Θεόφιλος Καΐρης

    «Από κανένα σκιάχτρο δεν τρομάζεις, Γαληνός, αμετάνοιωτος τ’ αδειάζεις το πικρό ποτήρι!
        Μ’ εσένα ο Χριστός, ιερέ Καΐρη!».
           Κωστής Παλαμάς

Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στην Άνδρο στις 19 Οκτωβρίου 1784 και ήταν γιος του Νικόλαου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Η οικογένεια του ήταν μία απ’ τις αρχαιότερες στο νησί. Το όνομα Θεόφιλος θα το λάβει αργότερα, ενώ το όνομα το όποιον του δόθηκε από τους γονείς του, ήταν Θωμάς. Ο Θωμάς είχε τρεις αδελφούς, τον Ευγένιο, τον Ιωάσαφ και τον Δημήτριο, καθώς και τρεις αδελφές, την Μαρία, την Λασκαρώ και την περίφημη Ευανθία, «την πρώτην σοφήν Ελληνίδα των νεωτέρων χρόνων», όπως την αποκάλεσαν, η οποία ήταν είκοσι έτη νεότερη απ’ αυτόν και την ανέθρεψε ο ίδιος.
«Υπάρχει, ναι, υπάρχει αιώνιος δικαιοσύνη», διακηρύσσει ο Θεόφιλος Καΐρης πριν το θάνατό του στις φυλακές. Με την τραγική αισιοδοξία της ρήσης του δικαιώνει την υπαρξιακή ανεστιότητα της ζωής του διωκομένου που βίωσε κατά την εγκόσμια πορεία του, υπερβαίνει τις χωροχρονικότητες του παραλογισμού, διαυγάζει τα σκότη του φανατισμού και στρέφει την αγωνιώσα ψυχή του προς τη θέαση της ουσίας του κόσμου, προς την υπερδομή κάποιου Θεού, πηγή της αγαθότητας και της Ηθικής. Με ακλόνητη πίστη στις έμφυτες ψυχικές δυνάμεις που εννοιολογικά συγκροτούν την πλήρη πνευματικότητας φιλοσοφική ψυχολογία του και ωθούν τα έλλογα και ελεύθερα όντα προς το πρωταρχικό νόημα και τον υπερβατικό σκοπό της ύπαρξής τους, διαγράφει την τελεολογία του συμπαντικού όντος. Τα ανθρώπινα πλάσματα οντολογικά είναι ανυπόστατα αν με τις γνωστικές τους δυνάμεις δεν προσεγγίσουν την απόλυτη αλήθεια, αν δεν κατατείνουν με την ψυχή τους προς την υπερούσια αγιότητα, αν με την ηθικότητά τους δεν προσπελάσουν την Θεοσέβεια. Δεν υπάρχουν παρά μόνο για τη δόξα του Θεού.΄
Από τον Σεπτέμβριο του 1821 υπήρχαν επαναστατικά σχέδια του Δημητρίου Υψηλάντη και του Κασομούλη για τη δυτική Μακεδονία και την περιοχή του Ολύμπου. Στις 30 Οκτωβρίου «οι επίτροποι του Κοινού Μακεδόνες» ήταν έτοιμοι και ζήτησαν ενισχύσεις από τον Μαυροκορδάτο. Λίγο νωρίτερα, ο Κασομούλης και ο Κώστας Νικολάου είχαν κατέβει στην Πελοπόννησο και συνάντησαν τον Δημήτριο Υψηλάντη ο οποίος έγραψε στους Υδραίους και του Σπετσιώτες να ενισχύσουν τον αγώνα στη Μακεδονία. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Κασομούλης ζήτησε τη συνδρομή του Εμμανουήλ Παπά για τη σχεδιαζόμενη εξέγερση στη δυτική Μακεδονία και τον Όλυμπο. Από το ταξίδι του στην Πελοπόννησο ο Κασομούλης πήρε μόνο «μια σημαία τρίχρουν και με φοίνικα ζωγραφισμένον και σταυρόν χρυσωμένον εις την κορυφήν». Ούτε η περιπλάνησή του στα Κυκλαδονήσια έφερε καρπούς. Αφού πέρασε και από τα Ψαρά και εφοδιάστηκε με λίγα πολεμοφόδια σε δυο μικρά πλοία, στις 22 Φεβρουαρίου 1822 αποβιβάστηκε στην Πιερία. Στις 8 Μαρτίου, στον Κολινδρό, ο Κασομούλης, ο Διαμαντής κι ο Ντίτζιας ξεκίνησαν την επανάσταση στην περιοχή του Ολύμπου. Μέχρι τις 2 Απριλίου, κυρίως η πληθυσμιακή ανομοιογένεια έφεραν τη διάλυση και αυτής της εξέγερσης. Ο Κασομούλης, ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Σάλας κατέφυγαν στην Πελοπόννησο.

Βιογραφία
Ο Θεόφιλος Καΐρης (19 Οκτωβρίου 1784 – 13 Ιανουαρίου 1853) ήταν κορυφαίος Νεοέλληνας διαφωτιστής, φιλόσοφος, διδάσκαλος του Γένους και πολιτικός.

Γεννήθηκε στην Άνδρο στις 19 Οκτωβρίου 1784 από επιφανή οικογένεια του νησιού. Γονείς του ήταν ο πρόκριτος Νικόλαος Καΐρης και η Αναστασία Καμπανάκη. Είχε τρεις αδελφούς, τους μετέπειτα μοναχούς Ευγένιο και Ιωασάφ, και τον Δημήτριο καθώς και τρεις αδελφές τη Μαρία, τη Λασκαρώ και την Ευανθία.

Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Άνδρο, στη Σχολή του Κάτω Κάστρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο. Στα 1794 πεθαίνει ο πατέρας του. Ο αδελφός της μητέρας του και ανάδοχος του Σωφρόνιος Καμπανάκης, εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών, τον παίρνει κοντά του ώστε να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του.
Στα 1802 ιδρύθηκε το Ελληνομουσείον, η Ακαδημία των Κυδωνιών. Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και ταυτόχρονα εργαζόταν προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής. Στην Ακαδημία διδάχθηκε φιλολογία και φιλοσοφία από το Γρηγόριο Σαράφη και μαθηματικά και φυσικές επιστήμες από τον περίφημο διδάσκαλο της εποχής Βενιαμίν το Λέσβιο. Ακολουθώντας τον Σαράφη συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Πάτμου, όπου δίδασκε ο Δανιήλ Κεραμεύς και στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος Το 1801 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος αλλάζοντας το όνομα του από Θωμάς σε Θεόφιλος. Το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνιατών έφυγε στην Ευρώπη. Αρχικά διέμεινε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι, και κατέληξε στην Πίζα, όπου σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσική και παρακολούθησε μαθήματα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή.

Το 1807 μετέβη στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές σπουδές του και συνδέθηκε στενά με το μεγάλο νεοέλληνα διαφωτιστή Αδαμάντιο Κοραή

Το 1808 προσκλήθηκε από τους Κυδωνιάτες προκρίτους να αναλάβει τη διευθυνση της Σχολής τους στη θέση του Βενιαμίν του Λέσβιου, ο οποίος υπέφερε από τα μάτια του. Ο Καΐρης αρνήθηκε να διακόψει τη φοίτησή του. Στις 11 Ιουλίου 1810 επαναλήφθηκε η πρόσκληση προς τον Καΐρη και τότε επέστρεψε στις Κυδωνιές. Όμως οι έφοροι της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης θέλησαν να τον αποσπάσουν στη δική τους σχολή ως διευθυντή της. Πράγματι το Φεβρουάριο του 1811 ανέλαβε τη διεύθυνση της όμως στο τέλος του έτους απεχώρησε εξαιτίας της άρνησης των υπευθύνων να τηρήσουν την αρχική συμφωνία τους ως προς τις αποδοχές του και επέστρεψε στις Κυδωνίες. Στα 1812 αποχώρησε προσωρινά από την Ακαδημία Κυδωνιών λόγω των διαφωνιών μεταξύ Σαράφη και Βενιαμίν Λεσβίου και εγκαταστάθηκε για λίγο στην Άνδρο.

Έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών επέστρεψε στην Ακαδημία (1814) και δίδαξε φυσική, μαθηματικά και χημεία. Εμπλούτισε, βοηθούμενος από τον Αδαμάντιο Κοραή, τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 ίδρυσε στη Σχολή τυπογραφείο. Το ίδιο έτος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά

Δίδαξε στην Ακαδημία έως την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους στις 2 Ιουνίου του 1821. Έπειτα μαζί με εκατό μαθητές του πέρασαν στα Ψαρά, όπου με κήρυγμά του στο ναό του Αγίου Νικολάου προέτρεψε τους Ψαριανούς να ξεσηκωθούν. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Άνδρο και ύψωσε πρώτος την επαναστατική σημαία στις 10 Μαΐου 1821, σε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Γεωργίου.

Κατά την Επανάσταση συμμετείχε στην εκστρατεία του Ολύμπου το Μάρτιο του 1822, με διοικητή το Γρηγόριο Σάλα, όπου και δέχθηκε τρία τραύματα. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο όπου με εντολή της Υπέρτατης Διοικήσεως συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από εξόριστους Κυδωνιάτες.

Παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822) χωρίς επίσημη ιδιότητα, επειδή δεν εκπροσωπούνταν οι Κυκλάδες. Τον Νοέμβριο του 1822 εκλέγεται από τους κατοίκους της Άνδρου πληρεξούσιος παραστάτης της Άνδρου για τη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 27 Απριλίου 1823)., ενώ στη συνέχεια είχε ενεργό συμμετοχή και το Μάιο του ίδιου έτους έγινε μέλος επιτροπής για την επεξεργασία και διόρθωση των «εγκληματικών νόμων» και του «οργανισμού των δικαστηρίων». Στην επιδημία τύφου, που ξέσπασε στο Ναύπλιο το 1824, παρά την κλονισμένη υγεία του βοήθησε με αυταπάρνηση τους χειμαζόμενους.

