Όσιος Αγαθών, 8 Ιανουαρίου
Ὡς ἠγαθύνθην Ἀγάθων τὴν Καρδίαν,
Ο Άγιος Αγάθων της Αιγύπτου ήταν νέος όταν πήγε στη Θηβαΐδα, όπου μαθήτευσε κοντά στον Ποιμένα. Ο πνευματικός του πατέρας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, και σε ένα απόσπασμα (Ποιμένας 61), φαίνεται ο Αββάς Ιωσήφ να εκφράζει έκπληξη που ο Ποιμένας αποκαλούσε έναν τόσο νέο μαθητή «αββά». Ο Αγάθων πήγε στη Σκήτη, όπου έζησε για κάποιο διάστημα με τον Αλέξανδρο και τον Ζωΐλο, οι οποίοι αργότερα έγιναν μαθητές του Αρσενίου. Έφυγε από τη Σκήτη, πιθανόν μετά την πρώτη καταστροφή της, και μαζί με τον μαθητή του, Αβραάμ, έζησαν κοντά στον Νείλο, όχι μακριά από το Τρώι. Γνώριζε από παλιά τον Αμμούν, τον Μακάριο τον Μέγα, τον Άγιο Λωτ, τον Ιωσήφ και τον Πέτρο.
Οι αδελφοί τον ρώτησαν: «Ποια από όλες τις αρετές απαιτεί τον μεγαλύτερο αγώνα;» Εκείνος απάντησε: «Συγχωρέστε με, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος κόπος από την προσευχή προς τον Θεό. Γιατί κάθε φορά που ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι εχθροί του, οι δαίμονες, θέλουν να τον εμποδίσουν, επειδή γνωρίζουν ότι μόνο αν τον αποτρέψουν από την προσευχή μπορούν να τον καθυστερήσουν στον δρόμο του. Όποιο καλό έργο κι αν αναλάβει ένας άνθρωπος, αν επιμείνει, θα βρει ανάπαυση. Αλλά η προσευχή είναι αγώνας μέχρι την τελευταία πνοή».
Κάποτε, ο Αββάς Αγάθων περπατούσε με τους μαθητές του. Ένας από αυτούς, βλέποντας έναν μικρό πράσινο καρπό στον δρόμο, ρώτησε τον γέροντα: «Πατέρα, μπορώ να τον πάρω;» Ο γέροντας, κοιτώντας τον με απορία, του είπε: «Ήσουν εσύ που τον έβαλες εκεί;» «Όχι,» απάντησε ο αδελφός. «Τότε,» συνέχισε ο γέροντας, «πώς μπορείς να πάρεις κάτι που δεν έβαλες εσύ εκεί;»
Λεγόταν για τον Αγάθωνα και τον Αββά Αμμούν ότι, όταν είχαν κάτι να πουλήσουν, ανέφεραν την τιμή μία φορά και αποδέχονταν ειρηνικά ό,τι τους έδιναν. Το ίδιο έκαναν και όταν ήθελαν να αγοράσουν κάτι: έδιναν το ποσό που τους ζητούσαν, χωρίς να πουν άλλη λέξη.
Όταν οι σκέψεις του τον ωθούσαν να κρίνει κάτι που έβλεπε, έλεγε στον εαυτό του: «Αγάθων, αυτό δεν είναι δική σου δουλειά». Έτσι, το πνεύμα του παρέμενε πάντοτε συγκεντρωμένο.
Λεγόταν για τον Αββά Αγάθωνα ότι για τρία χρόνια ζούσε με μια πέτρα στο στόμα του, μέχρι να μάθει να κρατά σιωπή.
Μια μέρα, όταν οι αδελφοί συζητούσαν για την αγάπη, ο Αββάς Ιωσήφ είπε: «Ξέρουμε πραγματικά τι είναι η αγάπη;» Και διηγήθηκε πώς, όταν ένας αδελφός επισκέφτηκε τον Αββά Αγάθωνα, εκείνος τον χαιρέτησε και δεν τον άφησε να φύγει μέχρι να του δώσει ένα μικρό μαχαίρι που είχε.
Ο Αββάς Αγάθων είπε: «Αν μπορούσα να συναντήσω έναν λεπρό, να του δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα ήμουν πολύ χαρούμενος». Αυτή είναι η τέλεια αγάπη.
Μια φορά, όταν πήγε στην πόλη για να πουλήσει τα πράγματά του, συνάντησε έναν άρρωστο ταξιδιώτη ξαπλωμένο σε δημόσιο χώρο, χωρίς κανέναν να τον φροντίζει. Ο γέροντας νοίκιασε ένα κελί και έζησε μαζί του εκεί, δουλεύοντας με τα χέρια του για να πληρώνει το ενοίκιο και να καλύπτει τις ανάγκες του αρρώστου. Έμεινε εκεί για τέσσερις μήνες, μέχρι που ο άρρωστος ανάρρωσε. Τότε, επέστρεψε ειρηνικά στο κελί του.
Μια άλλη φορά, καθώς πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει μικροπράγματα, συνάντησε έναν ανάπηρο στον δρόμο, ο οποίος του είπε: «Μπορείς να με μεταφέρεις στην πόλη;» Ο Αββάς Αγάθων τον κουβάλησε στην πόλη. Ο ανάπηρος του ζήτησε να τον αφήσει εκεί που πουλούσε τα πράγματά του. Όταν πούλησε κάτι, ο ανάπηρος του είπε: «Αγόρασέ μου ένα ψωμί». Ο Αββάς Αγάθων το έκανε. Όταν τελείωσε τις δουλειές του και ετοιμαζόταν να φύγει, ο ανάπηρος του είπε: «Μπορείς να με μεταφέρεις πίσω εκεί που με βρήκες;» Ο Αγάθων τον πήρε ξανά στην πλάτη του και τον μετέφερε πίσω. Τότε, ο ανάπηρος του είπε: «Αγάθων, είσαι γεμάτος θεϊκές ευλογίες, στον ουρανό και στη γη». Σηκώνοντας τα μάτια του, ο Αγάθων δεν είδε κανέναν· ήταν άγγελος Κυρίου, που ήρθε για να τον δοκιμάσει.
Από τους λόγιους και πολύπειρους ασκητές της ερήμου, που σοφά αποφθέγματα τους βρίσκονται στο Γεροντικό. Απεβίωσε ειρηνικά. Ο Όσιος Αγαθών είναι εκείνος περί του οποίου γράφεται εν τω Γεροντικώ, ότι άκούοντες τινές, ότι έχει μεγάλην διάκρισιν, ηθέλησαν να τον δοκιμάσωσιν αν όργίζηται όθεν είπον εις αυτόν «Σύ είσαι ο Αγαθών; άκούομεν ότι είσαι πόρνος και υπερήφανος». Ο δε Οσιος είπε: «Ναι, ούτως έχει ή αλήθεια». Πάλιν είπον «Σύ είσαι ο Αγαθών, ο φλύαρος και κατάλαλος;». Ο όσιος απεκρίθη: «Ναί, εγώ είμαι», Οι δε πάλιν είπον «Σύ είσαι ο Αγαθών ο αιρετικός;» Ο όσιος άπεκρίθη: «Δεν είμαι αιρετικός». Εκείνοι δε παρεκάλεσαν αυτόν λέγοντες· «Διατί τάς μεν αλλάς ύβρεις εδέχθης, ταύτην όμως δεν έβάστασας;» Άπεκρίθη ο γέρων «Έκείνας μεν έδέχθην, διότι είναι όφελος εις την ψυχήν μου, το δε αιρετικός είναι χωρισμός από του Θεού και δια τούτο δεν το έδέχθην». Οι δε άκούσαντες έθαύμασαν την διάκρισιν του και άπηλθον ώφεληθέντες. Επίσης, στο Γεροντικό αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι κάποιος από τους Πατέρες της ερήμου φώναξε μία μέρα τον νεαρό ακόμη μοναχό Αγάθωνα «Αββά». Ένας άλλος που τον άκουσε τον ρώτησε: Από τώρα τον έκανες «Αββά»; Δεν τον έκανα εγώ, αποκρίθηκε εκείνος, μα ο τρόπος της ζωής του.
Λειτουργικά κείμενα
Τροπάριον, Ἦχος Η':
Εἰς σέ, Πάτερ, ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ ἔμεινεν ἀμόλυντος, * διότι ἀναλαβών τὸν Σταυρόν σου καὶ ἀκολουθήσας τὸν Χριστόν, * ἐδίδαξας διὰ τοῦ παραδείγματός σου τὴν περιφρόνησιν τῆς σαρκὸς ὡς φθαρτῆς, * καὶ τὴν μείζονα φροντίδα τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ἡμῶν. * Διὰ τοῦτο, μετὰ τῶν Ἀγγέλων, * τὸ καθαρώτατον πνεῦμά σου χαίρει, Ὦσιε Ἀγάθων.
Ἦχος Η':
Εἰδικὸς Μελωδικός: Οἱ Μάρτυρες τοῦ Κυρίου.
Ὦ ἔνδοξε, * ἀναλαβὼν ἐν ταῖς χερσὶ σου τὸ θεῖον ἄροτρον, * ἀνεδέχθης πλῆθος ἔργων θεοευαρέστων, * μηδέποτε στραφεὶς εἰς τὰ ὀπίσω, * ἀλλὰ πάντοτε προχωρῶν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, * τοῦ ἐνανθρωπήσαντος πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μετὰ τοῦ σώματός σου ὡς ἐλαφρᾶς λέμβου, * διέπλευσας ἐλευθέρως τὴν θάλασσαν τῆς ζωῆς, * μετὰ τοῦ ἡρέμου πνεύματος τῆς εἰρήνης σου. * Σὺ, σοφέ, εὗρες τὸ πολύτιμον μαργαρίτην, * καὶ ἐπώλησας πάντα ὅσα εἶχες, ἵνα τὸν ἀποκτήσῃς. * Τὸν φυλάττων μετὰ ζήλου, * εὗρες μακαριότητα ἐν ταῖς θείαις ἀρεταῖς αὐτοῦ.