Αγία Λουκία η παρθένος, 13 Δεκεμβρίου
Ὡς Παρθένος μέν, ἓν στέφος ἡ Λουκία.
Ὡς δ' ἐκ ξίφους καὶ Μάρτυς, ἄλλο λαμβάνει.
Η Αγία Λουκία καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας και μαρτύρησε κατά το έτος 304 μ.Χ. όταν ηγεμόνας της Σικελίας ήταν ο Πασχάσιος και αυτοκράτωρ της Ρώμης ο Διοκλητιανός. Υπήρξε παρθένος, μνηστευμένη με κάποιον ειδωλολάτρη.
Η μητέρα της Ευτυχία υπέφερε από χρόνια αιμορραγία και έτσι αναγκάσθηκε μαζί της να καταφύγει στην Κατάνη στον ναό της θαυματουργού Αγίας Αγάθης (βλέπε 5 Φεβρουαρίου) για να θεραπευθεί η Ευτυχία. Εκεί οραματίσθηκε καθ’ ύπνους την Αγία Αγάθη η οποία την βεβαίωσε ότι η μητέρα της θα θεραπευθεί και ότι η ιδία θα τύχει μαρτυρικού τέλους.
Αφού αποκαταστάθηκε η υγεία της μητέρας της, η Αγία Λουκία διαμοίρασε την περιουσία της στους πτωχούς και ανέμενε προσευχόμενη το τέλος της κατά τους λόγους της Αγίας Αγάθης. Η εμμονή της στην πατρώα πίστη και η εν γένει στάση της ήταν η αιτία που κινήθηκε ο μνηστήρας της εναντίον της. Δεν δίστασε μάλιστα να την καταγγείλει στον ηγεμόνα Πασχάσιο ως χριστιανή. Εκείνος μετά την ανάκριση που της έκανε, διέταξε να την κλείσουν σε πορνείο για να ατιμασθεί. Και όμως θεία δύναμη την κράτησε αμετακίνητη στο σημείο που βρισκόταν παρόλο που στην αρχή την τραβούσαν οι στρατιώτες με ορμή και ύστερα την έδεσαν σε ζυγό που έσερναν πολλά ζευγάρια βόδια. Οι στρατιώτες θυμωμένοι που δεν κατόρθωσαν τον σκοπό τους την άλειψαν με πίσσα, ρετσίνι και λάδι και της έβαλαν φωτιά για να καεί ζωντανή· και όμως, θεϊκή επέμβασή ήταν εκείνη που έσβησε την φωτιά.
Στην συνέχεια της έβγαλαν τα μάτια με ξιφίδιο και ένας στρατιώτης βύθισε το μαχαίρι του στον λαιμό της και την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη. Η Αγία ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων και εφοδιασμένη έτσι παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο αφού προηγουμένως προφήτευσε για το σύντομο τέλος της ειδωλολατρίας και την νίκη και επικράτηση του χριστιανισμού.
Το 886 μ.Χ. ο Άγιος Λέων Επίσκοπος Κατάνης (βλέπε 20 Φεβρουαρίου) ανήγειρε ιδίοις εξόδοις περικαλλή ναό προς τιμήν της. Το ιερό της σκήνος άφθαρτο και ευωδιάζον μετεφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμεινε μέχρι το 1204 μ.Χ. οπότε και οι σταυροφόροι το μετέφεραν στην Βενετία το έτος 1280 μ.Χ. Από το 1860 μ.Χ. φυλάσσεται και προσκυνείται στον ναό των Αγίων Ιερεμίου και Λουκίας. Το 1955 μ.Χ. η κάρα της καλύφθηκε με περίτεχνη επένδυση από σφυρήλατο ασήμι σε σχήμα κεφαλής.
Η Αγία Λουκία στην εικονογραφία παρουσιάζεται να κρατά κλάδο φοίνικος και ένα πινάκιο με μάτια για να θυμόμαστε το μαρτύριό της.
Το όνομά της στα λατινικά προέρχεται από το lux-lucis που σημαίνει φως και κατ’ επέκτασιν σημαίνει Φωτεινή. Η εορτή της δώδεκα ημέρες προ των Χριστουγέννων προαναγγέλει το φως που έρχεται στον κόσμο με την γέννηση του Θεανθρώπου. Όλη η Ευρώπη εορτάζει αυτή την ημέρα. Στην Σουηδία μάλιστα ένα μικρό κορίτσι φορά στο κεφάλι του στέμμα με αναμμένα κεριά και βαστά δύο αναμμένες λαμπάδες. Με την συνοδεία και άλλων λευκοφορεμένων κοριτσιών παριστάνει την Αγία Λούκια που φέρνει το φως των Χριστουγέννων. Επισκέπτονται τα σπίτια και τραγουδούν τα κάλαντα της Αγίας Λουκίας. Για το Παλέρμο της Σικελίας η μνήμη της είναι ημέρα νηστείας κατά την οποία καταλύουν ένα μόνο μικρό αρτίδιο από ρεβυθάλευρο (panelle) για να προστατεύει τα μάτια τους η Αγία.
Η Αγία Λουκία της οποίας οι οφθαλμοί εξορύχθησαν «δάνεισε» στην νεότερη εικονογραφία του 20ού αιώνος στην Αγία Παρασκευή το πινακίδιο με τα μάτια για να μας θυμίζει ότι θεράπευσε τα μάτια του βασιλιά Αντωνίνου.
Κατά παλαιά παράδοση η Αγία Λουκία ετιμάτο ως προστάτις των οφθαλμών.
Έτσι τιμάται ακόμη και στην παλαίφατο Ιερά Μονή Κεχροβουνίου (Οσίας Πελαγίας) Τήνου με πανηγυρική θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου (εσωτερικώς της Ιεράς Μονής).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σικελίας τὸ κλέος, ᾽Εκκλησίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης τὸ στερρότατον ἔρεισμα, Λουκίαν ὑμνήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ τὴν θαυμαστήν, παρθενίᾳ κοσμουμένην καὶ ἀρετῶν χαρίσμασι διαλάμπουσαν. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι αὐτήν, Δόξα Χριστῷ τῷ στερρώσαντι. Δόξα τῷ δωρουμένῳ τοῖς πιστοῖς στέφος τὸ ἄφθαρτον.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρθενίας φοροῦσα χλαῖναν ὑπέρλαμπρον, παρθενικῶς ἐμνηστεύθης τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ ἀγάπην γεηροὺ μνηστῆρας ἔλιπες ὅθεν ὡς δῶρα νυμφικά, προσενήνοχας αὐτῶ, τὰ ρεῖθρα τῶν σῶν αἱμάτων, Λούκια Παρθενομάρτυς, ὦ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χρυσοῖς κροσσωτοῖς, στολήν σου ἐποίκιλας, καὶ ταύτῃ λαμπρῶς, τῷ θρόνῳ παρίστασαι, τοῦ Δεσπότου πάνσεμνε, ἀπολαύουσα, τῶν τούτου θείων δωρεῶν, αἰτουμένη πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν λαμπράν σου ἄθλησιν, ἀνευφημοῦντες ἐν πόθῳ, ὡς ἁγνὴν παρθένον σε, καὶ ἀθληφόρον τιμῶμεν· μόνον γὰρ, Χριστοῦ τὸ κάλλος ἐπιποθοῦσα, ἅπασαν, ἀπεβδελύξω φθαρτῶν ἰδέαν· διὰ τοῦτο καὶ τμηθεῖσα, ἀφθάρτου δόξης Λουκία ἔτυχες.
Μεγαλυνάριον
Τὸ τῆς Σικελίας κλέος πιστοί, καὶ Συρακουσίων θρέμμα ἅγιον καὶ σεπτόν, τῆς ὀρθοδοξίας οἱ μῦσται νῦν τιμῶμεν, Λουκίαν τὴν Παρθένον ὕμνοις καὶ ᾄσμασι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Φίλτρῳ πτερωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, μνήστορος γηΐνου, ὑπερέδραμες τὴν στοργήν, καὶ ὀδμαῖς ἀΰλοις, τοῦ Λόγου ἑπομένη, Λουκία Ἀθληφόρε, νομίμως ἤθλησας.
Ὁ Οἶκος
Ἡ ἱερὰ τῶν ἁγίων χορεία σκιρτάτω σήμερον ἐνθέως, ἐν αὐτῷ τὴν ἁγίαν συγχορεύουσαν ἔχουσα, τῷ στεφάνῳ τῆς δόξης ἠγλαϊσμένην καὶ τῷ αἵματι τοῦ Μαρτυρίου τὴν τῆς ᾽Εκκλησίας πορφύραν ἐξωραΐζουσαν, Λουκίαν τὴν παρθένον καὶ Μάρτυρα τιμῶντες καὶ ἡμεῖς πνευματικῶς ἱκετεύσωμεν ὅπως πρεσβεύῃ τῷ αὐτῆς Δεσπότῃ καὶ Θεῷ, ἡμῖν πᾶσι δωρήσασθαι τὴν θείαν ἔλλαμψιν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Μετὰ τὴν α' Στιχολογίαν
Ἐντεύξει καὶ εὐχῇ, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι, καθεῖλες ὦ σεμνή, τὸν ἀρχέκακον ὄφιν, τὸ κάλλος φθονήσαντα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ κατήγαγες, εἰς γῆν νεκρόν τε καὶ ἄπνουν, ὕμνον ᾄδουσα, τῷ σῷ Νυμφίῳ Λουκία, εἰς τέλος σθενώσαντα.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὴν β' Στιχολογίαν
Ῥιζηδὸν τὴν κακίαν ψυχῆς ἀπέτεμες, καὶ καρποῖς εὐσεβείας αὐτὴν ἐπλούτησας, καὶ τῷ σθένει τοῦ Σταυροῦ κατενίκησας, ἐχθρόν, Λουκία Μαρτύρων κλέος, διὸ πρέσβευε τῷ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Τῷ κόσμῳ πηγάσαντι, τὴν σωτηρίαν Σταυρῷ, στερρῶς ἠκολούθησας, Λουκία μάρτυς σεμνή, καὶ τούτῳ παρέθηκας, πνεῦμα σὸν καὶ καρδίαν, τὴν δὲ κάραν σου ξίφει, δήμιος, ὡς ἀφεῖλε, ἐδωρήσω πιστοῖς σου, τιμῶσι μνήμην τὴν σὴν σήμερον ᾄσμασι.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ’ αὐτοῦ δεξαμένη. Ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας ἐν πίστει τὴν μνήμην σου.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ’.
Τοῦ κόσμου τὰ γεηρά, τῇ αἴγλῃ τῶν οὐρανίων ἀντήλλαξας, παμμακάριστε Λουκία. ῎Εργοις γὰρ ἀγαθοῖς, τὸ δοθέν σοι τάλαντον πολυπλασιάσασα, νῦν τῶν βραβείων ἀπολαύεις, τῆς δόξης Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τῷ ἀΰλῳ φωτὶ Αὐτοῦ περιλάμπεσαι. ῎Οθεν μετὰ ἀγγέλων καὶ ἁγίων συγχορεύουσα, ᾄδεις αἰωνίως τὸν Τρισάγιον ῎Υμνον καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν.