Οι Καλικάντζαροι: Από τη Μυθολογία στην Παράδοση

Η παλιότερη γνωστή έγγραφη αναφορά στους καλικάντζαρους προέρχεται από το έργο του Λεόντιου Μαχαιρά, που γράφτηκε τον 14ο αιώνα. Στο έργο του «Χρονικόν», το οποίο είναι ιστορική αναφορά των γεγονότων της εποχής του, αναφέρονται για πρώτη φορά οι καλικάντζαροι ως πλάσματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, περιγράφοντας τις καταστροφικές και ανατρεπτικές τους δράσεις σε ανθρώπινα σπίτια.


Αυτή η αναφορά θεωρείται η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση της έννοιας των καλικάντζαρων στον ελληνικό γραπτό λόγο και δείχνει τη σύνδεση των καλικάντζαρων με την εορταστική περίοδο του Δωδεκαήμερου.ισμική επιρροή που

Οι καλικάντζαροι είναι πλάσματα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των Δωδεκαήμερων γιορτών, δηλαδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα (6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με την παράδοση, είναι σκανδαλιάρικα, μικρόσωμα και άσχημα πλάσματα που ζουν κάτω από τη γη και περνούν τον χρόνο τους πριονίζοντας το «Δέντρο της Γης», το οποίο στηρίζει τον κόσμο.

Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης για να ενοχλήσουν τους ανθρώπους, προκαλώντας διάφορα μικρά προβλήματα και σκανταλιές. Λέγεται πως φοβούνται τον ήλιο, τον σταυρό και τον αγιασμό, και γι’ αυτό επιστρέφουν στη φωλιά τους μόλις τελειώσουν τα Φώτα, όταν ο αγιασμός των υδάτων τους διώχνει.

Στην παράδοση απεικονίζονται συχνά ως γελοία και αδέξια όντα με υπερβολικά χαρακτηριστικά, όπως μεγάλα αυτιά, στρεβλά πόδια ή μακριές ουρές. Η περιγραφή τους και οι ιστορίες που τους περιβάλλουν διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή της Ελλάδας, αλλά γενικά έχουν σκοπό να προκαλέσουν φόβο ή διασκέδαση, ιδιαίτερα στα παιδιά.
Η παράδοση των καλικάντζαρων σχετίζεται με παλαιότερες δοξασίες και έθιμα που συνδέονταν με την αλλαγή του χρόνου και την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.

Οι καλικάντζαροι έχουν βαθιές ρίζες στην ελληνική λαϊκή παράδοση και πιθανότατα σχετίζονται με αρχαίες πεποιθήσεις. Όπως αναφέρεις, κατά το Δωδεκαήμερο, όπου τα «νερά είναι αβάφτιστα», πιστεύεται ότι αυτά τα σκανδαλιάρικα πλάσματα βγαίνουν από τον Κάτω Κόσμο και προσπαθούν να αναστατώσουν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η τάση τους για πειράγματα και άτακτη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστική.

Οι περιγραφές τους ποικίλλουν, αλλά συχνά παρουσιάζονται ως μικρόσωμα δαιμόνια με κωμικές ή τρομακτικές όψεις. Το ότι τρέφονται με φίδια και σκουλήκια υποδηλώνει τη σύνδεσή τους με σκοτεινά και υπόγεια μέρη, όπως ο Κάτω Κόσμος.

Στην Κύπρο και στα νησιά γενικότερα, η λαϊκή παράδοση για τους καλικάντζαρους είναι ιδιαίτερα έντονη, με παραλλαγές στις ιστορίες και στα έθιμα. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, για να αποτρέψουν την είσοδό τους στα σπίτια, οι άνθρωποι συνήθιζαν να καίνε λιβάνι, να αφήνουν φωτιές αναμμένες ή να ρίχνουν στάχτη στις εισόδους.

Η σύνδεση των καλικάντζαρων με το Δωδεκαήμερο ίσως αντανακλά τη μετάβαση από τον παλιό στον νέο χρόνο, ενώ η έννοια των «αβάφτιστων νερών» σχετίζεται με την αβεβαιότητα και την «ανοχύρωτη» φύση της περιόδου πριν τα Φώτα.

Η προέλευση των καλικάντζαρων και της δοξασίας γύρω από αυτούς έχει διάφορες ερμηνείες, οι οποίες συνδέονται με την ελληνική μυθολογία και άλλες πολιτισμικές επιρροές. Ορισμένες από τις πιο σημαντικές θεωρίες είναι οι εξής:

Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Σατύρων και του Πάνα: Η σύνδεση των καλικάντζαρων με τους Σάτυρους και τον Πάνα βασίζεται στην ομοιότητα των χαρακτηριστικών τους, όπως η αίσθηση του παιχνιδιού, η κακή συμπεριφορά και η φαντασμαγορία. Οι Σάτυροι και ο Πάνας ήταν γνωστοί για τη φύση τους ως δαιμόνια όντα που συνδέονταν με την ελευθερία και την αταξία, γεγονός που θυμίζει τη συμπεριφορά των καλικάντζαρων.

Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Κενταύρων: Η σύνδεση με τους Κενταύρους προέρχεται από τη συνύπαρξη ανθρώπινου και ζωικού στοιχείου στα χαρακτηριστικά των καλικάντζαρων. Οι Κένταυροι ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα, κάτι που αντανακλάται στους καλικάντζαρους, οι οποίοι συχνά περιγράφονται με στοιχεία ζώων (όπως πόδια γαϊδάρου ή χέρια πιθήκου).

Από τη νεώτερη φαντασία των Ελλήνων εξ αφορμής αρχαίων μύθων: Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι η εικόνα των καλικάντζαρων δημιουργήθηκε μέσα από τη λαϊκή φαντασία, αναμειγνύοντας παλιούς αρχαίους μύθους με νέα στοιχεία και τοπικές παραδόσεις.

Εκ των αιγυπτιακών κανθάρων: Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι καλικάντζαροι προέρχονται από την αιγυπτιακή παράδοση των κανθάρων, που είχαν συνδεθεί με το σκοτάδι και τις σκοτεινές δυνάμεις. Η σύνδεση αυτή ενισχύει την εικόνα τους ως πνεύματα που προέρχονται από το υπόγειο ή τον κάτω κόσμο.

Εκ του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα: Υπάρχει η άποψη ότι οι καλικάντζαροι επηρεάστηκαν από τις απεικονίσεις του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, το οποίο περιλαμβάνει μορφές με κακά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να είναι οι πρώτοι πρόδρομοι της λαϊκής εικόνας των καλικάντζαρων.

Ως δαιμόνια της εστίας του πυρός: Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι καλικάντζαροι σχετίζονται με τις δυνάμεις της φωτιάς και της εστίας, καθώς παραδοσιακά θεωρούνται δαιμόνια που αναταράσσουν τη ζωή των ανθρώπων και τις οικογενειακές εστίες.

Αυτές οι θεωρίες αναδεικνύουν τις ποικίλες πολιτισμικές και μυθολογικές επιρροές που διαμόρφωσαν την έννοια των καλικάντζαρων στη λαϊκή παράδοση.

Η ετυμολογία της λέξης «καλικάντζαροι» είναι αντικείμενο διαφόρων ερμηνειών και θεωριών, με τις κυριότερες από αυτές να είναι οι εξής:

Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα: Σύμφωνα με τους Schmidt και Wachsmuth, η λέξη «καλικάντζαροι» μπορεί να προέρχεται από την τουρκική λέξη «καρκαντζαλοί», η οποία είναι σύνθεση των τουρκικών λέξεων «karkas» (κουφάρι) και «zalim» (τυραννικός), υποδηλώνοντας κάτι που είναι καμένο ή φθαρμένο.

Εκ του «καλός + κάνθαρος» (Καλικάνθαρος): Ο Κοραής (Άπαντα Δ΄) και αργότερα οι Boll, Κουκουλές και Μπούντουρας πρότειναν ότι η λέξη προέρχεται από το συνδυασμό του ελληνικού «καλός» (όμορφος) και «κάνθαρος» (σκαθάρι), δημιουργώντας τον τύπο «καλικάνθαρος».

Εκ του «λύκος + κάνθαρος»: Ο Πολίτης, στην «Πανδώρα», πρότεινε ότι το «καλικάντζαρος» προέρχεται από τη σύνθεση του ελληνικού «λύκος» και «κάνθαρος», ενδεχομένως για να αποδώσει τη ζώδη φύση των καλικάντζαρων και τη σχέση τους με τα σκοτεινά και βρώμικα πλάσματα.

Εκ του «λύκος + άντζαρος» (άνθρωπος): Άλλη ερμηνεία που υποστήριξε ο Λουκάς, η οποία συνδέει τη λέξη με το «λύκος» (λύκος) και «άντζαρος» (άνθρωπος), υποδηλώνοντας έναν είδος «ανθρωπόμορφου λύκου».

Εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον»: Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η λέξη μπορεί να έχει σχηματιστεί από τη σύνθεση «καλίκιν» (καλός) και «τσαγγίον» (παπούτσι), με μια μεγεθυντική κατάληξη «-άρος» που υποδηλώνει κάτι που φέρει υποδήματα.
Εκ του λατινικού «καλιγάτος» (“Caligatus”): Ο Οικονόμου πρότεινε ότι η λέξη «καλικάντζαρος» μπορεί να προέρχεται από το λατινικό «caligatus», που σημαίνει κάτι που είναι κακοφορμισμένο ή καμένο.


Εκ του «καλίκιν + άντζα»: Ο Παντελίδης το 1955 υποστήριξε ότι η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση «καλίκιν» και «άντζα», υπονοώντας μια σύνθεση με την έννοια του «καλού άντρα» ή «ανδρός».

Εκ του «καρκάντζι» (καρκάντζαρος): Ο Δεινάκις υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη «καρκάντζι» (ή καρκάντζαρος), η οποία σημαίνει το ξηρό, καμένο ή τσουρουφλισμένο, και σχετίζεται με την εικόνα των καλικάντζαρων ως πλάσματα του σκοταδιού και της καταστροφής.

Αυτές οι διαφορετικές θεωρίες δείχνουν την πολυπλοκότητα και την πλούσια γλωσσική και πολιτισμική κληρονομιά πίσω από την ετυμολογία της λέξης «καλικάντζαρος», αποκαλύπτοντας τη σύνθεση της λαϊκής φαντασίας και την πολιτ

Οι καλικάντζαροι έχουν ποικίλες ονομασίες ανά την Ελλάδα, γεγονός που αντικατοπτρίζει τον πλούτο και τη διαφορετικότητα της τοπικής λαϊκής παράδοσης. Οι παραλλαγές αυτές οφείλονται στις τοπικές γλωσσικές ιδιαιτερότητες, καθώς και στις μικρές διαφοροποιήσεις των σχετικών δοξασιών

«Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), και κατά τόπους: «Καλικαντζαραίοι», «Καρκάτζια», «Καλκατζόνια» ή «Καλκατζάνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Καρκαντζέλια», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι» και «Κωλοβελόνηδες», καθώς και τα θηλυκού γένους: «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες» κ.ά.

Όλοι οι παραπάνω δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες), «Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση με τα «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσι-άδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), και ακόμη «Χρυσαφεντάδες» [Χρυσαφεντάδες Ας εμάς καλοί] (Οινόη-Πόντος) που γενικά αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι.

Οι καλικάντζαροι είναι πλάσματα με τρομακτική και αστεία όψη, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση. Η λαϊκή φαντασία τους περιγράφει ως κακομούτσουνους και σιχαμερούς, με κάθε λογής δυσμορφίες: στραβούς, κουτσούς, μονόφθαλμους, δασύτριχους, με στραβά άκρα και πρόσωπα. Σε κάποιες περιοχές, όπως η Σύρος, φαντάζονται να έχουν μισά ανθρώπινα και μισά ζωώδη χαρακτηριστικά, ενώ στη Νάξο τους περιγράφουν σαν "σατανοπαίδια".
Η εμφάνισή τους ποικίλλει. Άλλοτε παρουσιάζονται γυμνοί, άλλοτε ρακένδυτοι, φορώντας σκούφους από γουρουνότριχες και σιδερένια παπούτσια ή τσαρούχια. Συνδέονται με τη βρώμα και την ακαθαρσία, τρεφόμενοι με σκουλήκια, φίδια, ποντίκια και βατράχια. Παρά την αποκρουστική τους φύση, συχνά προσελκύονται από τα γιορτινά εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Είναι ιδιαίτερα ευκίνητοι, σκαρφαλώνουν σε δέντρα και στέγες, προκαλώντας φασαρία και ζημιές. Κατεβαίνουν από καμινάδες για να μαγαρίσουν τα σπίτια, ενώ σε περιοχές όπως η Νάξος συμμετέχουν σε έναν ιδιότυπο «χορό των καλικάντζαρων», όπου στροβιλίζουν ανθρώπους μέχρι εξάντλησης.


Σε κάποιες παραδόσεις εμφανίζεται η μητέρα τους, η «Καλικατζαρού», που τους καθοδηγεί στις σκανταλιές, ή οι θηλυκές καλικάντζαροι, γνωστές ως «Καλοκυράδες» στη Νάξο και «Βερβελούδες» στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχηγός τους έχει διαφορετικά ονόματα ανά περιοχή: «κωλοβελόνης» στην Αθήνα, «αρχι-τζόγιας» στη Θεσσαλία και «Μαντρακούκος» στην Κωνσταντινούπολη.

Για να τους αποτρέψουν, οι άνθρωποι συνήθιζαν να ρίχνουν χοιρινό, λουκάνικα ή ξηροτήγανα στις στέγες και να καίνε λιβάνι. Μετά τα Φώτα, ο αγιασμός των υδάτων θεωρείται ότι τους διώχνει οριστικά.

Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, έχουν προέλευση που συνδέεται με την κακή μοίρα ή συγκεκριμένες συνθήκες γέννησης και θανάτου. Σε διάφορες δοξασίες, θεωρείται ότι άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα στο Δωδεκαήμερο γίνονται καλικάντζαροι, εκτός αν βαπτιστούν αμέσως. Άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι καλικάντζαροι γίνονται εκείνοι που δεν βαπτίστηκαν σωστά ή βρέφη με τερατώδη χαρακτηριστικά. Στη Σίφνο, η παράδοση υποστηρίζει πως καλικάντζαροι είναι όσοι πέθαναν κατά το Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ενώ στη Μακεδονία λέγεται πως γίνονται όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο να τους προστατεύει από τον Σατανά.

Οι καλικάντζαροι ζουν τον περισσότερο χρόνο στον Κάτω Κόσμο, στα έγκατα της γης, όπου πριονίζουν ένα τεράστιο δέντρο που κρατά τη γη. Όταν πλησιάζει το τέλος της εργασίας τους και το δέντρο κινδυνεύει να πέσει, ανεβαίνουν στην επιφάνεια φοβούμενοι μήπως τους πλακώσει. Κατά το Δωδεκαήμερο, βγαίνουν στον πάνω κόσμο για να πειράξουν τους ανθρώπους. Στη Σκιάθο λέγεται ότι φτάνουν με πλοιάριο, στην Οινόη με χρυσή βάρκα, ενώ στην Ικαρία έρχονται πάνω σε φλοιούς καρυδιών.

Όταν βγαίνουν, συνήθως μένουν σε μέρη όπως μύλους, γεφύρια, ποτάμια και τρίστρατα, όπου παραμονεύουν τη νύχτα και απομακρύνονται με το τρίτο λάλημα του πετεινού. Όταν τελειώνει το Δωδεκαήμερο και επιστρέφουν στα έγκατα της γης, βρίσκουν το δέντρο της γης ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο θεωρείται ότι συμβολίζει αυτή την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη, υποδηλώνοντας την παρουσία και προστασία του Χριστού.

Για την αποτροπή των καλικάντζαρων, οι άνθρωποι παραδοσιακά υιοθετούσαν διάφορα μέσα που χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

Οι πράξεις χριστιανικής λατρείας περιλαμβάνουν τη χρήση του Σταυρού, τοποθετώντας τον στις πόρτες, τα παράθυρα, τις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο Αγιασμός των σπιτιών, ειδικά την παραμονή των Φώτων.

Οι επωδές περιλαμβάνουν φράσεις όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» που, σύμφωνα με τη δοξασία, διώχνουν τους καλικάντζαρους. Η απαγγελία προσευχών, όπως το «Πάτερ ημών» τρεις φορές, θεωρείται επίσης ισχυρό αποτρεπτικό μέσο.

Οι μαγικές πράξεις περιλαμβάνουν το κάπνισμα του χώρου με δυσώδεις ουσίες, όπως καμένα παλιοτσάρουχα, την επίδειξη χοιρινού οστού, τη χρήση περίαπτων (χαϊμαλιών) πίσω από την πόρτα και το αναμμένο δαυλί. Στην Τριφυλία λέγεται χαρακτηριστικά «τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά». Την παραμονή των Φώτων, οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τηγανίτες ή λουκουμάδες, ρίχνοντας καυτό λάδι για να "ζεματίσουν" τους καλικάντζαρους.

Σε περίπτωση σύλληψης κάποιου καλικάντζαρου, η παράδοση λέει πως τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες ενός κόσκινου, μια διαδικασία που τον καθηλώνει, πριν τελικά τον εξουδετερώσουν.

Κατά την αποχώρησή τους, οι καλικάντζαροι φεύγουν πανικόβλητοι, καθώς οι ιερείς αγιάζουν τις οικίες. Φωνάζουν τραγουδιστά:
«Φεύγετε να φεύγωμε,
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε,
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει».

Οι φωτιές που ανάβουν ανήμερα και την παραμονή των Φώτων στους εξωτερικούς χώρους θεωρούνται καθαρτικές, καθαρίζοντας τόσο τα σπίτια όσο και την ύπαιθρο.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος