Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος, 9 Νοεμβρίου
Ἵπποις Ὀνησιφόρε πρὸς Θεὸν τρέχων,
Ἔχεις συνιππεύοντα καὶ τὸν ἱκέτην.
Νύσσης οὐρανίης ἐπέβητ᾿ ἐνάτῃ ὦ ἀθληταί.
Οι Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος έζησαν, και πέθαναν βαπτισμένοι στα αίματα τους, κατά το διωγμό του Διοκλητιανού. Και οι δύο υπηρετούσαν σε διάφορα φιλανθρωπικά έργα της Εκκλησίας. Συγχρόνως, άνηκαν στην ομάδα που ανίχνευε κατά τη διάρκεια της νύκτας και ανεύρισκε σώματα μαρτύρων, που ρίχνονταν στις χαράδρες. Τα μάζευαν και τα παρέδιδαν να ταφούν με την αρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, όμως, τους ανακάλυψαν και τους συνέλαβαν. Κατόπιν τους εξεβίασαν να αρνηθούν την πίστη τους. Αλλά εκείνοι έμειναν σταθεροί στην ομολογία της αγίας πίστης στο Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις απειλές και τα επικείμενα μαρτύρια. Τους έδεσαν, λοιπόν, πίσω από άγρια άλογα, τα οποία τους έσυραν με δυνατό καλπασμό, μέσα από αγκάθια και πέτρες. Όταν τα άλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετά από αρκετές ώρες δρόμου, τα σώματα των μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στο αίμα. Και όπως αναφέρει η Αποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναῖκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ» (Αποκάλυψη Ιωάννου, ιζ'- 6). Είδα δηλαδή τη γυναίκα, που είναι η διεφθαρμένη ειδωλολατρική κοινωνία, να μεθάει από το αίμα των χριστιανών, που καταδίωκε, και από το αίμα των μαρτύρων του Ιησού. Άλλα ο Θεός «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς» (Αποκάλυψη Ιωάννου, ιθ'- 2). Έπειτα, όμως, ο Θεός, έκρινε και καταδίκασε την πόρνη, τη νοητή Βαβυλώνα, και εκδικήθηκε το αίμα των δούλων του, που χύθηκε από τα χέρια της.