Τον Απρίλιο του 1824 υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή για λόγους υγείας, που έγινε δεκτή από το Βουλευτικό Σώμα με ευχαριστίες. Οι Ανδριώτες, όμως, επέμειναν να τους εκπροσωπεί στο Βουλευτικό. Το Σεπτέμβριο του 1824 επέστρεψε στην Πελοπόννησο ως παραστάτης Άνδρου για τη Γ' Βουλευτική Περίοδο -ανέλαβε και προσωρινά την προεδρία του Βουλευτικού Σώματος- και τον Οκτώβριο συμμετείχε σε επιτροπή για τη σύνταξη οργανισμού των επαρχιακών σχολείων.

Στα 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Άνδρου για τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (6 – 16 Απριλίου 1826), αλλά δεν συμμετείχε στις εργασίες της, επειδή διατελούσε μέλος του Βουλευτικού Σώματος.

Το 1828 ευρισκόμενος στην Αίγινα του ζητήθηκε να προσφωνήσει τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια κατά την τελετή υποδοχής στο μητροπολιτικό ναό στις 12 Ιανουαρίου 1828.

Μετεπαναστατικά χρόνια
Έχοντας σκοπό την ίδρυση ορφανοτροφείου για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης ταξιδεύει από το 1832 σε Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρία, Κάτω Ρωσία, Μολδαβία και Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών από ομογενείς.

Το 1835 ο Βασιλέας Όθωνας τού απένειμε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του την περίοδο του Αγώνα. Ο Καΐρης, όπως και ο άλλος διδάσκαλος του Γένους Θεόκλητος Φαρμακίδης, σε μία πράξη αποδοκιμασίας προς το καθεστώς της αντιβασιλείας των Βαυαρών δεν απεδέχθη την τιμή. Την ίδια στάση κράτησε και όταν του προσεφέρθη η έδρα της Φιλοσοφίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837).

Εγκαινίασε το Ορφανοτροφείο του το Σεπτέμβριο του 1835 δεχόμενος αρχικά τριάντα ορφανά και την επόμενη χρονιά το έθεσε σε πλήρη λειτουργία. Στη σχολή του ορφανοτροφείου διδάσκονταν όλα τα μαθήματα που παραδίδονταν στα ευρωπαϊκά σχολεία με τη βοήθεια σύγχρονων επιστημονικών οργάνων. Η παιδαγωγική μέθοδος του Καΐρη στηρίζονταν στην ελεύθερη έκφραση του μαθητή και το φιλελευθερισμό. Ο ίδιος μάλιστα ονόμαζε τα μαθήματα «συνδιαλέξεις». Μαθητές της σχολής δεν ήταν μόνο τα ορφανά αλλά και νέοι από εύπορες οικογένειες που επιθυμούσαν να διδαχτούν από τον πρωτοπόρο δάσκαλο.

Ο Καΐρης ανέπτυξε μία προσωπική θρησκεία τη «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους δεϊστές. Μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του τη θρησκευτική θεωρία θεωρήθηκε σύντομα αιρετικός και επικίνδυνος τόσο από τη βαυαροκρατία, που έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη Εκκλησία.

Η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυνουρίας Διονύσιο ζήτησε από τον Καΐρη να προβεί σε «ομολογία πίστεως», την οποία εκείνος απέκρουσε ως καταπιεστική της συνείδησής του. Τότε η ελληνική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις πιέσεις της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον αρχηγό του στόλου Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει με τη ναυαρχίδα του στόλου στην Τήνο για να πάρει από εκεί το διοικητή της Τήνου και να τον πάει στην Άνδρο, ώστε μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιον τους τον Καΐρη.

Από εκεί μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο και το οποίο, παρά τη δήλωση του ότι δε δίδασκε θεολογία αλλά φιλοσοφία («Ούτε εισηγητής, ούτε ιδρυτής νέας θρησκείας είμαι, διότι φρονώ ότι τούτο δεν είναι έργον ανθρώπου, καθόσον τα τοιαύτα είς δύναται, ο εκ του μηδενός παραγαγών το Σύμπαν. Η θεοσέβεια δεν έχει άλλον διδάσκαλον ει μη μόνον τον Θεόν, καθότι αυτή είνε απόρροία της ηθικής του Θεού επομένως, ως προείπων, ούτε καθιδρυτής είμαι της θεοσεβείας, ούτε προσηλυτιστής υπέρ αυτής»), αποφάσισε στις 23 Οκτωβρίου 1839 την καθαίρεση του, ως αρχηγού άλλης θρησκείας που ονομαζόταν «θεοσεβισμός». Ως Γραμματέας της Συνόδου, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης υπερασπίστηκε το φιλόσοφο και προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να τον μετακινήσει από τις θέσεις του, προτείνοντας εν τέλει να του επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα, όπως επιθυμούσε, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα. Στον αντίποδα ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων ηγήθηκε της συντηρητικής μερίδας που επιθυμούσε την εξόντωση του Καΐρη.

Με βασιλικό διάταγμα στις 28 Οκτωβρίου 1839, τέθηκε υπό περιορισμό στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο για να «μεταμεληθεί» και παρέμεινε επί ένα ολόκληρο χειμώνα σε ένα σκοτεινό υπόγειο και αρρώστησε βαριά. Η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία ανησυχώντας για ενδεχόμενη κατακραυγή σε περίπτωση θανάτου του τον μετέφερε στο μοναστήρι της Θήρας όπου παρέμεινε υπό καλύτερες συνθήκες επί δύο χρόνια σε απομόνωση.

Έπειτα από την ανάγνωση της καθαίρεσης στους ναούς της επικράτειας, διέταξε την απέλασή του από τη χώρα. Στις 19 Δεκεμβρίου 1839 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε εγκύκλιο («Περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας του Θεοσεβισμού») εναντίον του Καΐρη και της διδασκαλίας του. Στις αρχές Απριλίου 1842 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και τόσο η Ελληνική Πρεσβεία όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο πληροφορούμενα την άφιξή του, επιχειρούν να τον απομονώσουν στο πλοίο που τον μεταφέρει, ανήσυχο το δεύτερο, για την μεγάλη προσέλευση επισκεπτών στον Καΐρη. Μετά δεκαήμερης φρούρησής τους στο πλοίο, ανεχώρησε για την Αγγλία. Στο Λονδίνο έμεινε για δύο χρόνια όπου δίδαξε φιλοσοφικά μαθήματα και και την θεοσεβικήν διδασκαλίαν του

Με τη Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο Καΐρης, με τη βοήθεια του παλαιού συμμαθητή του Ιωάννη Κωλέττη, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο όπου συνέχισε τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου του.


Παρά τις εκθέσεις των δύο αλληλοδιαδόχων νομαρχών Κυκλάδων, Αμβροσιάδη και Ζυγομαλά, που διαβεβαίωναν ότι ο Καΐρης δεν έκανε προσηλυτισμό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Βόλβης, στηριζόμενος σε έγγραφο της Συνόδου, διέταξε τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου να προβεί σε δίωξη του Καΐρη και των συνεργατών του. Ο εισαγγελέας Ν. Σιούπης άσκησε δίωξη και ο ανακριτής Σύρου Σταύρος Λογοθέτης ξεκίνησε τακτική ανάκριση που τερματίσθηκε με το από 26 Απριλίου 1852 παραπεμπτικό βούλευμα, επικυρωμένο με το 2693/1852 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών.

Το δικαστήριο της Σύρου (με πρόεδρο τον Ι. Δοξαρά, συνέδρους τους Σταύρο Λογοθέτη, Δ.Α. Βαφειάδη, Αλέξανδρο Αλεξάνδρου και Ι. Πρεζάνη, Εισαγγελέα το Ν. Στούπη, κατηγορούμενους τους Θεόφιλο Καΐρη, Γρηγ. Δεσποτόπουλο, Σπυρ. Γλαυκωπίδη, Θ. Λουλούδη ή Μονοκόνδυλο και Συνηγόρους υπερασπίσεως τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Νικ. Ι. Σαρίπολο και τον Ιω. Παλαιολόγο) εξέδωσε την υπ' αριθ. 181/21.12.1852 καταδικαστική απόφαση, με φυλακίσεις για όλους και ειδικότερα διετή φυλάκιση για τον Θεόφιλο Καΐρη.
Προτομή του Θεόφιλου Καΐρη στην κεντρική πλατεία της Χώρας της Άνδρου. Αναγράφεται η επιγραφή: ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΪΡΗΣ Ο ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Ο ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΟΛΛΑ ΜΟΓΗΣΑΣ Ο ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

Ο Καΐρης, ασθενής ήδη και σε προχωρημένη ηλικία, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία του πνοή.

Το σκήνωμά του ενταφιάστηκε σε χώρο του λοιμοκαθαρτηρίου Ερμούπολης, αφού ο τοπικός ιερέας δεν παρείχε άδεια ταφής στο κοιμητήριο, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία και υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Την επομένη της ταφής του άγνωστοι βέβηλοι άνοιξαν τον τάφο του διδασκάλου τεμάχισαν τη σορό του και έριξαν μέσα στα σωθικά του ασβέστη.
Η-προτομή του-Θεοφίλου Καίρη στο νήσι της-Σύρου

Οκτώ ημέρες μετά το θάνατό του ο Άρειος Πάγος με την υπ. αριθ. 19/19.1.1853 απόφασή του απάλλαξε των κατηγοριών και αθώωσε το Θεόφιλο Καΐρη.

Ο ίδιος ο Καΐρης δεν αυτοσυστηνόταν ως εισηγητής ή ιδρυτής νέας Θρησκείας ή νέας Εκκλησίας. Θεωρούσε τον Θεό ως μόνο δάσκαλο της Θεοσέβειας. Ο Καΐρης όριζε τη Θεοσέβεια ως εκείνη τη δύναμη προς την οποία ο άνθρωπος προς «τον απόλυτον και απεριόριστον του υπέρτατου Όντος και Θεού των όλων τείνει σεβασμόν και εξ αυτού αναπτυχθείσα ενέργεια», είναι «εν πνεύματι και αληθεία του υψίστου και μόνου λατρευτέου Όντος άμεσος και έμμεσος λατρεία». Και αλλού, «οδηγεί (ενν. η Θεοσέβεια) τον άνθρωπιν εις το υπέρ φύσον άκτισον και απειροτέλειον όν, το μόνον και να δημιουργή και να πλάττη, και να φωτίζη και να ζωογονή και να τελειοποιή δυνάμενον[...] διδάσκει αναντιρρήτους,υψηλάς, αμεταβλήτους, αϊδίους, υπερφυσικάς, αλλ' εν αυτώ απλουστάτας, φωτεινάς και ευκαταλήπτους, και αγαπητότατας αληθείας[...]κατασταίνουσα τον άνθρωπον αληθώς ένθεον, θεοφώτιστον και θεοδίδακτον, θεόπνευστον και θεοκίνητον, θεότευκτον τω όντι του μόνου κτιστού και πλάστου,του μόνου ζωοποιού και απειροτέλειου όντος πλαστούργημα και ζωοοποίημα και δημιούργημα».

