Αγία Δόμνα του Τόμσκ η δια Χριστόν σαλή, 16 Δεκεμβρίου
«ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν,»
ἡ δούλη Σου Μήτηρ Δόμνα, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐμωράνθη ἐπὶ γῆς διὰ Σέ·
διό, τιμῶντες τὴν μνήμην αὐτῆς,
δεόμεθά Σου· «Κύριε, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν!»
Η Αγία διά Χριστόν σαλή Δόμνα (Καρπόβνα) γεννήθηκε σε αριστοκρατική οικογένεια στην κεντρική Ουκρανία στις αρχές του 19ου αιώνα. Ορφανή από μικρή ηλικία, η Αγία Δόμνα μεγάλωσε στο σπίτι της θείας της. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και μιλούσε αρκετές γλώσσες. Ήταν όμορφη κοπέλα και γι’ αυτό είχε πολλούς μνηστήρες που ήλπιζαν να την παντρευτούν. Ωστόσο, η δίκαιη αυτή ψυχή επιθυμούσε να διαφυλάξει την παρθενία της για χάρη του Κυρίου. Όταν ανακάλυψε ότι οι συγγενείς της σκόπευαν να την εξαναγκάσουν να παντρευτεί, έφυγε κρυφά από το σπίτι, ντυμένη με απλά ρούχα, και ξεκίνησε προσκύνημα στους ιερούς τόπους. Επειδή δεν είχε έγγραφα για να αποδείξει την ταυτότητά της, συνελήφθη και εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου εγκαταστάθηκε στην πόλη Τομσκ. Εκεί ανέλαβε τον αγώνα της διά Χριστόν σαλότητας.
Η Αγία Δόμνα δεν είχε μόνιμη κατοικία και συχνά περνούσε τις μέρες και τις νύχτες της στην ύπαιθρο. Τα ρούχα της αποτελούνταν από διάφορα αντικείμενα διαφορετικών μεγεθών, που κρέμονταν από το σχεδόν γυμνό σώμα της. Από πάνω της κρέμονταν σακούλες κάθε είδους, γεμάτες με κομμάτια γυαλιού, λιβάνι, ψωμί, ζάχαρη, παπούτσια, σχοινιά, πέτρες και άλλα πράγματα. Συχνά μετρούσε αυτά τα αντικείμενα αντί για τους κόμπους ενός κομποσκοινιού, κρύβοντας έτσι την αδιάλειπτη προσευχή της από τα ανθρώπινα βλέμματα. Όταν συμπονετικοί άνθρωποι της έδιναν παλτά κατά τους σκληρούς χειμώνες, τα δεχόταν με ευγνωμοσύνη, αλλά λίγες ώρες αργότερα τα έδινε σε άλλους ζητιάνους, ενώ η ίδια συνέχιζε να υποφέρει από το κρύο.
Γνωρίζοντας τη δύσκολη διαβίωση των κρατουμένων στο αστυνομικό τμήμα του Τομσκ, η Δόμνα άρχισε να τους επισκέπτεται και να τραγουδά πνευματικούς ύμνους, για τους οποίους και η ίδια συνελήφθη. Όταν το έμαθαν οι έμποροι του Τομσκ, που σέβονταν τη Δόμνα, της έφερναν φορτία με πίτες, μπλίνι, τσάι και ζάχαρη, τα οποία μοίραζε στους κρατούμενους που υπέφεραν.
Θυμούμενη τα λόγια της Αγίας Γραφής: «Δίκαιος ελεεί ψυχάς κτηνών αυτού» (Παροιμίες 12:10, Ο΄), η αγία φρόντιζε επίσης τα αδέσποτα ζώα και τα σκυλιά φρουρούς. Συχνά τα τάιζε και αγαπούσε ιδιαίτερα τα σκυλιά που οι ιδιοκτήτες τους δεν φρόντιζαν, αφήνοντάς τα ελεύθερα. Τα ζώα επίσης την αγαπούσαν, και τη νύχτα την περιέβαλλε πλήθος από αυτά. Ακόμα και ανάμεσα στα άλογα ζώα, η Δόμνα Καρπόβνα δεν ξεχνούσε τον Θεό. Οι κάτοικοι του Τομσκ, μέσα από τα ουρλιαχτά των σκύλων, άκουγαν συχνά την προσευχή της στο σκοτάδι: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς!»
Η μακαρία προσευχόταν έντονα και με ζήλο στον ναό, αλλά μόνο όταν υπήρχαν λίγοι άνθρωποι. Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε την προσευχή της: «Μια φορά έριξα μια ματιά στο παρεκκλήσι της εκκλησίας και εκεί είδα τη Δόμνα Καρπόβνα, γονατιστή, να προσεύχεται. Ω, πώς προσευχόταν! Και τα δάκρυα, τα δάκρυα! Κυλούσαν από τα μάτια της σε δύο ρυάκια». Μόλις όμως αντιλαμβανόταν ότι κάποιος την έβλεπε, άρχιζε ξανά να συμπεριφέρεται σαν σαλή, μετακινούμενη από μέρος σε μέρος, μιλώντας και σβήνοντας κεριά.
Μέσα από τον αγώνα της διά Χριστόν σαλότητας, η Αγία Δόμνα διατήρησε την παρθενία της, υπέμεινε εθελοντικά τη φτώχεια, υπέφερε από τη ζέστη και το κρύο, και έθεσε σε θάνατο τα αμαρτωλά πάθη. Στο τέλος της ζωής της έλαβε από τον Κύριο το χάρισμα της διορατικότητας, το οποίο χρησιμοποίησε για πνευματική βοήθεια προς τους άλλους. Παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό στις 16 Οκτωβρίου 1872 και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Τομσκ.
Η Εκκλησία της Ρωσίας αναγνώρισε την Αγία Δόμνα το 1984. Εορτάζεται επίσης στις 10 Ιουνίου, στη Σύναξη πάντων των Αγίων της Σιβηρίας. Στην Ελλάδα ο εορτασμός της είναι στις 16η Δεκεμβρίου, ημέρα της κοίμησής της. όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές.
Σήμερα, κοντά στον τόπο ταφής της Αγίας Δόμνας, έχει χτιστεί ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο σε εκείνη.
Λειτουργικά κείμενα
Απολυτίκιον — Ήχος Α΄
Ἀκούσασα τὴν φωνὴν τοῦ Ἀποστόλου Σου Παύλου λέγοντος· «ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν,»
ἡ δούλη Σου Μήτηρ Δόμνα, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐμωράνθη ἐπὶ γῆς διὰ Σέ·
διό, τιμῶντες τὴν μνήμην αὐτῆς,
δεόμεθά Σου· «Κύριε, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν!»