Άγιος Νικηφόρος Φωκάς αυτοκράτορας του Βυζαντίου, 11 Δεκεμβρίου

Η μνήμη του αναφέρεται μόνο στον Λαυριωτικό Κώδικα Β 4φ. 133, όπου υπάρχει και πλήρη Ακολουθία του με Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν από τον L. Petit στο Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904 μ.Χ.) σελ. 398 - 420 και από τον Δημητριεύσκη στο Κίεβο το 1911 μ.Χ.


Ο Νικηφόρος Φωκάς καταλαμβάνει σημαντική θέση στο στερέωμα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως λόγω της στρατιωτικής πολιτικής του, πρίν και μετά τη στέψη του. Αλλά και η προσφορά του στην Εκκλησία ήταν μεγάλη. Βοήθησε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη (βλέπε 5 Ιουλίου) να χτίσει την πρώτη μονή του Αγίου Όρους, τη σημερινή Μεγίστη Λαύρα, θέτοντας ένα επίσημο πλαίσιο λειτουργίας της μονής και όλης της περιοχής. Λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθειά του να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του.

Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς ένας από τους πλέον σημαντικούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου μέλος της Μακεδονικής Δυναστείας, ο τρίτος σημαντικότερος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μετά τον ιερό Βασίλειο Β' τον Βουλγαροκτόνο και τον Ηράκλειο, κορυφαία στρατιωτική μορφή, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός Άγιος της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και ο προστάτης Άγιος του γένους από τους Αγαρηνούς, ανώτατος στρατιωτικός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μαγίστρος και δομέστικος των στρατιωτικών Σχολών της Ανατολής με κορυφαία στρατιωτικά κατορθώματα που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση και ανάπτυξη του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα. Ο Φωκάς, που υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Σαρακηνών Αράβων και κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως Αραβοκτόνος, πιστός και ευσεβής με ιδιαίτερη αγάπη και έμπρακτη στήριξη στον μοναχισμό, ο ουσιαστικός ιδρυτής της μοναστικής επικράτειας του Αγίου Όρους, γεννήθηκε το, ή περί το, 912 και δολοφονήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 969 στην Κωνσταντινούπολη. Κηδεύτηκε στις 12 Δεκεμβρίου και τάφηκε με τιμές Αγίου στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Νικηφόρος είχε παντρευτεί σε νεαρή ηλικία τη Στεφανώ, με την οποία απέκτησαν ένα αγόρι, τον Βάρδα Φωκά, όμως μητέρα και γιος πέθαναν πολλά χρόνια πριν την ανάρρηση του Νικηφόρου στο Θρόνο. Μετά την ανάδειξη του σε Αυτοκράτορα ο Νικηφόρος παντρεύτηκε, στις 20 Σεπτεμβρίου του 963, με την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ, τη χήρα του Αυτοκράτορα Ρωμανού Β'.

Ο Νικηφόρος κατάγονταν από τον περιώνυμο κραταιό στρατιωτικό oίκο των Φωκάδων , από τις ισχυρότερες οικογένειες στον βυζαντινό χώρο, από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, πολλά μέλη του οποίου κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επρόκειτο γι' αυτό το ξεχωριστό σώμα πολεμιστών-ακριτών που δημιούργησαν οι πολυετείς, αλλεπάλληλοι πόλεμοι με τους Άραβες στο ανατολικό σύνορο της Αυτοκρατορίας, τον 9ο και τον 10ο αιώνα: άνθρωποι που παρέμεναν στρατιώτες εφ’ όρου ζωής και που είχαν γι’ αυτόν το λόγο αναπτύξει έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς, ενώ τους διέκρινε και η αφοσίωση στους οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που προσέδιδε ιδιαίτερη δυναμική στην τάξη τους. Επί πέντε γενιές κατείχαν ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα. Η αναφορά πως οι Φωκάδες ήταν απόγονοι των Ρωμαίων Φλαβίων που ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη με τον Κωνσταντίνο Α' ως συγκλητικοί , οφείλεται άλλον στην προσπάθεια να αποδοθεί στο Νικηφόρο Φωκά μια ευγενέστερη κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή  Μέλη της οικογένειας συμμετείχαν στη διοίκηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 5o αιώνα όταν ο Φλάβιος Φωκάς (602-610 μ.χ.) ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.

Οικογενειακή καταγωγή
Ο παππούς του Νικηφόρου, ο Νικηφόρος Φωκάς ο Παλαιός, υπήρξε στρατηγός του Βασιλείου Α' του ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, ο θείος του Λέων Φωκάς ήταν αρχιστράτηγος στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων και ο πατέρας του, ο Βάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος, ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, σημαντικές θέσεις στην ιεραρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τη μητρική του πλευρά ο Νικηφόρος Φωκάς ανήκε στην επιφανή και πλούσια οικογένεια των Μαλεΐνων, μια ισχυρή Ελληνική οικογένεια της Ανατολίας που είχε εγκατασταθεί στην Καππαδοκία, από την οποία προέρχεται και ο όσιος Μιχαήλ Μαλεΐνος. Αδέλφια του Νικηφόρου ήταν ο Κωνσταντίνος Φωκάς, στρατηγός του θέματος της της Μεσοποταμίας που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Σαρακηνούς Άραβες και ο Λέοντας Φωκάς, ο στενότερος συνεργάτης του, όπως και ο γιος του Λέοντα, ο Βάρδας, κι εκείνος ολόθερμος υποστηρικτής του Νικηφόρου. Το απόγειο της δυνάμεως των Φωκάδων σημειώθηκε την περίοδο 963-969, με τη βασιλεία του Νικηφόρου Β' Φωκά.

Στρατιωτική σταδιοδρομία
Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση ο Νικηφόρος, για τα παιδικά χρόνια του οποίου γνωρίζουμε ελάχιστα, κατατάχθηκε στο στράτευμα από νεαρή ηλικία και ως Πατρίκιος διακρίθηκε στην εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Αράβων. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος προήγαγε τον Βάρδα Φωκά σε Δομέστικο των σχολών της Ανατολής και το 1945 τον Νικηφόρο σε στρατηγό του θέματος των Ανατολικών στη θέση του πατέρα του, ενώ ο αδελφός του Νικηφόρου, ο Λέοντας Φωκάς, ανέλαβε στρατηγός Καππαδοκίας. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Β' τίμησε το Νικηφόρο με τον τίτλο του Μάγιστρου και το 954 τον διόρισε Δομέστικο των σχολών της Ανατολής. Αν και αρχικά είχε αποτυχίες στις επιχειρήσεις εναντίον των Σαρακηνών Αράβων στη συνέχεια τους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών σε βαθμό που του αποδόθηκε η ονομασία «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών».

Ο Φωκάς διεξήγαγε πολλούς πολέμους και επέκτεινε τα σύνορα της Βυζαντινής Aυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη ποταμό. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα Βυζαντινά συμφέροντα στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας και γενικά αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας. Απελευθέρωσε πολλές πόλεις με θριαμβευτικές νίκες, ενώ ανάλογη ήταν η την Κύπρο. Μετά το 965, πρωτεύουσα του νησιού έγινε η Λευκωσία -μακριά από τις ακτές για περισσότερη ασφάλεια- και δόθηκε προτεραιότητα στην οχύρωση της. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν τα τρία φρούρια στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και άλλα φρούρια σε παράλιες πόλεις. Η κατάληψη της Κύπρου σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της Κρήτης επιβεβαίωσε την κυριαρχία των Βυζαντινών στη Μεσόγειο με βασική στρατηγική κατεύθυνση την αντιμετώπιση της απειλής των Αράβων στα Ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας και το 957 κατέλαβε το φρούριο του Αδατά.

Αραβοκρατία στην Κρήτη 
Το 824 μ.Χ. οι Άραβες Σαρακηνοί από τη βόρειο Αφρική και την Ισπανία με αρχηγό τον Αμπού Χάψ Ομάρ (Απόχαψη) κατέλαβαν την Κρήτη, πραγματοποιώντας απόβαση στην περιοχή της Ιεράπετρας και την απέσπασαν από την ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τεράστια αντίσταση προέβαλε η πρωτεύουσα της Κρήτης την περίοδο αυτή, η ισχυρή πόλη Γόρτυνα την οποία κατέλαβαν με δυσκολία και την κατέστρεψαν ολοσχερώς, όπως και εκατοντάδες ναών και αξιόλογων Χριστιανικών, Μινωικών και Ρωμαϊκών μνημείων της Κρήτης, μεταξύ τους τον περίφημο ναό του Αποστόλου Τίτου, στη Γόρτυνα ενώ ο Μητροπολίτης Κρήτης Κύριλλος, δολοφονήθηκε με μαρτυρικό θάνατο. Έκτοτε η «χώρα η εξακουστή, η έμορφη Γορτύνη» , ύστερα από 1000 χρόνια δυναμικής ιστορικής παρουσίας, διαλύεται και πρωτεύουσα γίνεται το σημερινό Ηράκλειο ή Χάνδακας [χανδάκι (Chandak)], όπως το ονόμασαν οι Άραβες, από την τεράστια προστατευτική τάφρο, που δημιούργησαν γύρω από την πόλη, για προστασία από τις πολιορκίες. Σύντομα το νησί μετατράπηκε σε φοβερό πειρατικό κέντρο στη Μεσόγειο, το φόβητρο και η μάστιγα των νησιών και των παραλίων περιοχών της Ελλάδος, με τις επιδρομές των «αθεωτάτων Κρητών», όπως ονομάζονται οι Αραβόκρητες στο βίο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Οι συγγραφείς της εποχής την αποκαλούν «βαρβαροτρόφο χώρα», είναι η «κατηραμένη χώρα των απίστων, η Θεόλετος Κρήτη» του Κωνσταντίνου του Πυρφυρογεννήτου.

Ανακατάληψη & απελευθέρωση της Κρήτης 
Η στρατιωτική επιτυχία, που εκτόξευσε τη φήμη του Φωκά και τον κατέστησε λαϊκό ήρωα μεταξύ των κατοίκων της Αυτοκρατορίας, ήταν η ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, το 961, έπειτα από σκληρή πολιορκία που διήρκησε εννέα μήνες. Σε διάστημα περισσότερο από 150 έτη το Βυζάντιο επιχείρησε πέντε φορές -με ήττες και τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό- να ανακτήσει το νησί.