Στα Πρακτικά της Συνόδου του Βασιλείου με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1839 ο Καΐρης «εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας δεν εδίδαξεν ούτε ωμίλησε [...]ό,τι δ' αυτός φρονείδεν εκήρυξε εις ουδένα».

Για τον Χρήστο Γιανναρά επρόκειτο για μια ιδιότυπη θρησκοληψία μυστικιστικού ηθικισμού Ο ίδιος συγγραφέας γενεαλογεί το θεωρητικό-μεταφυσικό και ηθικο-πρακτικό μέρος του Καΐρειου θρησκευτικού συστήματος στις μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες του Κοραή και γενικά των Διαφωτιστών. «Πρόκειται για ένα τυπικό Δεϊσμό»  Για τον Γιάννη Καρά, Διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, «ο Θεόφιλος Καΐρης δεν ήταν άθεος. Πιστεύει εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα.Ποιητήν ουρανού και γη, ορατων τε πάντων και αοράτων» Για την ιστορικό Έλλη Σκοπετέα, επρόκειτο για αίρεση, η αλλοπροσαλλη, αλλοπρόσαλλα διατυπωμένη θεοσέβεια.
Πορτραίτο από το έργο του Αθανασίου Γούδα, Βίοι Παράλληλοι 1874.

Το κάτωθι κείμενο του Δ. Ι. Πολέμη για τον Θ. Καΐρη αναδημοσιεύεται από τον τόμο 
Αλληλογραφία Θεοφίλου Καΐρη, εκδιδομένη υπό Δ. Ι. Πολέμη, Μέρος έκτον: 
Προσωπογραφικά, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2003, 138-148.
Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853)
Του Δημητρίου Ι. Πολέμη

Ὁ Θεόφιλος Καΐρης ἐγεννήθη εἰς τὴν Χώραν τῆς Ἀνδρου τὴν 19 Ὀκτωβρίου, 1784. Ἦτο ὁ πρωτότοκος υἱὸς τῶν γονέων του Νικολάου Τωμ. Καΐρη καὶ Ἀσημίνας Εὐστρ. Καμπανάκη. Τὸ βαπτιστικόν του ὄνομα ἦτο Τωμάζος, αὐτὸ ἐκεῖνο τοῦ ἐκ πατρὸς πάππου του. Λέγεται ὅτι ὀκταετὴς προσῆλθεν εἰς τὴν σχολὴν τῶν Κυδωνιῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ ἐκεῖ θείου τοῦ Σωφρονίου Καμπανάκη. Μετά τινα ἔτη ἠκολούθησαν εἰς τάς Κυδωνίας ἡ μήτηρ του καὶ οἱ ἀδελφοί του, κατὰ καιροὺς δὲ μετέβαινεν ἐκεῖ καὶ ὁ πατὴρ τοῦ. Ἐνῶ δὲ οἱ γονεῖς του ἐσχεδίαζον τὸν γάμον του μετά τινος πλουσίας κόρης ἐκεῖ, ὁ Θεόφιλος ἔχων συλλάβει εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἰδίας θρησκευτικὰς ἀντιλήψεις καὶ ἐπιθυμῶν τὴν μετάβασιν εἰς Εὐρώπην, ἐπροφασίσθη  ἰδιαιτέραν κλίσιν πρὸς τὸν ἱερατικὸν βίον καὶ εἰς ἡλικίαν 18 ἐτῶν ἐχειροτονήθη διάκονος. Πάντως ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1840 λέγεται, ὅτι «εἶχε στήσει τὴν μετάνοιάν του» εἰς τὴν μονὴν τῆς Παναχράντου ἐν Ἄνδρῳ.

Ἐὰν ὁ Καΐρης ἐμαθήτευσεν ἐν Χίῳ καὶ ἐν Πάτμῳ, ὡς ἐνίοτε γράφεται, παραμένει παντελῶς ἀβέβαιον. Πότε ἀκριβῶς μετέβη διὰ σπουδὰς εἰς τὴν Εὐρώπην δὲν μαρτυρεῖται. Διεσώθη «Κατάλογος τῶν φιλομαθῶν συνδρομητῶν, οἵτινες ὑπόσχονται νὰ δίδωσιν εἰς τὸν Θεόφιλον ἱεροδιάκων Ἀνδριώτην… διὰ ἔξοδα τῆς ἐν τῇ Εὐρώπῃ σπουδῆς του» τῆς 13 Φεβρουαρίου, 1806, καὶ ἴσως δὲν εἶχεν εἰσέτι ἀναχωρήσει ἐκ Κυδωνιῶν. Μετέβη τότε εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Πίζης καὶ ἐκ τῶν πιστοποιητικῶν τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἐκεῖθεν λέγεται, ὅτι παρηκολούθησε μαθηματικὰ ἐπὶ δύο ἔτη καὶ ἀστρονομίαν ἐπὶ ἐν ἔτος˙  τὰ πιστοποιητικὰ χρονολογοῦνται ἀπὸ τοῦ Αὐγούστου 1807. Τὸν Μάρτιον τοῦ ἑπομένου ἔτους εὑρίσκεται ἤδη εἰς τὸ Παρίσι ἔνθα ἐγνώρισε καὶ ἐσχετίσθη μετὰ τοῦ Κοραῆ τοῦ ὁποίου τοὺς θερμοὺς ἐπαίνους ἀπέσπασεν. Ἡ ἐκεῖ παραμονὴ δὲν φαίνεται ὅτι παρετάθη πέρα τοῦ ἔτους ἐφ’ ὅσον κατὰ τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1809 ἀνεχώρησε.

Τὸν Ἰούλιον τοῦ 1810, εὑρισκόμενος ἐν Ἄνδρῳ, ἔλαβε πρόσκλησιν ἐκ μέρους τῶν Κυδωνιατὼν να διαδεχθῇ τὸν ὑπὸ παραίτησιν Βενιαμὶν τὸν Λέσβιον εἰς τὴν Σχολὴν τῶν. Μετὰ δίμηνον ἔλαβε καὶ ἄλλην πρόσκλησιν τῶν Ἐφόρων τῆς ἐν Σμύρνῃ Εὐαγγελικῆς Σχολῆς τὴν φορὰν αὐτήν, καὶ εἰς Σμύρνην τελικῶς μετέβη καὶ ἀνέλαβε τὴν διεύθυνσιν τῆς Σχολῆς τὴν 11 Φεβρουαρίου, 1811. Ἀλλὰ προβλήματα ἀνεφύησαν ταχέως καὶ αἱ διχόνοιαι τῶν Σμυρναίων συνετέλεσαν ὥστε να ἀποχωρήςῃ, σχεδὸν αἰφνιδίως, ἐκ τῆς Σχολῆς πρὶν ἢ συμπληρώσει ἔτος ἀπὸ τῆς ἐλεύσεώς του. Παρὰ τάς παροτρύνσεις τοῦ Ἄνδρου Διονυσίου καὶ τῶν προκρίτων τῆς νήσου, ὁ Θεόφιλος δεν ἐπείσθη να ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν διεύθυνσιν τοῦ σχολείου της. Ἐπροτίμησε τὰς Κυδωνίας ἐφ’ ὅσον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δεν ἔλειψαν αἱ προσκλήσεις. Εἰς τὴν Σχολὴν τῶν Κυδωνιῶν ἐδίδαξεν ὁ Καΐρης ἀπὸ τοῦ 1812 μέχρι τοῦ Ἀπριλίου 1821, εἰς αὐτὸν δὲ (διδάσκοντα κυρίως τάς φυσικὰς ἐπιστήμας) καὶ εἰς τὸν παλαιὸν διδάσκαλόν του Γρηγόριον Σαράφην ὀφείλει τὴν ἐξέχουσαν φήμην της ἡ Σχολή. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς τοῦ ἐπεσκέπτετο ὁ Θεόφιλος κατὰ καιρούς, ἰδία κατὰ τὸ θέρος, τὴν Ἄνδρον˙ τὸν Ἰούλιον τοῦ 1818 ἐπεσκέφθη καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Πρός Πέτρον Ζάνον, Παρίσι
3 Αυγούστου 1846.

Απόσπασμα επιστολής

Αγαπητέ φίλε και αδελφέ,
........
Ποία διά τόν Θεοσεβή ευαρέστησις βεβαιούμενον και εξ αυτών τών πραγμάτων, ότι είναι όλως αδύνατον άλλη πρός τήν Θεοσέβειαν νά υπάρξη αληθής, αΐδιος καί παγκόσμιος θρησκεία, πάσας τάς περί αυτής συζητήσεις καί απαιτούσα καί αποδεχομένη, καί πάσας τού ανθρώπου τάς δυνάμεις ελευθέρως νά αναπτύξη, καί μετά λόγου νά μορφώση, καί είς πάσαν εμβριθή καί υψηλήν θεωρίαν αφόβως αυτόν νά παρεισαγάγη προθυμοποιούμενη! Πόσον πρέπει νά δοξάζει τόν Ύψιστον, διότι τοιαύτην θρησκείαν ηξιώθη εγκαρδίως νά ασπασθή!


Ἡ ἔκρηξις τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τὰ ἐν Κυδωνίαις ἐπακολουθήσαντα ἔθεσαν εἰς κίνδυνον τὴν ζωὴν τοῦ Θεοφίλου ἐφ’ ὅσον, κατὰ τὸν Γλαυκωπίδην, «ἐκ θαύματος ἐκ τῆς τῶν Κυδωνιῶν καταστροφῆς διεσώθη». Ὁπωσδήποτε κατώρθωσεν ἐσπευσμένως να διαφύγῃ, συνοδευόμενος πιθανώτατα ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν του Δημητρίου καὶ Εὐανθίας καὶ τοῦ θείου τῶν Σωφρονίου Καμπανάκη, καὶ διελθὼν ἐκ Ψαρῶν ἔνθα προέτρεψε τοὺς κατοίκους εἰς τὸν Ἀγῶνα κατέφυγεν εἰς Ἄνδρον. Ἡ συμβολὴ τοῦ Καΐρη εἰς τὰ τῆς Ἐπαναστάσεως εἰς τὴν πατρίδα του ὑπῆρξεν ἀποφασιστικῆς σημασίας καὶ οὐδεὶς ἄλλος ἐκ τῶν σημαινόντων Ἀνδρίων εἰργάσθη, καὶ ὑπέφερεν, ὡς ἐκεῖνος. Κατὰ γενομένην δοξολογίαν εἰς τὸν μητροπολιτικὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν 10 Μαΐου ὁ Θεόφιλος ἐκήρυξεν ἐπισήμως τὴν Ἐπανάστασιν ἐν Ἄνδρῳ, προτρέψας τοὺς κατοίκους να ὑψώσουν τὴν ἐπαναστατικὴν σημαίαν, να συγκεντρώσουν χρήματα καὶ να ἀποστείλουν πλοῖα πρὸς φύλαξιν τοῦ Καφηρέως ἐκ τῶν Τούρκων τῆς Καρύστου. Ταῦτα ἐγένοντο ἀμέσως ἀποδεκτά. Ἐν συνεχείᾳ, μετέβη εἰς Ὕδραν, Αἴγιναν καὶ Ναύπλιον ὅπου εὑρίσκετο εἰς στενὴν ἐπαφὴν μὲ τὴν πολιτικὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἀγῶνος καὶ κατὰ τὸν Μάρτιον τοῦ 1822 καὶ ἐπὶ δίμηνον συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐκστρατείαν τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ ἐτραυματίσθη εἰς τὸν πόδα καὶ τὸ τραῦμα δεν ἔπαυσε κατὰ καιροὺς να τὸν βασανίζῃ. Τὰ τῆς ἐκστρατείας ἐφρόντισεν ὁ Θεόφιλος καὶ κατέγραψεν εἰς ἡμερολόγιον.

Περὶ τάς ἀρχὰς τοῦ Νοεμβρίου 1822 ὁ Καΐρης, εὑρισκόμενος ἐν Ὕδρᾳ, ἐξελέγη παραστάτης τῆς Ἄνδρου διὰ τὴν ἐν Ἄστρει Β΄ Ἐθνικὴν Συνέλευσιν καὶ ἐν συνεχείᾳ μέλος τοῦ Βουλευτικοῦ. Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1823 ἔλαβεν ἀναρρωτικὴν ἄδειαν δι’ Ἄνδρον καὶ κατὰ τὸν ἑπόμενον Ἀπρίλιον ἐγένετο μετὰ λύπης ἀποδεκτὴ ἡ παραίτησίς του. Παρὰ τοῦτο καὶ πάλιν ἀπεστάλη ὡς παραστάτης τῆς Ἄνδρου διὰ τὴν Γ΄ περίοδον τοῦ Βουλευτικοῦ. Τὸν Μάρτιον τοῦ 1825 ἔλαβε καὶ πάλιν τρίμηνον ἀναρρωτικὴν ἄδειαν. Καὶ κατὰ τὴν Γ΄ ἐν Ἐπιδαύρῳ Ἐθνικὴν Συνέλευσιν ὑπεδείχθη διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν ὡς πληρεξούσιος τῆς Ἄνδρου ἀλλὰ μέλος τοῦ Βουλευτικοῦ ὢν παρέμεινεν ἐν Ναυπλίῳ. Ὁμοίως καὶ κατὰ τὴν Δ’  ἐν Ἄστρει Ἐθνικὴν Συνέλευσιν δεν συμμετέσχε παρ’ ὅλον ὅτι εἶχεν ἐκλεγῆ παμψηφεί.

Ἡ ὅλη συμμετοχὴ τοῦ Καΐρη εἰς τάς Συνελεύσεις καὶ τὰ ἑκάστοτε ἀνατιθέμενα εἰς αὐτὸν καθήκοντα προεκάλουν συνήθως ἐπαινετικοὺς χαρακτηρισμούς. Τότε ἐγνώρισεν ἐκ τοῦ πλησίον ἀρκετοὺς πολιτικούς, καὶ ἐκκλησιαστικούς, ἄνδρας τοῦ Ἀγῶνος.

Τὸν Μάιον τοῦ 1824 διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν εὑρέθη εἰς τὰ Ψαρὰ καὶ ἐξεφώνησε κατάλληλον λόγον κατὰ τὸ ἐκεῖ τελεσθὲν μνημόσυνον τοῦ Βύρωνος καὶ ἄλλον λόγον προτρεπτικὸν διὰ τὸν Ἀγῶνα. Ἡ τελευταία ἐμφάνισίς του ὡς πολιτικοῦ ἀνδρὸς ἦτο ἐν Αἰγίνῃ κατὰ τὴν 11 Ἰανουαρίου, 1828, ὅτε ἀνετέθη εἰς αὐτὸν να προσφωνήσῃ τὸν ἀφικόμενον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος. Ὁ λόγος του «ἐκ μνήμης», ἐσκεμμένως φιλελευθέρας πνοῆς, τὸν ὁποῖον ἐπῄνεσαν ὁ Κοραῆς καὶ ὁ Οἰκονόμος, ἀπήρεσεν εἰς πολλοὺς ἐκ τῶν παρισταμένων περιλαμβανομένου προφανῶς καὶ τοῦ Κυβερνήτου.

Ἐνωρὶς ὁ Καΐρης συνέλαβε τὴν ἰδέαν ἱδρύσεως ὀρφανοτροφείου καὶ σχολείου ἐν Ἄνδρῳ καὶ τοῦτο ἐφ’ ὅσον ἦτο ὁ ἴδιος αὐτόπτης μάρτυς τῆς δυστυχίας τῶν ὀρφανῶν τοῦ Ἀγῶνος. Ἐξ ἀρχῆς μαρτυρεῖται ὅτι ἐσκέπτετο να ἐφαρμόσῃ τὴν ἀλληλοδιδακτικὴν μέθοδον διδασκαλίας καὶ ἐπίσης ἀπέβλεπεν εἰς τὴν πληρωμὴν διδάκτρων ἐκ μέρους τῶν εὐπορωτέρων γονέων. Ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ 1827 ἤρχισε τάς περιοδείας του ἀνὰ τάς ἑλληνικὰς νήσους πρὸς συγκέντρωσιν χρημάτων. Κατάλογοι συνδρομῶν ἐδημοσιεύοντο διὰ τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδος τῆς Ἑλλάδος. Τὰ μέχρι τοῦ 1831 συγκεντρωθέντα, κατὰ τὸν Γλαυκωπίδην, δεν ὑπερέβαινον τὰ 46.000 γρόσια, ποσὸν ὅλως ἀνεπαρκὲς διὰ τὴν συγκρότησιν φιλανθρωπικοῦ καὶ ἐκπαιδευτικοῦ καταστήματος. Ἀπεφάσισε λοιπὸν ὁ Καΐρης να ἐπιχειρήσῃ περιοδείαν ἀνὰ τάς ἑλληνικὰς παροικίας τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ οὕτως ἀνεχώρησεν ἐκ Σύρου τὴν 2 Μαρτίου, 1831. Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του ἔκρινε σκόπιμον να χειροτονηθῇ εἰς πρεσβύτερον ὑπὸ τοῦ ἐν Σύρῳ διαμένοντος Ἀνδρίου ἱεράρχου Μυρίνης (εἶτα Ἀνδρου) Σωφρόνιον τοῦ Μπίστη.

Ἐκ Σύρου ἐταξίδευσε διὰ Μάλτας καὶ Λιβόρνου εἰς Γένουαν, Μασσαλίαν, Παρίσι καὶ Λονδίνον ἔνθα παρέμεινεν ἐπὶ ἐννεάμηνον, ἀποκτήσας χρησίμους ἐπαφὰς καὶ φιλίας μετὰ μελῶν ἐξεχουσῶν οἰκογενειὼν τῆς ἑλληνικῆς παροικίας παρὰ τῶν ὁποίων ἔλαβε συνδρομάς. Μεγάλως ἐβοήθησαν τότε τὸν Καΐρην οἱ Κουακέροι. Πρὸ τῆς ἐξ Ἀγγλίας ἀναχωρήσεώς του ἠδυνήθη να ἐπισκεφθῇ τὴν Ὀξφόρδην. Ἡ ἐπιστροφὴ ἔγινε μέσῳ Παρισίων, Μασσαλίας, Βενετίας, Τεργέστης, Μοναχοῦ, Βιέννης, Λιψίας, Βουδαπέστης, Βουκουρεστίου, Βραΐλας, Γαλατσίου,  Ἰασίου, Ὀδησσοῦ, Κωνσταντινουπόλεως καὶ Σμύρνης. Ἐπανέκαμψεν εἰς Σῦρον τὴν 21 Μαρτίου, 1835.

Λεπτομέρειαι διὰ τάς γενομένας προσφορὰς εἰς χρῆμα, βιβλία, ὄργανα κτλ. παρέχονται εἰς τὰ ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐκδοθέντα (1835 καὶ 1840) δύο φυλλάδια. Κατὰ τὸν Γλαυκωπίδην, τὰ ἐκ τῆς Εὐρώπης συγκεντρωθέντα δεν ὑπερέβησαν τὰ 50.000 φράγκα, τὰ ὁποῖα μετὰ τῶν ἑλληνικῶν προσφορῶν δεν ἐπήρκουν διὰ τὴν συγκρότησιν τοῦ ἱδρύματος καὶ ὁ Καΐρης εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην να ἐξοδεύσῃ χρήματα τῶν οἰκείων του.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἐν Ἄνδρῳ ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Ὀρφανοτροφείου καὶ τάς ἐργασίας ἐπέβλεπεν ὁ δραστήριος Σωφρόνιος Καμπανάκης. Συνεργὸς πολύτιμος ἦτο ὁ ἐν Σύρῳ διαμένων ὡς ἐμπορευόμενος Δημήτριος Καΐρης, νεώτερος ἀδελφὸς τοῦ Θεοφίλου, φροντίζων τὰ τῆς προμηθείας τῶν ὑλικῶν καὶ τῶν πληρωμῶν. Καὶ ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τοῦ Καΐρη εἶχον, προφανῶς τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ ἰδίου, προσληφθῆ δεκαπέντε ὀρφανὰ τὰ ὁποῖα ἐπέβλεπε καὶ ἐδίδασκε ὁ ἕτερος ἀδελφὸς Ἰωάσαφ.

πρός Πέτρον Ζάνον, Θήραν

29 Σεπτεμβρίου 1847

(απόσπασμα επιστολής)

Αγαπητέ φίλε και αδελφέ,

............

Καί πώς νά μήν αθυμεί τίς αληθώς, βλέπων ότι κινδυνεύει ολόκληρον τό έθνος ημών διά τήν ολίγων μόνων ατόμων θηριωδίαν καί απανθρωπίαν;

Αλλά δέν πρέπει διά τούτο καί νά απελπιζώμεθα ' έκαστος δέ ημών έχει χρέος μάλιστα νά συντελέσει τό δυνατόν πρός αποφυγήν τού επαπειλούντος αυτώ προφανεστάτου κινδύνου, πεπεισμένοι όντες, ότι, οί τήν πατρίδα είς τά άγρια πάθη αυτών θυσιάζοντες, καί τίς τίνα είς τήν κακουργία νά υπερβεί φιλοτιμούμενοι, θέλουσι πάντως μετ' ήχων εξολοθρευθεί.

Ἡ ἐπίσημος ἔναρξις τῆς λειτουργίας τοῦ Ὀρφανοτροφείου ἐγένετο τὴν 6 Ἰανουαρίου, 1836, καὶ ταχύτατα ὁ ἀριθμὸς τῶν ὀρφανῶν ἔφθασε τοὺς ἑκατὸν ἐνῶ οἱ λεγόμενοι ἐξωτερικοὶ μαθηταὶ ἀνῆλθον εἰς πεντακοσίους. Ἡ φήμη τοῦ σχολείου τοῦ Καΐρη τοῦ ἤθους καὶ τῆς παιδείας τοῦ ἰδίου ἐξηπλώθη ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τάς παροικίας τοῦ ἐξωτερικοῦ καίτοι οἱ πόροι τοῦ ἱδρύματος δεν ἦσαν ἀνάλογοι ἐνῶ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ Ὀρφανοτροφείου (καὶ τοῦ Καΐρη) παρέμενον πάντοτε ἐπισφαλῆ. Διδάσκαλοι δεν ὕπηρχον ἄλλοι πλὴν τοῦ ἰδίου καὶ κατὰ τὸ ἀλληλοδιδακτικὸν σύστημα ἐχρησιμοποιοῦντο οἱ μεγαλύτεροι καὶ ἀξιώτεροι μαθηταί.


Ἐνῶ ὅμως ὅλα ἐφαίνοντο ὅτι ἔβαινον κατ’ εὐχὴν καὶ ἡ Ἄνδρος ἐκαυχᾶτο διὰ τὸ λαμπρὸν ἐκπαιδευτικόν, καὶ φιλανθρωπικόν, ἵδρυμα, περίεργοι καὶ ἀπίστευτοι κατ’ ἀρχὰς διαδόσεις ἔλεγον τὸν Καΐρην ὡς μὴ δεχόμενον οὐσιώδη χριστιανικὰ δόγματα καὶ ὡς κατηχοῦντα τοὺς μαθητάς του εἰς τινα ἄγνωστον θρησκείαν ἰδικῆς του ἐπινοήσεως. Περὶ τὴν ἄνοιξιν τοῦ 1839 αἱ διαδόσεις ἐνετάθησαν καὶ νευρικότης ἤρχισε να ἐκδηλοῦται μεταξὺ τῶν γονέων τῶν μαθητῶν καὶ ἰδίως ἐν Ἄνδρῳ καὶ Σύρῳ ὁπόθεν αἱ πρῶται καταφοραὶ κατὰ τοῦ Καρη ἠκούσθησαν ὑπὸ Ἀνδρίων κληρικὼν (Βιζύης, Ἰωάσαφ, Λεόντιος Γ. Καμπάνης, Σεραφεὶμ Π. Καΐρης κτλ.). Μετ’ οὐ πολὺ τὰ διαθρυλλούμενα ἀπησχόλησαν τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς καὶ βεβαίως τὸν τύπον τῆς ἐποχῆς καὶ ἐνῶ μερὶς αὐτοῦ κατέκρινε, μὲ προοδευτικῶς μεγαλυτέραν ὀξύτητα, τὸν διδάσκαλον τῆς Ἀνδρου (Αἰών, Ἑλλάς, Ἑλληνικὸς Ταχυδρόμος, Σελήνη) δὲν ἔλειπον καὶ οἱ ὑπερασπισταί του (Ἀθηνᾶ, Ἐλπίς, Πρόοδος, Φίλος τοῦ Λαοῦ). Κληρικοὶ φίλοι τοῦ Καΐρη (Σελλασίας Θεοδώρητος, Σαμουὴλ ὁ Κύπριος) ἔγραψαν κατ’ ἰδίαν καὶ εἰς μάτην προσεπάθησαν να ἀποφευχθῇ ἡ κρίσις. Τελικῶς τὸ θέμα ἔφθασε πρὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (δεν πρέπει να λησμονῆται ὅτι ὁ Καΐρης ἦτο ἱερεὺς καὶ εἰς τὸ κοινὸν εἶχε δώσει συνεχῆ δείγματα τῆς ὑποδειγματικῆς του συμπεριφορᾶς ὡς λειτουργοῦ), ἐπιστολαὶ ἀντηλλάγησαν, αἱ ἀπαντήσεις τοῦ Καΐρη δεν ἐθεωρήθησαν, οὔτε ἦσαν, ἰκανοποιητικαὶ καὶ ἡ θέσις του κατέστη δυσκολωτάτη. Ἀνεξαρτήτως τοῦ βασίμου τῆς κατηγορίας καὶ τῆς ἐγκυρότητος τῶν παρ’ αὐτοῦ πρεσβευομένων, ὁ Καΐρης ἄνευ δισταγμοῦ ἐπέλεξε τὴν ὁδὸν τοῦ κατατρεγμοῦ, τῶν διωγμῶν καὶ τῶν φυλακίσεων, πορείαν ἡ ὁποία συμπαρέσυρε καὶ ὁλόκληρον τὴν ἐκπαιδευτικήν του προσπάθειαν, ἀντὶ να καταπατήσῃ τὴν συνείδησίν του καὶ να ἑξακολουθήσῃ διδάσκων ὡς κληρικός. Διὰ τοῦτο καὶ μόνον εἲναι ἄξιος κάθε σεβασμού.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ὄψις τοῦ πράγματος. Τὸν Καΐρην ἐγνώριζον οἱ γονεῖς ὡς ὀρθόδοξον κληρικὸν καὶ εἰς τὴν ἰδιότητά του αὐτήν, καὶ εἰς τὴν φήμην του, ἐνεπιστεύθησαν τὰ τέκνα των καὶ ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἦσαν διατεθειμένοι να ἴδουν αὐτὰ κατηχούμενα εἰς νεοφανὲς ἀντιχριστιανικὸν θρήσκευμα. Καὶ ἂν ἀκόμη τὸ σχολεῖον τοῦ Καΐρη παρέμενεν ἐλευθέρως λειτουργοῦν καὶ ἡ δοξασία τοῦ ἐγένετο εὐρέως γνωστή, εἶναι δύσκολον να φαντασθῆ κανεὶς ὅτι θὰ προσείλκυε μαθητὰς πέραν τοῦ στενοῦ κύκλου τῶν κατηχηθέντων ὀπαδῶν.

Ἀλλ’ ὁ Θεόφιλος Καΐρης ἐκ νεότητος εἰς μίαν καὶ μόνην κατεύθυνσιν εἶχε στρέψει τὸν νοῦν. Ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἐγνώρισεν ἀνησυχίας θρησκευτικὰς καὶ ἡ ἄκρως θρησκευτική του φύσις ἐδέχθη ὡς ἐξ ἀποκαλύψεως τὴν ὕπαρξιν ὑπερτάτου Ὄντος ἐξ αὐτῆς τῆς ἁρμονίας τοῦ σύμπαντος καὶ «τοῦ θεάματος τῶν θαυμασίων κόσμων», δηλαδὴ τῶν ἀστέρων. Ἐκ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ὠδηγήθη εἰς τὴν πεποίθησιν περὶ τῆς ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐκ τούτου πάλιν εἰς τὴν «κατὰ Θεὸν καὶ διὰ τὸν Θεὸν διαβίωσιν καὶ πολιτείαν,» κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ πιστοτέρου ὀπαδοῦ του παρεχομένην συνόψιν τῆς διδασκαλίας τοῦ. Ἡ ἐπὶ τῶν βάσεων τούτων στηριζομένη θρησκεία του, τὴν ὁποίαν ὠνόμασε «θεοσέβειαν» ἦτο, κατ’ αὐτόν, ἡ μόνη παναληθὴς καὶ παγκόσμιος θρησκεία, ἀνωτέρα «καὶ τόπων καὶ χρόνων καὶ ἱστορικῶν παραδόσεων καὶ ἄλλων ἐξωτερικῶν τοῦ ἀνθρώπου παραστάσεων» καὶ ἡ μόνη ἱκανὴ να σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Ὡς προορισμὸν τῆς ζωῆς του ὁ Καΐρης εἶδε τὴν θεοσέβειαν. Εἰς ὁλόκληρον τὸ ἔργον του, ἐκπαιδευτικόν, φιλανθρωπικόν, συγγραφικόν, ἕνα καὶ κύριον σκοπὸν ἔβλεπε, τὴν στερέωσιν καὶ διάδοσιν τῆς θρησκείας του. Ὁ Γλαυκωπίδης εἶναι καὶ ἔδω ἀποκαλυπτικός. Τὰ περὶ θεοσεβείας, ἀναπτυσσόμενα εἰς κλειστὸν κύκλον τῆς σχολῆς τοῦ, ἀπετέλουν «τὸ γενικὸν πόρισμα τῆς ὅλης διδασκαλίας». Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Θεόφιλος ἐδίδασκε περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς τὰ περὶ θεοσεβείας πάντοτε κατέληγε. Τοῦτο ὡς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι περὶ δογματικῆς θεολογίας οὐδέποτε ἀνέφερέ τι ἔπειθε τοὺς πλέον νοήμονας ἐκ τῶν μαθητῶν του, ὅτι «δεν ἐπρέσβευε τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Διδάσκαλος».

