H εμποροπανήγυρη των Σερρών, 1896
Κατά τη διάρκεια του Βυζαντίου ήταν γνωστό ότι γίνονταν μεγάλα πανηγύρια που συνδέονταν με θρησκευτικές γιορτές, όπως η πανήγυρη της Θεσσαλονίκης για τον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου. Από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν πανηγύρια σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Στην Κεντρική Ευρώπη, για παράδειγμα, ήταν διάσημα τα ετήσια πανηγύρια της Φρανκφούρτης και της Λειψίας, που διαρκούσαν από μία εβδομάδα το καθένα και ξεκινούσαν την Πρωτοχρονιά, την τρίτη Κυριακή του Πάσχα και την ημέρα του Αγίου Μιχαήλ αντίστοιχα. Στη Νότια Γαλλία, το πανηγύρι της Μπωκαίρ στο Ροδανό ποταμό ήταν επίσης διάσημο. Εξίσου σημαντικά ήταν τα πανηγύρια της Ανκόνας και της Σενιγάλιας στην Ιταλία, που συγκέντρωναν εμπόρους από τη Βοσνία, τη Δαλματία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Τα πανηγύρια της Κεντρικής Ευρώπης συνδέονταν επίσης με εκείνα της Ρωσίας μέσω της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ενώ επικοινωνούσαν και με τα μεγάλα πανηγύρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια.
Το αρχικό καραβάν-σαράι της πανήγυρης θεωρείται ότι χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο ιδρυτής του έχει προταθεί να είναι ο μεγάλος βεζίρης του Βαγιαζίτ Β΄, Αλί Πασάς ο Ευνούχος (Hadim [Atîk] Alî Paşa). Ωστόσο, σήμερα θεωρείται ότι το ίδρυμα ανήκει στον Αλί Πασά, γιο του Τσανταρλί Καρά Χαλίλ Χαϊρεντίν Πασά, ο οποίος ήταν υπεύθυνος και για την κατασκευή του Εσκί Τζαμιού. Το καραβάν-σαράι αποτελεί μέρος των πρώτων προσπαθειών των Οθωμανών να αναπτύξουν υποδομές στην πόλη.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από την αναφορά ενός υπεύθυνου του καραβάν-σαράι, του Χαμζά, που εμφανίζεται στα φορολογικά αρχεία (Tapu Tahrir), γνωστά ως Τ.Τ. 3, που βρίσκονται στο Αρχείο του Πρωθυπουργού της Τουρκίας. Οι καταγραφές αυτές χρονολογούνται από το 1454/1455 και δείχνουν ότι το καραβάν-σαράι λειτουργούσε ήδη από εκείνη την περίοδο, με την ίδρυσή του να τοποθετείται στο δεύτερο τέταρτο του 15ου αιώνα.
Η οθωμανολόγος Ευαγγελία Μπαλτά σημειώνει ότι στα φορολογικά αρχεία του τέλους του 15ου αιώνα εμφανίζεται μία συνοικία με το όνομα Kervan, η οποία βρίσκεται ανάμεσα σε άλλες μη μουσουλμανικές περιοχές. Επίσης, στο φορολογικό κατάστιχο Τ.Τ. 167 του 1530 αναφέρονται δύο καραβάν-σαράγια που διαχειρίζονταν βακούφια. Από τα έσοδα τους, τα οποία προέρχονταν από τη φορολογία και τα ενοίκια των καταστημάτων, χρηματοδοτούσαν τη λειτουργία μιας δερβίσικης μονής (zaviye) του Çandarlı Αli Paşa.
Ο ιερέας και χρονικογράφος Παπασυναδινός αναφέρει το 1629 την εκτέλεση του Αλεξανδρή από τις Σέρρες, γνωστού και ως Ταταρχάνης, σημειώνοντας τη θέση του γεγονότος: «στο κάτω καραβάν-σαράι». Πολλές από τις εργαστηριακές περιοχές των συντεχνιών ήταν συγκεντρωμένες γύρω από την κεντρική αγορά (Ορτά-τσαρσί) και κοντά στο Μπεζεστένι. Στα γραπτά του Παπασυναδινού προκύπτει και η ύπαρξη ενός δεύτερου καραβάν-σαράι πιο βόρεια, πιθανόν υπό την εποπτεία μιας αγιορείτικης μονής.
Όλες οι μεγάλες πυρκαγιές της οθωμανικής περιόδου στις Σέρρες (1630, 1638/39, 1714, 1763) ξεκινούσαν από την περιοχή της αγοράς. Η πυρκαγιά του 1763 κατέστρεψε το Κερβάνι, το οποίο φιλοξενούσε την ετήσια εμποροπανήγυρη, μαζί με αρκετά σπίτια και εργαστήρια. Η καταγραφή αυτή προέρχεται από σημείωση σε χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, που παρέχει χρήσιμα τοπογραφικά στοιχεία.
Ο Δημοσθένης Μέλφος, λόγιος και μέλος του εμπορικού κόσμου, αναφέρεται στην πυρκαγιά του 1849 και τονίζει τη σημασία της πανήγυρης, η οποία προσέλκυε εμπόρους από τη Βαλκανική, τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη, την Ιταλία και τη Γερμανία. Η πυρκαγιά αυτή πιθανότατα κατέστρεψε και πάλι το Κερβάνι.
Λίγα χρόνια μετά, το 1855, ξέσπασε νέος εμπρησμός στο εμπορικό κέντρο της πόλης, προκαλώντας την καταστροφή 30 εργαστηρίων. Στο σχέδιο του 1832 από τον Αυστριακό πρόξενο Wilhelm Chambert, απεικονίζεται το Κερβάνι νοτίως της σημερινής οδού Ερμού, κοντά στο Δημαρχείο της πόλης. Το Κερβάνι είχε άμεση σύνδεση με τον κύριο συγκοινωνιακό κόμβο που ένωνε τις Σέρρες με τη Θεσσαλονίκη, το Σιδηρόκαστρο, τη Βαλκανική και την Ευρώπη.
Η πυρκαγιά του 1630, σύμφωνα με την καταγραφή του Παπασυναδινού, ξεκίνησε από τα εργαστήρια της συντεχνίας των χαλάτσηδων και εξαπλώθηκε στα υπόλοιπα, περιλαμβανομένων και αυτών των αμπατζήδων. Αυτές οι πληροφορίες μας βοηθούν να ταυτίσουμε το καραβάν-σαράι με το Κερβάνι, όπως επισημαίνει ο Τάσος Καραναστάσης.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σταύρος Κοταμανίδης, ο οποίος με το περιοδικό του, που έφτασε τα 20 τόμους, κατέγραψε πολλές προφορικές μαρτυρίες, εντόπισε το Κερβάνι 60 μέτρα πιο ανατολικά, στο πρώην κατάστημα του Κύρου Ι. Κύρου, ο οποίος υπηρέτησε ως πρόεδρος του Εθνικοθρησκευτικού Συλλόγου «Αναγέννησις». Ο Πέτρος Πέννας, γεννημένος το 1902, θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια, όταν περιφερόταν στα σοκάκια της πόλης και έψαχνε για παιχνίδια και παπούτσια στο διάσημο Κερβάνι. Στη θέση του Κερβανιού τοποθετεί τη δυτική έξοδο της κεντρικής αγοράς των Σερρών, γνωστή και ως Ορτά-Τσαρσί, κοντά στις Σκεπαστές και την αγορά των παπλωματάδων (Γιοργαντζιλάρ).
Αναφέρει το Κερβάνι ως μια κυκλική στοά γεμάτη μαγαζιά, αλλά και ως μια μικρή, ξεθωριασμένη εκδοχή του παλιού Κερβανιού. Η καταστροφή του 1913 δεν άφησε ίχνη από το παλιό Κερβάνι, όμως φαίνεται ότι η εμποροπανήγυρη συνεχίστηκε για λίγα χρόνια σε έναν νέο χώρο, κοντά στη συνοικία του Γαζί Εβρενός. Ο ιστορικός και λογοτέχνης Γιώργος Καφταντζής, μέσα από έρευνες στα αρχεία της Κτηματικής Υπηρεσίας Σερρών, εντόπισε το οικόπεδο του νέου Κερβάνι-χαν και μας δίνει στοιχεία για την ταυτότητα του χώρου, επιβεβαιώνοντας τη θέση του μέσω κτηματολογικών δεδομένων.