Το εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για την Κρήτη στις 5 Ιουλίου 960 μ.Χ., αποτελούμενο από 2000 «πυρφόρα», 16 χελάνδια, 1000 δρόμωνες και 307 «καματηρά» (πλοία εφοδιοπομπής). Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) της εκστρατείας ορίσθηκε εις αντικατάσταση του Βριγγά ο κοιτωνίτης ή κλειδούχος Μιχαήλ. Ο Νικηφόρος είχε πνευματικό συνοδοιπόρο του στην εκστρατεία τον φίλο του, μοναχό και μετέπειτα Άγιο, Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ιδρυτή της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ο στρατός αποτελούνταν από τμήματα στρατιωτών των θεμάτων Μακεδονίας, Θράκης και συμμάχους Σκλαβήνους αλλά και το μισθοφορικό των Βαράγγων με επικεφαλής τον στρατηγό Θρακησίων Παστιλά. Σταθμοί της διαδρομής ήταν η Ηράκλεια, η Προκόννησος, η Άβυδος, τα Πεύκια, η Τένεδος, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, οι Φούρνοι, η Νάξος, η Ίος και η Αγία Ειρήνη (Σαντορίνη) με προορισμό τη νησίδα Δία κοντά στις ακτές της Κρήτης. Η διαδρομή από την Ίο μέχρι την Κρήτη ήταν άγνωστη στους Έλληνες της εποχής, διότι τα πλοία τους δεν τολμούσαν να πλεύσουν νότια από τον φόβο των πειρατών. Τη λύση έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί, οι οποίοι οδήγησαν το στόλο μέχρι τη νησίδα Δία στην Κρήτη.

Εκεί ο Νικηφόρος εφοδίασε τα πλοία του με επικλινείς σανίδες «κλίμακας επί των πορθμείων επιφερόμενοι». Οι δρόμωνες προσέγγισαν την ακτή με τα κουπιά ενώ την ίδια ώρα τοξότες και σφενδονήτες έβαλαν κατά των Αράβων. Την κατάλληλη στιγμή έπεσαν οι κλίμακες και αποβιβάσθηκαν, πεζοί και έφιπποι. Ο Νικηφόρος διαίρεσε το στράτευμα σε τρία μέρη με πυκνή παράταξη και διέταξε να προπορεύεται το λάβαρο του σταυρού. Σε κάθε φάλαγγα ηγείτο και ένας επίσκοπος, περιστοιχισμένος από κληρικούς και έφερε τεμάχια Τιμίου Ξύλου. Τα πυκνά κατατοξεύματα και η ακάθεκτη ορμή της τεθωρακισμένης φάλαγγας έτρεψαν γρήγορα σε φυγή τους μωαμεθανούς. Ακολούθησε καταδίωξη μέχρι το οχυρό του Χάνδακα, στο οποίο κλείσθηκαν οι Αγαρηνοί με ασφάλεια, εφόσον θεωρείτο απόρθητο. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ολόκληρο το χειμώνα. Στις 7 Μαρτίου του 961 μ.Χ. κατέλαβε το Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, τον οποίο κατέλαβε ύστερα από σφοδρές μάχες. Την κατάληψη της πόλεως ακολούθησε σχεδόν ολική σφαγή των Αράβων κατοίκων της, αδιάκριτα από ηλικία και φύλο, στη μοναδική ίσως μαζική ανθρωποσφαγή στην Ελληνική ιστορία. Άραβας ιστορικός υπολογίζει σε 200 χιλιάδες τους φονευθέντες και άλλους τόσους τους αιχμαλώτους .

H Κρήτη υπήχθη εκ νέου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με πολιτικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό κέντρο το Χάνδακα, όπου ο Νικηφόρος γκρέμισε τα τείχη, έκτισε εκκλησίες, και μετέτρεψε τα μουσουλμανικά τεμένη σε εκκλησίες, δημιούργησε οχυρωματικά έργα και κατέστησε την Κρήτη προπύργιο και φρούριο του Ελληνισμού κατά των επιθέσεων των Αράβων. Το βυζαντινό ναυτικό βρισκόταν σε μόνιμη επαγρύπνηση κι άρχισαν να χτίζονται φρούρια στα παράλια και σε επίκαιρες θέσεις. Ο Φωκάς έφτιαξε το φρούριο «Τέμενος» στη σημερινή θέση Ρόκα κοντά στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας) κι από το φρούριο αυτό πήρε το όνομά της η τέως επαρχία του Τεμένους. Κατά την πάγια συνήθεια της εποχής ο Φωκάς εγκατέστησε σε εύφορες περιοχές της μεγαλονήσου παλαίμαχους στρατιώτες. Ο ιστορικός Λέων Διάκονος γράφει χαρακτηριστικά: «...Έτσι αφού κατασκεύασε ένα ασφαλέστατο και στερεότατο κάστρο και εγκατέστησε στο εσωτερικό του ετοιμοπόλεμο στράτευμα αποκάλεσε την πόλη Τέμενος. Στη συνέχεια, αφού κατεύνασε την ένταση που επικρατούσε στο νησί, εγκατέστησε εκεί φυλές Αρμενίων, Ρωμαίων και άλλων συμμάχων αφήνοντας παράλληλα πυρφόρες τριήρεις για να την περιφρουρούν. Τέλος, ο ίδιος παρέλαβε τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και σάλπαρε για το Βυζάντιο...».

Επί των ημερών του Φωκά κτίστηκε ο ναός του Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα, στην ίδια θέση που βρίσκεται ο σημερινός ενώ καθώς σημαντικό τμήμα του πληθυσμού του νησιού είχε αλλαξοπιστήσει και εξισλαμιστεί, υπό την πίεση των Αγαρηνών, ο Νικηφόρος Φωκάς μετέφερε στο νησί τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου μετέπειτα Όσιο Νίκωνα, γνωστό ως Νίκων ο «μετανοείτε», που επανάφεραν στην Ορθοδοξία μεγάλο μέρος των Κρητών. Ουσιαστικά ο λεγόμενος «εκχριστιανισμός» της Κρήτης αφορούσε κυρίως την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής οργανώσεως, την οποία είχαν εξαλείψει οι κατακτητές και την υπαγωγή των κατοίκων στην έννομη τάξη της αυτοκρατορίας, την οποία είχαν ξεχάσει μετά από 137 χρόνια κυριαρχίας των Σαρακηνών. Σε δεύτερη μοίρα ήταν ο εκχριστιανισμός των αποίκων που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του αραβικού κόσμου κι επιθυμούσαν να παραμείνουν ως κάτοικοι, πλέον, του πιο οργανωμένου κράτους της εποχής. Χαρακτηριστικό αυτής της απόψεως είναι το γεγονός ότι απαιτήθηκαν πενήντα χρόνια προκειμένου με την παρουσία του Αγίου Ιωάννη του Ξένου να αναβιώσει ο μοναχισμός στην Κρήτη.

Οι θησαυροί των Αράβων της Κρήτης που πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών ήταν αμύθητοι. Λέγεται ότι χρειάστηκαν 300 φορτηγά πλοία για να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε από την ανακατάληψη της Κρήτης υπήρξε απερίγραπτος και διοργανώθηκε θριαμβευτική λαϊκή υποδοχή του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, ενώ τελέστηκε δοξολογία στην Αγία Σοφία παρουσία των Αυτοκράτορα Ρωμανού και της Θεοφανούς. Ο Φωκάς έφερε στα πόδια του Αυτοκράτορα τους σημαίνοντες αιχμαλώτους του, τον Άραβα Εμίρη της Κρήτης Αμπντ-Αλ-Αμιζ, το γιο του και τους άλλους επίσημους αιχμαλώτους, άμαξες με πλούτη και μυθώδεις θησαυρούς από τις θαλασσο-πειρατείες και τις χερσαίες επιδρομές των Αράβων, που βρέθηκαν στον Χάνδακα. Αφού εκκαθάρισε το νησί και από τα έσχατα υπολείμματα των Αράβων, άφησε αξιόλογη τη φρουρά για τη προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές.

Επιστροφή στην Μικρά Ασία
Μετά την ανάκτηση και την απελευθέρωση της Κρήτης, ο Νικηφόρος επέστρεψε στη Μικρά Ασία και στο αξίωμα του δομέστικου των σχολών. Στις αρχές του 962 κατέλαβε την Ανάζαρβο και την άνοιξη του ίδιου χρόνου ανακατέλαβε τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη. Τον Δεκέμβριο, μαζί με τον συγγενή του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος ήταν τότε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, πολιόρκησε το Χαλέπι, την πρωτεύουσα του πιο επικίνδυνου εχθρού στην Ανατολή, του εμίρη των Χαμδανιδών Sayf-al-Dawla. μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Ρωμανού Β' κι ύστερα από συνεννόηση με την αυτοκράτειρα και χήρα του Ρωμανού, Θεοφανώ, ο Φωκάς βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήδη τον Απρίλιο του 963, για να γιορτάσει στον Ιππόδρομο ακόμα ένα θρίαμβο για τους επιτυχείς πολέμους, παρά τις αντιρρήσεις του ευνούχου Ιωσήφ Βρίγγα που επιχείρησε να τον συλλάβει (και πιθανώς να τον σκοτώσει) στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φωκάς κέρδισε την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτου, ο οποίος τον βοήθησε να καταφύγει στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Βρίγγας αναγκάστηκε να έρθει σε συμφωνία με τον Νικηφόρο Φωκά ο οποίος με τη σειρά του ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση στους γιους του αυτοκράτορα Ρωμανού Β', τον Βασίλειο Β' μετέπειτα Βουλγαροκτόνο και Κωνσταντίνο Η', και τον Μάιο του 963 επέστρεψε στην Καππαδοκία. Στις 16 Μαρτίου του 1963 ο πεντάχρονος Βασίλειος Β' ο μετέπειτα Βουλγαροκτόνος αναγορεύεται αυτοκράτορας με συναυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο Η', που επιτροπεύονταν από τη μητέρα τους Θεοφανώ που βοηθείτο από τον παρακοιμώμενο Ιωσήφ Βρίγγα και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο.

