Οσία Άννα η μετονομασθείσα Eυφημιανός, 29 Οκτωβρίου
Στολή κρυβείσαν ανδρική σεμνήν Άνναν,
Xριστός κατ’ αυτών αρρενοί των δαιμόνων.
Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.
Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.
Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.
Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο..
Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στη συνοικία των Βλαχερνών, κατά την βασιλεία του Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου, από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ονομαζόμενος Ιωάννης, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.
Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά ο εκ πατρός θείος της δεν ικανοποιήθηκε από αυτό. Ήταν ένας ερημίτης του Ολύμπου, ο οποίος είχε γνωρίσει τη φυλακή και τα βασανιστήρια για την πίστη και τον οποίον ο διωγμός κρατούσε μακριά ακόμη από την μοναξιά του.
Γιατί, της λέει, εδέσατε με την τύχη ενός ανθρώπου ένα κορίτσι που επιθυμούσε μέσα από τους αγώνες της ασκητικής ζωής να δεθεί στην υπηρεσία του Θεού; Μετά από αυτή την επίπληξη ευλόγησε την Άννα και εξαφανίσθηκε.
Πριν φύγει ανέφερε στην Άννα:
«Κόρη μου, ας είναι η ψυχή σου δυνατή και αρρενωπή, διότι πολλές είναι οι θλίψεις των δικαίων. Γνώριζε ότι πριν γεννηθεί το παιδί που φέρεις στην κοιλιά σου θα θάψεις τον σύζυγό σου!».
Πραγματικά, τον έκτο μήνα ο σύζυγός της πέθανε. Η Άννα έκλαψε, θρήνησε, στέγνωσε από λύπη. Όταν αποθήλασε το βρέφος της, το εμπιστεύθηκε σε έναν από τους θείους της για να μπορέσει από τότε να παραδοθεί στα γυμνάσματα της ασκητικής ζωής.
Αυτή τη στιγμή παρουσιάσθηκε πάλι ο ερημίτης και της είπε:
«Νάσαι δυνατή εν Κυρίω. Δείξε μου το παιδί σου».
Το εμπιστεύθηκα στον αδελφό του, απάντησε. Εφύλαξα κοντά μου μόνον το μεγαλύτερο.
Έπειτα από λίγο, του παρουσίασε και τα δύο και του λέγει κλαίοντας:
Άγιε Πάτερ, προσευχηθείτε γι’ αυτά.
«Δεν έχουν ανάγκη προσευχών», απάντησε ο γέρων.
«Δυστυχής αμαρτωλή που είμαι! Ποιο νέο κακό πρόκειται να μου αναγγείλετε ακόμη;».
«Δεν σου είπα ότι οι θλίψεις του δικαίου είναι πολλές; Πιστεύεις ότι μπορείς να αξίζεις το όνομα του δικαίου δίχως να υποφέρεις; Δεν θα είμαστε ευάρεστοι στο Θεό παρά αποδεχόμενοι γι’ Αυτόν όλους τους πόνους, όλες τις στερήσεις.».
«Όχι, όχι, όχι τα παιδιά μου! Θα ήθελε ο Θεός να μου πάρει τα παιδιά μου;», έγνεψε κλαίγοντας η Άννα.
«Εσύ το είπες. Έπειτα από λίγο καιρό θα τα πάρει και τα δυο», της αποκρίθηκε ο γέροντας.
Η Άννα, με μια υπέρτατη προσπάθεια, πνίγει τα δάκρυά της και προσφέρει μεγαλόψυχα στο Θεό τη θυσία που της ζητείται. Έπειτα αρχίζει να μοιράζει στους φτωχούς ό,τι είχε.
Όταν πέθαναν τα παιδιά της, τα έκλαψε αρκετό καιρό και αποτελείωσε να μοιράζει τα αγαθά της. Εκείνη την περίοδο ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα. Έτσι πέρασε την Προποντίδα και κατευθύνθηκε προς τον Όλυμπο, έχοντας κάτω από τα συνήθη φορέματά της ένα ανδρικό ένδυμα.
Έπειτα από λίγο συνάντησε ένα μοναχό ο οποίος δέχθηκε να της κόψη τα μαλλιά, σύμφωνα με το τυπικό του μοναχισμού που υποδηλώνει την παραίτηση από τον κόσμο. Πέταξε τα φορέματά της τα γυναικεία και χτύπησε την πόρτα του πρώτου μοναστηριού, το οποίο παρουσιάσθηκε στα μάτια της.
Όταν παρουσιάσθηκε μπρος στον ηγούμενο, σύμφωνα με τη συνήθεια έπεσε στα πόδια του για να δεχθεί την ευλογία του.
Αυτός την σήκωσε και νομίζοντάς την για ευνούχο της λέγει:
Αδελφέ μου, ποια αιτία σε οδηγεί εδώ σ’ εμάς και ποιο είναι το όνομά σου;
«Η αιτία του ερχομού μου είναι το πλήθος των αμαρτιών μου. Έρχομαι εδώ με την ελπίδα, αφού γίνω δεκτός, να ζήσω μεταξύ σας, το υπόλοιπο της ζωής μου, μέσα στην περισυλλογή και την προσευχή, για να εύρω έλεος την ημέρα της κρίσεως εμπρός στο Θεό. Ονομάζομαι Ευφημιανός.», είπε η Άννα.
Ο Ηγούμενος την δέχθηκε μεταξύ των δοκίμων του. Ο νέος καλόγερος έκαμε θαυμαστές προόδους στην ευσέβεια. Λόγω της υπακοής του, της επιμέλειας στην προσευχή και ιδίως λόγω της βαθύτατης ταπεινότητός του, έγινε ένα τέλειο παράδειγμα για τους αδελφούς.
Ο Θεός τον προίκισε με το δώρο των θαυμάτων. Έβλεπε κανείς τότε να προστρέχουν πλήθος προσώπων στο μοναστήρι των Λευκάδων, για να εκλιπαρήσουν θεραπείες σωματικές ή πνευματικές χάρες.
Πολλοί νέοι έκπληκτοι από τη θέα των αρετών του και συγκινημένοι από τις σοφές συμβουλές του, αρνούνταν τον κόσμο και ζητούσαν να γίνουν δεκτοί στο μοναστήρι. Η συρροή υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε σε λίγον καιρό δεν υπήρχε εκεί πλέον θέση.
Ένας μοναχός με χλιαρή πίστη τον μίσησε από φθόνο. Του άρεσε να τον υβρίζει σε κάθε στιγμή με χονδροειδή αστεία για τη δήθεν ιδιότητα του ευνούχου.
Η αγία Άννα, προσεκτική πάντα να κάνη το καλό, τον άφηνε να λέει και υπέμενε όλα με μια αμετάβλητη υπομονή.
Αλλά ο ψευτοκαλόγερος, έχοντας μάθει ότι μία γυναίκα της πρωτευούσης είχε εξαφανισθεί, αφού είχε μοιράσει τα πλούτη της στους πτωχούς, άρχισε να υπαινίσσεται πονηρά ότι ο ευνούχος Ευφημιανός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η γυναίκα αυτή. Έπειτα αφήνοντας τα αστεία άρχισε να διαδίδει το συμβάν σαν ένα γεγονός, πολύ πιθανό, αν μη βέβαιο.
Εξοικειώθηκε τόσο καλά με την ιδέα αυτή, ώστε κατέληξε να την πιστέψει ο ίδιος και αποφάσισε να βεβαιωθεί γι’ αυτό. Σκέφθηκε ότι κάνοντάς την να κυλίσει σε ένα γκρεμό ή σε μία χαράδρα θα κατόρθωνε λόγω της αναποφεύκτου ακαταστασίας των φορεμάτων να εισδύσει στο μυστήριο.
Εξετέλεσε το σχέδιό του, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα, γιατί αιφνιδίως έπεσε αυτός στη γη κατά το ήμισυ παράλυτος. Σηκώθηκε πάλι όπως μπόρεσε και μη τολμώντας να ξαναμπεί στο μοναστήρι έπειτα από το ωραίο αυτό κατόρθωμα, πήγε με κόπο στη χώρα του, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε σε απαγχονισμό για απόπειρα φόνου.
Η αγία Άννα έκρινε φρόνιμο, για να αφήσει στο χρόνο να ησυχάσει τα πνεύματα και να αποφύγει ένα σκάνδαλο, οπωσδήποτε δυνατό, να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Επέτυχε εύκολα από τον ηγούμενο την άδεια να αποσυρθεί για μερικά χρόνια στην μοναξιά.
Συντροφευμένη από τους αδελφούς Ευστάθιο και Νεόφυτο εισέδυσε στο όρος και έφθασε στα ύψη. Αφού συνάντησε ένα ευχάριστο μέρος, όπου υπήρχε μία πηγή, μία εκκλησία και ένας μικρός κήπος, εγκατέστησε εκεί την κατοικία της.
Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.
Μοναχοί της Κωνσταντινουπόλεως την προσκάλεσαν κοντά τους. Αυτή υπήρξε ευτυχής που πήρε αυτή την ευκαιρία για να απαλλαγή από μία κατάσταση, η οποία παρέμενε λεπτή. Έφθασε λοιπόν στις ακτές του Βοσπόρου και υπήρξε, για το Μοναστήρι που είχε το πλεονέκτημα να την κατέχει, ένα όργανο της χάριτος σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο. Μετά από το θάνατό της το μυστικό του φύλου της έγινε γνωστό.