Το νέο Κερβάνι, που χτίστηκε στον πυρήνα της Οθωμανικής κατάκτησης, βρίσκεται κοντά στο σημερινό οικοδομικό τετράγωνο, που περικλείεται από τις οδούς Κ. Σταμούλη, Παπαφωτίου, Σταμούλη και Κρέσνας, και εκτείνεται στα όρια του οικοπέδου του Νουρουλάχ Μπέη. Ο Νουρουλλάχ Μπέης, που πιθανότατα καταγόταν από την οικογένεια των Çandarli, ήταν γνωστός για τη σύνδεσή του με την Οθωμανική οικογένεια και τη συνεισφορά του στις κοινότητες της περιοχής.
Ο Νουρουλλάχ Μπέης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τα έγγραφα, είχε μεγάλη επιρροή στην περιοχή, καθώς ήταν υπεύθυνος για την επισκευή των μαρμάρινων βρυσών και την ευθύνη λειτουργίας τόσο του τζαμιού όσο και της Οθωμανικής Σχολής στην περιοχή του Γαζί Εβρενός. Στη θέση αυτή, μετά την Οθωμανική περίοδο, ιδρύθηκε το Νοσοκομείο Προσφύγων, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε φυλακές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Το νέο Κερβάνι, που είχε 400 μαγαζιά, αντικατέστησε το παλιό, το οποίο ήταν πιο περιορισμένο σε αριθμό και ποικιλία, ενώ και τα δύο λειτουργούσαν παράλληλα για μια περίοδο. Σύμφωνα με τον Σερραίο, εβραϊκής καταγωγής, Mercado Covo, η τοποθεσία αυτή ήταν για πολλά χρόνια το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας στην πόλη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο αρχείο της πόλης, των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, καταγράφονται διάφορα τοπωνύμια που σχετίζονται με το Κερβάνι, όπως Κερβάν Χαν, Κερβάν Χανί, και Εσκί Κερβάν, τα οποία επιβεβαιώνουν τη σημασία του ως κέντρο εμπορικής και κοινωνικής ζωής. Αυτά τα ονόματα εμφανίζονται σε μισθωτήρια και άλλα συμβολαιογραφικά έγγραφα, κυρίως για μικρομάγαζα κοντά στην περιοχή της πανήγυρης, που λειτουργούσαν δίπλα στον χώρο του Κερβανιού μέχρι την κατάργησή του.
Οι πηγές που αναφέρονται στο Κερβάνι εμφανίζουν διαφοροποιήσεις ως προς την ακριβή ημερομηνία και τη διάρκεια του πανηγυριού. Σύμφωνα με την επιστολή του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη Jean Vincent d’ Arasy από τις 24 Απριλίου 1777, η εκκίνηση του Κερβανιού γινόταν τον Ιανουάριο. Αντίθετα, αργότερα, οι Γάλλοι πρόξενοι της μέσης του 19ου αιώνα αναφέρουν ότι το πανηγύρι άρχιζε στις 22 Φεβρουαρίου και διαρκούσε 22 ημέρες, με την πιθανότητα να παραταθεί. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Παρισινό εμπορικό οδηγό του 1861, το πανηγύρι στις Σέρρες ξεκινούσε στις 24 Φεβρουαρίου και διαρκούσε τρεις εβδομάδες, με τη δυνατότητα επέκτασης για άλλες 20 ημέρες για να αυξηθούν οι πωλήσεις.
Για το ίδιο πανηγύρι του 1867, υπάρχουν δύο διαφορετικές αναφορές: μια γαλλική πηγή αναφέρει ότι άρχισε στις 9/21 Φεβρουαρίου, ενώ μια αυστριακή πηγή δηλώνει ότι ξεκίνησε στις 8/20 Φεβρουαρίου και κράτησε από 20 έως 21 ημέρες. Συνήθως, η έναρξη του Κερβανιού ήταν σε καθημερινή ημέρα και η διάρκειά του περιλάμβανε δύο σαββατοκύριακα. Η ακριβής ημερομηνία έναρξης και λήξης εξαρτιόταν και από τις καιρικές συνθήκες καθώς και από τις δυσκολίες στις μεταφορές. Σύμφωνα με την μαρτυρία του γιατρού και συγγραφέα Γεώργιου Βραϊνάτη, το 1877 το Κερβάνι άρχιζε στις 10 Φεβρουαρίου και διαρκούσε μέχρι τις 10 Μαρτίου.
Ο Σερραίος Εσάτ Βέης αναφέρει ότι το Κερβάνι άρχιζε στις 5 Φεβρουαρίου και τελείωνε την 5η Μαρτίου κάθε έτους. Επίσης, ο Γεώργιος Τσιάκας, απόφοιτος του Διδασκαλείου Σερρών, αναφέρει το 1882 ότι το Κερβάνι ξεκινούσε στα μέσα Φεβρουαρίου και διαρκούσε περίπου ένα μήνα ή και περισσότερο.
Το 1882, σύμφωνα με τις επίσημες οθωμανικές επετηρίδες, το Κερβάνι ξεκίνησε στις 7 Φεβρουαρίου και κράτησε 13 μέρες, ενώ το 1897 ξεκίνησε στις 8 Φεβρουαρίου και διήρκεσε 22 ημέρες. Το 1886, η διάρκεια του ήταν 40 ημέρες. Ο Mercado Covo τοποθετεί τη διεξαγωγή του Κερβανιού μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου. Εντυπωσιακό είναι ότι η αναφορά πως η εμποροπανήγυρη γινόταν τον Οκτώβριο δεν ευσταθεί.
Από όλες αυτές τις πληροφορίες, φαίνεται ότι η μεγαλύτερη πλειονότητα των πηγών αναφέρει τον Φεβρουάριο ως τον μήνα διεξαγωγής του Κερβανιού. Ως εκ τούτου, η εκδοχή του Σερραίου ιατρού και προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Σερρών, Χρήστου Χρηστίδη, που υποστηρίζει ότι το πανηγύρι διεξαγόταν κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, φαίνεται να είναι αρκετά κοντά στην πραγματικότητα.
Παρατηρείται, επίσης, ότι στο τέλος του 19ου αιώνα η διάρκεια του Κερβανιού παρατείνεται σε ορισμένα έτη, γεγονός που μαρτυρά τις δυσκολίες στις εμπορικές συναλλαγές και τις αλλαγές που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο. Αν και οι εμποροπανηγύρεις ελέγχονταν από την Οθωμανική Διοίκηση, ο χρόνος τέλεσής τους προσαρμοζόταν στο ετήσιο πρόγραμμα των τοπικών χριστιανικών θρησκευτικών εορτών κάθε περιοχής. Μια τέτοια γιορτή που ενδεχομένως συνδέεται με την έναρξη του Κερβανιού είναι αυτή των Αγίων Θεοδώρων, οι οποίοι θεωρούνταν προστάτες της πόλης και η μνήμη τους τιμούνταν κάθε χρόνο το 1ο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Αξιοσημείωτο είναι πως δεν υπάρχουν άμεσες γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες που να συνδέουν ρητά την έναρξη του Κερβανιού με τη γιορτή των Αγίων Θεοδώρων. Τέλος, το 1936, επί δημαρχίας Γεωργίου Μόσχου, έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης του Κερβανιού, η οποία κράτησε τρία χρόνια, από το 1936 ως το 1939. Αυτή η αναβίωση, ωστόσο, πραγματοποιήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες και χωρίς να θυμίζει την παλιά πανηγυρική ατμόσφαιρα του παρελθόντος.