Ο καιρός που ακολούθησε έδειξε ότι η βασιλομήτωρ δεν είχε καλές σχέσεις με τον παρακοιμώμενο Ιωσήφ Βρίγγα που μισούσε τον Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος είχε τεράστια δημοτικότητα. Η μεταξύ τους σύγκρουση, που έμοιαζε αναπόφευκτη, αποσοβήθηκε αρχικά με την παρέμβαση του Πατριάρχη Πολύευκτου, ο οποίος έπεισε τη Σύγκλητο να διορίσει τον Νικηφόρο αρχιστράτηγο των στρατευμάτων της Ανατολής, απόφαση με την οποία αναγκάστηκε να συμφωνήσει και ο πανίσχυρος Ιωσήφ Βρίγγας, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να προσεταιριστεί τον Μαριανό Αργυρό, πρώην αρχηγό του βυζαντινού στρατού στην Ιταλία, στον οποίο υποσχέθηκε την αρχιστρατηγία της Ανατολής αν τεθεί αντιμέτωπος του Νικηφόρου. Όμως ο Αργυρός αρνήθηκε να αναλάβει την αποστολή και υπέδειξε ως πλέον κατάλληλο γι' αυτή την υπόθεση τον στρατηγό Ιωάννη Τσιμισκή. Ο Βρίγγας έστειλε επιστολή στον Τσιμισκή, στην οποία τον παρακινούσε να δολοφονήσει το θείο του με ανταλλάγματα, καταρχάς μεν την αρχιστρατηγία των Σχολών της Ασίας, δηλαδή του Δομέστικου της Ανατολής, και στη συνέχεια το αυτοκρατορικό αξίωμα. Ο Τσιμισκής αρνήθηκε τις προτάσεις του Βρίγγα κι έσπευσε στην Ασία όπου αφού συνάντησε τον Νικηφόρο του ενεχείρισε την επιστολή και τον παρακίνησε να δεχθεί να γίνει αυτοκράτορας. Ο Νικηφόρος που ήταν στην αρχή διστακτικός, αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στην επιμονή του Τσιμισκή.

Ο Νικηφόρος Αυτοκράτορας
Με την στέψη του Νικηφόρου Β' Φωκά ως αυτοκράτορα το μεσαιωνικό βυζαντινό κράτος εισέρχεται στην περίοδο της μεγάλης του εποποιίας, όπου για περισσότερο από έναν αιώνα θα καταστεί εκ νέου η μεγαλύτερη δύναμη στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου θαλάσσης και η Αυτοκρατορία το θα φτάσει στο απόγειο της δόξας της. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπισε με επιτυχία την επίσης μεγάλη δύναμη, τους Άραβες, και οι σημαντικές του επιτυχίες εναντίον τους είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική απαλλαγή σημαντικών περιοχών της αυτοκρατορίας, μεταξύ τους η Κρήτη και η Κύπρος.

Η στέψη στην Καισάρεια
Ο Νικηφόρος Φωκάς στέφτηκε Αυτοκράτορας με την ισχύ του στρατού, στις 2 Ιουλίου του 963, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Μόλις έφτασε απέναντι από την Βασιλεύουσα με επιστολές στον Βρίγγα, στον Πατριάρχη Πολύευκτο και στη Σύγκλητο ανακοίνωσε τα γεγονότα και τους κάλεσε να τα γεγονότα και τους κάλεσε να τον αναγνωρίσουν. Ο Βρίγγας κήρυξε «εκτός νόμου» τους οπαδούς και τους συγγενείς του Φωκά και προσπάθησε να συλλάβει τον αδελφό του Λέοντα Φωκά και τον πατέρα τους Βάρδα Φωκά. Ο μεν Λέων κατόρθωσε να διαφύγει και να φτάσει στο στρατόπεδο του Νικηφόρου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στη Χρυσούπολη, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ο δε Βάρδας κατέφυγε ως ικέτης στην Αγία Σοφία και ετέθη υπό την προστασία του Πατριάρχη Πολύευκτου. Ταυτόχρονα ο λαός επαναστάτησε κατά του Βρίγγα με επικεφαλής τον ευνούχο Βασίλειο -νόθο υιό του Ρωμανού Λεκαπηνού- ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια πριν από πολύ καιρό. Ο Βασίλειος έγινε κύριος της καταστάσεως στην Κωνσταντινούπολη αφού κατέλαβε το ναύσταθμο, που βρισκόταν στον Κεράτιο Κόλπο, και τα ανάκτορα και κατέκαψε τα σπίτια του Βρίγγα και άλλων κυβερνητικών. Στις 15 Αυγούστου ο στόλος, με επικεφαλής τον Βασίλειο, διέπλευσε το Βόσπορο κι έφθασε στην ασιατική ακτή, όπου βρισκόταν ο Νικηφόρος με το στρατό του.

Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη
Την επόμενη μέρα (16 Αυγούστου του 963) ο Νικηφόρος Φωκάς εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, όπου έτυχε μεγαλοπρεπούς υποδοχής. Υπό τις ζητωκραυγές του λαού εισήλθε στην Αγία Σοφία όπου στέφθηκε αυτοκράτορας ενώ εδραίωσε την εξουσία του ως Αυτοκράτορας μετά από οδομαχίες και συγκρούσεις, από τον Πατριάρχη Πολύευκτο. Ο πατέρας του Βάρδας έλαβε τον «μεγαλοπρεπή άλλα λησμονημένον τίτλον του Καίσαρος», ενώ στον αδελφό του Λέοντα αποδόθηκε ο τιμητικός τίτλος του κουροπαλάτη. Ο Νικηφόρος τίμησε τον Βασίλειο Λεκαπηνό με το νέο υψηλό αξίωμα του «προέδρου της Συγκλήτου Βουλής», το οποίο δημιουργήθηκε προς τιμήν του και το οποίο του εξασφάλιζε την πρωτοκαθεδρία απέναντι σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους, εκτός από τα αδέλφια του αυτοκράτορα. Στη θέση του δομέστικου των σχολών της Ανατολής τοποθέτησε τον Ιωάννη Τσιμισκή.

Γάμος με την Θεοφανώ
Στις 20 Σεπτεμβρίου, με ιδιαίτερη διακριτικότητα, τελέστηκε ο γάμος του Νικηφόρου με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ στη Νέα Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη, αν και αρχικά ο πατριάρχης Πολύευκτος απαγόρευσε το γάμο λόγω της «πνευματικής» συγγένειας των νεόνυμφων, καθώς ο Νικηφόρος φέρεται πως ήταν ανάδοχος του ενός γιου του Ρωμανού και της Θεοφανώς. Τελικά ο πατριάρχης δέχθηκε να τελέσει το μυστήριο του γάμου όταν ο Βάρδας Φωκάς, ο πατέρας του Νικηφόρου, διευκρίνισε ότι αυτός είναι ο ανάδοχος του μικρού γιου του Ρωμανού Β'. Με τον γάμο αυτό ο Νικηφόρος συνδέθηκε με τη νόμιμη μακεδονική δυναστεία και ως πατριός έγινε προστάτης των δυο νεαρών πορφυρογέννητων πριγκίπων, των οποίων τα δικαιώματα για τον θρόνο παρέμειναν, τυπικά, άθιχτα. Ο Ιωσήφ Βρίγγας καθαιρέθηκε από τα αξιώματα του και εξορίστηκε αρχικά μεν στην Παφλαγονία και αργότερα στο μοναστήρι Ασηκρήτις, όπου πέθανε το 1965, δηλαδή μετά από δυο χρόνια.

Στη στέψη του Νικηφόρου αντέδρασε και ο μετέπειτα όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, πνευματικός καθοδηγητής του Νικηφόρου, ο οποίος τον προετοίμαζε για μοναχό. Ο Νικηφόρος έπεισε τον Αθανάσιο να ιδρύσει μία μονή στη χερσόνησο του Άθω, τη Μέγιστη Λαύρα, την πρώτη του Αγίου Όρους, όπου σκόπευε να μονάσει και ο ίδιος. Με την στέψη του Νικηφόρου και ακόμη περισσότερο με το γάμο του, ο Αθανάσιος απογοητευμένος άφησε τον Άθω με την μονή μισοτελειωμένη και με ορισμένους από τους ακολούθους του έφυγε για την Άβυδο και ύστερα για την Κύπρο, στέλνοντας μια πολύ αυστηρή επιστολή στον Νικηφόρο. Ο αυτοκράτορας πικράθηκε από την αντίδραση του Αθανάσιου και έστειλε απεσταλμένους να τον βρουν. Πληροφορούμενος ο Αθανάσιος πως η μοναστική του κοινότητα στον Άθω βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και ότι ο Νικηφόρος τον αναζητούσε, αποφάσισε να επιστρέψει και συμφιλιώθηκαν σε κλίμα συγκινήσεως.

Πολεμικές επιχειρήσεις
Ερωτευμένος με πάθος κι ίσως ξετρελαμένος από τα κάλλη της Θεοφανώς ο Φωκάς της χάριζε πολυτελή ρούχα, κοσμήματα τεράστιας αξίας, κτήματα, πολυτελείς κατοικίες ενώ το 964 την πήρε μαζί του σε εκστρατεία, κάτι που δεν συνηθιζόταν. Την άνοιξη του 965 ο Φωκάς εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον των Αράβων. Τον Ιούλιο κατελήφθη η Μοψουεστία, και έναν μήνα αργότερα η Ταρσός, ένα από τα κύρια οχυρά των Χαμδανιδών. Εκτός από τη χερσαία προέλαση προς τη Συρία, τον ίδιο χρόνο ο Νικηφόρος επανέφερε στην Αυτοκρατορία την Κύπρο, την οποία κατέλαβε ο Βυζαντινός στόλος υπό τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη, ολοκληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την ανάκτηση των θαλάσσιων κτήσεων του Βυζαντίου. Τον Οκτώβριο του 965 ο Νικηφόρος επέστρεψε γι' άλλη μια φορά θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη όπου κατέθεσε τα λάφυρα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ανάμεσα στα λάφυρα, που έφερε ο Φωκάς στην πρωτεύουσα μετά την κατάληψη της Βέρροιας και κόσμησε τον θρίαμβο του, το σπουδαιότερο και εκείνο που συγκίνησε περισσότερο τους Βυζαντινούς ήταν το ιμάτιο του Ιωάννη Προδρόμου. Έφερε μαζί του τις πύλες της Ταρσού και τις Μοψουεστίας, τις οποίες εξέθεσε στην ακρόπολη (πύργο Βουκολέοντα) και τη Χρυσή Πύλη. Οι χερσαίες δυνάμεις, με την κατάληψη του οχυρού της Ταρσού, προετοίμασαν το έδαφος για την εκστρατεία εναντίον των μεγαλύτερων πόλεων της Συρίας, της Αντιόχειας και του Χαλεπίου.

Έτσι τα πρώτα δύο έτη της βασιλείας του απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία ενώ οι πόλεις Τάρας, Άδανα, Μονεστία και άλλες απελευθερώθηκαν μετά από θριαμβευτικές νίκες του Βυζαντινού στρατού. Το 965, γιορτάστηκε η θριαμβευτική είσοδος του Φωκά στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της Ταρσού και της Μοψουεστίας. Τα ιερά λάφυρα που κόσμησαν τον θρίαμβο του αυτήν τη φορά ήταν σταυροί, οι οποίοι είχαν περιέλθει στα χέρια των Αράβων πριν από 90 χρόνια περίπου. Μετά τον θρίαμβο κατέληξαν ως αφιερώματα στον ναό της Αγίας Σοφίας. Το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε την εκστρατεία εναντίον της Αντιόχειας, μέχρι την οποία έφθασαν τα στρατεύματά του αλλά δεν την κατέλαβαν όμως κατελήφθη η Ιεράπολις και προσαρτήθηκε μεγάλο τμήμα της Συρίας. Παράλληλα κατέλαβε την Έδεσσα, στην οποία βρήκε την χειροποίητη εικόνα του Χριστού, προχώρησε μέχρι την Τρίπολη του όρους Λιβάνου, κατέλαβε είκοσι περίπου οχυρά φρούρια και επέβαλε νέα πολιορκία στην Αντιόχεια. Οι εκστρατείες του Φωκά υπήρξαν η αρχή της περιόδου που οι ιστορικοί ονόμασαν «Βυζαντινή Εποποιία». Όμως είχε φτάσει η ώρα που Νικηφόρος θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το μόνιμο αγκάθι των Βουλγάρων δτο βορρά, αλλά και την άνοδο της γερμανικής δυνάμεως στη Δύση.

Ο Νικηφόρος & οι Γερμανοί
Το 962, ένα χρόνο πριν την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο θρόνο, ο Όθων στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον πάπα. Η εξέλιξη προκάλεσε οργή στην Κωνσταντινούπολη, η οποία διέγνωσε ότι πίσω από τον σφετερισμό του ονόματος υπήρχαν επιβουλές εναντίον των κτήσεων της στην Ιταλία. ιταλικές της κτήσεις. Αν και ακολούθησε ανταλλαγή πρεσβειών κι εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συναφθεί ένας βασιλικός γάμος, ανάμεσα στον γιο του Όθωνα και κάποια Βυζαντινή πριγκίπισσα ο Όθωνας εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που διαμορφώθηκε για να εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη της Ιταλίας. Η αποτυχία να καταλάβει το Μπάρι οδήγησε τα στρατεύματα του σε υποχώρηση, και ο Όθων έστειλε νέα πρεσβεία στην Βασιλεύουσα, υπό τον Λιουτπράνδο, επίσκοπο της Κρεμόνας. Ο Νικηφόρος όμως ήταν ήδη έξαλλος. Ο Λιουτπράνδος, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το 968, όπου, όπως καταγγέλλει ο ίδιος σε γράμμα προς τον βασιλιά του, οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι τον υπέβαλαν σε ποικίλες ταλαιπωρίες, αφήνοντας τον να περιμένει ώρες στην βροχή, στεγάζοντας τον σε ακατάλληλα καταλύματα όπου πάγωνε τα βράδια και ζεσταινόταν την ημέρα, ενώ όταν μετά από μήνες έγινε δεκτός στα ανάκτορα, στην αίθουσα δεξιώσεων τον έβαλαν να καθίσει στο τελευταίο τραπέζι. Ο Γερμανός κληρικός αναφέρει πώς είχε τοποθετηθεί σε καλύτερη θέση ο πρέσβης της Βουλγαρίας, που ήταν «άπλυτος, με κοντά μαλλιά και ζωσμένος με αλυσίδες».

Στις συνομιλίες με τους βασιλικούς αξιωματούχους, ο Λιουτπράνδος επανέφερε το θέμα του γάμου, ζητώντας ως προίκα τη νότια Ιταλία και ακολούθησε λογομαχία μεταξύ του επισκόπου και του ίδιου του Νικηφόρου, ο οποίος έδειξε την περιφρόνηση του προς τη στρατιωτική δύναμη των Γερμανών. Την κατάσταση όξυνε περισσότερο η άφιξη πρεσβείας του Πάπα που προσκόμισε επιστολή για τον αυτοκράτορα στην οποία ο Ιωάννης ΙΓ' προσφωνούσε το Νικηφόρο ως βασιλέα των Γραικών, όχι των Ρωμαίων, και του ζητούσε να έρθει σε συμφωνία με το «αγαπητό πνευματικό του τέκνο», τον Όθωνα, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Με εντολή του Νικηφόρου οι Βυζαντινοί έριξαν τους πρέσβεις στη φυλακή, και άφησαν τον Λιουτπράνδο να φύγει αφού πρώτα υποσχέθηκε πως σε κάθε μελλοντική αλληλογραφία ο Νικηφόρος θα προσφωνείτο «αύγουστος και αυτοκράτορας των Ρωμαίων». Ο Γερμανός κληρικός έφυγε για την πατρίδα του, όμως οι αρχές του αφαίρεσαν τα υφάσματα που είχε αγοράσει για να στολίσει την μητρόπολη του. Η διαμάχη αυτή συνεχίστηκε ως το μαρτυρικό τέλος του Φωκά.

Η εμφάνιση των Ρως
Το 967 προέκυψαν προβλήματα στη Βαλκανική. Το Βυζάντιο είχε αναλάβει την υποχρέωση να πληρώνει φόρο στο βουλγαρικό κράτος, κατάσταση που διαρκούσε από τη σύναψη της ειρήνης και τη συμφωνία επιγαμίας επί Ρωμανού Α' Λακαπηνού το 927. Το χειμώνα του έτους 966-967 έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη πρέσβεις των Βουλγάρων για να ζητήσουν τους καθιερωμένους φόρους που κατέβαλαν σ' αυτούς οι προηγούμενες βυζαντινές κυβερνήσεις όμως ο Νικηφόρος Φωκάς αρνήθηκε να καταβάλει το φόρο, εκδιώκοντας τους Βούλγαρους απεσταλμένους από την Κωνσταντινούπολη διότι θεωρούσε ότι η Βουλγαρία δεν μπορούσε να απειλήσει την Αυτοκρατορία. Ο Φωκάς διέταξε να μαστιγώσουν του απεσταλμένους και στη συνέχεια τους έστειλε στην πατρίδα τους με ταπεινώσεις και απειλές. Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος κρίνοντας τη συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς τους Βούλγαρους πρέσβεις γράφει: «Η διαγωγή του Νικηφόρου κατά το ανωτέρω επεισόδιον δεν ήτο η πρέπουσα. Εκτύπησε πρεσβευτάς, τουτέστιν πρόσωπα ιερά. Και αν οι λόγοι του δύνανται να θεωρηθούν ως μέρος της τότε συνηθιζόμενης τακτικής εκφοβισμού του αντιπάλου, πάντως όμως ήσαν υπερβολικοί». Το ίδιο έτος ο Νικηφόρος έφτασε στην περιοχή της Θράκης με σκοπό να εκστρατεύσει κατά της Βουλγαρίας όμως τελικά απέφυγε να επιχειρήσει πόλεμο γιατί δεν ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του από τις επιχειρήσεις στην Ανατολή και περιορίστηκε μόνο στην καταστροφή ορισμένων βουλγαρικών οχυρών. Ταυτόχρονα υποκίνησε τους Ρώσους σε πόλεμο κατά των Βουλγάρων και έστειλε στον ηγεμόνα των Ρώσων Σβιατοσλάβο ή Σφενδοσλάβο τον πατρίκιο Καλοκύρη ή Καλοκυρά με πλούσια δώρα και πολλά χρήματα.

Ο Σβιατοσλάβος δέχθηκε με ικανοποίηση την πρόταση του Νικηφόρου, συγκρότησε στρατό από 60.000 άνδρες και το 968 βάδισε κατά της Βουλγαρίας. Οι Ρώσοι προχώρησαν ακάθεκτοι, νίκησαν κατά κράτος το βουλγαρικό στρατό και κατέστρεψαν μεγάλες περιοχές της χώρας. Τον ίδιο χρόνο μια επίθεση των Πατσινακών κατά του Κιέβου, πρωτεύουσας του ρωσικού κράτους, ανάγκασε τον Σβιατοσλάβο να επιστρέψει στην πατρίδα του, όμως το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Σβιατοσλάβος εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Βουλγαρία διέλυσε το βουλγαρικό στρατό, συνέλαβε αιχμάλωτο τον τσάρο Βόρη Β' -το γιο του Πέτρου- και ανακήρυξε τον εαυτό του κύριο της Βουλγαρίας. Όμως δεν αρκέστηκε στην κατοχή της Βουλγαρίας αλλά πέρασε τον Αίμο και εισέβαλε στις βυζαντινές επαρχίες λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Ο Νικηφόρος Β' κατάλαβε ότι είχε διαπράξει σφάλμα που προσκάλεσε τους Ρώσους κατά των Βουλγάρων γιατί τη θέση ενός ανίσχυρου αντιπάλου είχε πάρει τώρα ένας νέος ισχυρότερος και επικίνδυνος εχθρός. Αν και προσπάθησε να πείσει τους Ρώσους να σεβαστούν τις συνθήκες και να τηρήσουν τα συμφωνημένα δεν επέτυχε τίποτε.

Τα τελευταία χρόνια
Τη Λαμπρή του 967 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας διοργάνωσε γιορτές στον ιππόδρομο και προς τέρψη του λαού διέταξε μια ομάδα στρατιωτών να μπουν στη αρένα για μία προσομοίωση μονομαχίας. Όμως οι θεατές πανικοβλήθηκαν όταν είδαν πάνοπλους στρατιώτες να ξεκινούν μονομαχία, έτρεξαν προς τις εξόδους με αποτέλεσμα πολλοί να ποδοπατηθούν και να χάσουν τη ζωή τους. Μετά το πέρας της γιορτής ο Νικηφόρος βγήκε στους δρόμους και αντί ν’ ακούσει επευφημίες, έγινε δεκτός με αποδοκιμασίες από συγγενείς των θυμάτων. Μία γυναίκα τον πετροβόλησε από την ταράτσα του σπιτιού της και από καθαρή τύχη δεν τον πέτυχε. Η αυτοκρατορική φρουρά τη συνέλαβε και καταδικάστηκε να καεί ζωντανή. Τον επόμενο χρόνο, το 968, ο Φωκάς εκστράτευσε εκ νέου προς τη Συρία, για να καταλάβει την Αντιόχεια. Τον Οκτώβριο πολιόρκησε με τον στρατό του την πόλη, όμως δεν είχε αρκετή δύναμη για να την καταλάβει. Αυτή ήταν και η τελευταία πολεμική επιχείρηση του Φωκά, όμως το 969 οι πολυετείς του προσπάθειες δικαιώθηκαν με την οριστική κατάκτηση της Αντιόχειας, στις 28 Οκτωβρίου εκείνου του χρόνου, από τους στρατηγούς Πέτρο Φωκά και Μιχαήλ Βούρτζη. Σύντομα κατελήφθη και το Χαλέπι και ο Άραβας εμίρης του αναγνώρισε τη Βυζαντινή κυριαρχία. Οι επιτυχίες του Νικηφόρου Φωκά στην Ανατολή εξουδετέρωσαν ολοκληρωτικά την αραβική απειλή για πολλές δεκαετίες ενώ παράλληλα αποκατέστησαν την Βυζαντινή παρουσία μέχρι τη Μεσοποταμία. Η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία, από τον Αύγουστο του 963 μ.Χ. έως την δολοφονία του Φωκά τον Δεκέμβριο του 969, κούρασαν κι έφθειραν τον Βυζαντινό στρατό και προκάλεσαν λαϊκή δυσφορία από τις σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις και οι οικονομικές επιβαρύνσεις του πληθυσμού μετέτρεψαν τον αρχικό ενθουσιασμό για τις στρατιωτικές νίκες αρχικά σε δυσαρέσκεια και σταδιακά σε οργή για τον αυτοκράτορα.

Κοινωνική & οικονομική πολιτική
Οι διαρκείς πόλεμοι του Νικηφόρου Β' Φωκά εναντίον των Αράβων και των άλλων εχθρών της Αυτοκρατορίας δημιούργησαν εξαιρετικά μεγάλες πιέσεις στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο καθώς ειδικοί επιστήμονες θεωρούν ότι το 30% των συνολικών εσόδων του κράτους αφορούσαν στρατιωτικές δαπάνες. Σε διαρκή ανάγκη χρημάτων για το στρατό, ο Νικηφόρος ακολούθησε αυστηρή πολιτική λιτότητας. Η βασιλεία του γράφτηκε πως έφερε νόθευση του χρυσού νομίσματος, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από καμία αξιόπιστη πηγή, όμως είναι βέβαιο ότι επέφερε αύξηση των φόρων αλλά και της τιμής βασικών ειδών διατροφής όπως το ψωμί, γεγονός που κι αυτό δεν αποτελεί κατ' ανάγκη ευθύνη του Νικηφόρου, καθώς τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οι ιστορικοί αναφέρονται σε κακές σοδειές και επιδημίες τρωκτικών στη Μικρά Ασία. Την εποχή εκείνη, ισχυροί άνεμοι στην Ονωριάδα και την Παφλαγονία, προκάλεσαν ξηρασία στους αγρούς και τ’ αμπέλια ενώ οι πολεμικές προετοιμασίες δεν επέτρεψαν την διάθεση των δημόσιων σιτηρών στο λαό, καθώς φυλάσσονταν για τις ανάγκες του στρατεύματος. Υπεύθυνος των δημόσιων σιταποθηκών ορίστηκε ο αδελφός του αυτοκράτορα, ο στρατηγός Λέων Φωκάς, ακριβώς γιατί ως έμπιστος δεν θα κερδοσκοπούσε εις βάρος του λαού. Έτσι κάποιοι Ρωμαίοι ιστορικοί κατηγορούν τον Αυτοκράτορα και τον αδελφό του ότι κερδοσκοπούσαν στις τιμές του σιταριού, οδηγώντας τον λαό σε απόγνωση όμως οι μαρτυρίες αυτές αμφισβητούνται, σήμερα, ως υποκινούμενες από πολιτική σκοπιμότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λέων Διάκονος, που εκείνη την εποχή σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη, δεν τα έχει συμπεριλάβει στην δική του αφήγηση αν και έχει καταγράψει δυσαρέσκεια των πολιτών, όχι όμως στον βαθμό που αυτή πέρασε στην χρονογραφία δύο αιώνες μετά.

Από τον 7ο αιώνα το κράτος εφάρμοζε την πολιτική παραχωρήσεως κτημάτων σε μια οικογένεια με αντάλλαγμα ένα μέλος της να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε περιόδους ανάγκης. Το σύστημα βοήθησε την ύπαρξη μικρών αγροτικών κοινοτήτων, αυτόνομες διοικητικές και φορολογικές μονάδες, που είχαν υποχρεώσεις -οικονομικές και άλλες- μόνο προς το κράτος. Οι ιδιοκτησίες μεταβιβάζονταν ως κληρονομιά στους απογόνους παράλληλα με την υποχρέωση στρατεύσεως. Τοιουτοτρόπως το κράτος και ενίσχυσε την στρατιωτική του άμυνα, αλλά και μεταβίβασε μέρος των στρατιωτικών του δαπανών στους ίδιους τους στρατιώτες. Επίσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων το κράτος διαιρέθηκε σε περιοχές γνωστές ως θέματα με επικεφαλής έναν στρατιωτικό διοικητή που ήταν υπεύθυνος για όλα τα ζητήματα εκτός από την συλλογή των φόρων που παρέμεινε υπό την επίβλεψη της κεντρικής εξουσίας. Έτσι σταδιακά διαμορφώθηκε μια νέα τάξη, αποτελούμενη από στρατιωτικούς γαιοκτήμονες. Στις αρχές του 10ου αιώνος το πρόβλημα διογκώθηκε αφού η επέκταση της αυτοκρατορίας και η ηρεμία που επικρατούσε στην ενδοχώρα, επέφερε πληθυσμιακή αύξηση και οικονομική άνθηση, μεγάλο μέρος της οποίας καρπώνονταν οι δυνατοί γαιοκτήμονες. Το γεγονός ανησύχησε την κεντρική εξουσία αφού ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος απορροφήσεως της μικρής ιδιοκτησίας που ήταν το στήριγμα του κράτους και των θησαυροφυλακίων του. Ο Νικηφόρος έλαβε ιδιαίτερα μέτρα για την προστασία των στρατιωτών καλλιεργητών, που αποτελούσαν τον πυρήνα του στρατού του ενώ κατήργησε ορισμένους νόμους που εμπόδιζαν τους μεγαλοκτηματίες να αγοράζουν την γη των φτωχών, ευνοώντας την αριστοκρατία.

Σχέσεις με την Ορθοδοξία
Η μνήμη του Νικηφόρου τιμήθηκε πρωτίστως στο Άγιον Όρος, το οποίο ο ίδιος θεμελίωσε, ενίσχυσε οικονομικά και προστάτευσε με κάθε πρόσφορο τρόπο. Το λάβαρο του Σταυρού προηγείτο πάντοτε του στρατεύματος του Νικηφόρου ενώ ο ίδιος ερμήνευε τις νίκες του ως σημάδι πως η Θεία Πρόνοια δεν θα επέτρεπε πλέον να βασανίζεται ο Χριστεπώνυμος λαός από τους απίστους. Οι βυζαντινές πηγές μας παρέχουν πληθώρα πληροφοριών και επιβεβαιώνουν αυτό τον ισχυρισμό. Ο ευσεβής πιστός και υποστηρικτής του αναχωρητισμού Νικηφόρος, αν και εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η επικράτηση του Χριστιανισμού αλλά και η εφαρμογή των βασικών θέσεων της θρησκείας στη πράξη, επέβαλε μία σειρά περιοριστικών μέτρων στην Εκκλησία, με ολοφάνερο σκοπό και στόχο να παρεμποδίσει την αύξηση της περιουσίας της. Κατήργησε τις εθιμικές χορηγίες αλλά και τα δώρα που ο θρόνος απένειμε στα μοναστήρια και την σύγκλητο. Ο Φωκάς απέδιδε τεράστια σημασία στην τήρηση των θρησκευτικών τελετουργιών και στην θρησκευτική προσήλωση των στρατιωτών του. Έτσι επέβαλλε την προσευχή σε καθημερινή βάση, φρόντιζε να τηρούνται οι νηστείες και οι εξομολογήσεις ιδιαίτερα πριν τις πολεμικές επιχειρήσεις και να τελούνται με όλη την δυνατή μεγαλοπρέπεια οι μεγάλες χριστιανικές εορτές 

