Άγιος Ερμινίγγελδος, 1 Νοεμβρίου
Ἑρμηνίγγελδος ἐκπλυθεὶς βαφὴν πλάνης,
Σφαγὴν ὑποστάς, βάπτεται λύθρου κόχλῳ.
Ο Άγιος Ερμινίγγελδος, Hermenegild ή Ermengild, ισπανικά: San Hermenegildo, λατινικά: Hermenegildus, από το γοτθικό *Airmana-gild = "τεράστιος φόρος υποτέλειας" (απεβ. στις 13 Απριλίου 585), ήταν γιος του βασιλιά Λιουβιγγέλδος του Βησιγοτθικού βασιλείου στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη νότια Γαλλία. Περιήλθε σε ρήξη με τον πατέρα του το 579 και στη συνέχεια εξεγέρθηκε τον επόμενο χρόνο. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσής του μεταστράφηκε από τον Αρειανισμό στον Καθολικισμό. Ο Ερμινίγγελδος ηττήθηκε το 584 και εξορίστηκε. Το τέλος του θεωρήθηκε αργότερα ως μαρτύριο, λόγω της επιρροής των Διαλόγων του πάπα Γρηγορίου Α΄, ο οποίος απεικόνισε τον Ερμινίγγελδος ως "Καθολικό μάρτυρα που επαναστάτησε ενάντια στην τυραννία ενός Αρειανού πατέρα".
Η Βάπτιση του Αγίου Ερμινίγγελδος, που αποδίδεται στον Γκουερτσίνο, 17ος αι.
Ο Βασιλιάς αυτός και όλο το έθνος του, είχαν προσχωρήσει στην αίρεση του Αρείου. Ο Ερμινίγγελδος όμως, διδάχτηκε την ορθόδοξη πίστη από τον επίσκοπο Λέανδρο, σε ένα ταξίδι του.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, έγινε γνωστό ότι είχε απαρνηθεί τον Αρειανισμό και είχε γίνει χριστιανός. Αυτό στεναχώρησε τον πατέρα του, ο οποίος προσπάθησε να τον μεταπείσει με παρακάλια και απειλές. Όταν δεν κατόρθωσε τίποτα, τον κατήγγειλε ο ίδιος ως Χριστιανό και έτσι τον φυλάκισαν. Ο Ερμινίγγελδος παρότι βασανίστηκε πολύ, παρέμεινε πιστός στον Κύριο. Έτσι διατάχθηκε ο θάνατός του. Στρατιώτες μπήκαν στο κελί του και τον θανάτωσαν γονατιστό όπως προσευχόταν περί το 585 μ.Χ.
Γάμος με την Ίνγκουντ
Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Λιουβιγγέλδος (Λιουβιγγέλδος) και της πρώτης συζύγου του. Ήταν αδελφός του Ρέκαρεντ Α΄ (Reccared I) και μεγάλωσε ως Αρειανός. Ο Λιουβιγγέλδος έκανε τους γιους του συν-αντιβασιλείς.
Το 579 νυμφεύτηκε την Ίνγκουντ / Ινγούνδη, την κόρη του Φράγκου βασιλιά Σιγηβέρτου Α΄ της Αυστρασίας που ήταν καθολικός. Η μητέρα της ήταν η Βησιγότθα πριγκίπισσα Μπρουνχίλντα της Αυστρασίας. Η δωδεκάχρονη Ίνγκουντ πιέστηκε από τη θετή μητέρα του Ερμινίγγελδος, Γκοϊσβίνθα, να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις της, αλλά έμεινε σταθερή στην πίστη της.
Ο Λιουβιγγέλδος έστειλε τον Ερμινίγγελδος στον νότο για να κυβερνήσει για λογαριασμό του. Εκεί, βρέθηκε υπό την επιρροή του Λέανδρου της Σεβίλλης, του μεγαλύτερου αδελφού του Ισιδώρου της Σεβίλλης. Ο Ερμινίγγελδος προσηλυτίστηκε στον Χαλκηδονικό (Ορθόδοξο) Χριστιανισμό. Η οικογένειά του ζήτησε να επιστρέψει στον Αρειανισμό, αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Περίπου τότε, οδήγησε μία εξέγερση εναντίον τού Λιουβιγγέλδος. Οι σύγχρονες μαρτυρίες το αποδίδουν αυτό στην πολιτική, και όχι κυρίως στις θρησκευτικές διαφορές. Ζήτησε τη βοήθεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά ασχολήθηκε με την άμυνα της από εδαφικές επιδρομές της αυτοκρατορίας των Σασανιδών. Για ένα διάστημα, ο Ερμινίγγελδος είχε την υποστήριξη των Σουηβών, οι οποίοι είχαν ηττηθεί από τον Λιουβιγγέλδος το 579, αλλά τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν για άλλη μία φορά το 583.
Ο Ερμινίγγελδος κατέφυγε στη Σεβίλλη και όταν η πόλη έπεσε μετά από πολιορκία το 584, πήγε στην Κόρδοβα. Αφού ο Λιουβιγγέλδος πλήρωσε 30.000 κομμάτια χρυσού, οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν και πήραν μαζί τους την Ίνγκουντ και τον γιο της.
Ο Ερμινίγγελδος αναζήτησε ένα ιερό σε μία εκκλησία. Ο Λιουβιγγέλδος δεν θα παραβίαζε το ιερό. Έστειλε τον Ρέκαρεντ μέσα, για να μιλήσει με τον Ερμινίγγελδος και να προσφέρει ειρήνη. Αυτό έγινε αποδεκτό και επήλθε ειρήνη για κάποιο χρονικό διάστημα.
Φυλάκιση και το τέλος
Ο Γκοϊσβίνθα, ωστόσο, έφερε μία άλλη αποξένωση μέσα στην οικογένεια. Ο Ερμινίγγελδος φυλακίστηκε στην Ταραγόνα ή στο Τολέδο. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στον πύργο της Σεβίλλης, ένας Αρειανός επίσκοπος στάλθηκε στον Ερμινίγγελδος για το Πάσχα, αλλά δεν δεχόταν την Ευχαριστία από αυτόν. Ο βασιλιάς Λιουβιγγέλδος διέταξε να τον αποκεφαλίσουν: εκτελέστηκε στις 13 Απριλίου 585.
Είχε έναν γιο από τη σύζυγό του, τον Αθάναγκιλντ (Athanagild), που ονομάστηκε από τον εκ μητέρων προπάππο του, βασιλιά Aθάναγκιλντ. Και οι δύο προσπάθησαν να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη μετά την εκτέλεσή του, αλλά τους το αρνήθηκαν, ενώ βρίσκονταν ήδη στη Σικελία. Στη συνέχεια επέστρεψαν στο Φραγκικό Βασίλειο, όπου ο γιος παρέμεινε υπό την επιμέλεια της μητέρας του και τής μητέρας αυτής Μπρουχίλντας.
Καταγωγή
Σύμφωνα με το Χρονικό του 9ου αι. του Aλφόνσο Γ΄, ο Έρβιγκ (Erwig) ήταν γιος τού Αρδαβάστ (Ardabast), ο οποίος είχε ταξιδεύσει από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην Ισπανία την εποχή του Χιντάσουινθ (Chindasuinth) και νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χιντάσουινθ, Γκόντα (Goda). Ο Αρδαβάστ (ή Αρτάβασδος), ήταν πιθανότατα Αρμένιος ή Πέρσης χριστιανός εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη ή στη βυζαντινή Αφρική. Στην Ισπανία τον έκαναν κόμη.
Ο Ισπανός γενεαολόγος του 17ου αι. Λούις Μπαρτολομέ ντε Σαλάζαρ υ Κάστρο, ονομάζει τον πατέρα τού Αρδαβάστ ως Αθάναγκιλντ, γιο του Αγίου Ερμινίγγελδος και της Ίνγκουντ, και τη μητέρα του ως Φλαβία Ιουλιανή, κόρη του Πέτρου κουροπαλάτη και ανιψιά τού Αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Αυτή η αυτοκρατορική σύνδεση αμφισβητείται από τον Κριστιάν Σετιπάνι, ο οποίος λέει ότι η μόνη πηγή για τον γάμο του Aθάναγκιλντ με τη Φλαβία Ιουλία είναι ο Χοσέ Πεγίθερ (José Pellicer), για τον οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πλαστογράφος