Όσιος Αντώνιος ο Νέος, 1 Δεκεμβρίου

 Oρών προς Aντώνιον ούτος τον Mέγαν,
Kαι τοις τρόποις όμοιος ασκών ωράθη.

Για τον Όσιο Αντώνιο αναφέρει ο Ευεργετινός, ότι έγινε μοναχός και ζούσε ζωή ασκητική. Για να ασκηθεί όμως περισσότερο, άφησε τον ησυχαστικό βίο και πήγε σε μια κοινοβιακή Μονή στην Κίο της Βιθυνίας και υποτάχθηκε στον ηγούμενο, δουλεύοντας τις πιο σκληρές δουλειές της Μονής.

Αφού έδειξε πολλή υπακοή και υπομονή και έγινε υπόδειγμα ασκητικής ταπεινοφροσύνης, απεβίωσε ειρηνικά.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει χαρακτηριστικά στον Συναξαριστή του:

«Περί του Oσίου τούτου Aντωνίου του Nέου ταύτα γράφεται παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 199. Δηλαδή ότι αυτός έχων πρότερον εξουσίαν αρχοντικήν, ύστερον έγινε Mοναχός. Kαι ζήσας εν ησυχία χρόνους πολλούς, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Aναγινώσκωντας δε μίαν φοράν τον περί υπακοής λόγον Iωάννου του Kλίμακος, ευρήκεν εις το τέλος τα λόγια ταύτα. «Όστις καθ’ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν, και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός ων, ακόπως προς Xριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Kοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Kίον, την εν τη επαρχία των Bιθυνών ευρισκομένην.

Δεχθείς δε από τον Hγούμενον του Kοινοβίου, πρώτον μεν εδιωρίσθη να υπηρετή εις την Eκκλησίαν. Bαρυτάτη γαρ αύτη η υπηρεσία εστί. Kαι επιμείνας εις αυτήν καιρόν τινα, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. O δε Hγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον πρωτοεργάτην των αμπελώνων, διά να κλαδεύη αυτάς. Eπειδή όμως ήτον άπειρος από την τοιαύτην υπηρεσίαν, διά τούτο πολλαίς φοραίς έκοπτε τους δακτύλους των χειρών του. Προσμείνας δε εις το διακόνημα αυτό έως εις τον καιρόν της σκαφής, και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον εδόθη εις το να δουλεύη εν τω τραπεζαρείω. Kατεξεσχίσθησαν δε τα φορέματά του, και κατετρίβησαν τα υποδήματά του. Όθεν υπό του κρύου επήγνυτο ο αοίδιμος, και τα ποδάριά του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. O γαρ Hγούμενος δεν έδιδεν αυτώ, ούτε ιμάτια, ούτε υποδήματα, δοκιμάζωντας την υπομονήν του.

Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος διά την μεγάλην αυτού εν τω Kοινοβίω υπομονήν, και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του. «Ίδε Kύριε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Όθεν εν μιά νυκτί, βλέπει εις τον ύπνον του ένα άνδρα ένδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Kαι εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής, ήτον όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του. Eις δε το δεξιόν, ήτον η αξίνη με την οποίαν εξερρίζονε τα άγρια χορτάρια των χωραφίων του Kοινοβίου. Όθεν βαρύνασα η αξίνη το μέρος εκείνο της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Tότε ο θαυμαστός εκείνος ανήρ είπεν εις τον Aντώνιον. Iδού εδέχθη ο Kύριος τους κόπους σου, και συνεχώρησε τας αμαρτίας σου.

Bλέπων δε και ο Hγούμενος την εις τόσους χρόνους υπομονήν του, και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Kοινοβίου, επροσκάλεσεν αυτόν κατ’ ιδίαν και λέγει του. O Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, διά τας ψυχάς οπού ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και κατά Θεόν πολιτείαν σου. Eπειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί, δεν ωφελήθησαν απ’ άλλο τι τόσον πολλά, όσον από την εδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν. Όθεν έδωκεν αυτώ φορέματα και υποδήματα, και ό,τι άλλο ήτον χρειαζόμενον. Kαι εις το εξής ό,τι πράγμα έβλεπεν ο Hγούμενος ότι χρειάζεται, επήγαινε κρυφίως και το απόθετεν εις τον τόπον της κλίνης του. O δε Aντώνιος γυρίζωντας εις την κλίνην του το εύρισκε και το εμεταχειρίζετο εις την χρείαν του σώματος».

Ο δούλος του Θεού Αντώνιος γεννήθηκε το 785 στο Φωσάτον, κωμόπολη πλησίον των Ιεροσλύμων. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε τοόνομα Ιωάννης και οι ευλαβείς γονείς του τον έβαλαν, παιδί ακόμη, να υπηρετεί έναν αναχωρητή που εγκαταβίωνε στο βουνό. Ο αναχωρητής προανήγγειλε  στο νεαρό παιδία ότι θα είχε λαμπρό μέλλον στον κόσμο και ότι θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως μοναχός. Μετά τον θάνατο των γονέων του, ο νεαρός Ιωάννης εγκαταστάθηκε στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας· εκεί τον διέκρινε ο πατρίκιος του βυζαντινού στόλου και τον πήρε στην υπήρεσία του. Η εξέλιξή του στην ιεραρχία υπήρξε γρήγορη και λαμπρή και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ (820-829) τον τοποθέτησε διοικητή  του Θέματος των Κιβυραιωτών. 

Περιβεβλημένος δόξα και τιμές, ο Ιωάννης επιθυμούσε να νυμφευθεί, ο ερημίτης όμως του έστειλε έναν απεσταλμένο για να του υπενθυμίσει τα όσα του είχε προαναγγείλει. Ο Ιωάννης υπάκουσε στην βούληση του Θεού· διοργάνωσε ένα μεγάλο δείπνο, οι καλεσμένοι του μέθυσαν και εκείνος δίχως να τον πάρουν είδηση διέφυγε με τον υπηρέτη του Θεόδωρο. Ένας στυλίτης, ο Ευστράτιος, τους έκειρε και τους δύο μοναχούς και ενδύθηκαν το αγγελικό Σχήμα λαμβάνοντας τα ονόματα Αντώνιος και Σάββας. Ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι και διέσχισαν την  Μικρά Ασία για να διαφύγουν τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα που τους αναζητούσαν. Τέλος, ο Αντώνιος εγκαταστάθηκε σ' ένα  ερημικό κελί στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όχι πολύ μακριά από την Μονή των Ευνούχων, και τέθηκε υπό την πνευματική καθοδήγηση του Ιακώβου, οσίου και αυστηρού ερημίτη, πρώην επισκόπου Αγχιάλου. Ο Αντώνιος κατηγορήθηκε άδικα στον αυτοκράτορα Θεόφιλο για καταχρήσεις που έγιναν όσο ήταν ακόμη διοικητής, και πέρασε αρκετούς μήνες στην φυλακή. Όταν αποφυλακίσθηκε, επέστρεψε στον Όλυμπο  της Βιθυνίας και παρευρέθη στις τελευταίες στιγμές του πνευματικού του πατρός. Μετά την κοίμηση του Ιακώβου, ο Αντώνιος εγκαταστάθηκε αλλού, σ' ένα κελλί μαζί με τον Σάββα, τον πρώην υπηρέτη του. 

Αν και είχε αποκτήσει πνευματική εμπειρία από τους πολυετείς ασκητικούς αγώνες του ερημιτικού βίου, διαβάζοντας μια ημέρα τα λόγια του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: ὅστις καθ' ησυχίαν καθήμενος, ἐπέγνω τήν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καί ἀπέλθών πέπρακεν ἑαυτόν ὑπακοῇ, οὖτις τυφλός ὤν, ἀκόπως πρός Χριστόν ἀνέβλεψεν", ο άγιος Αντώνιος απεφάσισε να υποταγείστον κοινοβιακό βίο ώστε να δρέψει τους καρπούς της υπακοής. Απέκρυψε την ταυτότητά του και την αρχοντική του καταγωγή και έγινε δεκτός στην Μονή της Κίου της Βιθυνίας. Εκεί με ζήλο μεγαλύτερο από εκείνον των νέων μοναχών, ανέλαβε τα πλέον ταπεινά και κοπιαστικά διακονήματα, στο μαγειρείο και στον αμπελώνα. Δοκιμάσθηκε σκληρά από τον ηγούμενό του· τα ενδύματά του ήταν κουρελιασμένα και τα υποδήματά του τρύπια, υπηρετούσε όμως όλους τους αδελφούς με υπομονή δίχως να μεμψιμοιρεί , αναμένοντας από τον Θεό παρηγορία και ανταμοιβή στο πέρας των αγώνων του. Μια νύχτα είδε σε ενύπνιο έναν άνδρα ένδοξο που κρατούσε στο χέρι του μια ζυγαριά. Στην αριστερή μεριά ήταν όλα τα αμαρτήματα που είχε διαπράξει ο Αντώνιος από την νεότητά του, στην δεξιά μεριά ήταν η αξίνα με την οποία ο άγιος ξερίζωνε τα αγριόχορτα στον κήπο του κοινοβίου. Η ζυγαριά έκλινεπρος την δεξιά μεριά και ο άνδρας του είπε: "Ιδού εδέχθη ο Κύριος τους κόπους σου και συγχωρέθηκαν τα αμαρτήματά του". 

Μετά την κοίμηση του ηγουμένου Ιγνατίου ο Αντώνιος επέστρεψε στο κελλί του στο Πάνδημου του Ολύμπου και έζησε ως αναχωρητής μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεοφίλου, για να αποφύγει τον άγριο διωγμό που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας κατά των ομολογητών των ιερών εικόνων. Μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την αναστήλωση των εικόνων(843), οι μοναχοί μπορούσαν πλέον να επανακάμψουν στα μοναστήρια τους και ο Αντώνιος έγινε δεκτός στη Μονή Ηρακλείου στον Όλυμπο, από τον ηγούμενό της Μακάριο. Οι συμμοναστές του του συμπεριφέρονταν με σεβασμό και τιμή, ενώ εκείνος αποζητούσε την περιφρόνηση, τον χλευασμό και κάθε είδους δοκιμασίες· για τον λόγο αυτό, ο διάπυρος δούλος του Θεούζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην ησυχία. Ο ηγούμενος ωστόσο τον έστειλε στους Άγιους Πάντες, μετόχι της Μονής στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατά τρόπο παράδοξο ο Αντώνιος βρήκε την ησυχία που ποθούσε. Ήταν σαν να μετέφερε ο άγιος την έρημο μέσα στην καρδιά της πόλεως. Έζησε επτά χρόνια απολύτως έγκλειστος και κατόπιν συγκατατέθηκε  να δέχεται επισκέπτες και να πηγαίνει ο ίδιος σε άλλους μοναχούς της περιοχής για να συνομιλεί μαζί τους περί των θείων πραγμάτων. Κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να αποφεύγει τον έπαινο των ανθρώπων, ο Θεός όμως τον αξίωσε να επιτελεί πολλά θαύματα. Θεράπευσε τον ξακουστό στρατηγό πατρίκιο Πετρωνά, αδελφό της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ο οποίος έγινε πνευματικό του τέκνο. Ακολουθώντας την συμβουλή του Αντωνίου, ο Πετρωνάς έδωσε την μάχη του Ποσόν. και κατήγαγε λαμπρή και περίτρανη νίκη κατά των στρατευμάτων των Αράβων (3 Σεπτεμβρίου 863), κατά την διάρκεια της οποίας βρήκε τον  θάνατο ο εμίρης της Μελιτινής Ομάρ, μέγας εχθρός του Βυζαντίου. Ο γενναίος στρατηγός έγινε θριαμβευτικά δεκτός στην Βασιλεύουσα, και μη θέλοντας να αποχωριστεί πλέον τον γέροντα ασκητή, τον εγκατέστησε στην οικία του, ώστε να επωφελείται ανά πάσα στιγμή από τους λόγους του και από την οσιακή του παρουσία. 

Αργότερα, ο άγιος Αντώνιος σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, καταβεβλημένος από τους ασκητικούς αγώνες, ασθένησε και και αποσύρθηκε σε μια μονή της Βασιλεύουσας. Ο Πετρωνάς έτρεξε να τον συναντήσει και με δάκρυα παρεκάλεσε τον Κύριο να τον πάρει κι εκείνον από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί με τον πνευματικό του πατέρα. Επιστρέφοντας στην οικία του έπεσε άρρωστος και ξεψύχησαν και οι δύο την ίδια στιγμή. Ο όσιος μετέστη στον χορό των αγίων, παίρνοντας μαζί του την ψυχή του πνευματικού τέκνου του, αιτούμενος υπέρ αυτής μετά παρρησίας, το έλεος του Κυρίου (865).                

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος