Το Σμυρνέικο τραγούδι
«Τα τουμπελέκια δεν αργούν, κιθάρες, μαντολίνα/ κόψες, σαντούρια και βιολιά - δε λείπουνε κι εκείνα/ κι' ο φωνογράφος κάποτες με μια βραχνή φωνή/ σκορπάει τα μεράκια του απ' το φαρδύ χωνί/ και τότες παίρνει πια φωτιά, που φτάνει κι ως στα νέφη/ της εξοχής το παρτιντί, το γλέντι και το κέφι.../ Αρχίζουν τον καρσιλαμά - χορεύει εκεί όποιος θέλει/ κάθε χορό κεμπάρικο - γερλίσιο - τσιφτε-τέλι/ ζεϊμπέκικο, χασάπικο, χτυπάνε τσουπανάκια/ και ξεχειλά τόση χαρά, που σβήνει τα μεράκια.../ Οι αμανέδες αντηχούν, τραγούδια και καντάδες, που τραγουδούν ούλοι μαζί με τσι τραγουδιστάδες./ Δε λείπουν τα ρεμπέτικα, πόχομε τόσο πλούτο/ και που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης, σαν ετούτο...»
Το έμμετρο «σεργιάνι» στη Σμύρνη του Σωκράτη Προκοπίου δίνει με τρόπο γλαφυρό μια «γεύση» της μουσικής ζωής της «μουσικομάνας της Ανατολής» Σμύρνης των αρχών του 20ού αιώνα. Η «εύθυμη καρδιά της Ιωνίας» κατά τον Π. Κ. Ενεπεκίδη, από το 1900 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσίαζε μια πλούσια, ποικιλόμορφη μουσική ζωή, με μεγάλες επιρροές από Ανατολή και Δύση. Η πόλη - κοιτίδα δημιουργίας αυτού του μοναδικού μουσικού ύφους, που έγινε γνωστό ως «Σμυρναίικο» - εκτός από εμπορικό σταυροδρόμι υπήρξε ένα τεράστιο χωνευτήρι λαών, θρησκειών, πολιτισμών και μουσικών ακουσμάτων. Οι Ελληνες, οι Τούρκοι, οι Αρμένηδες, οι Γύφτοι, οι Φραγκολεβαντίνοι, οι Πέρσες, οι Ιταλοί, οι Ρουμάνοι και οι άλλες εθνότητες είχαν τις δικές τους εθνικές μουσικές παραδόσεις, ενώ στα ανώτερα ιδίως στρώματα ήταν καταφανής η επιρροή των δυτικοευρωπαϊκών τάσεων στη μουσική. Οπως αναφέρει ο Λάμπρος Λιάβας, «στα στενά της Σμύρνης έσμιγαν παλιές αιγαιοπελαγίτικες μπαλάντες με ιταλικές καντσονέτες, γαλλικές μελωδίες του συρμού, ρουμάνικες χόρες με σέρβικους σκοπούς και τούρκικα σαρκιά. Ενώ στα καφέ-αμάν Ελληνες μουσικοί συνόδευαν Αρμένηδες τραγουδιστές και γύφτισσες χορεύτριες, μπροστά σ' ένα κοινό που αντιπροσώπευε όλες τις φυλές της Ανατολικής Μεσογείου...». Το αποτέλεσμα, έτσι όπως αποτυπώθηκε στ' αυλάκια των δίσκων του γραμμοφώνου πριν το '22 με τη σμυρναίικη και την «Ελληνική Εστουδιαντίνα» και τις φωνές του Χρήστου Τσανάκα, του Λευτέρη Μενεμελή και του Γιώργου Βιδάλη, είναι ιδιαίτερα εύγλωττο.