυθιστορήματος. Σύμφωνα με τον Μπαχτίν, το είδος του μυθιστορήματος είναι η ιδανική διαλογική μήτρα, μια αρένα που συναντώνται, ερίζουν, αντιπαρατίθενται πολλές διαφορετικές φωνές, συνειδήσεις, όψεις κι εκδοχές, για να κατασκευάσουν μια συνθετική, πολυφωνική πραγματικότητα, αφού τέτοιος είναι κι ο γύρω κόσμος μας.

Φωνές διαφορετικές, και δεν εννοώ μόνο την πολυγλωσσία που προκύπτει από την διαφορετική καταγωγή κι εθνικότητα των ηρώων του έργου, αλλά και την εσωτερική πολυφωνία και διαλογοποίηση που παρατηρείται. Ο λόγος των γυναικών   αναπαρίσταται πιο φλύαρος και συναισθηματικός, σε σχέση με τη λιτότητα, την οικονομία και τη στιβαρότητα του ανδρικού λόγου, αναδεικνύοντας μοναδικά τις ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες των δύο φύλων, συμπληρώνοντας άρτια το πραγματολογικό και ηθογραφικό υπόβαθρο του κειμένου. Ο λόγος της πολιτικής και των μεγάλων συμφερόντων αντιπαλεύει με τον λόγο του ανώνυμου θύματος της πολιτικής και της ιστορίας, προβάλλοντας την αλαζονεία της εξουσίας, που λιώνει στις μυλόπετρές της τις ζωές και τη μοίρα των αναξιοπαθούντων λαών.

Ο πόλεμος που ιστορείται δεν είναι μονάχα εθνικός. Μια μάχη διεξάγεται και μέσα στις ψυχές των ηρώων, καθώς συχνά η φωνή της εσώτερης επιθυμίας του ατόμου συγκρούεται με την αυστηρή κι επικριτική φωνή της κοινής γνώμης, των στερεοτύπων, του κοινωνικού ελέγχου και των απαγορεύσεων, στήνοντας διλήμματα εμπρός τους,  αλλά και προκλήσεις, που η υπέρβασή τους καταξιώνει τελικά τον άνθρωπο, φωτίζει και καταυγάζει αξίες όπως, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η αληθινή αγάπη, η συντροφικότητα.

Η Ομηρία ξεστομίζει ένα ηχηρό «κατηγορώ», αρθρώνει μια κραυγή καταγγελίας στον πόλεμο, την αρχομανία, τον ιμπεριαλισμό και, ταυτόχρονα, έναν ύμνο στην αντοχή, στη δύναμη του ανθρώπου να κρατηθεί στη ζωή. Στη ζωή που καταξιώνεται, όταν την κατευθύνον ιδανικά, όπως η αγάπη για την πατρίδα, η οικογένεια, η αλληλεγγύη, η αξιοπρέπεια. Έναν ύμνο στην μια και μοναδική, κοινή και οικουμενική ιδιότητα, εκείνη της ανθρωπιάς, αφού «όταν οι ανθρώποι με το πετσί τ’ ανθρώπινο ξεμένουν, άλλο ντύμα δεν έχουν και μήτε κι όνομα έχουν, μήτε χρώμα».

Στο τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος προτάσσεται το ποίημα της Μελισσάνθης, «Στη νύχτα που έρχεται»:

Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα

Ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά

Γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό

Κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη

Μας βρίσκουν τ’ατέλειωτα καλοκαίρια

Τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά

Παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα

Πλακώνουν οι βαριές συννεφιές

Μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες

Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε

Πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
 

Την ξενιτιά, την προσφυγιά, την ομηρία δεν τις διαλέγεις. Αλλά και δεν σε ρωτούν. Η μοίρα κι οι ζωές των ανθρώπων ισχνά κλαράκια και φύλλα είναι που παραδέρνονται από τον άνεμο και τις καταιγίδες της πολιτικής και ιστορικής συγκυρίας. Στην αντιφατική εποχή μας, εποχή της ταχύτητας, του φαίνεσθαι, της επιτυχίας και του ψηφιακού …συνωστισμού, αλλά και εποχή μοναξιάς, έλλειψης αμοιβαιότητας και εσωτερικής ξενότητας η προσφυγιά, η εξορία και η ομηρία, πέρα από εθνικό ή συλλογικό πεπρωμένο, μπορεί να είναι μοίρα και άχθος ατομικό, προσωπικό, καθημερινό. Ο μόνος τρόπος για να σταθεί κανείς όρθιος μέσα στην κάθε μορφής ομηρία, να αντισταθεί και να «ντυθεί με νέο φύλλωμα» και να χορτάσει «μια μπουκιά ουρανό», είναι το χέρι του Άλλου, του διπλανού, του συνανθρώπου. Χέρι που πρέπει με ζεστασιά να απλώνουμε, αλλά και με ευγνωμοσύνη να δεχόμαστε!

* Η ΕιρήνηΧατζοπούλου είναι Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πηγή

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος