Μικρασιατική εκστρατεία

Έλληνες στρατιώτες στη Σμύρνη  ανάμεσα στον ενθουσιώδη ελληνικό πληθυσμό της πόλης, 15 Μαΐου 1919

Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922 και στην Τουρκία ως Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας), ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τον Μάιο του 1919 έως τον Οκτώβριο του 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, το οποίο στη συνέχεια ίδρυσε τη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922 προήλθε από τον γενικευμένο πόλεμο των Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτόν, η Ελλάδα συμμετείχε μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο πόλεμος είναι επίσης γνωστός ως "Πόλεμος της Μικράς Ασίας", και για την Τουρκία αποτελεί μέρος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας της ενάντια στις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, καθώς και η Ελλάδα). Επιπλέον, διεξήχθη εναντίον των πιστών στο Σουλτάνο, δηλαδή των τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων.
Χάρτης Μεγάλης Ιδέας

Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας, με τη στήριξη των νικητών Άγγλων και Γάλλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία. Παρά τις επιφυλάξεις των στρατιωτικών επιτελείων των συμμάχων, οι Έλληνες επιδίωκαν την αποκατάσταση της ειρήνης και την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων.
Άφιξη του Διαδόχου Πρίγκιπα Γεώργιου στη Σμύρνη, 1919

Η απόφαση αυτή προήλθε από την επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς, που είχαν υποστεί σοβαρές διώξεις και πιέσεις κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Η στρατιωτική παρουσία στην περιοχή είχε ως στόχο τη διασφάλιση της τάξης και την προετοιμασία για την επικείμενη συνθήκη ειρήνης με τους ηττημένους Τούρκους.

Η Ελλάδα επιθυμούσε την προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, και προέβλεπε ότι θα κέρδιζε το δημοψήφισμα που θα καθόριζε την τύχη της Σμύρνης, όπου οι Έλληνες αποτελούσαν μια σημαντική, αλλά όχι πλειοψηφική, μειονότητα του πληθυσμού.

Το 1920, η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε στις 10 Αυγούστου, καθόρισε τους όρους ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και ο Σουλτάνος αποδέχθηκε τη συνθήκη, οι Νεότουρκοι υπό τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) δεν την αναγνώρισαν και ήδη βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους τους.
Έλληνες και Αμερικανοί στρατιώτες αποβιβάζονται στην Πάνορμο Ιούλιος 1920"

Αυτή η κατάσταση οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει στρατιωτική δράση προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, με την ελπίδα ότι θα αποκτούσε και επιπλέον εδάφη. Έτσι, το καλοκαίρι του 1920, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να προελαύνουν σε περιοχές εκτός της ζώνης της Σμύρνης.

Ωστόσο, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα άρχισε να στραφεί εναντίον του Βενιζέλου. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, δεν εξελέγη ούτε βουλευτής, γεγονός που οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ο οποίος βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς. Αντίθετα, οι δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ ενδυναμώνονταν. Παράλληλα, η επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο παρείχε στις μεγάλες δυνάμεις ένα πρόσχημα για να αποσυρθούν από τη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε στενές σχέσεις με την πρώην βασιλική οικογένεια της Γερμανίας.

Το 1922, τα τουρκικά στρατεύματα αντεπίθεσαν, επιτυγχάνοντας τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή τμήματος αυτών. Ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείναντα ελληνικό στρατό σε συνεχείς υποχωρήσεις, ενώ μαζί τους έφευγαν άμαχοι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι, οι οποίοι φοβούνταν αντίποινα από τους Τούρκους. Έτσι, η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία ολοκληρώθηκε με την ουσιαστική ήττα του ελληνικού στρατού.

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα των ελληνικών και τουρκικών κρατών. Σημαντικά γεγονότα που σηματοδότησαν τον πόλεμο περιλαμβάνουν την πυρπόληση της Σμύρνης, η οποία σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από τους Τούρκους. Η πυρκαγιά είχε σοβαρές ανθρωπιστικές συνέπειες, με χιλιάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους ή να εκτοπίζονται. Η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που ακολούθησε, δημιούργησε τραγικές συνθήκες για 1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους, οι οποίοι ξεσπιτώθηκαν.

Τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής παραμένουν πολύπλοκα και αμφιλεγόμενα. Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι το κλίμα διχόνοιας που είχε δημιουργηθεί από τον Εθνικό Διχασμό συνέβαλε στην πολιτική αστάθεια και στην απώλεια έμπειρων στελεχών από τον ελληνικό στρατό. Η υποτίμηση των Τούρκων μετά τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα την έπαρση ορισμένων Ελλήνων, οι οποίοι δεν εκτίμησαν σοβαρά την απειλή του Κεμάλ και τις συνέπειες της εκστρατείας. Ο Ιωάννης Μεταξάς, από την πλευρά του, είχε υποστηρίξει ότι η μικρασιατική εκστρατεία ήταν καταδικασμένη από την αρχή, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τα απαραίτητα μέσα για να κυριαρχήσει στα οροπέδια της κεντρικής Μικράς Ασίας, όπου θα κρινόταν η έκβαση του πολέμου.

Η αιτία για την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γνωστή και ως Μικρασιατική Εκστρατεία, σχετίζεται με τις μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων που επιδίωκαν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βρετανία, συγκεκριμένα, υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων, με την προϋπόθεση ότι θα συμμάχηση με τους Συμμάχους στον πόλεμο. Οι περιοχές που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι περιλάμβαναν την Ίμβρο, την Τένεδο και τα μικρασιατικά παράλια. Επιπλέον, είχε προσφερθεί η Κύπρος το 1915, αλλά αυτή η προσφορά απορρίφθηκε από την ελληνική βασιλική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.

Στην ίδια περίοδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης ενός κινήματος επαναστατών, ίδρυσε το Τούρκικο Εθνικό Κίνημα στη Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες αυτοί επιδίωξαν να απελευθερώσουν τις περιοχές που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα λόγω της απραξίας της Υψηλής Πύλης. Η δράση του Κεμάλ και του κινήματός του σήμανε την αρχή μιας αντεπίθεσης κατά των ελληνικών δυνάμεων και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου.

Πολιτική Αστάθεια και Αλλαγές στην Κυβέρνηση
Δυσαρέσκεια και Πόλωση στην Κοινωνία
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό της βενιζελικής πλευράς για την καθιέρωση της Ελλάδας ως περιφερειακή δύναμη, οι κοινωνικές εντάσεις και η δυσαρέσκεια αυξάνονταν. Οι πολλές αυθαιρεσίες κατά των αντιβενιζελικών, που σε μεγάλο βαθμό ήταν φιλοκωνσταντινικοί, προκάλεσαν αυξανόμενη αντίθεση στην κυβέρνηση.
Έφοδος Ελληνικού Πεζικού κοντά στον ποταμό Ερμό κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922)

Ένα καθοριστικό γεγονός που επιδείνωσε την κατάσταση ήταν το πογκρόμ του Ιουλίου 1920, γνωστό και ως "Ιουλιανά", που ξέσπασε στην Αθήνα μετά από απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Η απόπειρα αυτή προκάλεσε μεγάλη οργή στη βενιζελική παράταξη, η οποία αντιδρώντας προχώρησε σε βιαιότητες κατά των γνωστών αντιβενιζελικών, καθώς και σε βανδαλισμούς των περιουσιών τους.

Φόνος Ίωνα Δραγούμη
Ο φόνος του Ίωνα Δραγούμη, επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης και υποψηφίου για την πρωθυπουργία, από στρατιωτικό άγημα κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, συντάραξε τη χώρα. Αυτό το γεγονός συνέβαλε στην επιδείνωση της πολιτικής κλίματος και στη μείωση της λαϊκής αποδοχής της κυβέρνησης Βενιζέλου.

Η αντιπολίτευση, που πλέον συσπειρώθηκε, δήλωσε την πρόθεσή της να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα από το 1912, χωρίς σχεδόν καμία διακοπή.
Θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου

Η πολιτική αστάθεια επιτείνετο περαιτέρω από την ξαφνική απώλεια του βασιλιά Αλέξανδρου Α', ο οποίος πέθανε από δάγκωμα πιθήκου. Η απώλεια αυτή, δεδομένης της αρμονικής συνεργασίας του με τον Βενιζέλο, δημιούργησε επιπλέον ανησυχίες σχετικά με το πολιτικό μέλλον της χώρας.

Η συνδυασμένη αυτή αλληλουχία γεγονότων και η αύξηση της πολιτικής αναταραχής έφεραν την ανάγκη για αλλαγές στην κυβερνητική δομή και οδήγησαν σε ενίσχυση των φωνών της αντιπολίτευσης.

Κατάληψη Ανατολικής Θράκης και Ζώνης της Σμύρνης
Στις 2/15 Μαΐου 1919, ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας, υπό τον στρατηγό Ζαφειρίου, αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, καταλαμβάνοντας την πόλη και τις γύρω περιοχές, με την υποστήριξη του Ελληνικού, Γαλλικού, Βρετανικού και Ιταλικού ναυτικού. Οι Γάλλοι είχαν ήδη καταλάβει μέρος της Κιλικίας, ενώ οι Ιταλοί είχαν προχωρήσει στην κατάληψη των νότιων παραλίων της Μικράς Ασίας από τον Μάρτιο του 1919. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1920, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε και την Ανατολική Θράκη, εξουδετερώνοντας το κίνημα του Τζαφέρ Ταχιάρ.

Από τις πρώτες μέρες της παρουσίας του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια λόγω πυροβολισμών από τουρκικούς στρατώνες. Οι αιτίες των πυροβολισμών δεν διευκρινίστηκαν, με τις υποθέσεις να κυμαίνονται από προβοκάτσια μέχρι αυθόρμητες ή σχεδιασμένες τουρκικές ενέργειες. Αυτό οδήγησε σε αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων, με αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Λίγες μέρες αργότερα, η ελληνική διοίκηση εκτέλεσε δύο ευζώνους ως υπαίτιους. Η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε απέδωσε ευθύνες αποκλειστικά στα ελληνικά στρατεύματα.

Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική πλευρά υποστηρίχθηκε από τον Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος πίστευε στην ελληνική επικράτηση επί των κεμαλικών. Ωστόσο, καμία δύναμη της Αντάντ δεν είχε διάθεση να πολεμήσει, καθώς είχαν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αντίκτυπος και Ισχυροποίηση Διεκδικήσεων
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες στρατιώτες ως σωτήρες, ενώ οι Τούρκοι τους έβλεπαν ως κατακτητές. Η πλειονότητα του τουρκικού στρατού στην περιοχή παραδόθηκε ή κατέφυγε στην Ανατολία. Οι Ιταλοί ελέγχανε τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία και οι Γάλλοι βρίσκονταν στην Κιλικία.

Μέσα σε 15 μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων, οι περιοχές των σαντζακίων Σμύρνης και Αϊδινίου καταλήφθηκαν από τους Έλληνες. Ο Μουσταφά Κεμάλ κινητοποίησε τους τουρκικούς πληθυσμούς για να αντισταθούν στην ελληνική κατοχή, την οποία θεωρούσε σοβαρό κίνδυνο.
Διπλωματικές Εξελίξεις

Τον Μάιο του 1919, η Ελλάδα, εκ των νικητών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εξασφάλισε από τις δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννόησης» την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, με την καθοριστική υποστήριξη του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η απόφαση αυτή ελήφθη εν μέρει λόγω της ιταλικής απόβασης χωρίς συναίνεση των συμμάχων στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία.

Η Αντάντ είχε υποσχεθεί εδαφικά ανταλλάγματα στην Ιταλία, αλλά η έλλειψη έγκρισης για την ιταλική κατάληψη οδήγησε στην απόφαση για ελληνική κατάληψη, ώστε η περιοχή να μην περιέλθει σε ιταλικά χέρια.

Οι διπλωματικές ικανότητες του Βενιζέλου συνέβαλαν στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η κατάληψη της Σμύρνης έγινε σε εορταστικό κλίμα και χωρίς αντίσταση, παρά τα αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν. Δημιουργήθηκαν ελληνικές διοικητικές αρχές και πραγματοποιήθηκαν στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό.
Ο Αναστάσιος Παπούλας (Μεσολόγγι, 1857 - Αθήνα 1935)  Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας


Το Φεβρουάριο του 1920, συγκροτήθηκε η «Στρατιά Μικράς Ασίας», αποτελούμενη από το Α΄Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920), αναγνωρίστηκε η επικυριαρχία του Σουλτάνου στην περιοχή της Σμύρνης, με προοπτική ελληνικής διοίκησης για πέντε χρόνια, μετά την οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την οριστική ένταξη στην ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα έως την Τσατάλζα, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η Ιταλία είχε συμφωνήσει να αποδώσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, αν και η συμφωνία αναιρέθηκε το καλοκαίρι του 1920.

Προώθηση του Ελληνικού Στρατού στη Μικρασιατική Ενδοχώρα
Στρατηγικές Εξελίξεις
Η συμφωνία των Σεβρών, που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1920, αποτελούσε μια σημαντική διπλωματική επιτυχία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ωστόσο, καμία από τις πλευρές που την υπέγραψαν δεν την επικύρωσε, και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) την αρνήθηκε, καθώς είχε οργανώσει ανταρτικό στρατό και είχε εγκαθιδρύσει την έδρα της επαναστατικής κυβέρνησής του στην Άγκυρα. Η κατάσταση αυτή ουσιαστικά μετέτρεψε τη συμφωνία σε «συνθήκη πολέμου» αντί για συνθήκη ειρήνης, καθώς η κεντρική εξουσία στην Τουρκία είχε αλλάξει.

Αντιλαμβανόμενος ότι η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό γράμμα», ο Βενιζέλος αποφάσισε να επιβάλει τις ελληνικές διεκδικήσεις μέσω στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το καλοκαίρι του 1920, έδωσε εντολή για την εντατικοποίηση των στρατιωτικών δράσεων, οι οποίες σύντομα εξελίχθηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με σοβαρές ωμότητες και από τις δύο πλευρές.

Στρατηγική Προώθηση
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1920, ελληνικές δυνάμεις, σε συνεργασία με βρετανικές, προχώρησαν σε προέλαση και κατέλαβαν σημαντικές πόλεις όπως τον Πάνορμο, τα Μουδανιά, την Προύσα, τη Νικομήδεια (Ιζμίτ) και το Ουσάκ. Αυτή ήταν η μοναδική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που διεξήχθη σε συνεργασία με συμμαχικές δυνάμεις.

Από τις 6 Ιουνίου 1920, η ελληνική στρατιά άρχισε να προχωρά προς βορρά, και μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου είχε καταφέρει να καταλάβει τη στρατηγικής σημασίας γραμμή Νικομήδεια - Προύσα - Ουσάκ. Η εκστρατεία διοικούνταν από τον στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο.
Το βρετανικής κατασκευής πυροβόλο BL 6-ιντσών 30 cwt είναι σε υπηρεσία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μάχης του Ινονού."

Αντίκτυποι στην Τοπική Κοινωνία
Ο ελληνικός στρατός, παρά την σφοδρή αντίσταση των ατάκτων Τσετών, κατόρθωσε να καταλάβει πολλές πόλεις με ελληνικό πληθυσμό, δίνοντας έτσι στην πολιτική ηγεσία τη δυνατότητα να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στην κεντρική Μικρά Ασία.

Παράλληλα, η ελληνική διοίκηση προχώρησε σε πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές και ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων. Αυτές οι πρωτοβουλίες είχαν ως στόχο την ενίσχυση της ελληνικής συνείδησης στους κατοίκους της περιοχής και τη δημιουργία υποδομών που θα διευκόλυναν την οριστική ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια.

Κεμαλική Αντίσταση και Στρατηγικές Αντεπίθεσης
Αντίκτυποι της Κεμαλικής Αντίστασης
Αν και ο ελληνικός στρατός είχε πετύχει στρατηγικές νίκες στη Μικρά Ασία, η αντίσταση των κεμαλιστών υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ ενδυναμωνόταν. Ο Κεμάλ κατόρθωσε να κερδίσει συνεχώς μάχες κατά Γάλλων και Αρμενίων στα ανατολικά, κάτι που επηρέασε τη γενικότερη κατάσταση του πολέμου και την αξιοπιστία των ελληνικών δυνάμεων.

Υπόμνημα του Βενιζέλου
Αντιμέτωπος με την εντεινόμενη αντίσταση και την ανάγκη για αναθεώρηση της στρατηγικής, ο Βενιζέλος, τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 1920, συνέταξε ένα υπόμνημα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ. Στο υπόμνημα αυτό, πρότεινε την αναθεώρηση των όρων της συνθήκης ειρήνης.

Ο Βενιζέλος υποστήριξε την ανάγκη για περαιτέρω συνδυασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τις βρετανικές δυνάμεις και πρότεινε μια επιθετική προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα. Επιπλέον, πρότεινε την αποστολή στρατευμάτων στον Πόντο, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Μέχρι τότε, το ποντιακό ζήτημα είχε υποτιμηθεί και δεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους ειρήνης, με τη συνθήκη να προβλέπει την ένταξη των Ελλήνων του Πόντου στο ευρύτερο αρμενικό κράτος, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις και απόρριψη από τους Ποντίους.

Διεθνοποίηση Κωνσταντινούπολης και Στενών
Επιπλέον, ο Βενιζέλος πρότεινε τη διεθνοποίηση της Κωνσταντινούπολης και των στενών, με την πιθανότητα ανακήρυξης ενός ξεχωριστού κράτους. Αυτές οι προτάσεις, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν.

Πολιτικές Εξελίξεις και Αποτυχία του Σχεδίου
Η ήττα του Βενιζέλου στις επερχόμενες ελληνικές εκλογές και οι αλλαγές στην πολιτική σκηνή οδήγησαν στην εγκατάλειψη του σχεδίου. Η νέα κυβέρνηση δεν συνέχισε τις στρατηγικές που είχε προτείνει ο Βενιζέλος, γεγονός που επηρέασε την πορεία των γεγονότων στη Μικρά Ασία και τις ελληνικές διεκδικήσεις στην περιοχή.

Οκτώβριος 1920: Πολιτικές και Στρατηγικές Εξελίξεις
Ελληνοτουρκικές Στρατιωτικές Επιχειρήσεις
Τον Οκτώβριο του 1920, ο ελληνικός στρατός προχώρησε στη Μικρά Ασία, με τη στήριξη των δυτικών δυνάμεων, οι οποίες ήθελαν να επιβάλουν τη Συνθήκη των Σεβρών στην εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση. Ωστόσο, οι Δυτικοί, παρά την επιφανειακή υποστήριξή τους, προχωρούσαν και σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους νεότουρκους, γεγονός που περιόριζε την αποτελεσματικότητα της ελληνικής προώθησης. Οι πολεμικές επιχειρήσεις, που είχαν ξεκινήσει από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνέχισαν υπό τις νέες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις.

Πολιτική Κρίση και Εκλογές
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τεταμένη, με την αντιπολίτευση να απαιτεί εκλογές. Ο Βενιζέλος, υπό την πίεση αυτή, αποφάσισε να προσφύγει σε εκλογές, παρά το γεγονός ότι είχε προαναγγείλει ότι οι εκλογές θα γίνονταν μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.

Οι εκλογές οδήγησαν σε θρίαμβο της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» και του Δημήτριου Γούναρη, αν και οι ψήφοι δεν υπήρξαν υπέρ τους. Το εκλογικό σύστημα που εφαρμόστηκε ευνόησε την αντιπολίτευση, και οι νέες κυβερνήσεις παρέλαβαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις από τον Βενιζέλο.

Αποτυχία και Κρίση στον Ανατολικό Μέτωπο
Στα ανατολικά, η κατάσταση ήταν δυσάρεστη. Ο τουρκικός στρατός, με τη στήριξη των σοβιετικών, νίκησε τους Αρμένιους και τους ανάγκασε να αποκηρύξουν τη Συνθήκη των Σεβρών μέσω της Συνθήκης της Αλεξανδρούπολης/Γκιουμρί, γεγονός που είχε σοβαρές συνέπειες για την περιοχή και περιόρισε το αρμενικό κράτος.

Εξορία και Δημόσια Πίεση
Μετά την εκλογική ήττα του, ο Βενιζέλος έφυγε για το Παρίσι χωρίς να έχει εκλεγεί βουλευτής. Η νέα κυβέρνηση, εν μέσω λαϊκής πίεσης και πολιτικών αναταραχών, αποφάσισε να οργανώσει δημοψήφισμα για την επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου, κάτι που υπογράμμισε την αυξανόμενη πολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα στο εσωτερικό της χώρας.

Διεθνείς Σχέσεις και Εσωτερικές Πολιτικές Εξελίξεις
Ιταλία και Γαλλία: Αλλαγές στην Πολιτική Στήριξη
Η Ιταλία και η Γαλλία, από την αρχή, διαμαρτύρονταν για την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Ειδικότερα, η Γαλλία θεώρησε τον Κωνσταντίνο «κόκκινο πανί» και βρήκε στην επιστροφή του τη δικαιολογία που αναζητούσε για να αποδεσμευτεί από τη μεταπολεμική συμμαχία και να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία. Οι δύο χώρες, παρά την κατοχή σημαντικών εδαφών, είχαν ήδη ξεκινήσει μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους, διασφαλίζοντας ότι όλο το πολεμικό υλικό τους θα παρέμενε στα χέρια των Τούρκων.

Απειλώντας την Ελλάδα με ρήξη των σχέσεων αν ο Κωνσταντίνος επιστρέψει, οι κυβερνήσεις αυτές προσπάθησαν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, ωστόσο η νέα ελληνική κυβέρνηση αγνόησε αυτές τις προειδοποιήσεις. Στις 27 Νοεμβρίου του 1920, ο Κωνσταντίνος επανήλθε στο θρόνο μετά από δημοψήφισμα. Σε απάντηση, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία παρέδωσαν διακοινώσεις, δηλώνοντας ότι δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε, έστω και διπλωματικά, να στηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βλέποντας τον ελληνικό στρατό ως ασπίδα στα στρατηγικά της συμφέροντα στα στενά.

Κεμαλιστική Αντίσταση και Στρατηγικές Επιλογές
Στην Τουρκία, ο Κεμάλ Ατατούρκ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου, ο οποίος ήταν πρόθυμος να αποδεχτεί τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά και κατά των ξένων στρατευμάτων. Ο Κεμάλ απέφευγε επιθέσεις κατά των Ιταλών, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις του εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων.

Η κυβέρνηση Γούναρη, αναγνωρίζοντας ότι η υπόσχεση αποχώρησης των στρατευμάτων εν μέσω πολέμου θα ήταν καταστροφική, αποφάσισε, με την υποστήριξη των Άγγλων, να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου. Έτσι, κλιμάκωσαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ελπίζοντας να βάλουν τέλος στην τουρκική αντίσταση, η οποία γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή. Η τύχη των ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία ανησυχούσε ιδιαίτερα την ελληνική ηγεσία, δεδομένου του φανατισμού των κεμαλιστών, οι οποίοι είχαν δείξει επανειλημμένα ότι δεν θα φεισούν αμάχους.

Στρατηγικές Στρατιωτικές Αλλαγές
Οι νέες κυβερνήσεις έκαναν κωνσταντινικούς στρατηγούς του ελληνικού στρατού, ενώ πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν, προκαλώντας σύγχυση και προβλήματα στο στράτευμα, καθώς οι απομακρυνθέντες είχαν σημαντική εμπειρία στο πεδίο. Πολλοί από αυτούς αποχώρησαν αυτοβούλως, όπως ο Κονδύλης, ενώ η Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε σε κέντρο των αποστράτων βενιζελικών, που μέσω της "Δημοκρατικής Άμυνας" ασκούσαν κριτική στις νέες κυβερνήσεις.

Στρατηγική Αποστολή
Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν μία αποστολή: να νικήσουν τον στρατό των κεμαλιστών και να τους αναγκάσουν να αποδεχτούν τη Συνθήκη των Σεβρών. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην περιοχή και η υποστήριξη των ξένων δυνάμεων προς την τουρκική πλευρά περιέπλεκαν την κατάσταση και καθιστούσαν δύσκολη την επιτυχία της αποστολής αυτής.

Εξέλιξη των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων το 1921
Αρχές του 1921: Νίκες και Προβλήματα
Στις 28 Δεκεμβρίου 1920, ο νέος διοικητής της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας, ανακοίνωσε την επίτευξη του στρατηγικού σκοπού των ελληνικών δυνάμεων, που ήταν η απομάκρυνση των εχθρικών δυνάμεων. Οι ελληνικές μονάδες είχαν απωθήσει τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες υποχώρησαν προς το Εσκή Σεχίρ. Η ελληνική πλευρά κατέγραψε 39 νεκρούς και 138 τραυματίες, ενώ κέρδισε αιχμαλώτους και πολεμικό υλικό, συμπεριλαμβανομένου ενός αεροπλάνου που καταστράφηκε.

Ωστόσο, η ελληνική προώθηση σταμάτησε κοντά στην περιοχή Ινονού, γεγονός που επιτρέπει στον τουρκικό τύπο να διαδώσει την ιδέα της πρώτης ελληνικής ήττας. Αν και οι τουρκικοί ισχυρισμοί αντέκρουσαν από δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας "Ματαίν," το οποίο αναγνώρισε τη νίκη του ελληνικού στρατού και την υπεροχή των ελληνικών δυνάμεων.

Πρώτη Μάχη του Ινονού
Η πρώτη μάχη του Ινονού διεξήχθη από τις 6 έως τις 11 Ιανουαρίου 1921. Οι τουρκικές πηγές αναφέρουν αυτή τη μάχη ως την πρώτη ήττα των Ελλήνων, αν και δεν υπάρχουν επαρκή ντοκουμέντα που να επιβεβαιώνουν αυτό το γεγονός.

Δεύτερη Μάχη του Ινονού
Η δεύτερη μάχη του Ινονού, που διεξήχθη από τις 23 Μαρτίου έως την 1η Απριλίου 1921, είχε διαφορετική εξέλιξη. Η ελληνική πλευρά, λόγω ολιγωρίας και έλλειψης εφεδρειών, έμεινε καθυλωμένη στη θέση Αβγκίν - Κοβαλίτσα, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις είχαν οργανωθεί καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος διακοσμεί τις νικηφόρες πολεμικές σημαίες έξω από την Κουτάγια, το 1921

Η τουρκική νίκη στη δεύτερη μάχη του Ινονού ανέκοψε την ελληνική προέλαση και προκάλεσε σοβαρούς προβληματισμούς στην ελληνική ηγεσία. Αυτό οδήγησε στην απόφαση να γίνουν επιχειρήσεις για την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεαν το Εσκί Σεχίρ με την Αφιόν Καραχισάρ και το Κιουτάχεια, με σκοπό τη διακοπή των ανεφοδιασμών των τουρκικών δυνάμεων.

Διπλωματική Διάσκεψη στο Λονδίνο
Στις 8 Φεβρουαρίου 1921, συγκλήθηκε διεθνής διάσκεψη στο Λονδίνο με τη συμμετοχή των Δυνάμεων και εκπροσώπους της ελληνικής και τουρκικής πλευράς. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος και ο Τούρκος εκπρόσωπος Μπεκήρ Σαμή προσπάθησαν να βρουν μια ειρηνική λύση στην κρίση. Παρά τις αρχικές προθέσεις, η διάσκεψη διακόπηκε στις 3 Μαρτίου 1921 χωρίς να ληφθεί καμία απόφαση, με την ελληνική κυβέρνηση να προχωρά σε επιστράτευση.

Στρατιωτικές Επιχειρήσεις
Στις 10 Μαρτίου 1921, οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν νέα επιθετική ενέργεια, καταλαμβάνοντας το Αφιόν - Καραχισάρ και προχωρώντας προς το Εσκισεχίρ, όπου αντιμετώπισαν σφοδρή τουρκική αντίσταση. Παρόλο που οι Βρετανοί υποστήριζαν την Ελλάδα, αρνήθηκαν στρατιωτική βοήθεια για να μην προκαλέσουν τη Γαλλία, ενώ η Τουρκία έλαβε στήριξη από τη Σοβιετική Ένωση.

Η ελληνική κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορούσε να τηρήσει την προεκλογική δέσμευσή της για τον τερματισμό της Μικρασιατικής εκστρατείας, αποφάσισε να συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις 16 Απριλίου 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης επισκέφθηκε τη Σμύρνη, όπου είχε συνεργασία με τον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα και άλλους αξιωματούχους.

Νέα Στρατηγική
Στις 29 Μαΐου 1921, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε στρατιωτική σύσκεψη, όπου τέθηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τυπικά την αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού, αλλά η υγεία του επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.

Επίθεση και Καταλήψεις
Στις 28 Ιουνίου 1921, η ελληνική επίθεση επαναλήφθηκε από τέσσερα σημεία. Τέσσερις μεραρχίες που εξόρμησαν από την Προύσα επιτέθηκαν στους τομείς Ουσάκ, με αεροπλάνα να βομβαρδίζουν την Κιουτάχεια. Οι ελληνικές δυνάμεις έδωσαν σφοδρές μάχες για το Εσκί Σεχίρ, καταλαμβάνοντάς το στις 6 Ιουλίου 1921, και ενισχύθηκαν από δύο ακόμη μεραρχίες πεζικού και μια ταξιαρχία ιππικού. Η Μάχη του Εσκί Σεχίρ ήταν κρίσιμη για την ελληνική στρατηγική, καθώς ο κόμβος αυτός είχε στρατηγική σημασία για την προμήθεια και τη μεταφορά στρατευμάτων

Εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας
Στρατηγική Σχέδιο
Μετά από πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, η ελληνική ηγεσία αποφάσισε να συνεχίσει την προέλαση προς την Άγκυρα. Η εκστρατεία ξεκίνησε την 1 Αυγούστου 1921, με τη συμμετοχή 120.000 ανδρών από τα Α΄, Β΄ και Γ΄ Σώματα, καθώς και από την Ταξιαρχία Ιππικού, συνολικά εννέα μεραρχίες.
Λαϊκή εικόνα της εποχής που εικονίζει τη Μάχη του Σαγγάριου.

Μάχη Σαγγαρίου
Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων οδήγησε στις 8 Αυγούστου στην διάβαση του ποταμού Σαγγαρίου. Από τις 11 Αυγούστου, οι ελληνικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με σφοδρές τουρκικές αντιστάσεις. Παρά την αρχική τους επιτυχία να σπάσουν τις δύο πρώτες αμυντικές ζώνες των Τούρκων, η τρίτη και τελευταία ζώνη αποδείχθηκε δύσκολη να καταληφθεί.

Ο τουρκικός στρατός, έχοντας λάβει εντολές να μην υποχωρήσει με απειλές θανάτου, υπερασπίστηκε τις θέσεις του με λυσσαλέα αντίσταση. Χρησιμοποιώντας πολλές μονάδες ιππικού, προέβαιναν σε επιθέσεις στα μετόπισθεν του ελληνικού στρατού, πλήττοντας εφοδιοπομπές, σιδηροδρομικούς σταθμούς και νοσοκομεία.

Αντεπίθεση και Υποχώρηση
Στις 14 Αυγούστου, τρία τουρκικά συντάγματα ιππικού επιτέθηκαν στο Αρχηγείο της Στρατιάς, όπου βρίσκονταν ο Αρχιστράτηγος και ο Διάδοχος Γεώργιος. Οι ελληνικές δυνάμεις, παρά τις ηρωικές τους προσπάθειες, υπήρξαν ανίσχυρες απέναντι στην αντεπίθεση που ξεκίνησε ο τουρκικός στρατός στις 28 Αυγούστου. Τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου, η ελληνική στρατιά αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και να επιστρέψει στις θέσεις εξόρμησής της, δηλαδή σε περιοχές όπως η Νικομήδεια, το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ.

Πολιτικές και Στρατιωτικές Εξελίξεις
Παρά την ήττα αυτή, ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος αρχικά ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει, αντελήφθη την ευκαιρία να ενισχύσει τον στρατό του. Συνέχισε να οργανώνει τις δυνάμεις του, διασφαλίζοντας στρατιωτική υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση και προσελκύοντας νέους στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων Κούρδων αυτονομιστών..

Καθήλωση και Αδράνεια
Μετά την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού σε θέσεις ενεργητικής άμυνας γύρω από το Εσκί Σεχήρ, την Κιουτάχεια και το Αφιόν Καραχισάρ, η κατάσταση παρέμεινε στατική για περίπου έναν χρόνο. Οι τουρκικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, απορρίπτοντας προτάσεις των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρηνική λύση, ζητούσαν την άμεση συνθηκολόγηση και αποχώρηση της ελληνικής στρατιάς.
Οι διοικητές του Τουρκικού Στρατού.

Προετοιμασία των Τούρκων
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Τούρκοι προετοιμάστηκαν στρατηγικά για μια αντεπίθεση. Με μια μυστική συμφωνία με τη Γαλλία, γνωστή ως Συνθήκη της Αγκύρας (20 Οκτωβρίου 1921), ο Κεμάλ κατάφερε να ακυρώσει τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί νωρίτερα και που προέβλεπε την κατανομή των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τούρκοι αιχμάλωτοι σε εργασία σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, Αυγ. 1921.

Η συμφωνία αυτή έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους να αποκτήσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα, όπως και στρατιωτικό εξοπλισμό, καθώς οι Γάλλοι αποχώρησαν από την Κιλικία αφήνοντας πίσω τους άφθονο πολεμικό υλικό. Οι Τούρκοι, λοιπόν, ενισχύθηκαν σημαντικά, αποκτώντας και αεροπλάνα, γεγονός που άλλαξε τη δυναμική της στρατηγικής τους.

Αντίκτυποι στην Ελληνική Στρατηγική
Η αδράνεια αυτή στην ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό με την τουρκική προετοιμασία, περιόρισε τη δυνατότητα του ελληνικού στρατού να προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε ανησυχία και προβληματισμό στην ελληνική ηγεσία, η οποία αναζητούσε τρόπους να ανακτήσει την πρωτοβουλία και να ανακόψει την τουρκική απειλή.

Συνολικά, η χρονική αυτή περίοδος χαρακτηρίστηκε από την ανησυχία και την ανασφάλεια, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις παρέμειναν καθηλωμένες ενώ οι Τούρκοι συγκέντρωναν δυνάμεις και πόρους, προετοιμάζοντας τη γη για τη μεγάλη αντεπίθεση που θα ακολουθούσε.

Κατάρρευση του Μετώπου και Γενοκτονία - Η Μικρασιατική Καταστροφή
Υπερέκταση και Αποδυνάμωση
Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία εισήλθε σε κρίσιμο στάδιο τον Απρίλιο του 1922, όταν η Ιταλία αποφάσισε να εκκενώσει τις κτήσεις της στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Αυτή η κίνηση εξανάγκασε τον ελληνικό στρατό να αποσπάσει δυνάμεις για να καταλάβει αυτές τις περιοχές. Η κατάσταση στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία επιδεινώθηκε περαιτέρω με την παραίτηση του διοικητή της Στρατιάς, Αναστάσιου Παπούλα, τον Μάιο του 1922, λόγω διαφωνιών σχετικά με την πολιτική της κυβέρνησης, αντικαθιστώμενος από τον Γεώργιο Χατζανέστη.

Στην απουσία στρατηγικών κερδών και κάτω από συνθήκες οικονομικής αποδυνάμωσης, οι κυβερνώντες στην Ελλάδα συνειδητοποίησαν ότι ήταν αδύνατο να νικηθούν οι δυνάμεις του Κεμάλ μέσω στρατιωτικών μέτρων. Έτσι, αποφάσισαν ότι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ήταν η μόνη λύση για να αναγνωριστούν ως κυρίαρχοι της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Η επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που είχε προταθεί νωρίτερα από τον Ιωάννη Μεταξά, ορίστηκε να ξεκινήσει στις 16 Ιουλίου 1922. Παρά την υπερέκταση του στρατού, η ελληνική ηγεσία προχώρησε με τον σχεδιασμό της.

Προγραμματισμένη Επιχείρηση και Αντίκτυποι
Το σχέδιο της επιχείρησης περιλάμβανε την ταχεία κατάληψη μιας νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων με το Μπουγιούκ Τσεκμετζέ και την προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη. Η ιδέα αυτή είχε σαν στόχο να ασκήσει πίεση στους Κεμαλικούς και να επιτύχει μια ειρηνική διευθέτηση μέσω του εκβιασμού.

Ωστόσο, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις Δυνάμεις της Αντάντ είχαν επιδεινωθεί. Παρά την αρχική υποστήριξη, οι συμμάχοι, κυρίως οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, απαγόρευσαν την ελληνική εισβολή, με την αιτιολογία ότι τα συμμαχικά στρατεύματα έπρεπε να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη.

Στις 18 Ιουλίου, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, οδηγώντας σε απογοήτευση και πτώση του ηθικού των ελληνικών δυνάμεων. Η αποτυχία της επιχείρησης καθόρισε τη μετέπειτα κατεύθυνση της ελληνικής στρατηγικής, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση του ελληνικού μετώπου.
Τμήμα Ελληνικού Πεζικού στις πλαγιές του Τμώλου.

Κατάρρευση του Μετώπου
Η υπερέκταση των ελληνικών γραμμών, οι οποίες εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση χωρίς επαρκή αλληλοκάλυψη, η εξάντληση των στρατιωτών και η ενδυνάμωση των τουρκικών δυνάμεων ήταν καθοριστικοί παράγοντες για την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Ο βρετανός στρατηγός Τιμ Χάρινγκτον περιέγραψε την κατάσταση, λέγοντας ότι τα ελληνικά στρατεύματα κατέρρευσαν "σαν τραπουλόχαρτα".
Επίσκεψη του Μουσταφά Κεμάλ στην Τσαϊ. Από αριστερά προς τα δεξιά: ο αρχηγός του επιτελείου του Δυτικού Μετώπου Μιραλάϊ Ασίμ Μπέη (Γκούντζ), ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Μιρλίβα Ισμέτ Πασάς (Ινονού), άγνωστος, στρατιωτικός ακόλουθος της Σοβιετικής Ρωσίας Κ.Κ. Ζβονάρεφ, πρέσβης της Σοβιετικής Ρωσίας Σ.Ι. Αραλόφ, Μουσταφά Κεμάλ Πασάς, πρέσβης της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν Ιμπραχίμ Αμπίλοφ, διοικητής της Πρώτης Στρατιάς Μιρλίβα Αλί Ιχσάν Πασάς (Σάμπις), το πρωί της 31ης Μαρτίου 1922."

