Στον κινηματογράφο Πάνθεον των Σερρών προβλήθηκε η ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών", 4 Δεκεμβρίου 1932
Στις 4 Δεκεμβρίου 1932, στον κινηματογράφο Πάνθεον των Σερρών προβλήθηκε η ταινία "Οι απάχηδες των Αθηνών", η πρώτη ελληνική κινηματογραφική οπερέτα. Στην αίθουσα προβολής επιτράπηκε η είσοδος και στα παιδιά.
Οι απάχηδες των Αθηνών (ταινία, 1930)
Οι Απάχηδες των Αθηνών είναι ελληνική βουβή ταινία του 1930 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη. Ήταν μια από τις πρώτες ελληνικές βωβές ταινίες που παρουσίασαν ηχογραφημένο ήχο μέσω γραμμοφώνου. Τη μέθοδο επιχείρησε και η ταινία Αστέρω .
Οι απάχηδες των Αθηνών είναι παραγωγή της κινηματογραφικής εταιρείας DAG και βασίζεται στην ομώνυμη οπερέτα του 1921 των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα. Ο Γιάννης Πρινέας εμφανίζεται στην ταινία στο ρόλο του Νικόλα Καρούμπα. Η ιστορία είναι μια ρομαντική περιπέτεια για έναν Αθηναίο περιθωριακό που ονομάζεται Πέτρος, γνωστός και ως Πρίγκιπας. Το όνομά του στην αρχική ιστορία ήταν Κώστας. Ένα ριμέικ της ταινίας έγινε το 1950 σε παραγωγή της Olympia Film σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά και σενάριο Γιάννη Πρινέα.
Η ταινία θεωρούνταν χαμένη μέχρι το 2016. Ωστόσο ανακαλύφθηκε στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας και επανεκδόθηκε χάρη στη γενναιόδωρη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Ο γαλλικός τίτλος ήταν Les Apaches d'Athenes και παρουσίαζε γαλλικούς υπότιτλους αντί για διάλογο. Η ταινία ψηφιοποιήθηκε σε αντίγραφα 4K και 35 χιλ και η μουσική ανακατασκευάστηκε. Το κόστος ήταν κοντά στις 121.000 ευρώ και προβλήθηκε σε συνεργασία του Κώστα Γαβρά, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, της Ταινιοθήκης της Γαλλίας και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής της Ελλάδος. Επιβλέπων ήταν η Μαρία Κομνηνού. Η επεξεργασία της ταινίας έγινε στα εργαστήρια L'Immagine Ritrovata στη Μπολόνια και στο Παρίσι. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 15 Φεβρουαρίου 2020 ακριβώς πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος με δωρεάν είσοδο για το κοινό. Η ταινία επρόκειτο να προβληθεί σε αμέτρητα φεστιβάλ κινηματογράφου σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν προβλήθηκε ποτέ λόγω της παύσης λειτουργίας του Covid.
Ανάλυση
Η ταινία προσφέρει μια πλούσια ιστορία. Στην ταινία συνεργάστηκε η οικογένεια Γαζιάδη. Ο Γιώργος Χριστοφορίδης, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον πλούσιο αστό Αθανάσιο Παραλή, ήταν εξέχων ηθοποιός κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετανάστευσε στην Ελλάδα. Στην ταινία, η πραγματική του κόρη Στέλλα Χριστοφορίδου υποδύθηκε την κόρη του, Βέρα Παραλή. Ένας από τους σεναριογράφους της παράστασης ο Γιάννης Πρινέας εμφανίζεται στην ταινία ως Νικόλας Καρούμπας. Μέρος της ταινίας ουσιαστικά γυρίστηκε στο κτήμα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας στο Τατόι. Την εποχή που ο βασιλιάς Γεώργιος Β' εξορίστηκε με την οικογένειά του και η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε τα γυρίσματα της ταινίας εκεί.
Διανομή ρόλων
Πέτρος Επιτροπάκης - Πρίγκιπας ή (Πέτρος Λαμπέτης)
Μαίρη Σαγιανού-Κατσέλη - Τιτίκα
Στέλλα Χριστοφορίδη - Βέρα Παραλή
Γιάννης Πρινέας - Νικόλας Καρούμπας
Πέτρος Κυριακός - Γιώργος Καρκαλέτσος
Γιώργος Χριστοφορίδης - Αθανάσιος Παραλής
Νικόλαος Περδίκης - Ζηνοβίων Κυριάκων
Υποδοχή
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1930 στον κινηματογράφο Αττικόν. Είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και προβλήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Σουηδία και η Νορβηγία. Η ταινία προβλήθηκε επίσης σε πόλεις της Αιγύπτου και της Τουρκίας.
Κριτικές
Η ταινία έλαβε μικτές κριτικές, κυρίως λόγω του αποτυχημένου συγχρονισμού του ήχου που χρησιμοποιούσε ένα εξωτερικό γραμμόφωνο στις 78 στροφές που μερικές φορές δεν αλληλεπικαλύπτονταν με τα χείλη του ηθοποιού που κινούνταν. Οι ταινίες της Νταγκ Φιλμ δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το vitaphone, επομένως η εταιρεία δεν παρήγαγε την πρώτη ομιλούσα ταινία στην Ελλάδα, η οποία ολοκληρώθηκε με την ταινία του 1932 Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας.
Τα Μακεδονικά Νέα σε άρθρο τους έδωσαν μια θετική κριτική επικεντρωμένη στην σκηνοθεσία:
«Αλλά εκείνο που παρουσιάζει επιτυχίαν αριστουργηματικήν είναι η σκηνοθεσία. Ο έτερος των Γαζιάδηδων, ο σκηνοθέτης, απεδείχθη αυτήν την φοράν δαιμόνιος. Είνε τόσο καλά βαλμένο το έργο. Έχει τόσο ωραίας ευρέσεις, τόσο αβράς εμπνεύσεις, τόσο πετυχημένες σκηνικές εκμεταλλεύσεις. Τι πλούτος έπειτα ανεκτιμήτων πινάκων εκείνη η παρέλασις της Αθήνας με τα τοπεία της, τα μνημεία της, τα στενοσόκακα της Πλάκας, της ταβέρνες των. Εάν έτσι βγαίναν όλες οι ελληνικές ταινίες, τύφλα νάχε η Αμερική με όλα της τα Χόλλυγουντ...»