Βαρκάς - Μαλλί της γριάς
Για το "Μαλλί της γριάς" το μοναδικό συστατικό της είναι η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η ονομασία προέκυψε επειδή μοιάζει με το λευκό κεφάλι ηλικιωμένης ή από την ρόκα με το λευκό βαμβάκι που ύφαιναν οι γιαγιάδες. Για συντομία πάντως κυριάρχησε το «μαλλί της γριάς»..
Το μαλλί της γριάς είναι ένα δημοφιλές γλύκισμα, κυρίως στις υπαίθριες αγορές και τα πανηγύρια, το οποίο παρασκευάζεται από ζάχαρη που θερμαίνεται και στη συνέχεια μετατρέπεται σε λεπτά νήματα μέσω ειδικής μηχανής. Χαρακτηρίζεται από τη γλυκιά του γεύση και τον αφράτο, μεγάλο όγκο. Είναι ιδιαίτερα αγαπητό από παιδιά και συχνά κολλάει στα χέρια λόγω της ζάχαρης.
Στην Ελλάδα, το μαλλί της γριάς συναντάται κυρίως σε πανηγύρια και κατά τη θερινή περίοδο σε παραθαλάσσιες περιοχές, όπως στις παραλίες της Θεσσαλονίκης, καθώς και στην Κύπρο, σε περιοχές όπως η Λεμεσός, όπου πωλείται σε μόνιμη βάση.
Το μαλλί της γριάς παρασκευάζεται και πωλείται παγκοσμίως, με διάφορα ονόματα ανάλογα με τη χώρα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, την Ινδία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σρι Λάνκα και τη Νότια Αφρική, το αποκαλούν "candy floss", ενώ στην Αυστραλία είναι γνωστό ως "fairy floss". Στη Γαλλία το ονομάζουν "barbe à papa" που σημαίνει "το μούσι του μπαμπά", ενώ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία το λένε شعر البنات "τα μαλλιά των κοριτσιών", και στην Αίγυπτο غزل البنات "το νήμα των κοριτσιών". Παρόμοια γλυκίσματα περιλαμβάνουν το κορεάτικο kkul-tarae και το ιρανικό pashmak
Σύμφωνα με αρκετές πηγές, το μαλλί της γριάς παρασκευαζόταν στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα. Εκείνα τα χρόνια, η κρυσταλλική ζάχαρη ήταν πολύ ακριβή και η παρασκευή του προϊόντος αυτού απαιτούσε πολλές ώρες εργασίας, με αποτέλεσμα το μαλλί της γριάς να μην είναι εύκολα διαθέσιμο. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι το προϊόν υπήρχε στην Ιταλία από τον 15ο αιώνα.
Η μηχανικά περιστρεφόμενη ζάχαρη εφευρέθηκε το 1897 από τον οδοντίατρο Γουίλιαμ Μόρισον και τον ζαχαροπλάστη Τζον Γ. Γουόρτον και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ευρύ κοινό το 1904 στην Παγκόσμια Έκθεση ως "Fairy Floss". Η επιτυχία ήταν μεγάλη, καθώς πουλήθηκαν 68.655 κουτιά στην τιμή των 25 σεντς το καθένα.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1905, ο Άλμπερτ Ντ. Ρόμπινσον από το Λιν της Μασαχουσέτης υπέβαλε την πατέντα για μια ηλεκτρική μηχανή περιστροφής ζαχαρωτού, η οποία συνδύαζε ηλεκτρονική εκκίνηση και ένα περιστρεφόμενο μπολ με μοτέρ που διατηρούσε τη θέρμανση αποδοτικά. Μέχρι τον Μάιο του 1907, μεταβίβασε τα δικαιώματα στην General Electric Company της Νέας Υόρκης. Η πατέντα του παραμένει η βασική αρχή της σημερινής μηχανής μαλλιού της γριάς.
Το 1915, η συγγραφέας τροφίμων Τζούλια Ντέιβις Τσάντλερ περιέγραψε την πώληση του "Candy Cotton" στην Διεθνή Έκθεση του Παναμά-Ειρηνικού.
Ο Τζόζεφ Λασκώ, ένας οδοντίατρος από τη Νέα Ορλεάνη, εφηύρε μια παρόμοια μηχανή το 1921. Η πατέντα του ονόμαζε το γλύκισμα "cotton candy", ένα όνομα που τελικά επικράτησε, αν και στην Αυστραλία το ονομάζουν ακόμα "fairy floss". Τη δεκαετία του 1970, δημιουργήθηκε μια αυτόματη μηχανή μαλλιού της γριάς που το παρασκεύαζε και το συσκεύαζε, κάνοντας την παραγωγή του πιο εύκολη σε πανηγύρια και άλλα γεγονότα.
Η Tootsie Roll Industries, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής μαλλιού της γριάς στον κόσμο, παράγει μια συσκευασμένη εκδοχή με γεύσεις φρούτων που ονομάζεται Fluffy Stuff.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Εθνική Ημέρα Μαλλιού της Γριάς γιορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου.
Παρασκευάζεται από ζάχαρη, η οποία λιώνεται σε ειδικό δοχείο και με φυγοκέντριση δημιουργούνται νήματα τα οποία τυλίγονται γύρω από ένα καλαμάκι. Ποσότητα 5-6 γραμμαρίων κρυσταλλικής ζάχαρης θερμαίνονται ως το σημείο τήξεως στους 150οC και κατόπιν με φυγοκέντριση απομακρύνονται από το κέντρο της συσκευής μέσα από μικρές τρύπες που έχει το περιστρεφόμενο δοχείο. Κατά την απομάκρυνση δημιουργούνται ίνες, οι οποίες πλέκονται γύρω από το καλαμάκι.
Το μαλλί της γριάς συνήθως έχει λευκό χρώμα, το οποίο προκύπτει από τη φυγοκεντρισμένη ζάχαρη, αν και σήμερα κυκλοφορούν τεχνητά βαμμένα προϊόντα, καθώς και προϊόντα με τεχνητές γεύσεις, όπως βανίλια ή σμέουρο.