Στο κινηματογράφο "Κρόνιον" Σερρών άρχισε να προβάλλεται η ελληνική ταινία "Η Αγνούλα", 8 Οκτωβρίου 1939

Στις 8 Οκτωβρίου 1939, στο κινηματογράφο "Κρόνιον" Σερρών άρχισε να προβάλλεται η ελληνική ταινία "Η Αγνούλα".


"Αγνούλα" Η τελευταία (προπολεμική) ταινία της αιγυπτιακής περιόδου
Στα πλαίσια ενός άτυπου ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αιγυπτιακών εταιριών, που παρήγαγαν ελληνικές ταινίες, τα στούντιο Αλβίζε-Ορφανέλι απάντησαν στην «Προσφυγοπούλα» του Μεζράχι με την «Αγνούλα», ένα τυπικό μελό σε σενάριο του ηθοποιού Μάνου Φιλιππίδη.


Η υπόθεση της ταινίας:
Σε κάποιο καρναβάλι, μια όμορφη Πλακιωτοπούλα ερωτεύεται ένα συμπαθητικό παιδί, τον Λώλο, με τον οποίο βγαίνει κάθε βράδυ γλεντώντας στους διάφορους χορούς της αθηναϊκής αποκριάς. Ένα βράδυ γυρίζει τόσο αργά στο πατρικό της σπίτι, που οι γονείς της γίνονται έξω φρενών και τη διώχνουν λέγοντάς της ότι «ένα κορίτσι ηθοποιών δεν μπορούσε να βγει καλύτερο»!
Η Αγνούλα ακούει καταταραγμένη για πρώτη φορά την απροσδόκητη αυτή είδηση και φεύγει θλιμμένη σε άγνωστη διεύθυνση. Σε κάποιο νυχτερινό κέντρο γνωρίζεται με μια γυναίκα υπόπτου διαγωγής, η οποία της βρίσκει δουλειά σ’ ένα καμπαρέ, για να τραγουδά και να διασκεδάζει τους θαμώνες. Ένα βράδυ, ενώ η Αγνούλα λογομαχεί με τον ιδιοκτήτη του κέντρου, Μιστοκλή, επεμβαίνει απρόσκλητος ένας μεθυσμένος πελάτης. Οι δυο άνδρες από τα λόγια έρχονται στα χέρια και γρονθοκοπούνται άγρια, ως τη στιγμή που επεμβαίνει η αστυνομία και τους οδηγεί όλους μαζί στο τμήμα.
Ύστερα από μια πρόχειρη ανάκριση, ο αστυνομικός διευθυντής αφήνει την Αγνούλα ελεύθερη, δίνοντας της συγχρόνως συστατική επιστολή, για να βρει μια θέση στα γραφεία του κ. Αρίστου Βεργίδη, ενός γέρου ραμολί, ο οποίος τρώει τα λεφτά του με τις γυναίκες, αλλά έχει καλή καρδιά. Η Αγνούλα προσλαμβάνεται αμέσως στην υπηρεσία του Αρίστου, όπου και γνωρίζεται με το γιο του, Τόνι. Ένα ειδύλλιο γεννιέται μεταξύ των δυο νεαρών υπάρξεων, για να καταλήξει στο τέλος σε σφοδρό έρωτα.
Οι σχέσεις των δύο ερωτευμένων προχωρούν αρκετά και κάποια μέρα η Αγνούλα αντιλαμβάνεται ότι είναι έγκυος. Εν τω μεταξύ, ο Αρίστος, αντιλαμβανόμενος τους λόγους της αλλαγής του γιου του, ο οποίος από εύθυμος είχε γίνει τον τελευταίο καιρό μελαγχολικός, τον αναγκάζει να φύγει εντός 24 ωρών από την Αθήνα για την Ευρώπη, με την απειλή ότι στην αντίθετη περίπτωση θα τον αποκλήρωνε οριστικά.
Την ημέρα που η Αγνούλα αποφασίζει να γνωρίσει στον Τόνι την κατάστασή της, εκείνος της αναγγέλλει την αναγκαστική αναχώρησή του για την Ευρώπη. Ύστερα απ’ αυτό, η Αγνούλα δεν τολμά να του πει τίποτα. Από τότε αρχίζει ο φοβερός Γολγοθάς της.
Ο Αρίστος, ύστερα από την αναχώρηση του γιου του, προσπαθεί να την κάνει ερωμένη του. Η Αγνούλα αρνείται κατηγορηματικά και φεύγει από το γραφείο του. Απελπισμένη, αναγκάζεται να γίνει ράφτρα ασπρορούχων για να ζήσει. Εν τω μεταξύ, αποκτά ένα χαριτωμένο παιδάκι, γεγονός που της χαρίζει μεγάλη χαρά. Το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να καταλάβει είναι γιατί ο Τόνι δεν της έγραψε καθόλου στα χρόνια της απουσίας του.
Πέρασαν δυο-τρία χρόνια κι ο Τόνι γυρίζει από το Παρίσι. Μια μέρα, πηγαίνοντας να παραδώσει ένα φόρεμα, η Αγνούλα τον συναντά στο δρόμο. Γεμάτη χαρά τρέχει κοντά του, αλλά εκείνος την υποδέχεται ψυχρά. Παίρνουν ένα ταξί κι εκεί μέσα, όταν η Αγνούλα φανερώνει στον Τόνι την ύπαρξη του παιδιού τους, αυτός δεν θέλει να το αναγνωρίσει για δικό του κατηγορώντας την ότι ασφαλώς θα είναι κάποιου άλλου.
Η Αγνούλα με σπαραγμό ψυχής κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και πηγαίνει ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία όμως στιγμή θυμάται το παιδί της και μετανιώνει. Αποφασίζει να διηγηθεί όλη την ιστορία της στο γέρο-Βεργίδη, με την ελπίδα ότι ίσως εκείνος θελήσει ν’ αναγνωρίσει το παιδί της. Αλλά κι ο πατέρας, όπως κι ο γιος, τη διώχνει και αναθέτει την υπόθεση σ’ έναν οικογενειακό τους φίλο και δικηγόρο, ο οποίος καλεί την Αγνούλα και με την παρουσία του Τόνι και του πατέρα του προσπαθεί να βρει ένα φιλικό τρόπο, για να διευθετήσει την υπόθεση. Από ένα τυχαίο περιστατικό ο δικηγόρος αναγνωρίζει ότι η Αγνούλα είναι η χαμένη κόρη του. Μπροστά στην απρόοπτη αυτή λύση, ο γερο-Βεργίδης δίνει τη συγκατάθεσή του για το γάμο της Αγνούλας με το γιο του κι έτσι δίνεται ένα ευτυχισμένο τέλος στη βασανισμένη έως τότε ζωή της κοπέλας.

Πρωταγωνιστούσαν οι:
Αλίκη Μουσούρη ................
Αγνούλα
Κώστας Μουσούρης ...........
Τόνυ
Μάνος Φιλιππίδης ...............
Αρίσταρχος Βεργίδης (Αρίστος)
Νικολόπουλος .....................
Λώλος
Γεώργιος Πολίτης ...............
Μιστοκλής
Αλέκος Πολίτης ..................
μεθυσμένος πελάτης
Μαρίκα Φιλιππίδου .............
γυναίκα χαλαρών ηθών

Στην ταινία εμφανίζονταν επίσης ο Χρήστος Τσαγανέας, η Νίτσα Τσαγανέα-Βιτσιώρη, η Μ. Ραφτοπούλου κ.ά. Τη μουσική υπέγραφε ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης.

Ήταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του ζεύγους Αλίκης και Κώστα Μουσούρη μετά την «Αστέρω». Στο μεσοδιάστημα, «αντιξοότητες της μοίρας, κακαί συμπτώσεις και καλλιτεχνικαί αδικίαι το απεμάκρυναν [..] από την ελληνικήν σκηνήν», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε μια εφημερίδα υπονοώντας τις ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί στο θέατρο από τη λογοκρισία του Μεταξά, ενώ προσδοκούσε πως μέσω της ταινίας θα θύμιζαν στο κοινό «ότι η τέχνη τους, την οποίαν τόσο εχειροκρότησαν άλλοτε, υπάρχει πάντοτε και ότι ακόμη παρουσιάζει φωτεινήν εξέλιξιν».
Πρώτη προβολή στον κινηματογράφο «Ίσις» της Αλεξάνδρειας στις 23.01.1939. Στην Αθήνα, η «Αγνούλα» έκανε πρεμιέρα σε δύο αίθουσες («Αττικόν», «Πάνθεον») στις 9 Απριλίου (Πάσχα), ενώ στο «Αττικόν» συνεχίστηκε να προβάλλεται και για δεύτερη εβδομάδα. Την ίδια μέρα η ταινία έκανε πρεμιέρα σε Θεσσαλονίκη («Παλλάς», «Πατέ») και Πειραιά..
Διαφήμιση της ταινίας στον πατρινό τύπο
με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Πάτρα (15.05.1939

Πριν την προβολή της στις αίθουσες, η Βραδυνή σχολίαζε ότι η «Αγνούλα» θα ήταν «το καλύτερο ελληνικό φιλμ [...] αληθινά ασύγκριτο προς τα διάφορα εκείνα εξαμβλώματα όπως η «Προσφυγοπούλα», ο «Δόκτωρ Επαμεινώνδας» κλπ.», λόγω κυρίως της συμμετοχής της Αλίκης Μουσούρη, που αποτελούσε την «πρώτη εγγύηση περί της καλλιτεχνικής αξίας» του φιλμ.

Ωστόσο οι αθηναϊκές εφημερίδες δεν δημοσίευσαν κριτικά σημειώματα για την ταινία, πιθανότατα όχι τυχαία: από τη μια η εχθρική στάση του φασιστικού καθεστώτος απέναντι στους δυο πρωταγωνιστές κι από την άλλη η ατυχία της «Αγνούλας», η πρεμιέρα της οποίας συνέπεσε με την ταινία των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου του 1936 σε σκηνοθεσία Λένας Ρίφενσταλ, που μονοπώλησε τα σχόλια του τύπου ως καλλιτεχνικός άθλος.

* * *
Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται η προπολεμική, αιγυπτιακή περίοδος του ελληνικού κινηματογράφου, που παρουσίασε έξι ταινίες: «Δρ. Επαμεινώνδας», «Αρραβών μετ’ εμποδίων», «Όταν ο σύζυγος ταξιδεύει», «Καπετάν Σκορπιός», «Η Προσφυγοπούλα» και «Αγνούλα». Σ’ αυτές θα μπορούσε να προστεθεί και μια έκτη, ο «Βασιλεύς των αλητών» με πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, τα γυρίσματα του οποίου βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη στα στούντιο Αλβίζε-Ορφανέλι τον Οκτώβριο του 1937, όμως δεν ολοκληρώθηκαν - ή τέλος πάντων η ταινία ουδέποτε βρήκε το δρόμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. 
Στις 28 Οκτωβρίου 1937, η εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον έγραφε: «Ο συμπαθής καλλιτέχνης κ. Κίμων Σπαθόπουλος, ο μοναδικός Έλλην Σαρλώ, ευρίσκεται από τινος εις Αλεξάνδρειαν, διά το γύρισμα μιας νέας ελληνικής ταινίας υπό τον τίτλον «Ο Βασιλεύς των αλητών», εις την οποίαν πρωταγωνιστεί. Η ταινία αυτή είνε παραγωγής των στούντιο Αλβίζε-Ορφανέλη και έχει «γυρισθεί» από Έλληνας ηθοποιούς και σκηνοθέτας με πάσαν επιμέλειαν και θα προβληθή λίαν προσεχώς με σοβαράς αξιώσεις, καίτοι πρόκειται περί ξεκαρδιστικής κωμωδίας».


Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος