Μινόρε μανές, Γ. Τσανάκας - Γιοβανίκας, Σμύρνη 1909
Ασπρόμαυρη φωτογραφία αγνώστου στην οποία απεικονίζεται η ορχήστρα του Ιωάννη Αλεξίου ή Γιάγκου Βλάχου ή Γιοβανίκα ή Γιοβανίκο (Μυτιλήνη 1850 - Αθήνα 1924 ή 1925), σε κάποιο γλέντι, πιθανότατα βαφτίσια, στη Σμύρνη ή στη Λέσβο, αρχές του 20ού αιώνα. Από τους μουσικούς της ορχήστρας, η οποία αποτελείται από δύο βιολιά, τσέλο, κλαρίνο και τρομπέτα, έχουν ταυτοποιηθεί μόνο ο Γιάγκος Αλεξίου (δεξιά με το βιολί) και ο αδερφός του, Πέτρος Αλεξίου (αριστερά με την τρομπέτα). Από το Εικονικό Μουσείο Αρχείου Κουνάδη
Στα αρχαία Ελληνικά η λέξη Μανέ(ρως) ήταν ο θλιβερός ήχος ή η ερωτική θρηνωδία, όπως υποστηρίζει ο Γεώργιος Φαίδρου, Σμυρνέικος μανές (Σμύρνη 1881, βιβλίο Πραγματεία).
Ολοι οι αμανέδες έχουν ένα περίτεχνο παθητικό διάλογο μεταξύ δεξιοτέχνη τραγουδιστή και οργάνων, μετά καταλήγουν σε γρήγορο και κάπως χαρούμενο οργανικό φινάλε.
“πνοή πλέον δεν μ΄άφησες και στη φωτιά ν΄αντέξω”
Από το 1936 η λογοκρισία του Μεταξά αλλάζει υποχρεωτικά τα θέματα και τους στίχους πολλών τραγουδιών που πάνε για ηχογράφηση, επιτρέποντας μόνο να μιλούν για αγάπη, χωρισμό, κρασί…
Επίσης στο πλαίσιο του “εξευρωπαϊσμού” της μουσικής, απογυμνώνονται τα οργανικά μέρη από τα ανατολίτικα στολίδια και τσακίσματα (“τα αμαρτωλά μπεμόλια”) ώστε να γίνουν πιο μικρά και να χωρέσουν στις εγγραφές δίσκων 78 στροφών που διαρκούν μόλις 3′ λεπτά και κάτι.
Με το άνοιγμα των δισκογραφικών εταιρειών και την εμπορευματοποίηση των τραγουδιών αναπτύσσεται και ο επαγγελματισμός των μουσικών που παίζουν στα μαγαζιά και στις αίθουσες φωνοληψίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όποιος μουσικοσυνθέτης έπαιρνε την κύρια και υπεύθυνη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της εταιρείας, έγραφε σε δίσκους περισσότερα τραγούδια στο όνομα του, ενώ άλλοι ομότεχνοι συνάδελφοι του, για να καταφέρουν να περάσουν ένα δυό τραγούδια τους, έκαναν πολλούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Απόσπασμα από τη μελέτη του Βασίλη Πετρόχειλου με τίτλο Μουσική και Μουσικοί από τη Σμύρνη (Μικρασιατικά Χρονικά Τόμος 24ος)
Το Μινόρε μανές, Γ. Τσανάκας - Γιοβανίκας, Σμύρνη 1909 είναι μάλλον η πρώτη εκδοχή του περίφημου Σμυρνέικου Μινόρε ή Μινόρε Μανέ ή Μινόρε της αυγής που υπήρξε ο πιο αγαπημένος των Ελλήνων της Σμύρνης,
Φωνογραφήθηκε το 1909, στη Σμύρνη. Ερμηνεύει εκπληκτικά ο Γ. Τσανάκας με τη συνοδεία της ΣΜΥΡΝΑΙΪΚΗΣ ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑΣ. Βιολί παίζει ο δημιουργός και πρώτος εκτελεστής του τραγουδιού Γιάννης Αλεξίου ή Γιοβανίκας (Γαλάτσι Ρουμανίας 1850, Μυτιλήνη 1925), ο οποίος θεωρείται ως ο πρωτεργάτης του σμυρνέικου ρεμπέτικου.
Smirneiko Mnore, G. Tsanakas, Yovanikas.
ΣΜΥΡΝΑΙΪΚΗ ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑ
Στη συνέχεια το ίδιο τραγούδι ηχογραφεί στην Κωνσταντινούπολη το 1911 ο Λευτέρης Μελεμενλής και στη Νέα Υόρκη το 1919 η Μαρίκα Παπαγκίκα με διαφορετικούς στίχους, κάνοντας το όμως διάσημο. Το χαρακτηριστικο τους είναι ότι και στις δύο αυτές εκτελέσεις ο Σμυρνέικος μανές τελειώνει με βάλς.
O Σμυρνέικος μανές ήταν ο διασημότερος και πλέον διαδεδομένος μανές από τους 5 αγαπημένους των Ελλήνων της Σμύρνης. Οι άλλοι 4 ήταν: Τζιβαέρι, Ταμπαχανιώτικος, Μπουρνοβαλιός και το Ανταμαμάν ή Γαλατά.
Το τραγούδι αυτό, που η πρώτη του εκδοχή, κατά πάσα πιθανότητα, είναι αυτή και έχει τη μακροβιότερη ιστορία από οποιοδήποτε άλλο, αφού διαχέεται και διασχίζει το ρεμπέτικο σε όλες τις φάσεις δημιουργίας, εντός και εκτός Ελλάδας. Πέρασε στη δισκογραφία δεκάδες φορές, είτε στην αρχική του μορφή, είτε σε διάφορες παραλλαγές και επηρέασε πολλούς από τους μεγάλους συνθέτες του ρεμπέτικου, μεταξύ άλλων και τον Σπύρο Περιστέρη, ο οποίος σε συνεργασία με τον Μίνωα Μάτσα γραφει το 1946 το Μινόρε της αυγής. Μια ακόμη σημαντική εξέλιξη αυτού του τραγουδιού-μήτρας το οποίο υπήρξε πηγή έμπνευσης και επιρροής για το ελληνικό τραγούδι ακόμα και μετά το 1960.”
Αλεξίου Γιάννης
Γιάννης Αλέξιου ή Γιοβανίκας (1850-1925)
Θεωρείται από τους κορυφαίους δεξιοτέχνες του βιολιού. Γεννημένος το 1850 στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, έζησε στη Μυτιλήνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, και συχνά περιόδευε στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Γιοβανίκας, όπως και ο αδερφος του είχε την κλασσική εκπαίδευση, την μουσική κουλτούρα και ήξερε πολλά κι από την παραδοσιακή-λαϊκή μουσική.
Ενώ σκληρά δε μ' αγαπάς, γιατί πλέον δεν παύεις, ωχ
Γιατί πλέον δεν παύεις, μόνο μου δίνεις βάσανα και το κορμί μου καύεις, αχ
Στις αρχές του 20ου αιώνα καταγράφεται στην δισκογραφία ως δημιουργία του, το περίφημο Σμυρναίικο μινόρε ή Μινόρε μανές ή Μινόρε της αυγής, του σπουδαιότερου τραγουδιού που χάραξε την πορεία του ρεμπέτικου τραγουδιού, διατρέχοντάς την για πολλά χρόνια. Στο Σμυρναίικο μινόρε ο μανές τελείωνε με ένα ορχηστρικό βαλς, που έγινε γνωστό σαν "Σμυρναίικο βαλς" και περιλήφθηκε στα "Ερωτικά της Σμύρνης" με την Εστουντιαντίνα Ν.Ιωνίας. Συμμετείχε σε δεκάδες ηχογραφήσεις τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Ο μεγάλος αυτός δεξιοτέχνης του βιολιού αναφέρεται στις αθηναϊκές εφημερίδες της περιόδου 1886-1893 με διάφορες παραλλαγές του ονόματός του (Γιοβανίκας, Γιοβανίκος, Γιοβανάκης, Γιοβανέλης). Μετά την μικρασιατική καταστροφή ήρθε στην Αθήνα και πέθανε το 1925 στην Μυτιλήνη.
Αν μ΄αγαπά κι είν΄όνειρο ποτέ ας μην ξυπνήσω,
με τη γλυκειά τη χαραυγή Θεέ μου ας ξεψυχήσω
Η εκτέλεση της Παπαγκίκα αλλά και η εκτέλεση του Μενεμενλή τελειώνουν με ένα ορχηστρικό βαλς, που έγινε γνωστό σαν «Σμυρναίικο βαλς» και περιλήφθηκε στα «Ερωτικά της Σμύρνης» με την Εστουδιαντίνα Ν. Ιωνίας Βόλου και στο βιολί τον δεξιοτέχνη Κυριάκο Γκουβέντα. Είναι η ρώσικη μελωδία, γνωστή και ως ρωσικό (Κλέζμερ) παραδοσιακό βαλς, με τίτλο Ozhidanie (βαλς της προσμονής). Κλέζμερ είναι η μουσική παράδοση των Ασκενάζυ Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης.