Προφήτης Αμώς, 15 Ιουλίου
Ἀμώς, ὁ συκάμινα κνίζων αἰπόλος, Ἐδὲμ τρυγᾷ τὰ δένδρα κνίζων οὐκέτι. Πέμπτῃ ἐκ βιότοιο Ἀμὼς δεκάτῃ τε ἀπέπτη. Ο Προφήτης Αμώς καταγόταν από την πόλη Θεκουέ της Ιουδαίας, η οποία βρισκόταν νοτιοανατολικά της Βηθλεέμ, και άκμασε στην ιερή πόλη Βαιθήλ, κοντά στη Σαμάρεια, κατά τους χρόνους του βασιλέως του Ισραήλ Ιεροβοάμ Β’ (784 - 746 π.Χ.). Ήταν βοσκός και καλλιεργητής συκομορέων και από την εργασία αυτή κλήθηκε απ’ ευθείας υπό του Θεού στο προφητικό αξίωμα, όπως ο ίδιος αναφέρει στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης· «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ». Αναδείχθηκε έτσι ένας από τους σπουδαιότερους ελάσσονες Προφήτες. Στηλίτευσε την ηθική και θρησκευτική κατάπτωση του Ισραήλ, καλούσε το λαό σε μετάνοια και προφήτευσε την επικείμενη κρίση και αιχμαλωσία του. Αν και στερούνταν μόρφωσης, διακρινόταν για την πρωτοτυπία, τη φυσικότητα,