Ἡ θεοσέβεια εἶχε τὴν ἰδικήν της δογματικὴν θεολογίαν. Ἀπέρριπτε βεβαίως τὴν Καινὴν Διαθήκην καὶ ὁλόκληρον τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, Ὀρθοδόξου καὶ μή. Εἶχεν ἐπίσης ἴδιον τελετουργικὸν μὲ ναούς, «θειαγοὺς» καὶ ὕμνους (εἰς δωρικὴν διάλεκτον ἀλλ’ οὐσιαστικῶς ἐμπνευσμένους ἐκ τῆς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας διὰ τῆς  ἀπαλείψεως κάθε ἀναφορᾶς εἰς τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν καὶ τοὺς ἁγίους), ἴδιον ἡμερολόγιον καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποῖα ἔξω τοῦ μικροῦ κύκλου μερικῶν μαθητῶν καὶ φίλων τοῦ Καΐρη οὐδένα ἦτο δυνατὸν να συγκινήσουν καὶ να ἐλκύσουν. Μὲ τὸν θάνατον τοῦ Καΐρη θνῄσκει καὶ ἡ θρησκεία τοῦ˙ μόνον ὁ Γλαυκωπίδης ἔμεινε πιστὸς ἕως θανάτου.

Πρός Πέτρον Ζάνον, Αθήναις 13 Δεκεμβρίου 1848


(απόσπασμα επιστολής)


Αγαπητέ φίλε και αδελφέ,

.........

Οί καλοί διώκται μου, νομίζοντες μεμονωμένον, καί διόλου εγκαταλελειμμένον, δέν παύουσι παντοίως νά με καταθλίβωσιν ' ήρχισαν δέ νά διενεργώσι κατ' εμού ,όσα οί παρελθόντες αιώνες μετά φρίκης έβλεπον.


Τί λοιπόν εκέρδησε τό Ελληνικόν Έθνος διά τής χύσεως τόσον αιμάτων. Ποία θέλει είσθαι ή πρόοδος αυτού, όταν αντί τού ορθού λόγου βάλλεται είς χρήσιν τό δικαίωμα τού ισχυροτέρου' όταν ή αλογία καί ή ραδιουργία έχωσιν όλην τήν άδειαν νά κακουργώσιν όπως βούλονται' κλείεται δέ τό στόμα τού θέλοντος νά υπερασπίση τής αληθείας;


Ελησμόνησαν, ώς φαίνεται, οί καλοί ούτοι άνθρωποι, όσα καί λέγουσι καί έλεγον κατά τών μεταχειριζόντων τά αυτά μέσα, τά οποία δολίως σήμερον αυτοί μεταχειρίζονται.


Αλλ' αυτοί, αδελφέ μου, είναι κύριοι νά πράττωσιν, ό,τι αγαπώσιν ' εγώ δέ από ψυχής εύχομαι νά με ενισχύη ό Θεός τής αληθείας και τής αγαθότητος, νά υποφέρω ευχαρίστως, όσα υπέρ αυτού μέλλω έτι νά υπομείνω.

...........

Ό διά παντός ευγνωμονών φίλος καί αδελφός

Έν Άνδρω, 1848 Δεκεμβρίου 13.

Τὴν 15 Ὀκτωβρίου, 1839, ὁ Καΐρης βίᾳ μετηνέχθη ἐκ τοῦ Ὀρφανοτροφείου του ἐπὶ τοῦ Β. Π. «Ἀθηνᾶ», κυβερνωμένου ὑπὸ τοῦ Κανάρη, καὶ μετὰ διήμερον παρεδόθη, κατὰ τὰς διαταγᾶς τῆς Κυβερνήσεως, εἰς τὸν Δήμαρχον καὶ τὸν Μητροπολίτην Αἰγίνης καὶ ἐκεῖ ἐκρατήθη ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὴν μονὴν τῆς Κοιμήσεως. Ἐν συνέχειᾳ μετεφέρθη εἰς Ἀθήνας καὶ παρουσιασθεῖς ἐνώπιον τῆς Συνόδου τὴν 21 Ὀκτωβρίου εὐθαρσὼς καὶ πάλιν ἐπέμεινεν εἰς τὰς ἰδέας του. Ἡ καταδικαστική της Συνόδου ἀπόφασις φέρει ἡμερομηνίαν 25 Ὀκτωβρίου, δι’ αὐτῆς δὲ καθαιρεῖται ὁ Καΐρης καὶ ἀναθεματίζεται μετὰ τῆς αἱρέσεως αὐτοῦ. Ἐν τούτοις ἡ Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τὴν ἑπομένην ἐζήτησε δι’ ἐγγράφου της ὅπως οἱ συνοδικοὶ «μακροθυμήσουν διὰ τινὰ καιρὸν ὑπὲρ τοῦ καταδικασθέντος καὶ ἀναβληθῆ ἐν τοσούτῳ ἡ ἐκτέλεσις τῆς ρηθείσης ἀποφάσεως, ἴσως ἐν τῷ μεταξὺ τούτῳ μετανοήσας ὁ Κ. Καΐρης ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν εὐθείαν ὁδόν, καὶ διὰ τοῦ μέσου τούτου σωθῇ ἐκ θανάτου ψυχὴ κατὰ τὸν θεῖον Ἰάκωβον». Ἡ Σύνοδος συνεφώνησεν εἰς τὴν πρότασιν ταύτην ἀλλ’ ἐπέμεινεν εἰς τὴν ἀπομάκρυνσιν αὐτοῦ ἐκ τῆς κοινωνίας καὶ τὸν ἐγκλεισμὸν του εἰς μοναστήριον. Ἐν συνεχείᾳ μετεφέρθη εἰς τὴν μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου καὶ ἐκεῖ παρέμεινεν ὑπὸ περιορισμὸν ἀπὸ 3 Νοεμβρίου, 1839, ἕως 10 Μαρτίου, 1840, βασανιζόμενος ἐκ τοῦ παλαιοῦ τραύματός του, τῶν αἱμορροΐδων καὶ ἐκ τῆς κακῆς διαβιώσεως. Ἡ ἐπιδείνωσις τῆς ὑγείας του ἠνάγκασε τὴν Κυβέρνησιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν μετακόμισιν τοῦ εἰς τὴν μονὴν τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τῆς Θήρας ἔνθα καὶ τὸ κλῖμα καὶ αἱ συνθῆκαι ὑπῆρξαν ἀνετώτεραι. Ἐνταῦθα παρέμεινεν ὁ Καΐρης ἀπὸ τοῦ Μαρτίου 1840 μέχρι τῆς 29 Μαρτίου 1842, καὶ κατώρθωσε νὰ προσελκύσῃ εἰς τὰ φρονήματά του μοναχοὺς τινας. Ἐπίσης ἐσχετίσθη τότε στενῶς πρὸς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἀντωνίου Π. Ζάνου τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς Πέτρος εἶχε μαθητεύσει ἐν Ἄνδρῳ. Καθ’ ὅλον τοῦτο τὸ διάστημα ὁ Θεόφιλος προσεπάθει, ἰδίως διὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου, νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἀπελευθέρωσίν του εἴτε ἐπιστρέφων εἰς Ἄνδρον εἴτε, ἐν ἀνάγκῃ, ἀναχωρῶν εἰς τὸ ἐξωτερικόν. Τελικῶς ἐπετράπη τὸ δεύτερον καὶ τὸ σχετικὸν Β. Διάταγμα φέρει ἡμερομηνίαν 9 Ὀκτωβρίου, 1841. Συγχρόνως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐζήτησε τὴν ἐκτέλεσιν τῆς καταδικαστικῆς της ἀποφάσεως καὶ ἀνεγνώσθη ἐπ’ ἐκκλησίαις ἡ καθαίρεσις τοῦ Καΐρη καὶ ὁ ἀναθεματισμὸς τοῦ ἰδίου καὶ τῆς διδασκαλίας του.

Ἀναχωρήσας δὶ’ ἀνδριακοῦ πλοίου ἐκ Θήρας, τὴν 29 Μαρτίου, 1842, ὁ Θεόφιλος διὰ Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης, Σύρου καὶ Μάλτας ἔφθασεν εἰς Μασσαλίαν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Παρίσι ἔνθα παρέμεινε καθ’ ὅλον τὸ θέρος τοῦ 1842. Ἐκεῖ ἐσπούδαζον ἀρκετοὶ παλαιοὶ μαθηταὶ τοῦ (Πέτρος Ζάνος, Δημήτριος Γ. Καραγιαννάκης, Νικόλαος Θ. Λεώπουλος, Λεωνίδας Ἄντ. Ἐμπειρῖκος κ.α.), οἱ πλεῖστοι κατηχηθέντες ἐν Ἄνδρῳ καὶ ὠργανώθη τότε ἡ θεοσεβικὴ ἐκκλησία τῶν Παρισίων. Τὸν Σεπτέμβριον μετέβη εἰς τὸ Λονδῖνον καὶ ἐκεῖ ἐδέχθη πολλᾶς περιποιήσεις ἐκ μέρους τῶν παλαιῶν φίλων του Γεωργίου Π. Λασκαρίδη καὶ Ἀλεξάνδρου Κ. Ἰωνίδη. Εὐθὺς ἀμέσως ἤρχισε νὰ δίδῃ μαθήματα φιλοσοφίας (ἢ μᾶλλον θρησκειολογίας) δὶς τῆς ἑβδομάδος εἰς τριάκοντα περίπου ἀκροατᾶς –κατὰ πόσον συνέχισε τοῦτο ἄδηλον– καὶ νὰ διδάσκῃ τέκνα φίλων του. Ἡ πολύμηνος παραμονή του, παρὰ τὴν ἵδρυσιν καὶ εἰς Λονδῖνον καὶ εἰς Μάντσεστερ ὀλιγομελῶν θεοσεβικῶν ἀδελφοτήτων, δὲν ἦτο πάντῃ τῆς ἀρεσκείας του. Συνεχῶς ἀπέβλεπεν εἰς ἐπαναπατρισμόν. Τὸν Ἰούλιον τοῦ 1843 ἐπεσκέφθη τὸ Μάντσεστερ φιλοξενούμενος τοῦ Λασκαρίδη καὶ τοῦ Γεωργίου Ι. Καβάφη. Ἀλλ’ ὁ Καΐρης εἶχε πλέον ἀποφασίσει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Τὸν Αὔγουστον 1843 ἀνεχώρησεν ἐκ Λονδίνου καὶ διὰ Παρισίων κατηυθύνθη εἰς Μασσαλίαν ἔνθα παρέμεινεν ἀπὸ 15 ἕως 21 Σεπτεμβρίου. Ἀναχωρήσας δὶ’ ἀτμοπλοίου ἔφθασεν εἰς Σῦρον περὶ τὴν 1 Ὀκτωβρίου ἀλλὰ δὲν ἐπετράπη εἰς αὐτὸν νὰ ἀποβιβασθῆ εἰς ἑλληνικὸν ἔδαφος. Αἱ προσφυγαὶ εἰς τὰς Γραμματείας Δικαιοσύνης καὶ Ἐσωτερικῶν ὡς καὶ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ οἱ προβληθέντες ἰατρικοὶ λόγοι οὐδὲν ἀποτέλεσμα ἔφερον. Οὕτως ἠναγκάσθη μετὰ ὀλιγοήμερον παραμονὴν νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ πάλιν εἰς Μασσαλίαν. Ἐνταῦθα διέμεινε μέχρι τοῦ Ἰουνίου 1844 καὶ συνεκρότησε καὶ ἐδῶ πενταμελῆ θεοσεβικὴν ἀδελφότητα. Κατόπιν τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Συντάγματος τῆς Γ’ Σεπτεμβρίου ἠδυνήθη πλέον δι’ ἀνδριακοῦ πλοίου νὰ ἐπιστρέψῃ κατ’ εὐθείαν εἰς Ἀνδρον ἐκ Μασσαλίας.

Ἔκτοτε διέμεινε συνεχῶς ἐν τῇ νήσῷ χωρὶς πλέον νὰ ἀπομακρυνθῇ. Τὰς ἡμέρας τοῦ διήρχετο εἰς τὸ Ὀρφανοτροφεῖον ἔνθα ἐξετρέφοντο ὀλίγα ὀρφανά, καὶ ἐδίδετο ἴσως τροφὴ εἰς ἀπόρους ἀλλὰ αἱ σωματικαί του δυνάμεις τὸν ἐγκατέλειπον προοδευτικῶς. Ὑπέφερεν ἐξ ἄλλου καὶ ἐκ τῆς ἐλλείψεως χρηματικῶν πόρων, κυρίως ἐξ αἰτίας τῶν εἰς αὐτὸν ὀφειλομένων διδάκτρων ἐκ μέρους πολλῶν γονέων οἱ ὁποῖαι ἐκώφευον εἰς τὰς ἐκκλήσεις του. Ὁ ἐξ Ἀγγλίας Γεώργιος Π. Λασκαρίδης ἤρχετο συχνάκις ἀρωγός˙ οἱ ἄλλοι ὁμογενεῖς ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἔπαυσαν τὰς συνδρομάς των ἴσως ἐπειδὴ ὁ Θεόφιλος δὲν τοὺς ἔγραφε. Πάντως ὁ Θεόφιλος ἐξηκολούθει τὴν πυκνὴν ἀλληλογραφίαν μετὰ τοῦ Γλαυκωπίδη καὶ τοῦ Καραγιαννάκη, συνεχῶς ἐνθαρρύνων αὐτοὺς καὶ προσπαθῶν νὰ τοὺς ἐμπνεύσῃ τὴν αἰσιοδοξίαν του, οἱ ὁποῖοι, καὶ ἰδίως ὁ πρῶτος, ἠγωνίζοντο νὰ προπαγανδίζουν τὰ θεοσεβικὰ κηρύγματα. Παραλλήλως ἡ προκλητικὴ συμπεριφορὰ ἐνίων παλαιῶν μαθητῶν, ἀνθρώπων μικρᾶς παιδείας, προεκάλει ἀντιδράσεις καὶ διὰ μίαν ἀκόμη φορᾶν ἠγέρθη δημοσιογραφικὸς θόρυβος ὁ ὁποῖος ἐνετάθη ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἐξ Ἀγγλίας ἀποσταλέντων βιβλιαρίων τῆς θεοσεβικῆς λατρείας. Τὸν Νοέμβριον 1848 ἡ Σύνοδος ἀπέστειλεν ἐγκύκλιον πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Ἀνδρου συμβουλεύουσα νὰ ἀπομονωθῇ «ὁ μέγιστος ὑμῶν ἐχθρὸς Καΐρης». Ἡ ἐν Ἀθήναις Λέσχη τοῦ Γλαυκωπίδη ἐγένετο ἐπίσης εὔκολος στόχος τῶν ἐφημερίδων. Τὰ πράγματα, καὶ ἐν Ἄνδρῳ ἀκόμη, ὑπῆρξαν τοσοῦτον ἐξημμένα ὥστε καὶ διὰ λίθων ἐπίθεσις κατὰ τοῦ Θεοφίλου ἐγένετο τὴν 13 Μαρτίου, 1850. Τὸν Αὔγουστον 1851 μετέβη εἰς Ἄνδρον ὁ Νομάρχης Κυκλάδων μετὰ τοῦ Εἰσαγγελέως καὶ τοῦ Ἀνακριτοῦ διὰ νὰ ἐνεργήσουν διοικητικὰς ἀνακρίσεις ὡς πρὸς τὸν καΐρειον προσηλυτισμόν, τὰ πορίσματα ὅμως δὲν τὸν ἐνοχοποίησαν – ἴσως εἰς τοῦτο ἐπενέβη ὁ Ζάνος. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ δημοσιογραφικὸς θόρυβος, πρωτοστατοῦντος τοῦ Αἰῶνος, δὲν ἔπαυε. Τελικῶς τὸν Ἰούνιον 1852 ὁ Καΐρης μετὰ τῶν Σπυρίδωνος Γλαυκωπίδη, Γρηγορίου Δεσποτοπούλου καὶ Θεοφίλου Λουλούδη ἢ Μονοκονδύλου παρεπέμφθησαν εἰς δίκην ὡς συνεταῖροι καὶ διαδόται θρησκευτικῆς αἱρέσεως μὴ ἀναγνωρισμένης ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεως καὶ οὐσιωδῶς ἀντιβαινούσης εἰς τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ προσηλυτισμῷ, ἐπὶ πλέον δὲ οἱ Δεσποτόπουλος καὶ Λουλούδης ὡς κατ’ ἐπανάληψιν χλευάσαντες τὰ δόγματα καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸ παραπεμπτικὸν βούλευμα. Ἡ δίκη διεξήχθη εἰς τὸ Πλημμελειοδικεῖον Σύρου κεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰς τὰς 20 καὶ 21 Δεκεμβρίου καὶ ὁ Καΐρης κατεδικάσθη εἰς φυλάκισιν δύο ἐτῶν καὶ δέκα ἡμερῶν, οἱ δὲ λοιποὶ κατηγορούμενοι εἰς μικροτέρας ποινάς. Κατ’ ἔκθεσιν τοῦ Νομάρχου Κυκλάδων πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον Ἐσωτερικῶν, ὁ Καΐρης «ἀπεβίωσεν ἐν τὴ οἰκία τοῦ Κυρίου Νικολάου Γιαγτζῆ, ἐνοικιασθείσῃ ἀρτίως πρὸς χρῆσιν φυλακῶν ὅπου ἐκρατεῖτο μετὰ τῶν λοιπῶν συγκαταδικασθέντων ὡς ὑπόδικος» τὴν νύκτα τῆς 9ης πρὸς τὴν 10ην Ἰανουαρίου, 1854. Λέγεται ἀκόμη εἰς τὴν ἔκθεσιν ὅτι τοῦ παρεσχέθησαν αἱ ἀπαιτούμεναι ἰατρικαὶ καὶ ἄλλαι περιποιήσεις καὶ ὅτι πολλάκις τοῦ ἐγένετο πρότασις νὰ μεταφερθῇ εἰς τὸ Νοσοκομεῖον τῆς Σύρου ἀλλὰ δὲν ἐδέχθη, ἀξιῶν νὰ μεταφερθοῦν μετ’ αὐτοῦ καὶ οἱ συγκαταδικασθέντες. Μετὰ δέκα ἡμέρας καὶ κατόπιν προσφυγῆς τοῦ Δημητρίου Ν. Καΐρη ὁ Ἄρειος Πάγος ἀνήρεσε τὴν ἀπόφασιν τοῦ δικαστηρίου τῆς Σύρου. Ἐν τούτοις οἱ λοιποὶ τρεῖς καταδικασθέντες παρέμειναν εἰς τὰς φυλακὰς τοῦ Ναυπλίου ἐπὶ ἓν ἔτος περίπου.

Ὁ Καΐρης δὲν ἀφῆκε συγγραφικὸν ἔργον ἀντάξιον τῆς φήμης του. Τὰ δύο σημαντικώτερα δημοσιεύματά του, ἡ Γνωστικὴ (1849) καὶ τὰ Στοιχεῖα Φιλοσοφίας (1851) ἀναφέρονται πρωτίστως εἰς τὸ φιλοσοφικὸν καὶ δογματικὸν ὑπόβαθρον τῆς θρησκείας του. Ἴσως τὸ πλέον ἐνδιαφέρον κείμενόν του εἶναι ἡ αὐτοσχέδιος (ὡς ἐγράφη τότε) προσφώνησις πρὸς τὸν Καποδίστριαν (1828), κήρυγμα ἐπίκαιρον κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα, καὶ μετέπειτα, ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἀξιοκρατίας.

Ἐνίοτε ὑποστηρίζεται ἡ δῆθεν τεκτονικὴ ἰδιότης τοῦ Καΐρη. Ὄχι μόνον οὐδεμία ὑφίσταται περὶ τούτου μαρτυρία, ἀλλὰ καὶ ἀναφερόμενος εἰς τὰς μετὰ τεκτόνων ἐπαφὰς τοῦ Καραγιαννάκη ὁ Θεόφιλος εἶναι κατηγορηματικῶς ἀντίθετος: «Μετὰ τῶν Μ(ασόνων) ὡς καὶ μετὰ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἑταιρείας εἶναι ὅλως ἀνοίκειον καὶ ἁλυσιτελὲς νὰ σχετισθῇ τις ἐξ ἡμῶν».


Τὸ κτίριον τοῦ Ὀρφανοτροφείου ἐγνώρισε καὶ αὐτὸ περιπετείας. Δίμηνον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Καΐρη κατεσχέθη ὑπὸ τοῦ Δημοσίου καὶ εὐθὺς ἀμέσως ὁ τότε ἐπίσκοπος Ἄνδρου μετὰ τοῦ κλήρου τῆς νήσου ἔψαλεν ἁγιασμόν. Ἐπηκολούθησε μακρὸς δικαστικὸς ἀγὼν διὰ τὴν κυριότητα τῶν ἀκινήτων καὶ ἐνῶ ἐν ἀρχῇ ἐδικαιώθησαν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Θεοφίλου, τελικῶς τὸ ὅλον συγκρότημα περιῆλθεν εἰς τὸ Δημόσιον καὶ ἐστέγασε τὰ σχολεῖα (δημοτικόν, σχολαρχεῖον καὶ ἑλληνικόν) τῆς Ἄνδρου. Κατὰ τὰ συνήθη ἐν Ἑλλάδι, πολυετὴς παραμέλησις κατήντησε τὸ κτίριον ἑτοιμόρροπον καὶ τὸ 1940 κατεδαφίσθη παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι διὰ Β. Διατάγματος εἶχε χαρακτηρισθῆ διατηρητέον. Εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀνηγέρθη τὸ ἀπεχθὲς οἰκοδόμημα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῆς Ἄνδρου.


Παρ’ ὅλον ὅτι οἱ Ἄνδριοι (ἀκόμη καὶ οἱ στενοὶ συγγενεῖς του Θεοφίλου) δὲν συνεπάθουν πρὸς τὸ θρησκευτικόν του σύστημα, ἐκ πατριωτικῆς φιλοτιμίας πάντες διέκειντο εὐμενῶς καὶ ἐθαύμαζον τὸν Καΐρην. Αἱ ἄστοχοι ἐπιθέσεις τοῦ Ἀνδρου καὶ Κέας Μητροφάνους (1855-89), ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο Ἄνδριος, ἐδημιούργησαν σάλον εἰς τὴν νῆσον. Ἄλλος θόρυβος ἐγένετο μετέπειτα ἐξ ἀφορμῆς τῆς τοποθετήσεως προτομῆς τοῦ Καΐρη ἡ ὁποία τελικῶς (1912) ἐστήθη εἰς κεντρικὴν πλατείαν τῆς Χώρας.

[Καϊρειος βιβλιοθήκη] 

Γενικά οι απόψεις του Διαφωτισμού είναι γνωστές στις ευρωπαϊκές χώρες που τον δημιούργησαν, ενώ δεν είναι ομοίως γνωστές οι προσπάθειες εισαγωγής του σε ευρωπαϊκές χώρες στην περιφέρεια της ηπείρου, όπως είναι η Ελλάδα. Πως πέρασε η επιστημονική επανάσταση στη σκλαβωμένη στους Τούρκους Ελλάδα; και πως αποδέχθηκαν οι Έλληνες τις πραγματικά επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του φιλελευθερισμού; Τι αντίδραση συνάντησαν από τη συντηρητική Ορθόδοξη Εκκλησία και ποιοι θυσίασαν τη ζωή τους χάριν των ιδεών τους; Ο Θεόφιλος Καϊρης (1784-1853), λόγιος, φιλόσοφος και ιερέας ήταν το τραγικό θύμα της κληρικής μισαλλοδοξίας. Ο εισηγητής του Θεοσεβισμού στην Ελλάδα, είχε το τραγικό τέλος που η μοίρα επιφυλάσσει σ' αυτούς -που πρωτοπόροι- θέλησαν να εισαγάγουν στην Ελλάδα τις φιλελεύθερες ιδέες της Δυτικής Ευρώπης του Διαφωτισμού.

Σύνδεσμοι
Βιογραφία του Θεόφιλου Καΐρη στη Wikipedia
Βιογραφία του Θεόφιλου Καΐρη από την Καΐρειο Βιβλιοθήκη Άνδρου
https://kaireios.gr/index.php/theofilos-kairis
https://www.researchgate.net/publication/294729628_Theophilos_Kaires-O_demiourgos_kai_eisegetes_tou_Theosebismou_sten_Ellada
https://panusis.blogspot.com/

https://www.facebook.com/franklouk/


Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πόση ομορφιά ! : Το λιμανάκι Μανδρακίου, το χωριό, η λίμνη Κερκίνη και το όρος Κερκίνη!

Τραγωδία στo Χαρωπό, νεκρό μωράκι 8 μηνών.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Εορτολόγιο

  • Άγιος Βλάσιος επίσκοπος Σεβαστείας, 11 Φεβρουαρίου
    Λαιμὸν Βλάσιος ἐκκοπεὶς διὰ ξίφους,Ἀλγοῦσι λαιμοῖς ῥευμάτων εἴργει βλάβας.Ἑνδεκάτῃ Βλασίου τάμεν αὐχένα χαλκὸς ἀτειρής.Ο Άγιος Βλάσιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Λικινίου (308 - 323 μ.Χ.)....
    Feb-10 - 2025 | More ->

  • Αγία Θεοδώρα η Βασίλισσα, 11 Φεβρουαρίου
    Θεοδώραν Ἄνασσαν εὐσεβεστάτην,Χριστὸς Βασιλεὺς ἀξιοῖ θείου στέφους.Η Αγία Θεοδώρα, η βασίλισσα, γεννήθηκε στην Έβεσσα της Παφλαγονίας, το 815 μ.Χ., από ευσεβείς γονείς, τον δρουγγάριο Μαρίνο και την...
    Feb-10 - 2025 | More ->

  • Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας εκ Σερβίας, 11 Φεβρουαρίου
    Γεωργιος δὲ μὴ τὸ πῦρ δειλιάσας,Ἀπυρπόλητος ἐν πυρὶ διαμένει.Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην πόλη Κράτοβα της Σερβίας από γονείς ευσεβείς, τον Δημήτριο και τη Σάρρα. Από πολύ μικρή ηλικία...
    Feb-10 - 2025 | More ->

Σαν σήμερα



Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

  • Ιωάννης Θ. Μανασσής
     Πρόσωπα | Επιλογή ανά θέμα | Τελευταίες αναρτήσειςΣτην Άπω Ανατολή, στην αιματοβαμμένη Κορέα, στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο του Πουσάν (Μπουσάν), υπάρχει ένας τάφος και ένα...
    Feb-03 - 2025 | More ->

  • Κωνσταντίνος Δούμπας
    Πρόσωπα | Επιλογή ανά θέμα | Τελευταίες αναρτήσειςΚωνσταντίνος Θεόδωρος (από το 1917 έως το 1919, Γκράφον) Ντούμπα (17 Ιουνίου 1856 - 6 Ιανουαρίου 1947), ήταν...
    Feb-02 - 2025 | More ->

  • Νικόλαος Δούμπας
    Πρόσωπα | Επιλογή ανά θέμα | Τελευταίες αναρτήσειςΟ Νικόλαος Δούμπας (Nikolaus Dumba,* 24 Ιουλίου 1830 στη Βιέννη; † 23 Μαρτίου 1900 στη Βουδαπέστη) ήταν Έλληνο-αυστριακός,...
    Feb-02 - 2025 | More ->

Συνταγές

  • Χριστουγεννιάτικα τρουφάκια
     Υλικά1 κουταλιά της σούπας βούτυρο400 γρ. ζαχαρούχο γάλα¼ φλιτζανιού κακάο σε σκόνη1 φλιτζάνι για πασπάλισμα (μπορείς να χρησιμοποιήσεις τρούφα σοκολάτας, θρυμματισμένους ξηρούς καρπούς ή ό,τι...
    Dec-21 - 2024 | More ->

  • Χριστουγεννιάτικη χήνα γεμιστή
     Υλικά1 ολόκληρη χήνα (3 1/2 κιλά σε βάρος)1 Κnorr «Σπιτικός» Ζωμός για Βοδινό4 ατομικά ψωμάκια (της προηγούμενης ημέρας)4 κ.σ. μαργαρίνη2 κρεμμύδια ξερά, ψιλοκομμένα150 γρ. αποξηραμένα...
    Dec-18 - 2024 | More ->

  • Κανελογλυκό σοκολάτας
     Υλικά(για παραλληλόγραμμο σκεύος 28×6εκ)Για το σιρόπι:100 ml νερό2 κουταλιές σούπας μέλι4 στικς κανέλαςΓια την μους κανέλας:500 γρ. κρέμα φυτική500 γρ. μασκαρπόνε80 γρ. κακάο150 γρ. αχνή...
    Dec-16 - 2024 | More ->

ΓηΤονια

Χαμένες Πατρίδες

  • Παναγία Σουμελά
     Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας - Τελευταίες αναρτήσειςΗ Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά είναι ένα από τα πιο σημαντικά χριστιανικά μνημεία στην Τουρκία και αποτελεί σύμβολο της Ορθόδοξης...
    Oct-20 - 2024 | More ->

  • Τραπεζούντα
    Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας - Τελευταίες αναρτήσεις καὶ ἦλθον ἐπὶ θάλατταν εἰς Τραπεζοῦντα πόλιν Ἑλληνίδα οἰκουμένην ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, Σινωπέων ἀποικίαν, ἐν τῇ Κόλχων χώρᾳ....
    Oct-14 - 2024 | More ->

  • Το Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος
     Τα εγκένια του νέου κτιρίου του σχολίουΤο Ελληνικόν Φροντιστήριον Τραπεζούντος ήταν σχολείο της ελληνικής παροικίας της Τραπεζούντας. Στο σχολείο αυτό η χρήση της ποντιακής διαλέκτου ήταν...
    Mar-24 - 2023 | More ->

Ρετρό

Σιδή Ρόκ Άστρο

Ο χαζός του χωριού