Άγιοι Ευστάθιος, Θεσπέσιος και Ανατόλιος, 20 Νοεμβρίου
Κάρας τριῶν τέμνουσι νεκρῶν οἱ πλάνοι, Ουδ' εἰς νεκροὺς δεικνὺντες οἶκτον· ὢ πλάνης. Οι Άγιοι Ευστάθιος, Θεσπέσιος και Ανατόλιος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού το έτος 300 μ.Χ. Ήταν αδέλφια μεταξύ τους και πατρίδα είχαν τη Γάγγρα της Μικράς Ασίας. Οι γονείς τους ήταν ειδωλολάτρες και ονομάζονταν Φιλόθεος και Ευσεβία. Από τους τρεις, ο μεν Ευστάθιος ασχολείτο με το γράμματα, οι δε δύο άλλοι αδελφοί με το επάγγελμα του πατέρα τους (πώληση φορεμάτων). Στη χριστιανική πίστη τους έφερε ο πρεσβύτερος Αντιοχείας Λουκιανός (βλέπε 15 Οκτωβρίου), αφού είχε συναντήσει τον Φιλόθεο και τον Ανατόλιο σ' ένα ταξίδι στην Ανατολή. Τους κατήχησε και όταν έφτασαν στη Νικομήδεια βαπτίστηκαν από τον επίσκοπο Νικομήδειας Άνθιμο (βλέπε 3 Σεπτεμβρίου), ο όποιος τον μεν Φιλόθεο χειροτόνησε πρεσβύτερο, το δε Ευστάθιο διάκονο. Μετά τον θάνατο των γονέων τους, καταγγέλθηκαν στον Μαξιμιανό και αφού υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, τελικά αποκεφαλίστηκαν.