Απεβίωσε στις Σέρρες ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πέτρου, 24 Οκτωβρίου 1924
Στις 24 Οκτωβρίου 1924, απεβίωσε στις Σέρρες ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πέτρου, μια σημαντική μορφή της εκπαίδευσης στην περιοχή. Γεννημένος στο Μοναστήρι στις 22 Ιουνίου 1852, αφιέρωσε τη ζωή του στη διδασκαλία και την πνευματική καλλιέργεια των νέων. Με την πολύχρονη υπηρεσία του ως Γυμνασιάρχης, συνέβαλε στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης στις Σέρρες και την ευρύτερη περιοχή, αφήνοντας πίσω του ένα αξιόλογο εκπαιδευτικό έργο
Το Γυμνάσιο Σερρών
Το Γυμνάσιο Σερρών από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 στεγάζεται σ’ ένα οίκημα της Απάνω Καμενίκιας. Στις πρώτες τρεις τάξεις ήταν αρρένων και στις υπόλοιπες τρεις ( αργότερα δύο) γινόταν μικτό. Το Γυμνάσιο αυτό κάηκε ολοσχερώς το 1928 και μετά από δύο χρόνια μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση, στους πρόποδες του Κουλά.
Πρώτος Γυμνασιάρχης μετά την απελευθέρωση (1913) και για 11 χρόνια είναι ο Μιχαήλ Πέτρου από το Μοναστήρι. Μετά τον Πέτρου αναλαμβάνει ο Σερραίος Δημήτριος Μυσιρλής. Ο Μυσιρλής υπηρέτησε ως καθηγητής στις Σέρρες από το 1910 μέχρι το 1920. Από το ’20 μέχρι το ’25 ήταν Γυμνασιάρχης στην Έδεσσα και το ’26 αναλαμβάνει το Γυμνάσιο Σερρών. Στις 18 Ιουλίου 1926 βάζει τον θεμέλιο λίθο του νέου Μικτού Γυμνασίου Σερρών (το σημερινό Α’ Γυμνάσιο). Πρόεδρος της Διδακτηριακής Επιτροπής ανεγέρσεως του Γυμνασίου ήταν ο τότε Μητροπολίτης Κωνσταντίνος (Μεγγρέλης). Κύριοι συντελεστές και χρηματοδότες του Γυμνασίου ήταν ο ευεργέτης της σερραϊκής Παιδείας Γρηγόριος Ρακιτζής και πρώην Μητροπολίτης Σερρών Γρηγόριος, ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στην συνέχεια μετατίθεται στην Θεσσαλονίκη και το ’29 εκλέγεται αιρετός εκπαιδευτικός σύμβουλος για μια δεκαετία. Το 1935 προάγεται σε γενικό επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης. Το 1945 διορίζεται μέλος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού συμβουλίου και το 1950 αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού.
Υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα που διακρίθηκε για την προσφορά του στην εκπαίδευση και για την συνεισφορά του στους αγώνες του έθνους (Μακεδονικός Αγώνας και κατοχή).
Η πλούσια βιβλιοθήκη του κληροδοτήθηκε το 1969 στο Δήμο Σερρών. Τα βιβλία αυτά αφού παραπετάχτηκαν σε διάφορες αποθήκες του Δήμου είτε καταστράφηκαν από την υγρασία είτε λεηλατήθηκαν από επίδοξους συλλέκτες. Δυστυχώς μέχρι σήμερα καμία απολύτως Δημοτική Αρχή δεν μπήκε στον κόπο να λογοδοτήσει γι’ αυτό το ανεπίτρεπτο αίσχος. Κατά τα άλλα η προτομή του κοσμεί κεντρική πλατεία της πόλης (τελικά σ’ αυτή την χώρα τις ενοχές μας τις κάνουμε προτομές και αγάλματα).
Τον Μισυρλή διαδέχθηκε ο Γεωργούλης ( το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως στην συνέχεια διετέλεσε κι αυτός εκπαιδευτικός σύμβουλος και πως άρθρα του για την εκπαίδευση δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στην εφημερίδα «Καθημερινή») και το 1930 Γυμνασιάρχης αναλαμβάνει ο Νικόλας Βασικύρου, ο οποίος κάνει και τα εγκαίνια του νέου διδακτηρίου. Οι επόμενοι Γυμνασιάρχες είναι οι Λαζάνας (33-35), Νάκος (35-36), Παπαοικονόμου (37-40).
Αξιόλογοι ήταν οι περισσότεροι καθηγητές που δίδαξαν στο Γυμνάσιο, αλλά δύο ήταν κυρίως αυτοί που έμειναν στην μνήμη των παλαιοτέρων συμπολιτών μας.
Ο ένας ήταν ο Σερραίος στην καταγωγή καθηγητής Μαθηματικών και Φυσικής Δημήτριος Νικολάου επί της εποχής του οποίου εφοδιάστηκε με πλούσια συλλογή οργάνων φυσικής και Χημείας το Γυμνάσιο. Τα όργανα αυτά (που ελάχιστα διδακτήρια σ’ όλη την χώρα διέθεταν) και το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε ο ίδιο ο Νικολάου για την πραγματοποίηση σειράς πειραμάτων κατέστησαν τα μαθήματα της φυσικής και της χημείας προσιτά και προσφιλή στους μαθητές.
Ο δεύτερος και ίσως ένας από τους αξιολογότερους καθηγητές που πέρασαν από το Α’ Γυμνάσιο ήταν ο Αναστάσιος Γαλδέμης. Αναφέρεται πως όσοι τον είχαν καθηγητή έμαθαν συντακτικό και γλώσσα. Ηπειρώτης στην καταγωγή, «πολιτογραφημένος» Σερραίος στην πραγματικότητα, έζησε όλες τις δοκιμασίες της πόλης από το ’13 και εντεύθεν μέχρι τον μεγάλο πόλεμο. Έχοντας ζήσει την ομηρία με χιλιάδες άλλων Σερραίων στα χρόνια του 1ου παγκοσμίου πολέμου συνέγραψε αργότερα και τον «ύμνο των Ομήρων» που μελοποίησε ο Βαϊου δίνοντας έτσι με τον επικό τρόπο τις διαστάσεις αυτής της τόσο επώδυνης δοκιμασίας.
Αν θα θέλαμε τώρα να δώσουμε το κλίμα που επικρατούσε γενικότερα μέσα στις σχολικές αίθουσες του Γυμνασίου θα λέγαμε τα εξής: οι καθηγητές στο σύνολό τους ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Το «ξύλο» θεωρούνταν επιβαλλόμενο μέσο τιμωρίας. Άλλο μέτρο καταστολής ήταν η απειλή της «αναφοράς» στον Γυμνασιάρχη και η αποβολή, που αναλόγως του παραπτώματος, ξεκινούσε από την μία ημέρα και έφθανε την εβδομάδα. Η παράδοση των μαθημάτων γινόταν με απόλυτη υπευθυνότητα και άρτια γνώση του αντικειμένου ενώ η εξέταση απαιτούσε πολύωρη προετοιμασία από μέρους του μαθητή. Η πειθαρχία ήταν απόλυτη. Οι ρόλοι ήταν σαφείς και καθορισμένοι και σημείο αναφοράς και των δύο ήταν η υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Ο καθηγητής είχε το καθήκον του λειτουργήματος απέναντι στους μαθητές του και ο μαθητής το καθήκον της απόλυτης υπακοής στο υπάρχον καθεστώς. Μάλιστα οι σχέσεις αυτές έβγαιναν και έξω από τα προαύλια των σχολείων αφού ο καθηγητής μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να ελέγχει την εξωσχολική ζωή των μαθητών (σ’ αυτό βοηθούσε και το πηλίκιο το οποίο μονίμως έφεραν οι μαθητές - ως μάχιμοι στρατιώτες- και φυσικά το κοντό έως ανύπαρκτο μαλλί). Τα στοιχεία αυτά τα ξαναβρίσκουμε και στις μετεμφυλιακές δεκαετίες αλλά το σκηνικό αλλάζει αφού την αίσθηση του καθήκοντος αντικαθιστά η μισαλλοδοξία και τα κούφια αναμασήματα του στείρου αντικομουνισμού. Δείγματα τέτοιας γραφής, που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, στον μεσοπόλεμο έχουμε μόνο κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά.
Ένα άλλο στοιχείο ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενο των διδασκομένων τραγουδιών που κατά κανόνα ήταν θρησκευτικού και πατριωτικού χαρακτήρα. Στα πατριωτικά τραγούδια διακρίνεται ο έντονος εθνοκεντρισμός και η επική πορεία του έθνους. Πολλά από αυτά μέχρι πρότινος ακούγονταν στους χώρους εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων ενώ κάποια άλλα έκλεισαν τον κύκλο τους στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Άλλα τα βιώματα βέβαια της εποχής εκείνης και άλλα τα δικά μας, γι αυτό αρκούμαστε στην παράθεση ενός και μόνον χαρακτηριστικού δείγματος καθ’ όλα ενδεικτικού:
Έλλην είναι το όνομά μου υπερήφανο τρανό μάνα την Ελλάδα έχω και για εκείνη θα πονώ σύνθημα πάντα θάχω το εμπρός για οδηγό την τρανή φιλοπατρία και για εκείνη θα πονώ Βούλγαρον όπου κι αν τύχω με θυμό θα τον κτυπώ με το μάνλιχερ στα χέρια και χωριά θε να περνώ Γίγαντας όπου θα είμαι και με λιονταριού καρδιά με το όπλο μου στα χέρια θε να πέφτω στην φωτιά.
Πάντως οφείλουμε να πούμε πως ήταν αυτή η γενιά που στην πλειοψηφία της στην συνέχεια έγραψε το έπος της Αλβανίας και της Αντίστασης.
Κλείνοντας το θέμα της γυμνασιακής εκπαίδευσης και θέλοντας να δώσουμε ένα σαφές δείγμα του ομολογουμένως υψηλού της επιπέδου (που προκαλεί ακόμη και σήμερα κατάπληξη) θα σας παραθέσουμε ένα τίτλο έκθεσης που κλήθηκαν ν’ αναπτύξουν οι μαθητές : « Σε κάποια μάχη ένας νέος αξιωματικός χάνει την ζωή του. Οι συνάδελφοί του αποφασίζουν να καταθέσουν ένα μέρος του μισθού τους προς ανακούφιση της ανήμπορης και φτωχής μάνας του. Ένας αξιωματικός αναλαμβάνει την ευθύνη να πάει ο ίδιος στην μάνα του συναδέλφου του για να της ανακοινώσει τον θάνατο του γιου της και να της μεταφέρει την απόφασή τους να την συνδράμουν οικονομικά. Τι θα πρέπει να της πει όταν την συναντήσει».
Το 1937 το Γυμνάσιο Σερρών έπαψε να λειτουργεί ως μικτό και λειτούργησε ξεχωριστό Γυμνάσιο θηλέων στην παλιά πόλη.