Η 7η βουλγαρική μεραρχία κατέλαβε τη Βέτρινα, 19 Οκτωβρίου 1912

Φωτό αρχείου: Βούλγαρος πεζικάριος,1912

Στις 19 Οκτωβρίου 1912, η 14η τουρκική μεραρχία υπό τον Αλή Ναδίρ Πασά είχε αναλάβει την άμυνα στις διαβάσεις του ποταμού Στρυμόνα, στα στενά της Κρέσνας, κοντά στην είσοδο των στενών του Ρούπελ. Ωστόσο, αυτή η δύναμη αποσύρθηκε και μεταφέρθηκε στα Γιαννιτσά για να αντιμετωπίσει την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη. Με την αποχώρηση των Τούρκων από τα στενά, η 7η βουλγαρική μεραρχία «Ρίλος» υπό τον στρατηγό Θεοδώρωφ πέρασε εύκολα και, μετά από λίγες συγκρούσεις, κατέλαβε τη Βέτρινα.



Οι Τούρκοι, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν ήταν καλά πληροφορημένοι σχετικά με τις πολεμικές δυνάμεις των εχθρών τους.

Υπολόγιζαν ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να παρατάξουν στρατό περίπου 80.000 ανδρών, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα συγκεντρωνόταν στη Λάρισα και από εκεί θα βάδιζε προς το Βορρά δια μέσου της περιοχής της Ελασσόνας. Μικρότερη δύναμη θα έκανε επίθεση στα σύνορα στην περιοχή του Μετσόβου και θα προσπαθούσε να καταλάβει τα Ιωάννινα.

Το Ηπειρωτικό αυτό φρούριο θεωρείτο ασφαλές στα χέρια της τοπικής φρουράς, ενισχυμένης και από εθελοντές Αλβανούς. Επίσης, λάμβαναν σοβαρά υπόψη ότι όλα τα στρατηγικά σημεία των συνόρων τους βρίσκονταν σε Οθωμανικά χέρια.

Ο Χασάν Ταχσίν πασάς ήταν επικεφαλής δύναμης 30.000 ανδρών (αργότερα η δύναμη αυτή ενισχύθηκε) και όλοι θεωρούσαν ότι ήταν ικανός, ακόμα και αν δε νικούσε τους Έλληνες, να σταματήσει τουλάχιστον την προέλασή τους.

Η αποστολή του ήταν να σταματήσει τους Έλληνες και αν νικηθεί, να υποχωρήσει, απασχολώντας συγχρόνως τους νικητές με επιθέσεις της οπισθοφυλακής του, μέχρις ότου να νικηθούν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, οπότε θα αποστέλλονταν ικανές ενισχύσεις στο νότο που να παρέχουν στα τουρκικά σώματα τη δύναμη να συντρίψουν τον εχθρό και να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών.

Μικρή προσοχή δόθηκε από τους Τούρκους στους Μαυροβούνιους.

Το Οθωμανικό Γενικό Επιτελείο θεωρούσε ότι η Σκόδρα και οι μεθοριακές φρουρές, με τη βοήθεια της Μεραρχίας των ρεδίφηδων των Τιράννων υπό την ηγεσία του Εσσάτ πασσά, που κατευθυνόταν προς Βορρά και των Αλβανών εθελοντών θα ήταν επαρκείς να αμυνθούν χωρίς δυσκολία.

Οι Τούρκοι, έστρεψαν την προσοχή τους Βόρεια και Βορειοανατολικά. Αναμένοντας Βουλγαρική εισβολή προς την κοιλάδα του Στρυμόνα από τη δίοδο της Κρέσνας, συγκέντρωσαν μια μεραρχία 25.000 ανδρών υπό τον Ναδίρ πασά, νότια της Κρέσνας.

Όσον αφορά στον Σερβικό στρατό, οι Τούρκοι υπολόγιζαν ότι αυτός επρόκειτο να διαιρεθεί σε δύο σώματα:

Μια σχετικά ασθενής πτέρυγα θα κατευθυνόταν νότια προς την Πρίστινα, την οποία θα εξουδετέρωναν οι Αλβανοί. Το κύριο σώμα θα ακολουθούσε τη σιδηροδρομική γραμμή ή την κοιλάδα του Μοράβα προς τα Σκόπια.

Το Τουρκικό σχέδιο υπολόγιζε ακόμα ότι ισχυρή Βουλγαρική στρατιά θα βάδιζε από το δρόμο του Κιουνστενδίλ και θα προσπαθούσε να συνενωθεί με τις Σερβικές δυνάμεις βόρεια της πεδιάδας του Οβτσεπόλιε.

Με αυτήν τη σκέψη βόρεια από την κοιλάδα του Αξιού συγκεντρώθηκε ο Τουρκικός στρατός της Μακεδονίας που είχε εξαιρετικά ενισχυθεί με προσθήκη Μεραρχιών από τη Μ. Ασία.

Η δύναμη αυτή ξεπέρασε τους 100.000 άνδρες. Τέθηκε υπό την αρχηγία του έμπειρου στρατηγού Ζεκή πασά (ο οποίος φημιζόταν και για τον εξαιρετικό χαρακτήρα του). Περιελάμβανε το 6ο Στρατιωτικό Σώμα (Μοναστηρίου) υπό τον Δζαβήτ πασά, το 7ο (Σκοπίων) υπό τον Φετχή πασά, κινητό σώμα από δύο Μεραρχίες του 5ου (Θεσσαλονίκης) Στρατιωτικού Σώματος υπό την αρχηγία του Καρά Σαΐδ πασά, μαζί με την ανεξάρτητη Ταξιαρχία του ιππικού υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν Φαΐκ πασά και 25 με 35 χιλιάδες Αλβανών εθελοντών.

Είναι φανερό ότι το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο στη Θεσσαλονίκη υπό την αρχηγία του αρχιστράτηγου των δυτικών στρατιών, Αλή Ριζά πασά, είχε κάνει πάρα πολλούς κακούς υπολογισμούς όσον αφορά στις αντιμέτωπες δυνάμεις. Παρατηρήθηκε ότι οι Τούρκοι έσφαλαν, όταν θεώρησαν τη Δεύτερη Σερβική στρατιά (στην οποία περιλαμβανόταν μια Βουλγαρική Μεραρχία) που βάδιζε προς το νότο από το Κιουνστενδίλ ως εντελώς Βουλγαρική δύναμη. Παρέμειναν με αυτήν την εσφαλμένη εντύπωση μέχρι τη στιγμή που κρίθηκε η μάχη στο Κουμάνοβο. Επιπλέον, υπολόγισαν μέχρι και 80.000 άνδρες τη δύναμη του ελληνικού στρατεύματος (όπως προειπώθηκε), ενώ οι Έλληνες είχαν κινητοποιήσει 120.000 άνδρες.

Πριν το τέλος της εκστρατείας, χάρη στην πατριωτική ορμή των εφέδρων και των εθελοντών από το εξωτερικό, η Ελλάς, τελικά, εξόπλισε στράτευμα 240.000 ανδρών. Η αριθμητική αυτή υπεροχή των Ελλήνων έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους και έτσι εν συνεχεία ο Χασάν Ταχσίν πασάς συστηματικά ενισχυόταν με νέες αποστολές από τη Μικρά Ασία.

Παρόλο τον ενθουσιασμό των Τούρκων στρατιωτών, από την αρχή έγινε φανερό ότι οι κινήσεις των Οθωμανικών στρατευμάτων θα παρεμποδίζονταν σοβαρά λόγω της ατελούς οργάνωσης του στρατού και της ανεπαρκούς επιμελητείας.

Δεν είχε σχεδιασθεί σωστά ο επισιτισμός του στρατεύματος, εφόσον υπήρχε η προσδοκία ότι τα Οθωμανικά στρατεύματα θα συντηρούνταν, παίρνοντας τρόφιμα από τη χώρα μέσα στην οποία θα βάδιζαν. Εκτός αυτού υπήρχε έλλειψη χειμερινών στολών και χιλιάδες άνδρες αναχώρησαν για τα σύνορα υπό ραγδαία βροχή ενδεδυμένοι με τις ελαφρές θερινές στολές τους. Η έλλειψη ήταν εμφανέστατη και στα υποδήματα, πράγμα που προκαλούσε πολλά προβλήματα στις οθωμανικές δυνάμεις.


Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος