Παναγία Σουμελά

 Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας - Τελευταίες αναρτήσεις
Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά είναι ένα από τα πιο σημαντικά χριστιανικά μνημεία στην Τουρκία και αποτελεί σύμβολο της Ορθόδοξης παράδοσης. Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα και είναι γνωστή για την πανέμορφη αρχιτεκτονική της, καθώς και για τις σπάνιες τοιχογραφίες που κοσμούν τους τοίχους της.
Παναγία Σουμελά, 1903

Η μονή βρίσκεται σε μια εντυπωσιακή τοποθεσία, κτισμένη σε μια απόκρημνη πλαγιά, προσφέροντας εκπληκτική θέα στην περιοχή. Αφού λειτουργούσε για πολλούς αιώνες, η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά υπήρξε σημαντικός θρησκευτικός και πολιτιστικός χώρος για τους Πόντιους Έλληνες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, η μονή εγκαταλείφθηκε, αλλά παραμένει αντικείμενο θαυμασμού και ενδιαφέροντος μέχρι σήμερα


Η ίδρυση της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά, σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, οι οποίοι κατευθύνθηκαν στον Πόντο μετά από θεία αποκάλυψη. Η τοποθεσία αυτή επιλέχθηκε για την απομόνωσή της και την πνευματική της ατμόσφαιρα.

Οι δύο μοναχοί, με την υποστήριξη της γειτονικής μονής Βαζελώνα, κατασκεύασαν ένα κελί και στη συνέχεια μια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, όπου μεταφέρθηκε θαυματουργικά η εικόνα της Παναγίας. Το ζήτημα της ύδρευσης λύθηκε επίσης με θαυμαστό τρόπο, προσφέροντας έτσι μια βιώσιμη βάση για τη ζωή και τη λατρεία.

Το 1860, κτίστηκε κοντά στο σπήλαιο ένας εντυπωσιακός τετραώροφος ξενώνας για τους προσκυνητές, που περιλάμβανε 72 δωμάτια και άλλους λειτουργικούς χώρους, όπως βιβλιοθήκη και μικρούς ναούς αφιερωμένους σε διάφορους αγίους.

Οι μοναχοί συνέχισαν να δραστηριοποιούνται και έξω από τη μονή. Έχτισαν τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, καθώς και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, όπου, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, κρύφτηκαν πολύτιμα αντικείμενα, όπως η εικόνα της Μεγαλόχαρης και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου..
Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά, λόγω της φήμης και του πλούτου της, υπήρξε στόχος επιδρομών και λεηλασιών από μη Ορθόδοξους και κλέφτες. Σύμφωνα με την παράδοση, σε μια από αυτές τις επιθέσεις, το μοναστήρι καταστράφηκε, αλλά ανασυστάθηκε από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644, ο οποίος έφερε μαζί του την ευλογία και την προστασία της Παναγίας.

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και, αργότερα, οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας προσέφεραν σημαντική υποστήριξη στη μονή. Ιδιαίτερα οι Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, Αλέξιος Β΄ Κομνηνός και Βασίλειος Α΄ Κομνηνός αναγνώρισαν τη σημασία της και την προίκισαν με κτήματα, αναθήματα και προνόμια.


Ο Μανουήλ Γ΄ Κομνηνός και ο Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός είναι δύο από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της μονής. Ο Μανουήλ Γ΄ προσέφερε ένα Σταυρό με τίμιο ξύλο, ο οποίος σήμερα φυλάσσεται στην Καστανιά της Βέροιας. Ο Αλέξιος Γ΄, μετά από θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου που τον έσωσε από τρικυμία, ενίσχυσε τη μονή με πύργους, νέα κελιά, και ανέγειρε καινούργια κτίσματα. Εκτός από τα ανακαινισμένα κτίρια, της προσέφερε 48 χωριά και εγκατέστησε φρουρούς για την ασφάλειά της, καθιστώντας την μια καλά οχυρωμένη θέση.
Η επιγραφή που διασώθηκε μέχρι το 1650 στην πύλη του ναού, μαρτυρά την ευγνωμοσύνη των μοναχών προς τον Αλέξιο Γ΄, αποκαλώντας τον "νέο Κτήτορα" της μονής. Η παράδοση και η ιστορία της μονής συνεχίζουν να εμπνέουν μέχρι σήμερα, αποτελώντας ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά κατάφερε να διατηρήσει και να επεκτείνει τα προνόμια που της είχαν παραχωρηθεί από τους Κομνηνούς ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία, μέσω σουλτανικών φιρμανιών και πατριαρχικών σιγίλλιων. Σημαντικοί σουλτάνοι, όπως οι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄ και Σουλεϊμάν Β΄, αναγνωρίζονται ως ευεργέτες της μονής και έδειξαν εύνοια προς αυτήν, γεγονός που αντικατοπτρίζει την πνευματική και πολιτιστική σημασία της.


Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων και των σουλτάνων προς τη μονή δεν οφειλόταν μόνο στη θρησκευτική πίστη τους, αλλά και σε προσωπικές εμπειρίες με θαύματα της Παναγίας Σουμελά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αλεξίου Γ΄, ο οποίος πιστεύεται ότι σώθηκε από ναυάγιο με την παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο σουλτάνος Σελήμ Α΄, μάλιστα, αναφέρεται ότι θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής, γεγονός που δείχνει την επιρροή της Παναγίας στη ζωή των ηγετών της εποχής.

Η βιβλιοθήκη της μονής φιλοξενούσε πολύτιμα έγγραφα και αρχαία χειρόγραφα, καθιστώντας την έναν σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό θησαυρό. Ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης, κατά την επίσκεψή του το 1868, ανακάλυψε το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του «Διγενή Ακρίτα», που καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της μονής και τη συμβολή της στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας.


Η Μονή όπως και άλλες μοναστικές κοινότητες στην περιοχή, βρέθηκε στο επίκεντρο διαμαχών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το 1863, οι Εθνικοί Κανονισμοί προκάλεσαν τη κατάργηση των εξαρχιών και των εξαρχιακών χωριών που ανήκαν στις μονές του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και της Παναγίας Σουμελά. Στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής, ιδρύθηκε η Αρχιεπισκοπή Ροδοπόλεως, με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον Γεννάδιο Μησαϊλίδη.

Ωστόσο, η απόφαση αυτή προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τις μοναστικές κοινότητες και τα γύρω χωριά, οι οποίες ένιωθαν ότι οι αλλαγές υπονομεύουν την αυτονομία και την παράδοση τους. Οι αντιδράσεις αυτές ήταν τόσο έντονες που, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1867, το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να καταργήσει την Αρχιεπισκοπή και να επαναφέρει το προηγούμενο εξαρχικό εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς των μονών.

Αυτή η περίοδος είναι χαρακτηριστική των προκλήσεων που αντιμετώπισε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην περιοχή κατά τη διάρκεια των αναταραχών του 19ου αιώνα, καθώς οι τοπικές κοινότητες προσπαθούσαν να διατηρήσουν την πνευματική και πολιτιστική τους ταυτότητα απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις και μεταρρυθμίσεις.

Η Μονή βίωσε δραματικές στιγμές κατά τη διάρκεια των νεότερων χρόνων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Νεότουρκων και των Κεμαλιστών. Αυτές οι κυβερνήσεις, που ενίσχυσαν τις μουσουλμανικές ομάδες, προκάλεσαν σοβαρές επιθέσεις και καταστροφές στα μοναστήρια του Πόντου.

Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, το μοναστήρι κατεστράφη ολοσχερώς. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν τα πολύτιμα αντικείμενα και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά, προκειμένου να καταστρέψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους και να εκφράσουν το μίσος τους κατά των Ελλήνων. Πριν από την αναγκαστική τους έξοδο το 1923, οι μοναχοί κρύψαν πολύτιμα κειμήλια, όπως την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.

Ένα σημαντικό γεγονός για τη μονή συνέβη το 2010, όταν το τουρκικό κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να τελέσει Θεία Λειτουργία για τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου. Αυτή ήταν η πρώτη λειτουργία μετά από 88 χρόνια, με στόχο να προωθηθεί η εικόνα της Τουρκίας ως χώρα που σέβεται τις θρησκευτικές ελευθερίες, αλλά και να ενισχυθεί ο τουρισμός στην περιοχή. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η ρωσική κυβέρνηση έπαιξαν ρόλο στη διοργάνωση της λειτουργίας.

Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2024, η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε ξανά το αίτημα του Πατριαρχείου για τη Θεία Λειτουργία, τερματίζοντας τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη μονή. Οι εθνικιστικές αντιδράσεις, που συνδύασαν την ημερομηνία με την επέτειο της Άλωσης της Τραπεζούντας το 1461, οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Οι ανατροπές αυτές δείχνουν την ασταθή θέση της μονής στο σύγχρονο πολιτικό και θρησκευτικό τοπίο της Τουρκίας.

Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στη σύγχρονη εποχή, ιδίως μέσω των προσπαθειών που έγιναν για τη διατήρηση της κληρονομιάς της. Με τις ενέργειες του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1930, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική διπλωματική ενέργεια με στόχο την προώθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού δέχθηκε να αποδεχτεί μια ελληνική αντιπροσωπεία να επισκεφθεί τον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.

Το 1930, ωστόσο, η κατάσταση στο μοναστήρι ήταν δραματική, καθώς μόνο δύο καλόγεροι παρέμεναν εκεί: ο υπέργηρος Ιερεμίας, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει λόγω της ηλικίας του και των τραυματικών αναμνήσεών του, και ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Ο Αμβρόσιος, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα στη Θεσσαλονίκη, πήρε την πρωτοβουλία να αναζητήσει τα ανεκτίμητα κειμήλια της μονής. Με τη βοήθεια του Ιερεμία, ο Αμβρόσιος εντόπισε την κρύπτη που τα φύλασσε.

Στις 14 Οκτωβρίου 1930, ο Αμβρόσιος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, εφοδιασμένος με έγγραφα της τουρκικής πρεσβείας, και λίγες ημέρες αργότερα επιστρέφει στην Αθήνα με τα κειμήλια της Παναγίας Σουμελά.

Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά εκτέθηκε για 20 χρόνια στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ ο Λεωνίδας Ιασωνίδης προτάθηκε για τον επανενθρονισμό της το 1931. Η επιθυμία αυτή οδήγησε το 1951 στον Φίλωνα Κτενίδη να συμβάλει στη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά, η οποία βρίσκεται στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας. Σήμερα, η νέα μονή λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και συνεχίζει να είναι ένα σημαντικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο για την Ορθοδοξία και τον ελληνισμό.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος