Το Διοικητικό Συμβούλιο της «Τραπέζης της Ανατολής» στην Αθήνα αποφάσισε την ίδρυση τραπεζικού πρακτορείου στην πόλη των Σερρών, 2 Νοεμβρίου 1909
Η σημασία αυτής της κίνησης είναι προφανής: επιλέγοντας έναν τοπικό τραπεζίτη για να διευθύνει το πρακτορείο, η Τράπεζα κερδίζει έδαφος απέναντι στον ανταγωνιστή της, καθώς ο Σταμούλης γνώριζε ήδη πρόσωπα και καταστάσεις και είχε εμπειρία σε ανάλογες εργασίες. Ο διορισμός του Σταμούλη έγινε με την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε τις προσωπικές του δραστηριότητες ως τραπεζίτης και έμπορος. Συνδιευθυντής διορίστηκε ο Δ. Γκίνης, ο οποίος ήταν εντεταλμένος της διεύθυνσης και ταμίας του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης, ένα πρόσωπο έμπιστο στο οποίο είχαν ανατεθεί πολλές λεπτές υποθέσεις.
Τη θέση του Γκίνη πήρε ο Ί. Καπέτης, ο οποίος αργότερα έγινε ταμίας της Εθνικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Ο Σταμούλης αποδέχθηκε τον διορισμό και άρχισε άμεσα, σε συνεργασία με το υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης, να συντάσσει πιστωτικούς καταλόγους, ώστε από την αρχή του 1910 το πρακτορείο να ξεκινήσει τις πιστοδοτήσεις του. Λίγο καιρό αργότερα, η Τράπεζα ίδρυσε πρακτορείο και στο Ζαγκάζικ της Αιγύπτου, ενόψει της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της.
Η ταυτόχρονη ίδρυση υποκαταστημάτων των δύο ελληνικών τραπεζών στις Σέρρες προκάλεσε την περιέργεια και τη δυσπιστία του μουτεσαρίφη, του διοικητή του σαντζακιού Σερρών, ο οποίος «δεν μπορούσε να καταλάβει πώς σε μια περιοχή με ελάχιστη τραπεζική εργασία, εσπευσαν να εγκατασταθούν δύο ελληνικές τράπεζες».
Ό μουτεσαρίφης έσπευσε να απευθύνει στον βαλή, τόν διοικητή τού βιλαετιού, το ακόλουθο έγγραφο:
«Πληροφορούμαι ότι τά εσχάτως εν τή πόλει μας ίδρυθέντα 'Υποκαταστήματα τών εν Άθήναις έχουσών τάς έδρας των ελληνικών Τραπεζών ’Ανατολής καί ’Αθηνών, έξυπηρετοΰσι καθαρώς εθνικούς σκοπούς ερχόμενα εις συγχρωτισμόν καί συνεννοούμενα μετά τών επίσης παρομοίους σκοπούς έπιδιωκόντων περιοδευόντων πρακτόρων ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών. Έφ’ ώ καί ήναγκάσθην εσχάτως ν’ απελάσω εντεύθεν ένα τοιούτον περιοδεύ- οντα πράκτορα. ’Εκτός δέ τούτου αί ρηθεϊσαι Τράπεζαι συντελοΰσιν δχι πρός τήν τού τόπου ώφέλειαν, άλλά φυγάδευσιν τού χρήματος εις τό εξωτερικόν. Έφ’ ώ συνιστώ όπως γίνωσι τά δέοντα διαβήματα καί κατηχηθή καταλλήλως ό λαός ϊνα άπόσχη πάσης οίασδήποτε μετά τών Τραπεζών τούτων συναλλαγής, άναγκασθώσι δέ οΰτω όσον τάχιον νά άπομακρυνθώσιν εντεύθεν»