Πρώτος στόχος του ήταν να εμφυσήσει κλίμα πατριωτισμού και πίστευε σε μια χριστιανική τζιχάντ, δηλαδή ότι είχε θεϊκή εντολή να εξαφανίσει από προσώπου γης τους απίστους Μωαμεθανούς. Στο πλαίσιο αυτό προσπάθησε να επιβάλλει νόμο ώστε να αποδίδονται στους στρατιώτες που πέθαιναν στον πόλεμο τιμές μαρτύρων, να τιμώνται με ανάλογη υμνωδία και να δοξάζονται με παρόμοιο τρόπο. Μάλιστα το θέσπισμα θα αποκτούσε ισχύ, αν δεν αντιδρούσαν με έντονο όσο και κατηγορηματικό τρόπο Πατριάρχης, κάποιοι αρχιερείς, καθώς επίσης και ορισμένοι από τους έγκριτους συγκλητικούς, οι οποίοι είπαν: «...πως είναι δυνατόν να λογίζονται ως μάρτυρες ή ισάξιοι μαρτύρων όσοι φονεύουν και φονεύονται στον πόλεμο, όταν οι ιεροί κανόνες τους επιβάλλουν το επιτίμιο να μην μεταλαμβάνουν επί τρία έτη;». Η θύελλα των αντιδράσεων ανάγκασε το Νικηφόρο να προβεί σε ανάκληση του σχετικού νόμου, όμως έχουν διασωθεί ακολουθίες που συντέθηκαν προς τιμή τόσο του Νικηφόρου αλλά και όσων έχασαν τη ζωή τους στις μάχες εναντίον των αλλόθρησκων. Ο ίδιος ο Πλάτωνας υποστηρίζει πως η θρησκεία πρέπει να πλαστεί με τρόπο ώστε να βοηθά στην δημιουργία ικανών πολεμιστών. Γράφει ο Πλάτωνας: «Δεί δή, ώς έοικεν, ημάς έπιστατείν και υπέρ τών μύθων τοίς έπιχειρούσι λέγειν, και δείσθαι μη λοιδορείν απλώς ούτως τα έν Άδου, άλλα μάλλον έπαινείν, ώς ούτ’ άληθή λέγοντας ούτ’ ώφέλιμα τοίς μέλλουσι μαχίμοις έσεσθαι» 

Στα πλαίσια του προσηλυτισμού στην Ορθοδοξία διατήρησε ή επινόησε διάφορα μέτρα ώστε όσοι μουσουλμάνοι επιθυμούσαν μπορούσαν να παραμείνουν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας δίχως να αλλαξοπιστήσουν οι ίδιοι, υπό τον όρο όμως ότι θα βάφτιζαν τα παιδιά τους. Επίσης διατήρησε το μέτρο, βάση του οποίου, όσες οικογένειες δέχονταν ως γαμπρό τους Άραβα αιχμάλωτο που ασπαζόταν τον Χριστιανισμό απαλλάσσονταν από κάποια είδη φόρου. Ο Νικηφόρος που αρχικά συνδιαλέχθηκε με την Ιακωβιτική Συριακή Εκκλησία, μια μονοφυσιτική εκκλησία που διαφωνούσε με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Ορθοδοξία, ζήτησε την συνδρομή του Πατριάρχη Αντιοχείας για την εποίκηση περιοχών γύρω από την Μελιτηνή την Ταρσό κλπ. από Σύριους Χριστιανούς (Μονοφυσίτες), ενέργεια επιβεβλημένη, διότι οι περιοχές αυτές ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένες. Αν και υποσχέθηκε στους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Συρίας ότι θα τους επέτρεπε να ασκούν τη θρησκεία τους ανεμπόδιστα, εφόσον ο αρχηγός τους, Γιοχανάν Ζ', εγκαθίστατο στην Καππαδοκία, το 969 μ.Χ., έφερε τον Γιοχανάν στην Κωνσταντινούπολη, τον υποχρέωσε να συζητήσει δογματικά ζητήματα και εξόρισε αυτόν και άλλους ηγέτες της Συριακής Εκκλησίας, όταν αρνήθηκαν να δεχτούν την Ορθοδοξία.

Ο Φωκάς προσπάθησε να περιορίσει τις υπερβολές των μοναστηριών κι όπως γράφει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος : «Άρτι δε βλέπων την περί τα μοναστήρια και τα ιερά ταύτα σεμνεία περιφανή νόσον (νόσον γαρ εγώ την απληστίαν καλώ) ουκ είδα τίνα δη του κακού θεραπείαν επινοήσω ή πως κολάσω την αμετρίαν». Έτσι όποιος ήθελε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο, μπορούσε να εγκατασταθεί σε όποιο μοναστήρι ήθελε, όμως απαγορευόταν να παραχωρήσει και την περιουσία του σε αυτό, εκτός από χρήματα. Απαγόρευσε τις προσφορές ή δωρεές -χωραφιών, οικιών ή σε κάποιες περιπτώσεις και περιοχών ολόκληρων- σε εκκλησίες ή άλλα ευαγή εκκλησιαστικά ιδρύματα, εξαιρουμένης της χρηματικής δωρεάς ενώ θέσπισε με νόμο, το 964, περιορισμούς στην ίδρυση νέων μοναστηριών ή άλλων ιδρυμάτων. Παράλληλα περιόρισε και τις κρατικές χορηγίες τόσο σε εκκλησίες και ευαγείς οίκους, όσο και στους Συγκλητικούς καθώς τα εκκλησιαστικά κτήματα δεν φορολογούνταν και ο Νικηφόρος ήθελε να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Αντίθετα, επιτράπηκε η ίδρυση κελιών και λαυρών στις εγκαταλειμμένες περιοχές, όπου δεν επιδιώκεται η απόκτηση ξένης γης, αλλά και τονίστηκε ως αξιέπαινη πράξη. Παράλληλα, ανέλαβε την ανώτατη εποπτεία διοικήσεως εκκλησιαστικών πραγμάτων, με σκοπό, τον έλεγχο αυθαιρεσιών. Κανένας επίσκοπος δεν θα αναλάμβανε την νέα του θέση χωρίς την έγκριση του αυτοκράτορα και σε περιπτώσεις χηρείας των επισκοπών φρόντισε να τοποθετείται κρατικός επίτροπος που ασκούσε προσωρινή εποπτεία δίνοντας το περίσσευμα στο κράτος. Αιτία του μέτρου αυτού ήταν ότι τα άτομα που αναλάμβαναν την προσωρινή διαχείριση της επισκοπής, αργούσαν να αντικαταστήσουν τον θανόντα επίσκοπο πιθανότατα για κερδοσκοπικούς λόγους. Αν ο Φωκάς κυβερνούσε περισσότερο χρόνο πιθανότατα θα ολοκλήρωνε την σταυροφορία του, θ’ απελευθέρωνε τους Αγίους Τόπους και μετά θ' αποσύρονταν στο Άγιο Όρος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του και να μονάσει.

Πίστη του Φωκά ήταν ότι οι εκπρόσωποι του Θεού πρέπει να αποτελούν παράδειγμα. Στην «Νεαρά» του 964 αναλύει τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε ενέργειες που εκ πρώτης όψεως φαίνονταν εχθρικές προς τους εκπροσώπους του Θεού. Γράφει: «Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής υμών σωτηρίαν. Και όμως εις τα μοναστήρια και εις τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής ή της απληστίας νόσος, την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμετρίαν. Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι, ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοιαύτην περιττότητα; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσιν πλέθρα μύρια και λαμπράς οικοδομάς και αγέλας βοών, ίππων και καμήλων, άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη, κατατείνουσι παρά ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν, ώστε κατ’ ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια των πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος» 

Ύστερες μέρες Νικηφόρου Β' Φωκά
Η συνωμοσία για τη δολοφονία του Νικηφόρου ξεκίνησε όταν απέλυσε τον Μιχαήλ Βούρτζη από τη θέση του μετά την ανυπακοή του στην πολιορκία της Αντιόχειας. Ο Βούρτζης ένιωσε προσβεβλημένος και σύντομα βρήκε σύμμαχο με τον οποίο συνωμότησε εναντίον του Νικηφόρου. Ο ανιψιός του Φωκά, ο Ιωάννης Τσιμισκής , εκμεταλλεύθηκε τη λαϊκή δυσφορία και σε συνεργασία με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, συγκρούστηκε με το Νικηφόρο και οργάνωσε συνομωσία για την εκθρόνιση του. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζωναρά και τον Ιωάννη Σκυλίτζη ο Νικηφόρος ήταν νυμφευμένος με τη Θεοφανώ προκειμένου να νομιμοποιήσει την εξουσία του κι ενώ αυτός διήγε ασκητικό βίο εκείνη δημιούργησε κρυφά ερωτική σχέση με τον Τσιμισκή και μαζί συνωμότησαν να ανατρέψουν τον αυτοκράτορα. Στα τέλη του 965, ο Νικηφόρος απένειμε στον Τσιμισκή το αξίωμα του «Λογοθέτη του Δρόμου» και στη ουσία τον εξόρισε στην ανατολική Μικρά Ασία, όμως τον ανακάλεσε μετά από παράκληση της συζύγου του Νικηφόρου, της αυτοκράτειρας Θεοφανώς που για να μην προκαλέσει τις υποψίες και τη ζήλια του συζύγου της, του δήλωσε πως θέλει να τον παντρέψει με μια ξαδέλφη της. Ένας μοναχός, τον Νοέμβριο του 969, έστειλε στο Νικηφόρο ένα σημείωμα με το οποίο τον ενημέρωνε πως του απομένει μόνον ένας μήνας ζωής, κάτι που επιβεβαιώθηκε απολύτως, αφού το σημείωμα ανέφερε ότι μετά τον Σεπτέμβριο, θα έχει μόνο άλλους τρεις μήνες ζωή. Γράφει ο μοναχός: «Εμοί τω σκώληκι, παρά της Πρόνοιας απεκαλύφθη, βασιλεύ, μεταστήναι σε των τήδε τω μετά τον παρελθόντα Σεπτέμβριο τρίτω μηνί» .

Δολοφονία Νικηφόρου Β' Φωκά
Το απόγευμα της 10ης Δεκεμβρίου 969, την ώρα που μια τρομερή χιονοθύελλα σάρωνε την Κωνσταντινούπολη, η Θεοφανώ βοήθησε στην είσοδο των συνωμοτών κρυφά στο παλάτι ντύνοντας τους με γυναικεία ρούχα, κάτω από τα όποια έκρυβαν τα όπλα τους, την ώρα που ο Ιωάννης Τσιμισκής, για να μην κινήσει υποψίες, βρισκόταν στο Πέραν. Ο Νικηφόρος έστειλε τον Μιχαήλ, έναν από τους πιο έμπιστους ευνούχους του, όπως πίστευε ο ίδιος ο Φωκάς, να ερευνήσει όλο το παλάτι του Βουκολέοντα, κοντά στο Βόσπορο, όπου διέμενε. Αυτός όμως απ' ότι φαίνεται είχε ταχθεί με το μέρος της Θεοφανούς και δεν ανέφερε τίποτα το ασυνήθιστο στον αυτοκράτορα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρέθηκε και ο Τσιμισκής στο παλάτι, έτοιμος για δράση αφού με δύο ακόμη συνεργάτες διέπλευσαν με βάρκα το Βόσπορο και αποβιβάστηκαν πίσω από τα ανάκτορα του Βουκολέοντος. Με μια ανεμόσκαλα που τους επέταξαν από τα δωμάτια της Θεοφανώς ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλο, τελευταίος ο Τσιμισκής, και μπήκαν στα διαμερίσματα της Αυγούστας. Λίγη ώρα πριν, η Θεανώ φεύγοντας από τον κοιτώνα του Αυτοκράτορα, άφησε ανοικτή την πόρτα του Νικηφόρου ο οποίος αφού κατά τη συνήθεια του διάβασε κάποια χωρία από την Αγία Γραφή, είχε ήδη αποκοιμηθεί, πάνω σε δέρμα τίγρεως, σε μια γωνία στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ’ ολίγο να του έσωζε τη ζωή.

Την προσυμφωνημένη στιγμή οι συνωμότες εισέβαλαν στο δωμάτιο του Αυτοκράτορα και βρήκαν άδειο το κρεβάτι όμως είδαν τον Νικηφόρο ξαπλωμένο στο πάτωμα. Οι συνωμότες όρμησαν εναντίον του και τον ξύπνησαν με χτυπήματα. Ο Νικηφόρος λιποθύμησε, όμως εκείνοι αφού τον έσυραν τον από τα πόδια και τον προπηλάκισαν, του συνέτριψαν τη γνάθο καθώς τον κτύπησαν με τις λαβές των ξιφών τους. Ο ταξίαρχος Λέων Βαλάντης ήταν αυτός που με το ξίφος του κατάφερε ένα κτύπημα στον αυτοκράτορα για να τον αποκεφαλίσει. Ο Νικηφόρος στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να ξεφύγει, χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το σπαθί του ταξίαρχου αλλά δεν σκοτώθηκε. Τυφλωμένος από τα αίματα, ανήμπορος να αντιδράσει έστρεψε τις τελευταίες του ελπίδες στην Παναγία που τόσο ευλαβούταν την οποία επικαλέστηκε λέγοντας «Θεοτόκε βοήθει» κι άφησε την τελευταία του πνοή με το όνομα της στα χείλη του.

Μικρό χρονικό διάστημα μετά την δολοφονία, άνθρωποι του Ιωάννη Τσιμισκή ξεχύθηκαν στους δρόμους της βασιλεύουσας φωνάζοντας «Ιωάννης, Αύγουστος και Βασιλεύς». Ο Νικηφόρος Β' ήταν νεκρός και ο θρόνος πλέον ανήκε στον Ιωάννη Τζιμισκή. Το ακέφαλο σώμα του Φωκά πετάχτηκε από το παράθυρο του αυτοκρατορικού δωματίου στο παλάτι του Βουκολέοντα, στα ριζά του πύργου, και έμεινε εκτεθειμένο εκεί όλη την υπόλοιπη ημέρα με το χιόνι να το μισοκαλύπτει ενώ οι δολοφόνοι του έδεσαν το κεφάλι του με σκοινί και το άφησαν να αιωρείται από το παράθυρο του κοιτώνα. Το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου κάποιοι από τους πιστούς υπηρέτες και μερικοί στρατιώτες, πήραν το σώμα του και το μετέφεραν μέσα από τους άδειους δρόμους της Πόλεως στο νεκροταφείο των βασιλέων, στην εκκλησία των Αγίων Απόστολων, όπου το εναπόθεσαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, κατά τα λεγόμενα του Λέοντος του Διακόνου, ότι δεν έγινε επίσημη κηδεία του αυτοκράτορα. Πάνω στον τάφο του ήταν χαραγμένο επίγραμμα -υπό μορφή ποιήματος που συνέθεσε ο Μητροπολίτης Μελιτήνης Ιωάννης, το οποίο καταλήγει: «Ώ πλην γυναικός τα δ’ άλλα Νικηφόρος» . Μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου και έως το πρώτο τέταρτο του 11ου αιώνα, μέλη της οικογένειας έλαβαν ενεργό μέρος ή οργάνωσαν στρατιωτικές στάσεις και ποικίλες συνωμοσίες.

Συγγραφικό έργο
Ο Νικηφόρος ήταν ο συγγραφέας των σωζόμενων πραγματειών για τις στρατιωτικές τακτικές, με πιο διάσημη την

«Praecepta Militaria», (Ελληνικά: «Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου») η οποία περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την τέχνη του πολέμου στην εποχή του, και τη λιγότερο γνωστή για το
«De velitatione bellica» (Ελληνικά: «Περί Παραδρομής Πολέμου»),
που πραγματεύεται το αντάρτικο σαν τακτική άμυνας απέναντι σε μια ανώτερη εχθρική δύναμη εισβολής κατά μήκος των ανατολικών συνόρων αν και ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι οι τακτικές δεν χρειάζονταν αφού ο κίνδυνος των μουσουλμανικών κρατών στα ανατολικά της Αυτοκρατορίας είχε υποχωρήσει. Το έργο είναι βέβαιο ότι δεν έλαβε την τελική μορφή του από το Νικηφόρο Β'. Ο ανώνυμος συγγραφέας στο προοίμιο του έργου, αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας «έχοντας μάθει στην πράξη ότι η μέθοδος είναι εύχρηστη, εξέθεσε και γραπτά πώς πρέπει να χρησιμοποιείται» και «μου εμπιστεύθηκε την όσο το δυνατόν ακριβέστερη συγγραφή της και παράδοσή της στους επόμενους». Πιθανολογείται ότι το έργο αυτό, δεν συγγράφηκε από τον Αυτοκράτορα αλλά μάλλον για λογαριασμό του. Ο μεταφραστής και εκδότης George T. Dennis αναφέρει ότι ίσως γράφτηκε από τον αδερφό του Αυτοκράτορα, τον Λέοντα Φωκά.

Μνήμη Νικηφόρου Β' Φωκά
Ο Νικηφόρος Φωκάς, μεγάλη στρατηγική και ηγετική φυσιογνωμία, γενναίος, λαοφιλής και σκληροτράχηλος στρατηγός, ευσεβής χριστιανός αλλά ταυτόχρονα προδομένος ηγέτης, ένας από τους 10 Αγίους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες από σύνολο 92 Αυτοκρατόρων, διακρίθηκε κυρίως για τις στρατιωτικές και λιγότερο για τις πολιτικές ή τις διπλωματικές του ικανότητες. Ο Φωκάς, που υπήρξε ο κύριος εκφραστής του Βυζαντινού «ιερού πολέμου», βελτίωσε το στράτευμα και σε επίπεδο τάξεως, πειθαρχίας και εκπαιδεύσεως ενώ φρόντισε να υπάρχει συνδυασμένη χρήση ιππικού και πεζικού, με το πεζικό να αφήνει ελεγχόμενα κενά για την καλύτερη κίνηση του ιππικού. Ο σκληροτράχηλος, αυστηρός και θεοφοβούμενος αυτοκράτορας χάρισε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία μερικές από τις λαμπρότερες νίκες της, σφραγίζοντας την αντεπίθεση της κατά του αραβικού χαλιφάτου. Ο Νικηφόρος παραμένει σύμβολο της πολεμικής δυνάμεως του Ελληνισμού και υπενθυμίζει πως η ελευθερία και η δύναμη δεν κερδήθηκαν μόνο μέσα από την προσευχή, τα γράμματα και την εργασία, αλλά με το σπαθί και το αίμα.

Ο καθηγητής Άμαντος γράφει για την προσωπικότητα του Φωκά μεταξύ των άλλων: «...Η προσωπικότης του Φωκά αποτελεί τιμήν διά το Βυζάντιον. Όχι τόσον ως πολιτικός -διέπραξε σφάλματα- αλλ' ως στρατιωτικός υπήρξεν εκ των μεγαλυτέρων φυσιογνωμιών του Βυζαντίου». Ο Νικηφόρος ήταν κοντός στην εξωτερική εμφάνιση, αν και μερικοί συγγραφείς τον χαρακτηρίζουν μετρίου αναστήματος, στιβαρός, μελαψός, άσχημος, τραχύς στους τρόπους, αγαπούσε τους πολέμους και ήταν γεννημένος στρατιώτης. Ούτε οι τρόποι ούτε η εξωτερική εμφάνιση μαρτυρούσαν την αριστοκρατική του καταγωγή. Το παρουσιαστικό του ήταν ελάχιστα γοητευτικό, ο χαρακτήρας του άγριος και ο τρόπος ζωής του απλός, θα τον χαρακτηρίζαμε ασκητικό. Διέθετε τη σωματική αντοχή και διανοητική ικανότητα ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, ήταν βραχύσωμος, αλλά εξαιρετικά ρωμαλέος. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματα του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου.

Μοναδική πνευματική του ανάγκη ήταν η προσευχή, η επικοινωνία με ασκητικούς ανθρώπους και καλλιεργούσε την σκέψη να αποσυρθεί από τον κόσμο και να γίνει μοναχός. Μέρος από τα αμύθητα πλούτη των Αράβων κατακτητών της Κρήτης ο Νικηφόρος Φωκάς, όταν έγινε Αυτοκράτορας, χορήγησε στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, για την ανοικοδόμηση της Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσεται η επίσημη αυτοκρατορική στολή του με τη μίτρα, που χάρισε στη Μονή και είναι πανομοιότυπη με την επίσημη λειτουργική στολή του Πατριάρχη και των Μητροπολιτών. Στο Τυπικό της Μονής, το οποίο εγράφη στο διάστημα μεταξύ 970 και του 975 ο Αθανάσιος αναφέρεται τιμητικά και στον αοίδιμο Νικηφόρο, που είχε στο μεταξύ δολοφονηθεί, τον οποίο χαρακτηρίζει ζηλωτή του μοναχικού βίου, «μέγαν ἐν βασιλεῦσι καί πολύν τήν ἀνδρείαν καί τήν ἀρετήν», τον οποίον ο Θεός τον αξίωσε «ὡς γέρας ἄξιον» να εκπορθήσει τις βαρβαρικές πόλεις. γράφοντας ότι ξεπέρασε τους μοναχούς των ορέων με τις αγρυπνίες του, τις συνεχείς γονυκλισίες και με τη σωφροσύνη του.

Η «βυζαντινή» προπαγάνδα αντιμετώπισε με αρνητικό τρόπο τον Νικηφόρο Φωκά αν και ως στρατηγός, εκτός από λαμπρές νίκες, πρόσφερε την τακτική και τις υποδομές στην αυτοκρατορία, για να δημιουργήσουν οι επόμενοι την «Βυζαντινή Εποποιΐα». Παράλληλα, αν και ως οικονομικός νους, συνεισέφερε πρακτικές κι εφαρμόσιμες λύσεις σε ακανθώδη ζητήματα, συκοφαντήθηκε με ένταση και κάθε δυνατό τρόπο, όχι τόσο από τους συγχρόνους του ιστορικούς και λόγιους, διότι αυτοί έζησαν τις μεγάλες στιγμές της Αυτοκρατορία, αλλά από μεταγενέστερους. Στους συγχρόνους του ήταν ξεκάθαρο ότι ο Φωκάς διέφερε από τους προκατόχους του. Συνέκριναν το χαρακτήρα του και τον τρόπο της βασιλείας του με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ο οποίος αφενός ήταν πολύ μορφωμένος και ήπιος, αφετέρου σπάνια εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη και δεν συμμετείχε ποτέ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η εικόνα του ως τυράννου αποτελεί μια αποτυχημένη προσπάθεια να δικαιολογηθεί η δολοφονία του από τον του Τζιμισκή. Στον ίδιο τον Νικηφόρο, λόγω της δολοφονίας του, δεν δόθηκε ο φυσικός χρόνος να μεριμνήσει για την υστεροφημία του κάτι που πιθανόν δεν θα τον ενδιέφερε.

Εθνική συνεισφορά
Ο Νικηφόρος επιβεβαίωσε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και επέκτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη ενώ αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας εκστρατεία μικρής χρονικής διάρκειας κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που ηγήθηκε της Αυτοκρατορίας ο Νικηφόρος οι στρατιωτικοί θρίαμβοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, τα λάφυρα τους κατατίθονταν στο Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, πλήθος θρησκευτικών κειμηλίων επανέρχονταν στους ναούς από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί, το πατριαρχείο της Αντιοχείας επανήλθε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ολόκληρες επαρχίες όπως η Κρήτη και η Κύπρος, απελευθερώθηκαν ενώ οι Μωαμεθανοί έτρεμαν στο άκουσμα του ονόματος του Ελ Νικφούρ, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Φωκάς έδινε θρησκευτικό χαρακτήρα στις εκστρατείες του και είχε ως προτεραιότητα την εκδίωξη των Μουσουλμάνων από τα Ιεροσόλυμα και τις γύρω περιοχές που θεωρούνταν ιερές για τους Χριστιανούς.

Το όνομά του καταχωρήθηκε στη συλλογική μνήμη των σλαβικών και αρμένικων λαών και διασώθηκε πλήθος παραδόσεων που τον αφορούν. Ακόμη και οι Άραβες, ο κατ' εξοχήν στόχος της στρατηγικής του Νικηφόρου, παραδέχονται το μεγαλείο του κι είναι χαρακτηριστικό πως προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την καταγωγή του και προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως απόγονο μουσουλμάνου της Ταρσού, γνωστού ως Ιμπν ελ-Κασσάς, ενώ ο επίσης Άραβας ιστορικός Αβούλ Μαχάσαν εξισώνει τον Νικηφόρο με τον Μέγα Αλέξανδρο. Aποκαλυπτικά της προσπάθειας του Φωκά είναι όσα αναφέρει ο Λέων ο Διάκονος που αναφερόμενος στη δολοφονία του Φωκά θα σχολιάσει ότι αν αυτή δεν γινότανε , ο αυτοκράτορας θα έφτανε τα σύνορα της επικράτειας από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος (Ινδία), έως εκεί που δύει (υπονοώντας την δυτική Ευρώπη). «Ει γαρ μη τη τούτου αναιρέσει, εις το έμπαλιν η τύχη τούτοις απέτρεχεν, ουδέν ενέδει, επιβιούντος εκείνου, μη τα όρια πήξασθαι της σφων επικρατείας προς ανίσχοντα ήλιον κατά την Ινδικήν, και αύθις επί δυόμενον προς αυτά της οικουμένης τα τέρματα».

Ο θάνατος του Φωκά ενέπνευσε συγγραφείς και ποιητές, σύγχρονους και μεταγενέστερους. Παρά τα αυστηρά μέτρα που πήρε για την εκκλησία και τα μοναστήρια, υπήρξε βαθιά θρησκευόμενος και ευσεβής. Ο Νικηφόρος, ισχυρός και προικισμένος πολεμιστής, παρείχε την μεγάλη του εύνοια σε μοναχούς και ασκητές καθώς ήταν και ο ίδιος άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, και μάλιστα με τρόπο που προσέγγιζε περισσότερο τη λαϊκή παρά τη λόγια στάση απέναντι στη θρησκεία. Οι σχέσεις που κληρονόμησε μέσω της καταγωγής του, με τον στρατό και με τη θρησκεία, καθόρισαν όλη τη ζωή του. Με τη δράση του ευεργέτησε την Κρήτη καθώς εμπλούτισε τον πληθυσμό της με σημαντικές οικογένειες οικογένειες Ελλήνων κυρίως, αλλά και Αρμενίων στρατιωτών, Σλάβων και Χριστιανών από την Μικρά Ασία, παραχωρώντας τους καλλιεργήσιμες εκτάσεις αλλά και βοσκοτόπια. Από τους Αρμένιους στρατιώτες του Φωκά προήλθαν τα ονόματα των χωριών Αρμένοι που εγκατέστησε, όπως στη Σητεία, το Ρέθυμνο, τον Αποκόρωνα, το Αρμενοχωριό στην Κίσσαμο, οι Σκλάβοι και το Σκλαβελοχώρι στη Σητεία και Πεδιάδα και οι Βαρβάροι στο Ηράκλειο. Εάν δεν δρούσε αποφασιστικά ο Νικηφόρος Φωκάς, ίσως σήμερα να μην ήταν Ελληνική η Κρήτη κι ανεξάρτητη η Κύπρος, ενώ μάλλον δεν θα υφίσταντο Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ιδιαίτερα στην περιοχή μεταξύ Κρήτης-Κύπρου αλλά και γενικότερα στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Άγιος Νικηφόρος Β' Φωκάς
Ο Φωκάς ανακηρύχθηκε Άγιος  της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κρήτης, στο αγιολόγιο της οποίας έχει καταταγεί και η μνήμη του τιμάται την 11η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, την ημέρα της φρικτής δολοφονίας του από τον Ιωάννη Τσιμισκή.

Στις 19 Νοεμβρίου του 2004 δόθηκε το όνομα του στη 10η φρεγάτα  κλάσεως «Kortenaer» του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού καθώς υπήρξε από τους σημαντικότερους πλόιμους στρατηγούς και Αυτοκράτορες του Βυζαντίου ενώ απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην ναυτική ισχύ και τις δυνατότητες που αυτή έδινε στην αυτοκρατορία.
Το 1961 τυπώθηκε και κυκλοφόρησε γραμματόσημο  στο οποίο απεικονίζεται ο Νικηφόρος Φωκάς. Πρόκειται για την αναμνηστική έκδοση «Νικηφόρος Φωκάς, 961-1961» που κυκλοφόρησε για τα 1000 χρόνια της απελευθερώσεως της Κρήτης από τους Σαρακηνούς Άραβες. Το σχέδιο είναι του χαράκτη Α. Τάσσου και τυπώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1961 στο τυπογραφείο «Ασπιώτη ΕΛΚΑ» σε 963.375 τεμάχια. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1962 με τη φροντίδα της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Αυτοκράτορα στην πόλη του Ηρακλείου στην Κρήτη .
Στην περιφερειακή ενότητα Ρεθύμνου στην Κρήτη, φέρει το όνομά του δήμος (Νικηφόρος Φωκάς), όπως και πολλοί δρόμοι σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια.
Από τις 11 Δεκεμβρίου 2014 η Κόρωνος στο νησί της Νάξου γιορτάζει επίσημα τον Άγιο Νικηφόρο Φωκά ως προστάτη των Νικηφόρων της Κορώνου .
Προς τιμήν του Αγίου Νικηφόρου Φωκά στην Κόρωνο υπάρχει ένα μικρό εικονοστάσι στη Πλάτσα του χωριού και εικόνα του στο ναό της Αγίας Μαρίνας.
Εικόνα του Αγίου Νικηφόρου Φωκά υπάρχει και στο χωριό Αρμένοι Ρεθύμνου. Αγιογραφήθηκε μετά από προσεκτική ιστορική έρευνα από τις μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης Ρεθύμνου και τοποθετήθηκε σε προσκυνητάρι, έργο του πολυτάλαντου ξυλογλύπτη Μάρκου Κήλη 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος