Στις όχθες του ποταμού Δούναβη, στα σύνορα της Πανονίας και της Νορικής (σημερινής Αυστρίας), βρίσκεται η πόλη Αστούρα. Περί το 454 μ.Χ. ένας άγνωστος μοναχός που προερχόταν από την Μικρά Ασία εγκαταστάθηκε στις πύλες του ναού που βρισκόταν εκεί. Μερικές μέρες μετά, άρχισε να διατρέχει την πόλη και να προειδοποιεί ότι οι βάρβαροι ετοιμάζονται για πολιορκία και ότι πρέπει όλοι οι Χριστιανοί να συναχθούν, για να παρακαλέσουν τον Θεό για την σωτηρία τους. Οι Χριστιανοί δεν πίστεψαν στα λόγια του Αγίου Σεβερίνου.
Έτσι ο Όσιος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην κοντινή πόλη Κομαγένη. Εγκαταστάθηκε και πάλι στις θύρες του ναού, για να συνεχίσει το προφητικό του κήρυγμα, όπου έφθασε ένας γέροντας από την Αστούρα και ανήγγειλε την κατάληψή της. Τότε, όπως και παλιά με τους Νινευΐτες, οι Χριστιανοί άρχισαν να μετανοούν και να ζητούν το έλεος του Θεού. Σε τρεις μέρες ένας δυνατός σεισμός έσπειρε τον πανικό στους εισβολείς, που έντρομοι ετράπησαν σε φυγή, εγκαταλείποντας την πόλη ελεύθερη. Ο Άγιος Σεβερίνος συνέχισε το προφητικό του έργο στην πόλη Φαβιάνα και μετά την απελευθέρωση αυτής αποσύρθηκε σε τόπο έρημο και ησυχαστικό, για να ζήσει κατά Χριστόν. Η αγιότητα του βίου του προσείλκυσε κοντά του πολλούς μοναχούς Χριστιανούς και Εθνικούς. Τους δίδασκε με τον βίο του τη νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, την αποταγή από το θέλημά τους, το μυστήριο της ευσέβειας στο όνομα του Χριστού. Η αγάπη του για τους πάσχοντες και ιδιαίτερα τους αιχμάλωτους από τις βαρβαρικές επιδρομές και τους πτωχούς, ήταν μεγάλη. Επί τριάντα συνεχή έτη ο Άγιος Σεβερίνος και οι υποτακτικοί του εργάσθηκαν Ευαγγελικά και για τη μεταμόρφωση εν Χριστώ των ανθρώπων, των ηθών και των εθίμων αυτών, γενόμενοι έτσι φωτιστές της Αυστρίας. Όταν η Εκκλησία τον κάλεσε να χειροτονηθεί Επίσκοπος, εκείνος αρνήθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα οι βάρβαροι πολιόρκησαν τη μονή. Οι μοναχοί προσπαθώντας να μεταφέρουν ότι πολύτιμο υπήρχε στο μοναστήρι, πήραν και το ιερό λείψανο του Αγίου, το οποίο βρήκαν άφθορο, και το μετέφεραν στη Νάπολη.
Σευερῖνος τοῦ Νωρικοῦ (περ. 410 – 8 Ἰανουαρίου 482) εἶναι ἅγιος γνωστὸς ὡς «ὁ Ἀπόστολος τοῦ Νωρικοῦ». Ἔχει ἐκφρασθεῖ ἡ ὑπόθεσις ὅτι ἐγεννήθη εἴτε στὴν Νότια Ἰταλία εἴτε στὴ Ῥωμαϊκὴ ἐπαρχία τῆς Ἀφρικῆς. Ὁ Σευερῖνος ὁ ἴδιος ἀρνήθηκε νὰ συζητήσει γιὰ τὴν προσωπικὴ τοῦ ἱστορία πρὶν τὴν ἐμφάνισή του κατὰ μήκος τοῦ Δουνάβεως στὸ Νωρικό, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀττίλα τοῦ 453. Ὡστόσο, ἀνέφερε ἐμπειρίες ἀπὸ τὸν ἀναχωρητισμό τῆς Ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἡ βιογραφία του συνδέει τὸν Σευερῖνο μὲ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο τῆς Λέρνης.
Βίος
Τὰ λίγα ποὺ εἶναι γνωστὰ γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ ἁγίου προέρχονται ἀπὸ τὸ Commemoratorium vitae s. Severini (511) τοῦ Εὐγίππιου.
Ὁ Σευερῖνος ἦτο ὑψηλῆς καταγωγῆς Ῥωμαῖος καὶ ἔζησε ὡς ἀναχωρητὴς στὴν Ἀνατολὴ. Ἐμφανίζεται πρῶτον νὰ ταξιδεύει κατὰ μήκος τοῦ Δουνάβεως στὸ Νωρικὸ καὶ τὴ Βαυαρία, κηρύσσοντας τὸ Χριστιανισμό, παρέχοντας τρόφιμα στὸν πεινασμένο πληθυσμὸ καὶ ἐξαγοράζοντας αἰχμαλώτους. Ἀκόμη, ἴδρυσε μοναστήρια στὸ Πασσάου καὶ στὴν Φαυϊανή.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πτώσεως τῆς Δυτικῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ Σευερῖνος ἀφιερώθηκε στὴν ἐνίσχυση τῶν λαῶν τῶν συνόρων, προσφέροντας τόσο θρησκευτικὴ ὅσο καὶ πρακτικὴ βοήθεια, περιλαμβάνοντας καὶ στρατιωτικὴ ὀργάνωση. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴ δημιουργία καταυλισμῶν προσφύγων, τὴ μετεγκατάσταση πληθυσμῶν καὶ τὴ διανομή τροφίμων.
Ἡ δράση του ἐξασφάλισε τὸν σεβασμὸ ἀκόμη καὶ τοῦ Ὀδόακρου, ἡγέτου τῶν Γερμανικῶν φυλῶν. Ὁ Εὐγίππιος μάλιστα τοῦ πιστώνει τὴν πρόβλεψη ὅτι ὁ Ὀδόακρος θὰ γινόταν βασιλεὺς τῆς Ρώμης, ἀλλὰ θὰ ἐξουσίαζε μὲν ὄχι πλέον τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν.
Ὁ Σευερῖνος ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία του ἐκτοπισμένους πληθυσμούς, ἴδρυσε μοναστήρια, καὶ ἀναβίωσε τὴν πνευματικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ ζωή στὶς πληγείσες περιοχές. Ἐκοιμήθη τὸ 482 στὴν κελλί του στὴν Φαυϊανή, ψάλλοντας τὸν Ψαλμὸ 150.
Μεταθανάτια τίμηση
Ἑξι χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του, τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Ἰταλία, ὅπου φυλάσσεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σευερίνου στὴ Νάπολη. Ὁ Σευερῖνος θεωρεῖται προστάτης ἅγιος τῆς Ἀυστρίας καὶ τῆς Βαυαρίας.
Πηγές
Ἡ βιογραφία του ἔχει καταγραφεῖ ἀπὸ τὸν Εὐγίππιο καὶ ἀναφέρεται στὸ ἔργο τοῦ Παύλου τοῦ Διακόνου, Ἱστορία τῶν Λογγοβάρδων.