Αυτή η ξαφνική κατάρρευση οδήγησε σε μια σειρά τραγικών γεγονότων, συμπεριλαμβανομένων των γενοκτονικών επιθέσεων κατά των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών, οι οποίες κατέληξαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ιστορία αυτής της περιόδου παραμένει μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, με μνήμες που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι σήμερα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή
Στις 13 Αυγούστου 1922, οι Κεμαλικοί στρατηγοί προχώρησαν σε κύρια επίθεση κατά των ελληνικών δυνάμεων, εκμεταλλευόμενοι την αδύναμη θέση τους στο νότιο τομέα κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Δύο ημέρες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί παραπλανητική επίθεση στην περιοχή Ντερέκιοϊ, η οποία είχε αποσπάσει την προσοχή του ελληνικού στρατού.
Ούτε σε παιδιά Ελληνων επιτράπηκε να ζήσουν 


Τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά την επόμενη ημέρα, 14 Αυγούστου, η γραμμή του μετώπου διασπάστηκε. Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται, και πολλές από αυτές περικυκλώθηκαν, αναγκάζοντας τους στρατιώτες είτε να παραδοθούν και να υποστούν ταπεινωτική αιχμαλωσία είτε να υποχωρήσουν άτακτα προς τα παράλια, καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές μονάδες.
Ελληνες πόντιοι θύματα της γενοκτονίας στον Πόντο

Αντίθετα, το Γ΄ Σώμα Στρατού και η 6η Μεραρχία, που βρίσκονταν στον βόρειο τομέα του μετώπου, υποχώρησαν συντεταγμένα, καθώς δεν δέχθηκαν σοβαρή πίεση. Οι τουρκικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την Προύσα στις 24 Αυγούστου, και ανακοίνωσαν ότι ολοκλήρωσαν την πρώτη φάση των επιθετικών ενεργειών τους με την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Ουσάκ.
Ελληνίδες που τις αναγκάζουν να φύγουν 

Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση της κατάστασης, αποφάσισε την αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Χατζανέστη με τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο και διέταξε την εκκένωση της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1922, τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία, σημειώνοντας το τέλος μιας σημαντικής εποχής για την ελληνική κοινότητα στην περιοχή.
Καταστροφή της Σμύρνης

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922, οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες εισήλθαν στη Σμύρνη, σηματοδοτώντας την αρχή μιας φρικτής περιόδου. Στις 13 Σεπτεμβρίου, οι Νεότουρκοι άρχισαν να προβαίνουν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες κατά του χριστιανικού πληθυσμού, με τη γενοκτονία των Ελλήνων, η οποία είχε ξεκινήσει από το 1906 στη Θράκη, να φτάνει στο αποκορύφωμά της στη Σμύρνη.
Θύματα Ελληνες πολίτες στην καταστροφή της Σμύρνης

Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της πόλης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διαφύγουν προς το Αιγαίο. Ωστόσο, οι αδιάφορες στάσεις των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων, που τηρούσαν αυστηρή ουδετερότητα σύμφωνα με διαταγές, έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο απελπιστική. Υπήρξαν μάλιστα αναφορές για περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τους ικετεύοντες χριστιανούς που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν, συμμετέχοντας έτσι στο έγκλημα που διαπράγονταν από τους Τούρκους.
"Τούρκοι σφάζουν Χριστιανούς Έλληνες", Λίνκολν Ντέιλι Σταρ, 19 Οκτωβρίου 1917.

Αυτή η περίοδος συνέβαλε στην πλήρη αποδυνάμωση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία και στη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού δράματος που θα άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της περιοχής.
Χάρτης που δημιουργήθηκε ενόψει των εκλογών του 1920 από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η ζώνη της Σμύρνης σύμφωνα με τη συνθήκη των Σεβρών θα γινόταν μέρος της ελληνικής επικράτειας μόνο μετά από μελλοντικό δημοψήφισμα ενώ η Βόρεια Ήπειρος αν και διεκδικήθηκε δεν έγινε ποτέ τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα βρισκόταν υπό τη κατοχή της Αντάντ και δεν επρόκειτο για ελληνική επικράτεια.

Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας είχε καταστροφικές συνέπειες, οδηγώντας στην απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση περίπου 1,5 εκατομμυρίου ατόμων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, ανέφερε ότι στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες, ενώ στη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη 731.000, στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000, σύνολο 2.845.000, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού αυτών των περιοχών. Παρά την μειονότητα, οι Έλληνες κυριαρχούσαν οικονομικά και διατηρούσαν πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, με 2.177 σχολεία, 177.505 μαθητές, 4.596 δασκάλους και 2.232 εκκλησίες.
Νεκροί Ελληνες πολίτες στην Σφαγή της Σμύρνης

Οι διασωθέντες κατέφυγαν στο Βασίλειο της Ελλάδας ως πρόσφυγες, αποτελώντας τραγικά παραδείγματα μιας ανολοκλήρωτης πορείας. Σημαντικό ερώτημα παραμένει ο μεγάλος αριθμός των κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι παραμένουν αφανείς μέχρι σήμερα. Στα ερείπια της Σμύρνης, τερματίστηκε η ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία, και η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που είχε αποτελέσει τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν έναν αιώνα, ενταφιάστηκε. Αυτή η τραγική ιστορική στιγμή κατέδειξε τις συνέπειες του πολέμου και τις ανθρωπιστικές κρίσεις που μπορεί να προκύψουν από εθνοτικές και πολιτικές συγκρούσεις.


Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γιαγιά στην Καππαδοκία τραγουδά Ελληνικό παραδοσιακό (Βίντεο)

Το νέο σύγχρονο μηχάνημα συγκομιδής ελιάς έφτασε και στις Σέρρες

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος