Τραπεζούντα

 καὶ ἦλθον ἐπὶ θάλατταν εἰς Τραπεζοῦντα πόλιν Ἑλληνίδα οἰκουμένην ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, Σινωπέων ἀποικίαν, ἐν τῇ Κόλχων χώρᾳ. ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας ἀμφὶ τὰς τριάκοντα ἐν ταῖς τῶν Κόλχων κώμαις
Ξενοφώντος, Κύρου Ἀνάβασις, 4.8.22

Σύμφωνα με τη διήγηση του Ξενοφώντα, το 400 π.Χ. οι Μύριοι έφτασαν στην Τραπεζούντα, όπου έτυχαν θερμής υποδοχής από τους κατοίκους της. Πρόκειται για την πρώτη μαρτυρία της πόλης σε έργο Έλληνα ιστορικού που μας πληροφορεί για τη δημιουργία της από κατοίκους της Σινώπης, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν έρθει ως άποικοι από τη Μίλητο. Ο ακριβής χρόνος ίδρυσής της δεν είναι γνωστός, καθώς η χρονολογία 757/6 π.Χ. που απαντά στις πηγές είναι υπό αμφισβήτηση.

Κτισμένη σε τρεις λόφους στους βόρειους πρόποδες του Μίνθριου όρους (σημερινό Boztepe), η Τραπεζούντα λέγεται πως οφείλει την ονομασία της είτε στην ομαλότητα του εδάφους της, όπως η επιφάνεια ενός τραπεζιού, είτε στο σχήμα της ακρόπολής της. Η γεωγραφική της θέση στη νοτιοανατολική ακτή του Ευξείνου Πόντου, σε φυσικά οχυρή τοποθεσία και με ένα αρκετά ασφαλές λιμάνι, συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξή της.

Η εξάρτηση της αρχαίας Τραπεζούντας από τη μητρόπολή της Σινώπη αποδεικνύεται από την καταβολή δασμού σε αυτήν ως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Από τότε και κατά τον επόμενο αιώνα η πόλη άνθισε οικονομικά και έκοψε το δικό της νόμισμα. Παρά την έλλειψη αρκετών πληροφοριών, φαίνεται πως μέχρι και την εποχή των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα απολάμβανε έναν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας. Περίοδο ακμής γνώρισε επί των Μιθριδατών βασιλέων και κυρίως επί Μιθριδάτη Στ΄ Ευπάτορος (120-63 π.Χ.), ενώ υπήρξε ελεύθερη πόλη και σύμμαχος των Ρωμαίων. Ωστόσο, μετά την υποστήριξη του Νίγρου εναντίον του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) και τη νίκη του δεύτερου στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ., η Τραπεζούντα έχασε τα προνόμιά της. Αργότερα, το 260 μ.Χ. υπέστη καταστροφές από τις επιδρομές των Αλανών και των Σαρμάτων.

Επί Ιουστινιανού (527-565) πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας του Πόντου από τη Νεοκαισάρεια στην Τραπεζούντα η οποία τον 8ο αι., με την εισαγωγή του θεματικού θεσμού, κατέστη πρωτεύουσα του θέματος Χαλδίας. Το 1071 η πόλη κατελήφθη από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι την ίδια χρονιά νίκησαν τα βυζαντινά στρατεύματα του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068-1071) στο Μαντζικέρτ. Απελευθερώθηκε το 1075 από τον δούκα Θεόδωρο Γαβρά ο οποίος, όπως και οι διάδοχοί του, παρουσίασαν τάσεις αυτονόμησης από την πρωτεύουσα, με τον έλεγχο του Πόντου να σταθεροποιείται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143) και επί Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180).

Τομή στην ιστορία της πόλης αλλά και γενικότερα της περιοχής του Πόντου, υπήρξε το 1204 όταν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ΄ Σταυροφορίας, οι αδελφοί Αλέξιος και Δαυίδ Κομνηνός, εγγονοί του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α΄ (1183-1185), κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν την ομώνυμη αυτοκρατορία. Θέλοντας να τονίσει τη βασιλική του καταγωγή, ο Αλέξιος έλαβε το επίθετο «Μέγας Κομνηνός», προσωνυμία που διατήρησαν όλοι οι ηγεμόνες του κράτους στα 257 έτη της ύπαρξής του. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η αυτοκρατορία γνώρισε τη σελτζουκική και τη μογγολική επικυριαρχία, κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της από τη διαμάχη της φιλοκωνσταντινουπολίτικης και μη πολιτικής, καθώς επίσης προβλήματα με τους Γενουάτες στους οποίους είχε επιτραπεί η ίδρυση εμπορικής παροικίας. Ωστόσο, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό πνευματικό αλλά και εμπορικό κέντρο, κυρίως μετά τη μογγολική κατάληψη και καταστροφή της Βαγδάτης το 1258, η οποία μετατόπισε τον δρόμο των καραβανιών προς τη Μαύρη Θάλασσα.

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν μια μοναρχία την περίοδο 13ου-15ου αιώνα, αποτελούμενη από τη μακρινή βορειοανατολική γωνία της Μικράς Ασίας και τη νότια Κριμαία. Ήταν ένα από τα τρία διάδοχα κράτη τα οποία καθιερώθηκαν μετά την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας κατά την Δ΄ Σταυροφορία, μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Από τα τρία κράτη, τελικά η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατόρθωσε την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1261. Έτσι, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας έγινε η αναστημένη βυζαντινή αυτοκρατορία.

Αντίθετα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έμεινε απομονωμένη. Διατηρήθηκε για μόλις 8 χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Το 1461 ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ την κατέλυσε εύκολα μετά από πολιορκία μόλις ενός μήνα και αιχμαλώτισε τον ηγεμόνα της και την οικογένειά του.

Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς, εγγονούς του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, με τη βοήθεια της θείας τους, της βασίλισσας Θάμαρ της Γεωργίας. Ο αδελφός του Δαυίδ χρημάτισε διοικητής Θεσσαλονίκης όμως εγκατέλειψε τους κατοίκους κατά την πολιορκία των Νορμανδών και οι Νορμανδοί άλωσαν την πόλη και κατέσφαξαν χιλιάδες Θεσσαλονικείς (1185). Πρωτεύουσά της ήταν η Τραπεζούντα και σύμβολό της ο αετός των αρχαίων Σινωπέων που ουσιαστικά ήταν ο αετός των αρχαίων Μιλησίων. Από την αρχαία Μίλητο της Μικράς Ασίας οι αποικιστές έφτασαν και κατοίκησαν στη Σινώπη, την Τραπεζούντα κ.α. Στην αρχή της ύπαρξής της έγινε προσπάθεια για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η ανακατάληψη όμως δεν κατέστη δυνατή από αυτούς αλλά από την Αυτοκρατορία της Νικαίας. Έτσι, οι ηγεμόνες της περιόρισαν τις φιλοδοξίες τους στην περιοχή των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας. Για αρκετά χρόνια ήταν υποτελής είτε στους Σελτζούκους του Ικονίου, είτε στους Ιλχανίδες Μογγόλους της Περσίας. το 1461. Γεωγραφικά η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελείτο από τη στενή λωρίδα κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και του δυτικού μισού των Ποντιακών Άλπεων, μαζί με την Περατεία ή νότια Κριμαία (χάνοντας σύντομα Γενουατικές αποικίες και το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς). Η δημογραφική της κληρονομιά άντεξε για αρκετούς αιώνες μετά την Οθωμανική κατάκτηση το 1461 και η περιοχή διατήρησε σημαντικό αριθμό Ελληνορθόδοξων κατοίκων μέχρι το 1923.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο ανατολικός κλάδος, που εγκαταστάθηκε γύρω από το Καρς και τη Γεωργία, συχνά αναφέρεται ως Έλληνες του Καυκάσου και ο κλάδος της Κριμαίας, που επανεγκαταστάθηκε από την Αικατερίνη τη Μεγάλη στις βόρειες ακτές της Θάλασσας του Αζόφ αναφέρεται ως Έλληνες της Μαριούπολης.

Ο πυρήνας της αυτοκρατορίας ήταν η νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας από τις εκβολές του ποταμού Γεσίλ Ιρμάκ, περιοχή γνωστή στους Τραπεζούντιους ως Λιμνία, πιθανώς ανατολικά ως τον ποταμό Άκαμψι, περιοχή γνωστή ως Λαζία. Ένα Γενοβέζικο έγγραφο καταγράφει την κατάσχεση ενός από τα πλοία τους σε αυτό το λιμάνι το 1437 από μια πολεμική τριήρη, κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄. Ο Αντονι Μπράγιερ έχει υποστηρίξει ότι έξι από τα επτά "βάνδα" του Βυζαντινού θέματος της Χαλδίας διοικούντο από τους ηγεμόνες της Τραπεζούντας μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, λόγω της γεωγραφίας. Η γεωγραφία καθόρισε επίσης τα νότια σύνορα αυτού του κράτους: οι Ποντιακές Άλπεις χρησίμευαν ως φράγμα πρώτα για τους Σελτζούκους Τούρκους και αργότερα για τους Τουρκομάνους επιδρομείς, των οποίων οι πιέσεις περιορίζονταν σε έκταση που οι αυτοκράτορες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Η επικράτεια αυτή αντιστοιχεί σε μια περιοχή που περιλαμβάνει όλες ή τμήματα των σύγχρονων Τουρκικών επαρχιών Σινώπης, Σαμψούντας, Ορντού, Κερασούντας, Τραπεζούντας, Μπαϊμπούρτ, Γκιουμούσχανε, Ριζούντας και Αρτβίν. Τον 13ο αιώνα, μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι η αυτοκρατορία έλεγχε την Περατεία, που περιλάμβανε τη Χερσώνα και το Κερτς στη χερσόνησο της Κριμαίας. Ο Δαυίδ Κομνηνός, ο μικρότερος αδελφός του πρώτου Αυτοκράτορα, επεκτάθηκε ταχύτατα προς τα δυτικά, καταλαμβάνοντας πρώτα τη Σινώπη και στη συνέχεια τα παράκτια τμήματα της Παφλαγονίας (τις σύγχρονες παράκτιες επαρχίες Κασταμονής, Μπαρτίν και Ζονγκουλντάκ) και της Ηράκλειας Ποντικής (σημερινή Καραντενίζ Ερεγκλί), έως ότου η επικράτειά του συνόρευε με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η επέκταση όμως ήταν βραχύβια: οι περιοχές που βρίσκονταν δυτικά της Σινώπης καταλήφθηκαν από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη το 1214 και η ίδια η Σινώπη από τους Σελτζούκους το ίδιο έτος, παρόλο που οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας συνέχισαν να αγωνίζονται για τον έλεγχό της όλο το υπόλοιπο του 13ου αιώνα.
Σχέδιο οχυρώσεων της Τραπεζούντας

Οι ηγεμόνες της Τραπεζούντας αυτοαποκαλούντο Μέγας Κομνηνός και -όπως οι ομόλογοί τους στα άλλα δύο Βυζαντινά διάδοχα κράτη, την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου- αρχικά διεκδικούσαν κυριαρχία ως «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων». Εντούτοις αφότου ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος της Νίκαιας ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη το 1261, η χρήση εκ μέρους των Κομνηνών του όρου "Αυτοκράτορας" έγινε επώδυνη. Το 1282 ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός απεκδύθηκε τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν μπει στην πόλη για να παντρευτεί την κόρη του Μιχαήλ και δεχτεί τον νόμιμο τίτλο του δεσπότη. Ωστόσο οι διάδοχοί του χρησιμοποίησαν μια εκδοχή του τίτλου του "Αυτοκράτορας πάσης της Ανατολής, των Ιβηρίων και της Περατείας" μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας το 1461. Ο ηγεμόνας της Τραπεζούντας ήταν επίσης γνωστός ως "Πρίγκιπας των Λαζών".

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας απέκτησε φήμη στη Δυτική Ευρώπη ότι "πλούτισε από το εμπόριο από την Περσία και την Ανατολή που περνούσε από την πρωτεύουσά της", σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν, "και από τα ορυχεία αργύρου στους πίσω λόφους και φημιζόταν για την ομορφιά των πριγκιπισσών της». Ο Ντόναλντ Νίκολ απηχεί τις παρατηρήσεις του Ράνσιμαν: «Οι περισσότεροι αυτοκράτορες είχαν ευτυχήσει να έχουν απογόνους θυγατέρες σε ηλικία γάμου και η ομορφιά των γυναικών της Τραπεζούντας ήταν τόσο θρυλούμενη όσο και ο πλούτος της προίκας τους». Ο πλούτος και η εξωτική της τοποθεσία χάρισαν στην πολιτεία μια μακροχρόνια φήμη. Ο Θερβάντες περιέγραψε τον ομώνυμο ήρωα του Δον Κιχώτη του ως «φανταζόμενο τον εαυτό του για την ανδρεία του, που είχε ήδη στεφθεί τουλάχιστον Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας». Ο Ραμπελαί φέρει τον χαρακτήρα του Πικρόχολο, ηγεμόνα του Πεδεμόντιου, να δηλώνει : «Θέλω επίσης να γίνω Αυτοκράτορας της Τραπεζούντας». Άλλες αναφορές και έργα που τοποθετούνται στην Τραπεζούντα συνεχίζονται τον 20ό αιώνα.
Μικρογραφία Ελληνικού χειρογράφου του 14ου αιώνα, που απεικονίζειΒυζαντινούς στρατιώτες από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας καταλύθηκε το 1461 από τον Μωάμεθ Β΄ (1451-1481) ο οποίος το 1463 θανάτωσε τον τελευταίο Μεγαλοκομνηνό αυτοκράτορα Δαυίδ Α΄ (1458-1461) μαζί με τους γιους του. 

Ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης, που μειώθηκε δραματικά μετά την οθωμανική της κατάκτηση, αυξήθηκε μετά τα μέσα του 17ου αι., φτάνοντας σε μεγάλη ακμή στο β΄ μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού αι., οπότε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες. 
Οι τελευταίες απόφοιτες τού Παρθεναγωγείου Τραπεζούντας 1921

Αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορικής του παρουσίας παραμένουν μέχρι σήμερα τα μνημεία που στέκουν σε καλή ή ερειπιώδη κατάσταση, εντός αλλά και εκτός πόλης, όπως η Αγία Σοφία και η Παναγία Χρυσοκέφαλος και οι ιστορικές μονές της Παναγίας Σουμελά και του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος.

Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος ανατινάχθηκε το 1930

Η Ιερά Μητρόπολις Τραπεζούντος είναι μια επισκοπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία ήταν ενεργή από το 325 έως το 1922 με έδρα την πόλη της Τραπεζούντας, στον Πόντο. Ο τίτλος Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λαζικής είναι σήμερα κενός

Η Μητρόπολη Τραπεζούντος συνορεύει με τη Μαύρη Θάλασσα και την Επισκοπή Μπατούμι (Πατριαρχείο Γεωργίας) στα βόρεια, την Μητρόπολη Θεοδοσιουπόλεως (Πατριαρχείο Αντιοχείας) στα ανατολικά, τις Μητροπόλεις Χαλδίας, Ροδοπόλεως και Θεοδοσιουπόλεως στα νότια και Χαλδίας και Ροδοπόλεως επίσης δυτικά. Περιλαμβάνει τις πόλεις Πλάτανος (Akchaabat), Φιλοκαλία (Vakfakebir), Ελεούσα (Gorele), Τρίπολη (Tirebolu), Θεσπιάς (Espiye), Κασσιόπη (Keşap), Γέμουρα (Yomra), Ποντοηράκλεια (Araklı), Σούρμενα (Sürmene), Οφιούσα (Of), Ριζούντα (Rize), Μαπαύρα (Çayeli), Αθήνα (Pazar), Αρχαβίς (Arhavi), Άψαρος (Sarp)
Τοιχογραφία του Θεοδόσιου του Τραπεζούντιου από τον εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Φιλοθέου (1765).


Αγιαστής
Με την ονομασία Αγιαστής αναφέρεται ένας ορθόδοξος χριστιανικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που βρισκόταν σε ύψωμα πάνω από την πόλη της Τραπεζούντας.

Ο ναός του Αγιαστή είχε κτισθεί στη νεότερη εποχή επάνω στα θεμέλια ενός αρχαίου ναού του σημαντικού θεού Μίθρα των Περσών. Η ακριβής τοποθεσία του εντοπίζεται κοντά στην κορυφή του (ομώνυμου) Μιθρίου όρους, λόφου που ήταν γνωστός στα νεότερα χρόνια ως «Φαιός Λόφος» και σήμερα με την τουρκική ονομασία Μποζ-τεπέ, πιο ψηλά από το Μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκεπάστου ή Θεοσκέπαστης, όπου βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα και χώρος ταφής των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας Κομνηνών.

Στη θέση του Αγιαστή σήμερα υπάρχει ένα τζαμί. Πρόκειται έτσι για τη σπάνια περίπτωση όπου κτίσθηκαν στην ίδια θέση ναοί τριών διαφορετικών θρησκειών.
Πύργος του Ακσακάλε
Ο Πύργος του Ακσακάλε είναι μικρό φρούριο στην πόλη Ακσαμπάτ που βρίσκεται 18 χλμ δυτικά της Τραπεζούντας.

Χτισμένο σε ένα πλάτωμα με θέα τη θάλασσα, το κάστρο πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ (1297-1330) για την προστασία κατά των επιθέσεων των Σελτζούκων. Το φρούριο υπερασπίστηκε από τους βυζαντινούς για άλλα επτά χρόνια μετά την άλωση της Τραπεζούντας, έως ότου εξαγοράστηκε από τον Μαχμούτ Πασά, ένας από τους διοικητές του Μεχμέτ Β.
Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα
Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα[α] (σήμερα στα τουρκικά: Kuştul Manastırı‎‎) ήταν ένα ελληνικό ορθόδοξο μοναστήρι στην επαρχία Τραπεζούντας, στην σημερινή Τουρκία.

Ιστορία
Ιδρύθηκε το 752. Είναι χτισμένη στο όρος Πυργί της επαρχίας Γαλίαινας, σε υψόμετρο 1200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, βορειοανατολικά της Παναγίας Σουμελά[1], 30 χλμ. νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας.

Το όνομά της προήλθε από τον μοναχό Περιστερεώτη. Κατά τον θρύλο, ένα κοπάδι περιστέρια κατέβηκε από τα δάση των Σουρμένων και οδήγησε τρεις μοναχούς που μετέφεραν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στον τόπο όπου χτίστηκε το μοναστήρι. Κατά την εποχή της ακμής του, το μοναστήρι αποτελείτο από 187 κελιά και μια μεγάλη βιβλιοθήκη που φιλοξενούσε πάνω από 7000 τόμους. Το 1203, μετά από 450 χρόνια συνεχούς χρήσης, το μοναστήρι υπέστη περσικές επιδρομές, λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Για δύο αιώνες δεν έζησε κανένας μοναχός σε αυτό.

Το 1398 δόθηκε άδεια από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Μανουήλ Γ΄ για να ανοίξει ξανά το μοναστήρι. Ο Προηγούμενο της μονής Σουμελά Θεοφάνης Λαζίας ανακαίνισε τα κελιά και το ναό και στη συνέχεια έγινε Ηγούμενος της μονής (1393-1426). Ακολούθησαν ως ηγούμενοι ο Βαρνάβας Λαζίας (1426–49) και ο Μεθόδιος Σουρμένων (από το 1449). Το 1462 το μοναστήρι καταστράφηκε εν μέρει όταν ληστές έκλεψαν πολλά από τα κειμήλιά του. Πολλά από τα υπάρχοντά του χάθηκαν επίσης στις πυρκαγιές του 1483, όταν από απροσεξία του εκκλησιάρχου Ιωαννίκιου κάηκε το Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα παλαιότερα έγγραφα, οι κώδικες αλλά και το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Γ΄. Το 1493 ξαναχτίστηκε με άδεια και προνόμια του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄. Τα προνόμια ενισχύθηκαν με ιδιαίτερο χρυσόβουλο από τον διάδοχό του, τον Σουλτάνο Σελίμ Α΄. Το 1501, με σιγίλλιο του Πατριάρχη Ιωακείμ Α΄, το μοναστήρι τέθηκε υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρέμεινε ως σταυροπήγιο μέχρι την εγκατάλειψή του.
1718

Σε μετόχι της μονής στεγαζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, πριν στεγαστεί σε δικό του διδακτήριο. Η μονή συντηρούσε πολλά σχολεία και το 1909 συστήθηκε με ενέργειές της η κεντρική σχολή της Γαλλίαινας, ένα πλήρες τετρατάξιο Ημιγυμνάσιο. Τα παλαιά κτίσματα της μονής κάηκαν το 1904 και ξανά χτίστηκαν από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο.

Το μοναστήρι έκλεισε στις 17 Ιανουαρίου 1923, όταν ο ηγούμενος Γρηγόριος και οι μοναχοί, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες κάτοικοι εκδιώχθηκαν στην Ελλάδα. Μια ομώνυμη μονή εγκαινιάστηκε στις 16 Ιουνίου 1968, στη Νάουσα Ημαθίας, όπου έχουν ταφεί και οι μοναχοί του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα του Πόντου.

Μουσείο της Τραπεζούντας
Το Μουσείο της Τραπεζούντας (τουρκικά: Trabzon Müzesi‎‎), γνωστό και ως Μέγαρο Κωστάκη (Kostaki Konağı), είναι ιστορικό σπίτι μουσείο με αρχαιολογικές και εθνογραφικές εκθέσεις, που βρίσκεται στην Τραπεζούντα της Τουρκίας.

Το αρχοντικό χτίστηκε στις αρχές του 1900 ως ιδιωτική κατοικία του Κωστάκη Θεοφύλακτου, διακεκριμένου τραπεζίτη ελληνικής καταγωγής.  Είναι γνωστό ότι ο αρχιτέκτονας ήταν ιταλικής καταγωγής και πολλά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο κτήριο μεταφέρθηκαν από την Ιταλία. Ωστόσο, το όνομα του αρχιτέκτονα είναι άγνωστο. 

Καθώς ο Θεοφύλακτος χρεοκόπησε το 1917, όλες οι περιουσίες του κατασχέθηκαν, ανάμεσά τους και η έπαυλή του. Το κτήριο αποκτήθηκε από την οικογένεια Νεμλίογλου. 

Κατά τη διάρκεια του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1919-1923), η έπαυλη χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο του στρατού στην περιοχή. Το 1924 ετοιμάστηκε για την πρώτη επίσκεψη του Μουσταφά Κεμάλ, ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, στην Τραπεζούντα. Μεταξύ 15 και 17 Σεπτεμβρίου, αυτός και η Πρώτη Κυρία Λατίφε έμειναν στην έπαυλη. 

Το 1927, το κτήριο εθνικοποιήθηκε από τον Κυβερνήτη της Τραπεζούντας Αλί Γκαλίπ Μπέη και λειτούργησε ως το 1931 ως το σπίτι του Κυβερνήτη. Μεταξύ 1931 και 1937 χρησιμοποιήθηκε ως γραφείο επιθεωρητή.  Το Μέγαρο Κωστάκη δόθηκε το 1937 στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και χρησιμοποιήθηκε για πενήντα χρόνια ως επαγγελματικό λύκειο θηλέων. Τελικά το 1987 το κτήριο παραδόθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, για να μετατραπεί σε μουσείο. 

Το κτήριο, το οποίο είναι ένα από τα εξαιρετικά δείγματα της αρχιτεκτονικής στην Τουρκία, ανακαινίστηκε μεταξύ 1988 και 2001. Στις 22 Απριλίου 2001 άνοιξε στο κοινό ως Μουσείο της Τραπεζούντας. Στα εκθέματα του μουσείου βρίσκονται συνολικά 3.651 αντικείμενα. 

Το κτήριο διαθέτει τρία επίπεδα εκτός από υπόγειο. Το υπόγειο περιλαμβάνει αρχαιολογικά έργα, ενώ ο πρώτος όροφος είναι το τμήμα εθνογραφικών συλλογών. Στο ισόγειο εκτίθενται αντικείμενα, που ανήκουν στην αρχιτεκτονική και την ιστορία του αρχοντικού. Η σοφίτα προορίζεται για τη διοίκηση. 

Αρχαιολογικό τμήμα
Στην ενότητα αυτή εκτίθενται παλιά νομίσματα και μεγάλη γκάμα αντικειμένων, ανάμεσά τους από μάρμαρο, βασάλτη, κεραμική, μέταλλο και γυαλί από την Εποχή του Χαλκού (3300–1200 π.Χ.), την Κλασική περίοδο (480–323 π.Χ.), την Ελληνιστική (323- 146 π.Χ.), Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος. 

Σχετικά με το Μέγαρο
Το ισόγειο είναι έτοιμο να δείξει την αρχιτεκτονική του κτηρίου και την ιστορία του αρχοντικού με χρονολογική σειρά.  Οι τοίχοι όλων των δωματίων είναι διακοσμημένοι με σχεδόν μπαρόκ χειροποίητα σκαλιστά διακοσμητικά έργα. 

Εθνογραφικό τμήμα
Σε αυτήν την ενότητα εμφανίζονται στοιχεία, που είναι χαρακτηριστικά για την περιοχή. Επίσης εκτίθενται ισλαμικά έργα και αντικείμενα της οθωμανικής περιόδου (1299-1923). 

Παναγία Θεοσκέπαστος
Η Μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου (Παναγία Θεοσκέπαστος), σήμερα γνωστή στα τουρκικά ως «Kızlar Manastırı», είναι ένα πρώην γυναικείο μοναστήρι που χτίστηκε την εποχή της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.

Το μοναστήρι με τον λαξευτό ναό της Παναγίας Θεοσκεπάστου συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390). Ήταν μάλιστα χώρος ταφής μελών της Αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση άλλων σημαντικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της Τραπεζούντας. H σχέση της οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών με το μοναστήρι αποτυπωνόταν και σε κτητορική παράσταση σε τοίχο του ναού, η οποία απεικόνιζε τον Αλέξιο Γ΄ ανάμεσα στη σύζυγό του Θεοδώρα και τη μητέρα του Ειρήνη[2]. Η τελευταία κρατούσε ομοίωμα του ναού, στοιχείο που την χαρακτήριζε κύριο χορηγό-κτίτορα, κατά τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά της εποχής
Φωτογραφία του 19ου αιώνα με τις πρωτότυπες τοιχογραφίες μπροστά στον λαξευτό ναό, πριν επιζωγραφιστούν μερικά χρόνια αργότερα. Η πρόσοψη αυτού του τμήματος του ναού έχει ξαναχτιστεί εξαρχής.

Ανάμεσα στους τάφους είναι και αυτός του Ανδρονίκου, νόθου γιου του Αλεξίου Γ΄, ο οποίος σκοτώθηκε πολύ νέος, σύμφωνα με πηγές της εποχής, πέφτοντας από ένα παράθυρο του παλατιού στην Τραπεζούντα και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής Θεοσκεπάστου. Στη μονή ενταφιάστηκαν και ο γιος και ο εγγονός του Αλεξίου Γ΄, ο Μανουήλ Γ΄ και ο Αλέξιος Δ΄ Μέγας Κομνηνός, αλλά δεν σώζονται στοιχεία για τους τάφους τους και τις σχετικές ταφικές επιγραφές.
Άποψη της εσωτερικής αυλής της Μονής

Η Μονή βρίσκεται στους πρόποδες του Μιθρίου όρους και έχει θέα σε όλη την πόλη της Τραπεζούντας. Είναι χτισμένη σε δύο επίπεδα και περιβάλλεται από ψηλό προστατευτικό τείχος. Ο τειχισμένος χώρος, εκτός από την κεντρική σπηλαιώδη εκκλησία, περιλαμβάνει κελιά και μικρότερους ναούς και στεγάζει χώρους ταφής.
Τοιχογραφία

Το μοναστήρι αποτελούνταν αρχικά από τη λαξευτή στο βράχο εκκλησία στη νότια πλευρά, ένα παρεκκλήσι στην είσοδό του και μερικά κελιά. Υπέστη σημαντικές επισκευές αρκετές φορές και πήρε τη σημερινή της μορφή τον 19ο αιώνα, καθώς το 1843, στο πλαίσιο ανακαίνισης, έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις. 
Τοιχογραφία

Έτσι, η περιγραφή της αρχικής μορφής του μνημείου βασίζεται σε μαρτυρίες (φωτογραφίες, σχέδια, αποτυπώσεις) μελετητών και περιηγητών του 19ου αιώνα/

Παναγία Χρυσοκέφαλος
Η «Παναγία Χρυσοκέφαλος» ήταν ο πρώτος μητροπολιτικός ναός της Εκκλησίας της Τραπεζούντας, αλλά και ο επίσημος αυτοκρατορικός ταφικός ναός των Μεγάλων Κομνηνών. Λόγω αυτών της των χρήσεων αναφέρεται συχνά ως «μεγάλη εκκλησία» και παρομοιάζεται με την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Η προσωνυμία του ναού της Παναγίας οφείλεται πιθανότατα σε επιχρυσωμένες χάλκινες πλάκες που υποτίθεται ότι κάλυπταν τη στέγη του, αλλά σύμφωνα με τον Ιωσήφ Λαζαρόπουλο (14ος αι.), η ονομασία αυτή ήταν ήδη γνωστή από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) και προέρχεται από μία χρυσή εικόνα της Θεοτόκου που υπήρχε μέσα στο ναό.

Χρονολόγηση
Ο ναός ήταν ο πιο σημαντικός της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και υπέστη αρκετές μεταβολές. Ο αρχικός ναός ήταν πιθανόν βασιλική με υπερώα, και η μεγαλύτερη αλλαγή σημειώθηκε με την προσθήκη τρούλου και σταυρού στην κάτοψή του.

Οι μελετητές αποδίδουν ορισμένες αρχιτεκτονικές φάσεις του ναού στη διάρκεια των 10ου, 11ου και 12ου αιώνων και δεν αποκλείουν την ύπαρξη προγενέστερου του 10ου αιώνα ναού. Κατά τις επικρατέστερες εκδοχές, η θολωτή τρίκλιτη βασιλική (με μια αψίδα, νάρθηκα, μετατόριο, υπερώα πάνω από το νάρθηκα και τα κλίτη, και πιθανότατα τον άμβωνα και το μαρμαροθετημένο δάπεδο) χτίστηκε μετά το 1214 (μετά την ήττα των Κομνηνών από τους Λασκαρίδες και τους Σελτζούκους) και ολοκληρώθηκε ως το 1235. Η προσθήκη ορισμένων χαρακτηριστικών (μετατόριο, άμβωνας, υπερώα) μετά το 1214 συνδέεται με τις ειδικές λειτουργίες του ναού, τις στέψεις δηλαδή των Μεγάλων Κομνηνών που τελούνταν εδώ. Μετά το 1222 τοποθετούν οι μελετητές και την κατασκευή του μαρμαροθετημένου δαπέδου, βασισμένοι σε μία ενεπίγραφη πλάκα που ενσωματώθηκε σε αυτό σε δεύτερη χρήση, πάνω στην οποία αναγράφεται το όνομα Αλέξιος Κομνηνός, τον οποίο ταύτισαν με τον Αλέξιο Α΄ Μέγα Κομνηνό (1204-1222) και όχι με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118), αφού κατά το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του η Τραπεζούντα βρισκόταν σε αναβρασμό. Προκύπτει συνεπώς η σύνδεση της φάσης αυτής με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Γίδωνα (1222-1235), ο οποίος, όταν ο σουλτάνος Μελίκ πολιόρκησε την πόλη το 1223, πέρασε την απελπιστική νύχτα της πολιορκίας προσευχόμενος στο ναό με έναν μοναχό της μονής ονόματι Γεράσιμο. Μετά τη νίκη του κατά του σουλτάνου, όπως μαρτυρεί ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, ο αυτοκράτορας από τα λάφυρα που πήρε δώρισε στην εικόνα της Χρυσοκεφάλου πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και ένα θαυμάσιο Ευαγγέλιο.
Ορθομαρμάρωση στο εσωτερικό

Άλλες αλλαγές, σύμφωνα με τους μελετητές, έγιναν στην περίοδο αρχιερατείας του Μητροπολίτη Ακακίου (1339-1351) και συνδέεται με την πυρπόληση της πόλης το 1341 από τους Τουρκομάνους. Μετά το 1341, οπότε εξασθενεί η απειλή των Τουρκομάνων, σημειώνεται μια μεγάλη ανακατασκευή που περιλαμβάνει την ανύψωση του θόλου, την εισαγωγή του σταυρού και του τρούλου, ίσως την προσθήκη του εξωνάρθηκα και την επέκταση των κατηχουμένων, αλλά και την επέκταση του μετατορίου, την προσθήκη της βόρειας και ίσως της νότιας στοάς, καθώς και της νότιας αψίδας. Οι προσθήκες αυτές, και ιδιαίτερα η επέκταση του μετατορίου και των κατηχουμένων, άρμοζαν σε έναν αυτοκρατορικό ναό, δεν υπάρχουν όμως γραπτές πηγές που να μνημονεύουν και έτσι να χρονολογούν αυτές τις αλλαγές.
Άποψη του τρούλου

Αρχιτεκτονική
O ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου αποτελούσε αρχικά το καθολικό μοναστηριακού συγκροτήματος. Βρίσκεται στο κέντρο της οχυρωμένης πόλης και ήταν ο μεγαλύτερος της Τραπεζούντας. Το μήκος του είναι 28,63 μέτρα, το πλάτος του 15,05 μέτρα και το ύψος του 11,83 μέτρα. Ο τρούλος έχει ύψος 6,37 μέτρα και διάμετρο 6,90 μέτρα και φωτίζεται από δώδεκα τοξωτά παράθυρα.

Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με νάρθηκα και υπερώα. Το κεντρικό κλίτος είναι πλατύτερο και υψηλότερο, ενώ τα πλάγια στενότερα και χαμηλότερα

Ο ναός δεν ανάγλυφες διακοσμήσεις, παρά μόνο μωσαϊκά. Οι μαρμάρινοι κίονες με τα ιωνικά κιονόκρανα της βόρειας στοάς προέρχονται από προγενέστερο οικοδόμημα. Η βόρεια και νότια πλευρά της αψίδας του Ιερού Βήματος καλύπτονταν στο κατώτερο μέρος τους με ορθομαρμάρωση, ενώ το δάπεδο ήταν καλυμμένο κυρίως με παραστάσεις ροδάκων (opus sectile). Το εσωτερικό διακοσμούνταν με ψηφιδωτά, τα οποία σήμερα είναι καλυμμένα με κονίαμα.
Τομή του ναού (1864)
Χρήσεις
Στην Παναγία Χρυσοκέφαλο τάφηκαν οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Α΄ Γίδων (1235) και Ιωάννης Β΄ (1297), η αυτοκράτειρα Θεοδώρα Καντακουζηνή (1426), σύζυγος του Αλεξίου Δ΄, καθώς και ο ίδιος ο Αλέξιος Δ΄ (1429). Στον άμβωνα του ναού στέφθηκε, το Σεπτέμβριο του 1342, αυτοκράτορας ο Ιωάννης Γ΄ Μέγας Κομνηνός (1342-1344). Στον ναό τάφηκαν επίσης οι μητροπολίτες Βαρνάβας (1333) και Νήφων (1364), αλλά και άλλα επιφανή πρόσωπα που διακρίθηκαν για τις υπηρεσίες τους στο κράτος και την Εκκλησία. Μεταξύ των ετών 1382-1389, σύμφωνα με τον Ιωσήφ Λαζαρόπουλο, εδώ ετάφη και ο Διονύσιος, ιδρυτής της ομώνυμης μονής του Αγίου Όρους.

Σημερινή κατάσταση
Αρκετές τροποποιήσεις σημειώθηκαν μετά την άλωση της πόλης της Τραπεζούντας (1461), οπότε ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Ανοίχθηκε είσοδος στη βόρεια πλευρά του ναού και προστέθηκαν ξύλινες κατασκευές στη βόρεια και ανατολική πλευρά. Στα νοτιοανατολικά του ναού καταστράφηκαν τα τόξα του νότιου κλίτους και προστέθηκε μιχράμπ. Επίσης, τα παράθυρα των υπερώων κλείστηκαν και μετατράπηκαν σε κόγχες

Από το αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο περιλάμβανε τοξωτά μοναστικά κτήρια και πιθανότατα και επισκοπικό μέγαρο, δε σώζεται παρά μόνο το καθολικό. Η κρήνη που υπήρχε στη νότια πλευρά του ναού, με κρουνό σε σχήμα κεφαλής δράκοντα, ίσως καταστράφηκε το 1877. Το 1917, οπότε η Τραπεζούντα βρισκόταν υπό την κατοχή ρωσικών στρατευμάτων, αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον F. Uspenkij απομάκρυνε όλα τα προσκτίσματα που είχαν κατασκευαστεί στην ανατολική και βόρεια πλευρά του ναού μετά τη μετατροπή του σε τέμενος. Το 1918, μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, καταστράφηκε ο τάφος του Αλεξίου Δ΄ που υπήρχε στο πίσω μέρος του ναού, ανατολικά της αψίδας. Δεν σώζεται επίσης κανένα κατάλοιπο από τα υπόλοιπα μεγαλόπρεπα ταφικά μνημεία που υπήρχαν στο ναό και στον περιβάλλοντα χώρο του, τα οποία μας είναι γνωστά από τις πηγές.

Ο ναός λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως τζαμί, με το όνομα Ortahisar Fatih Camii. Στη διάρκεια της ανακαίνισης του 1988, το πολυτελέστατο βυζαντινό δάπεδο και το μαρμαροθέτημα της αψίδας του ιερού καλύφθηκαν με τσιμέντο. Νεότερη ανακαίνιση, κατά τα έτη 2015-2017, αποκατέστησε αρκετά την εξωτερική όψη του κτιρίου, απομακρύνοντας το κονίαμα και εμφανίζοντας το αρχικό του λιθόκτιστο Επίσης, αποκάλυψε ψηφιδωτά στο δάπεδο, τα οποία καλύφθηκαν από προστατευτικό γυαλί, και μετακινήθηκε ο χώρος της προσευχής, ώστε αυτά να είναι επισκέψιμα[9]. Αποδόθηκε πάλι στη μουσουλμανική λατρεία τον Νοέμβριο του 2018
Αγία Σοφία (Τραπεζούντα)
Η Αγία Σοφία (τουρκικά: Ayasofya‎‎) είναι μια πρώην ορθόδοξη εκκλησία στην Τραπεζούντα, στο βορειοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Μετατράπηκε σε τζαμί το 1584, σε μουσείο το 1964 και πάλι σε τζαμί το 2013. Χρονολογείται στον δέκατο τρίτο αιώνα, όταν η Τραπεζούντα ήταν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Βρίσκεται κοντά στην ακτή, τρία χιλιόμετρα δυτικά των ορίων της μεσαιωνικής πόλης. Είναι ένα από τα δεκάδες βυζαντινά αξιοθέατα που υπάρχουν στην περιοχή. Έχει περιγραφεί ως «ένα από τα καλύτερα δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής
Η Αγία Σοφία χτίστηκε στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ Α' μεταξύ των ετών 1238 και 1263. Η παλαιότερη αγιογραφία στις αψίδες του ναού φέρει τις ημερομηνίες 1291 και 1293. Αφού ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατέλαβε την πόλη το 1461, η εκκλησία μετατράπηκε πιθανώς σε τζαμί και οι τοιχογραφίες της καλύφτηκαν με ασβέστη. Άλλοι μελετητές λένε ότι δεν μετατράπηκε σε τζαμί μέχρι το 1584 και πως γλίτωσε την άμεση μετατροπή επειδή βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα έξω από τα τείχη της πόλης. Το παρακείμενο μοναστήρι συνέχισε να χρησιμοποιείται από μοναχούς μέχρι το 1701, όταν ο Τουρνεφόρ τους βρήκε ακόμα εκεί. Είναι πιθανό οι μοναχοί να εγκατέλειψαν σταδιακά ένα κτίριο που δεν κατάφερνε πλέον να τους προστατεύσει από την παρενόχληση και τις αρπαγές, και οι Τούρκοι μα το κατέλαβαν χωρίς να χρειαστεί να τους εκδιώξουν.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, στο τέλος του 19ου αιώνα ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο χολέρας. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η πόλη καταλήφθηκε από Ρώσους στρατιώτες και για πρώτη φορά η εκκλησία μπόρεσε να εξεταστεί από αρχαιολόγους, συμπεριλαμβανομένου του Φιοντόρ Ουσπένσκι, και άρχισε κάποιος προκαταρκτικός καθαρισμός των τοιχογραφιών. Τη δεκαετία του 1940 αναφέρθηκε ότι κλειδώθηκε και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη, αλλά τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκε ξανά ως τζαμί. Το 1964 μετατράπηκε σε μουσείο. Μεταξύ 1958 και 1964 αποκαλύφθηκαν οι τοιχογραφίες που σώζονταν και η εκκλησία στερεώθηκε με τη βοήθεια ειδικών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και της Γενικής Διεύθυνσης Ιδρυμάτων. Ένας ειδικός που συμμετείχε στο έργο εκτίμησε ότι δεν είχε διασωθεί περισσότερο από το ένα έκτο των αρχικών διακοσμήσεων. Όλα όσα διασώθηκαν, πάντως, θεωρούνται πρωτότυπα έργα που έγιναν αμέσως μετά την κατασκευή του και θεωρούνται μέρος της βυζαντινής «Παλαιολόγειας Αναγέννησης».
Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι ένα σημαντικό δείγμα υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής, χαρακτηριζόμενη από έναν ψηλό κεντρικό τρούλο και τέσσερις μεγάλες καμάρες που υποστηρίζουν το βάρος του θόλου και της οροφής. Κάτω από τον τρούλο υπάρχει μωσαϊκό από πολύχρωμες πέτρες. Ο ναός χτίστηκε ως σταυροειδής εγγεγραμμένος, αλλά με εξωτερική μορφή που παίρνει τη μορφή σταυρού χάρη σε προεξέχοντα βόρεια και νότια προπύλαια. Ο ναός έχει μήκος 22 μέτρα, πλάτος 11,6 και ύψος 12,7. 


Οι τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα που αποκαλύφθηκαν κατά την αποκατάσταση του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, απεικονίζουν θέματα από την Καινής Διαθήκης. Τα εξωτερικά πέτρινα ανάγλυφα και άλλα διακοσμητικά στοιχεία είναι σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις που απαντούν και στην Αρμενία και τη Γεωργία. 24 μέτρα δυτικά της εκκλησίας βρίσκεται ψηλό καμπαναριό, ύψους 40 μέτρων. Χτίστηκε το 1427 και στεγάζει ένα μικρό παρεκκλήσι στον δεύτερο όροφο. Οι εσωτερικοί τοίχοι του καμπαναριού καλύπτονται με τοιχογραφίες. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως παρατηρητήριο από ντόπιους αστρονόμους.

Μετατροπή σε τζαμί
Το 2012, οι θρησκευτικές αρχές κατέθεσαν μήνυση κατά του υπουργείου πολιτισμού, ισχυριζόμενοι ότι το υπουργείο «κατέλαβε παράνομα» την εκκλησία πριν μερικές δεκαετίες. Οι θρησκευτικές αρχές κέρδισαν την υπόθεση και πήραν την ιδιοκτησία του κτιρίου. Στις 5 Ιουλίου 2013, η πρώην εκκλησία μετατράπηκε μερικώς για λίγο σε τζαμί σύμφωνα με την τοπική διεύθυνση βακουφίων Τραπεζούντας, η οποία είναι ο ιδιοκτήτης. Ξεκίνησαν εργασίες ανακατασκευής, κατά τις οποίες σκεπάστηκαν μερικές τοιχογραφίες και το δάπεδο καλύφτηκε με χαλί. Ο μουφτής της επαρχίας Τραπεζούντας δήλωσε ότι «συνεχίζονται οι εργασίες για το άνοιγμα του τζαμιού της Αγίας Σοφίας στην πόλη για να ξαναξεκινήσουμε προσευχές» και υποστήριξε ότι «κατά την προσευχή οι τοιχογραφίες θα καλύπτονται με κουρτίνες». Η τοπική ένωση αρχιτεκτόνων της Τραπεζούντας κατέθεσε μήνυση κατά του σχεδίου μετατροπής του υπουργείου θρησκευτικών υποθέσεων. Ένας τοπικός δικαστής αποφάνθηκε ότι η μετατροπή της πρώην εκκλησίας ήταν παράνομη και διέταξε να διατηρηθεί ως μουσείο. Ωστόσο, έχει παραμείνει τζαμί. Μεταξύ του 2013 και του 2018, οι τοιχογραφίες και το πολύχρωμο μωσαϊκό του δαπέδου στην κεντρική αίθουσα προσευχής καλύφθηκε από ακίνητες κουρτίνες και χαλιά, ενώ οι τοιχογραφίες στον νάρθηκα παρέμειναν ακάλυπτες. Κατά τη διάρκεια εργασιών ανακαίνισης από το 2018 έως το 2020 το κτίριο έκλεισε για τους επισκέπτες. Μια έκθεση της τοπικής ένωσης αρχιτεκτόνων επέκρινε έντονα τη μετατροπή του τζαμιού του 2013 και ένα δικαστήριο διέταξε το υπουργείο θρησκευτικών υποθέσεων να κρατήσει την υπόσχεσή του να φαίνονται οι τοιχογραφίες εκτός των ωρών προσευχής. Το 2020 τοποθετήθηκε μια αναδιπλούμενη ψευδοροφή κάτω από τον τρούλο και ένα γυάλινο δάπεδο πάνω από το μωσαϊκό.

Εκκλησία Αγίας Άννης (Τραπεζούντα)
Η Εκκλησία της Αγίας Άννης είναι μία εκ των παλαιότερων εκκλησιών στην Τραπεζούντα της Τουρκίας.

Αρχιτεκτονική
Το κτίριο είναι βυζαντινής αρχιτεκτονικής, με ένα καμαρωτό θολωτό κλίτος και πλαϊνά κλίτη, καθώς και ένα ιερό το οποίο πλαισιώνεται από δευτερεύοντα θάλαμο, ενώ η οροφή του αποτελείται από τρεις καμπυλωτές αψίδες. αρχιτεκτονικά θραύσματα έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση του κτιρίου, με αρχαία σαρκοφάγο να έχει χρησιμοποιηθεί ως τύμπανο επί της θύρας της κύριας εισόδου, στην οποία αναπαριστάται όρθιος ένας πολεμιστής και μία φτερωτή Νίκη.

Θεωρείται πιθανό η εκκλησία να ανεγέρθηκε περίπου τον 6ο ή 7ο αιώνα. Επί πλάκας η οποία ευρίσκεται επάνω από τη νότια θύρα υφίσταται επιγραφή η οποία αναφέρει πως η Αγία Άννα ανακαινίστηκε κατά την διάρκεια της περιόδου της συμβασιλείας των Βασιλείου Α΄, Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού και Αλεξάνδρου, το 884/85.
Άποψη του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, περί το 1877

Εκκλησία Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Τραπεζούντα)
Η Εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης ήταν εκκλησία και μοναστήρι στην Τραπεζούντα. Πιστεύεται πως η εκκλησία ανεγέρθηκε περί το 1280-1297 από την σύζυγο του Ιωάννη Γ΄, Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας και μετά το 1665 κατέστη καθεδρικός ναός της πόλης της Τραπεζούντας. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο (π. 330-395), Χριστιανό άγιο και επίσκοπο Νύσσης, μιας πόλης στην Καππαδοκία. Το 1863, ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος προχώρησε στην ανακατασκευή της εκκλησίας.

Το 1930 η εκκλησία ανατινάχθηκε προκειμένου να απελευθερωθεί χώρος για την ανέγερση άλλου κτιρίου.




































Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Πόση ομορφιά ! : Το λιμανάκι Μανδρακίου, το χωριό, η λίμνη Κερκίνη και το όρος Κερκίνη!

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Εορτολόγιο

Σαν σήμερα



Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Συνταγές

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού